Η πείνα είναι αδυναμία - Point of view

Εν τάχει

Η πείνα είναι αδυναμία



Πώς να ξεχωρίσετε την πείνα από τις… λιγούρες




Ήρθε η ώρα να φάτε το τακτικό σας γεύμα ή μήπως νιώθετε ότι πεινάτε επειδή λιγουρεύεστε την καρμπονάρα που έχει περισσέψει από το μεσημέρι;

Η γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό αίσθημα πείνας και τη λιγούρα που μας πιάνει για να φάμε μια κρέπα σοκολάτα ή ένα σουβλάκι είναι λεπτή. Πολύ λεπτή. Τόσο λεπτή που οι περισσότεροι δεν μπορούν να την ξεχωρίσουν. Κι όμως, τα πράγματα είναι απλά.

Πότε πεινάμε πραγματικά;
Μια σωστή διατροφή περιλαμβάνει 3 κύρια γεύματα μέσα στην ημέρα και 2 σνακ ενδιάμεσα, που σημαίνει ότι περίπου ανά τρίωρο, όταν τρεφόμαστε έτσι, ο οργανισμός μας ζητάει «καύσιμο». Τότε είναι που αισθανόμαστε και την πραγματική πείνα η οποία καταφτάνει σταδιακά και αν δεν την καταπολεμήσουμε τρώγοντας, οδηγεί στο γνωστό μας… γουργουρητό, σε σουβλιές και σε κάποιες περιπτώσεις σε ζαλάδες, σε αδυναμία και σε αίσθημα κενού στο στομάχι. Όλα αυτά φυσικά περνούν όταν φάμε το γεύμα μας και αν υποθέσουμε ότι τα αγνοούμε, αυτά γίνονται ακόμη πιο έντονα, καταπονώντας τον οργανισμό μας.




Πότε νιώθουμε λιγούρα;

Η λιγούρα διαφέρει κατά πολύ από την πραγματική πείνα και όποιος θέλει μπορεί να την αποκωδικοποιήσει πολύ γρήγορα. Έρχεται ξαφνικά και απροειδοποίητα κι όχι σταδιακά όπως συμβαίνει με την πείνα. Συνήθως έχει αιτία κάτι που μας μύρισε, κάτι που μας «σφηνώθηκε» στο μυαλό, αυτά τα εκλεράκια που είναι από χθες κρυμμένα στο ψυγείο και μας στέλνουν σήματα να τα εξαφανίσουμε…

Οι λιγούρες, επίσης, μπορεί να σχετίζονται και με τη συναισθηματική μας κατάσταση και να προκαλούνται π.χ. από το αίσθημα ανίας που μας «περιτριγυρίζει», το οποίο μας ωθεί στο ψυγείο και συνήθως –αλλά όχι πάντα- ικανοποιούνται όχι από φασολάκια και μπρόκολο, αλλά από τροφές «απαγορευμένες» όπως junk food, γλυκά, τρόφιμα με πολλά λιπαρά κ.ο.κ. Κι αυτό επαληθεύεται εύκολα από το ότι λίγες έως καμία φορές στη ζωή μας επιθυμήσαμε ξαφνικά… κουνουπίδι.




Τι πρέπει να κάνουμε;

Καταρχάς, το πρώτο βήμα εντοπίζεται στο να αποκωδικοποιήσετε τα σημάδια και να καταλάβετε αν αυτό που αισθάνεστε είναι πραγματική πείνα ή λιγούρα. Αν, για παράδειγμα, είναι 2 η ώρα το μεσημέρι κι εσείς έχετε να φάτε από τις 10 το πρωί είναι πασιφανές ότι έχει έρθει η ώρα για το μεσημεριανό σας και δεν πρόκειται για… κολπάκι του εγκεφάλου σας. Κι εδώ τα πράγματα είναι απλά: τρώτε το γεύμα σας.

Αν έχετε να κάνετε με λιγούρα, η πρώτη σας κίνηση είναι να εντοπίσετε το αίτιό της και να την καταπολεμήσετε από τη ρίζα. Αν οφείλεται στο ότι δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε ή ότι αισθάνεστε μελαγχολία, τότε προσπαθήστε να διορθώσετε την κατάσταση πηγαίνοντας μια βόλτα, ακούγοντας μουσική, κάνοντας πράγματα που θα γεμίσουν το χρόνο σας και θα κρατήσουν το μυαλό σας απασχολημένο κι όχι κολλημένο στο ψυγείο.

Σε άλλη περίπτωση, καλό κάνει να περιμένετε μισή ώρα πριν φάτε κάτι, για να διαπιστώσετε αν αναγνωρίζετε όντως τα σημάδια που στέλνει ο οργανισμός όταν πρέπει πραγματικά να καταναλώσετε ένα γεύμα. Πιείτε λίγο νερό, δώστε λίγο χρόνο στη λιγούρα, καταναλώστε κάτι υγιεινό όπως μια σαλάτα ή λίγους ξηρούς καρπούς που θα πάρουν το μυαλό σας από το… τρόφιμο-στόχο και το πιθανότερο είναι να φύγει και να φάτε κανονικά πάλι την ώρα που θα πρέπει.



Αν πάλι δεν φεύγει με τίποτα, μήπως ήρθε η ώρα να φύγει εκείνο το μισοτελειωμένο προφιτερόλ από το ψυγείο που σας τυραννάει εδώ και 3 μέρες;


Η ΟΡΕΞΗ Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ






Η νηστεία και ο πειρασμός1

Νηστεύω σημαίνει δεν τρώω, δηλαδή εκουσίως πεινάω. Νηστεύοντας, λοιπόν, ορθοδόξως κατά την Μ. Τεσσαρακοστή, οδηγούμε τον εαυτό μας σε μια οριακή κατάσταση, στην οποία αισθανόμαστε τις απαιτήσεις του σώματος, αλλά και την δύναμη της ψυχής να τις τιθασσεύη. Αυτήν την οριακή κατάσταση βρίσκει πρόσφορη ο πειράζων για να μας προσβάλλη με τους πιο ισχυρούς πειρασμούς του. Δεν έχει ισχύ επάνω στον αγωνιζόμενο με την νηστεία Χριστιανό, αλλά ο ίδιος δελεάζεται από την αδυναμία του σώματος, την οποία νομίζει ότι μπορεί να εκμεταλλευθή. Αυτό έπαθε με τον Χριστό.

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέει: “νηστεύσας – ο Χριστός – ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα ύστερον επείνασε. Και προσελθών αυτώ ο πειράζων είπεν…”. Ο πειράζων προσήλθε στον Χριστό, όταν εκείνος πείνασε. Η πείνα δηλαδή τον προσελκύει, αλλά και η πείνα είναι αυτή που τελικά τον νικάει, όταν, φυσικά, ζητά ικανοποίηση από την λογική τροφή της ψυχής – τα ρήματα που εκπορεύονται από το στόμα του Θεού – και όχι μονοδιάστατα από την άλογη τροφή του σώματος. …

Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραξενευόμαστε, όταν κατά την νηστήσιμη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής μας συμβαίνουν ποικίλοι πειρασμοί, που αφορούν στην προσωπική, οικογενειακή ή κοινωνική μας ζωή. Ο πειράζων σε τέτοιες περιόδους “προσέρχεται” στους Χριστιανούς. Με πολλούς “εσωτερικούς” τρόπους, αλλά και με θορυβώδη εξωτερικά γεγονότα, που έχουν ανταποκριτές στο εσωτερικό εμπαθείς λογισμούς, προσπαθεί να αχρειώση τον αγώνα της Μ. Τεσσαρακοστής. Όμως, “εάν νήφωμεν”, όλα αυτά γίνονται αιτίες πνευματικής ωρίμανσης, δρόμοι για βαθύτερη αυτογνωσία και θεογνωσία.

Η νηστεία, η όρεξη και η πείνα2

Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν προσπαθώντας να δώση το πραγματικό περιεχόμενο της Χριστιανικής νηστείας, στο βιβλίο του “Μ. Τεσσακοστή, πορεία προς το Πάσχα”, γράφει: “Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης, οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος, ν’ ανακαλύπτω ότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο, ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ’ όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην παραγματικότητα, είναι πείνα για το Θεό”.

Νηστεία, λοιπόν, σημαίνει πεινάω. Επειδή όμως η πείνα σε μας τους κατακυριευμένους από τις ηδονές συγχέεται με την όρεξη, πρέπει να χαραχθή μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ πείνας και όρεξης.

Πρόσφατα, ένας διαιτολόγος, σχολιάζοντας τις διάφορες “συνταγές αδυνατίσματος”, με τις οποίες “αδυνατίζουμε τρώγοντας”, υπογράμμισε τον κίνδυνο να θεωρούμε την όρεξη για πείνα. Πολλοί όταν έχουμε όρεξη να φάμε νομίζουμε ότι πεινάμε, γι’ αυτό, όταν δεν ικανοποιούμε την όρεξή μας, νομίζουμε ότι στερούμε τον οργανισμό μας από τροφές που τις έχει απόλυτη ανάγκη. Αυτός ο λογισμός παραλύει τον τόνο της ψυχής και δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αδυναμίας του σώματος. Αυτός ο λογισμός είναι ένας ύπουλος πειρασμός κατά τις περιόδους των νηστειών. Ο διαιτολόγος από την δική του σκοπιά τόνισε ότι η πείνα συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες του σώματος, ενώ η όρεξη έχει σχέση με την επιθυμία και την ηδονή της τροφής. Η ασκητική της χριστιανικής νηστείας μας λέει ότι αν αυτή η όρεξη αφεθή αχαλίνωτη οδηγεί στην γαστριμαργία και την λαιμαργία.

Όταν κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν “νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω”, νηστεύοντας οφείλουμε να προχωρούμε από την υποταγή της όρεξης στην ανάγκη, στον περιορισμό της ανάγκης στο ελάχιστο. Σε εκείνο το ελάχιστο όριο το οποίο θα μας επιτρέπη να καταλαβαίνουμε την “εξάρτηση από την τροφή” και να ανακαλύπτουμε ότι το πραγματικό περιεχόμενο της πείνας μας “είναι πείνα για τον Θεό”.


via

Pages