Ποιος είμαι; - Point of view

Εν τάχει

Ποιος είμαι;




















Οι δικές μου προκλήσεις

 




Αντί να προσεύχομαι, γράφω, πηγαινοφέρνω τα δάχτυλά μου στο πληκτρολόγιο συντάσσοντας θεολογικές, υποτίθεται, σημειώσεις για τους μαθητές μου ή ικανοποιώντας τις λογοτεχνικές μου φαντασιώσεις, και μόνο το βράδυ, «από συνήθεια κάνοντας πριν πέσω το σταυρό μου» (όπως θα έλεγε ο Καββαδίας), ή την Κυριακή, ανάβοντας ένα κερί στην εκκλησιά, σκέφτομαι δυο τρεις βιαστικές αιτήσεις, με την ίδια θέρμη και διάρκεια που παραγγέλνω καφέ σ’ ένα φαστφουντάδικο. Είμαι καλαμαράς. Ο Γέροντας Σωφρόνιος του Essex (1896-1993) σήκωνε τα χέρια του το βράδυ και τα κατέβαζε το πρωί προσευχόμενος υπέρ της ανθρωπότητος. Ήταν άγιος. Αυτή είναι η διαφορά μας.



Μιλώ για τους αγίους, γιατί είμαι εγωιστής. Όχι για να τους τιμήσω, αλλά για να τιμηθώ «Εγώ» από σας, αποδεικνύοντας πόσο πολλά ξέρω και πόσο καλός ομιλητής είμαι.



Έχω λοιπόν μέσα μου όλα τα αμαρτήματα (όλα τα πάθη, θα λέγανε οι ασκητές Πατέρες, με στωική ορολογία) που σχετίζονται με το προπατορικό αμάρτημα, δηλ. τον εγωισμό× είμαι ναρκισσιστής, ματαιόδοξος, υπερόπτης× ακόμα κι αν κάνω κάτι καλό, το κάνω για να με δοξάσουν οι άνθρωποι κι όχι εν κρυπτώ για να ευχαριστήσω το Θεό και τη συνείδησή μου, δηλ. τη φωνή του αγγέλου μου.



Μήπως από τον εγωισμό δεν προέρχεται και η διαστροφή; Δες τον Πάτρικ Μπέιτμαν, στο American Psycho του Μπρετ Ήστον Έλλις (τον εφιάλτη του καπιταλισμού). Νομίζω πως είμαι το κέντρο του κόσμου, άρα μπορώ να παρακάμψω τους άλλους (από την ουρά για ταξί ώς την ουρά για την προαγωγή μου) ή να τους χρησιμοποιήσω για τη δική μου ευχαρίστηση. Βλέπω π.χ. μια γυναίκα και ποθώ το κορμί της, θέλω να τη λεηλατήσω, να τρυγήσω τα κάλλη της, αδιαφορώντας για το ποια είναι, τι νιώθει, αν πονάει η ψυχή της, αν έχει ανάγκη να θυσιαστεί κάποιος για να τη βοηθήσει× είμαι κλασικός άντρας, εκπαιδευμένος ως επιβήτορας από τη βιομηχανία του θεάματος και της κατανάλωσης. Αυτή η γυναίκα μπορεί να είναι ένα μοντέλο που διαφημίζει σαμπουάν ή μια μισόγυμνη μπαργούμαν ή μια τύπισσα με πέδιλα, μίνι και ξώπλατο που περπατάει στο δρόμο ή μια μεθυσμένη που ψάχνει για άντρα, για να ανακουφίσει τα ψυχικά της τραύματα από άλλους άντρες, ή μια πόρνη× δεν έχει σημασία, είναι άνθρωπος (“–Μα κορόιδο είσαι, ρε φίλε;”. Δεν είμαι, γι’ αυτό θέλω να την κατασπαράξω).



Ένας άγιος, στο πρόσωπο κάθε γυναίκας (και μια αγία, στο πρόσωπο κάθε άντρα) βλέπει την εικόνα του Θεού, ένα πλάσμα ιερό, λίγο χαμηλότερο από άγγελο, και φυσικά τον άνθρωπο αδερφό του, που χρειάζεται αγάπη και φροντίδα ακόμα κι αν αρνείται αυτή την αγάπη, ακόμα κι αν βαδίζει προς την αυτοκαταστροφή× κάποιο τραύμα θα έχει, και η ανακούφιση αυτού του τραύματος, σκέφτεται ο άγιος, είναι δική μου υπόθεση.



Επιπλέον είμαι και δειλός. Βλέπω ένα γνωστό μου που ξέρω ότι με χρειάζεται, γιατί π.χ. έχει μαζέψει στη ζωή του ένα βουνό προβλήματα, όλοι τον έχουν παραπετάξει και η ψυχή του γεμίζει από το πύο της μοναξιάς× κι όμως αποφεύγω τη συντροφιά του, αλλάζω δρόμο, φοβάμαι μη μου γίνει τσιμπούρι, λες και θα με φάει! Ο άγιος θα τον καλούσε στο σπίτι του να φάνε μαζί και να τα πούνε, θα τσακιζόταν να τον φιλοξενήσει, όχι μόνο τα Χριστούγεννα (που όλοι κάνουμε …καλές πράξεις, για το “καλό της γιορτής”), αλλά κάθε μέρα× και αν ο άλλος, από φόβο ή ντροπή, αρνιόταν, θα τον τραβούσε απ’ το μανίκι, όχι για να ευχαριστήσει το Θεό σαν ψευτοηθικός συμφεροντολόγος, αλλά από αγνή και αυθόρμητη επιθυμία να βοηθήσει, κοινώς από αγάπη.



Τέλος, για να ολοκληρώσω την προσωπογραφία μου, είμαι υποκριτής× ακόμα κι αυτή η φαινομενική κρίση ειλικρίνειας, τίποτ’ άλλο δεν είναι παρά υποκρισία. Γουστάρω πολύ που μιλάω για τον εαυτό μου, κάνω αυτοδιαφήμιση (άσχετα τι λέω), κι επιπλέον σάς περνιέμαι για μετριόφρων, ενώ στην πραγματικότητα η καρδιά μου χορεύει από ματαιοδοξία. “Είμαι ταπεινός” φωνάζω, “δοξάστε με”! Για να καταλάβετε τι λέω, θα παραθέσω, κάπως ελεύθερα, ένα κομματάκι από την Κλίμακα, που δείχνει την κενοδοξία (=ματαιοδοξία), δηλ. την υποκρισία κάποιου προς την ίδια τη συνείδησή του: «Παντού λάμπει ο ήλιος, και σε κάθε προσπάθεια πανηγυρίζει η κενοδοξία. Π.χ., όταν νηστεύω, κενοδοξώ» (λέω: “Tι καλός που είμαι! Νηστεύω!”), «αλλά κι όταν τρώγω για να μη φανεί ότι νηστεύω, πάλι κενοδοξώ» (λέω: “Τι ταπεινός που είμαι! Κρύβω τη νηστεία μου!”). «Όταν φορώ λαμπρά ρούχα, νικιέμαι απ’ την κενοδοξία, αλλά κι όταν βάζω ταπεινά, πάλι κενοδοξώ. Όταν μιλάω νικιέμαι» (λέω: “Είμαι σοφός”), «αλλά κι όταν σωπαίνω πάλι νικιέμαι. Όπως κι αν το ρίξεις αυτό το αγκάθι, στέκεται όρθιο!» (Ιωάννης ο Σιναΐτης, Κλίμαξ, ΚΑ΄ ε΄).








[full_width]

Pages