Η προφητεία του τρελοκομείου - Point of view

Εν τάχει

Η προφητεία του τρελοκομείου



«Kάποτε σε μια μεσαιωνική πόλη της Ευρώπης, ήταν ένα ξεχωριστό παιδί το οποίο μεγάλωνε με έναν πολύ σκληρό πατέρα. Το κακομεταχειριζόταν, το έβριζε και το χτυπούσε πολλές φορές  χωρίς κανένα λόγο. Μεγάλωνε δύσκολα το παιδί, με πολλά απωθημένα.
Όπως ήταν φυσικό, το παιδί ήθελε να φύγει από το σπίτι του. Την χάρη, του την έκανε μια μέρα ο ίδιος ο πατέρας, αφού πάνω σε έναν καυγά τον διώχνει κλοτσηδόν από το σπίτι ουρλιάζοντας
Nα μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ! Άχρηστε!”.
Έτσι κι έγινε. Το παιδί έζησε μόνο του στους δρόμους περίπου 10 χρόνια, κλέβοντας και εξαπατώντας κόσμο, προσπαθώντας να επιβιώσει. Έφτασε όμως τα 18 και κατόρθωσε έως τότε να έχει μαζέψει πολλά χρήματα, από τις παρανομίες που είχε κάνει.
Μια ημέρα περνώντας έξω από ένα παλιό ρημαγμένο κτήριο, κοντοστέκεται και βλέπει κάποιους ανθρώπους να περιφέρονται σαν τις άδικες κατάρες μέσα στην αυλή. Ήταν όλοι σε άθλια κατάσταση, βρώμικοι, με σκισμένα ρούχα, ξυπόλυτοι και σκελετωμένοι. Ο νέος απορεί, δεν τους είχε προσέξει και φωνάζει με απορία “Ε, τι κάνετε εσείς εδώ;” Και πλησιάζει σιγά σιγά ένας από αυτούς και λέει
Εμάς εδώ μας έχουν κλείσει γιατί είμαστε τρελοί, αλλά εμείς δεν κάναμε ποτέ κακό σε κανέναν, ενώ εσείς εκεί έξω κάνετε το αντίθετο, ποιος είναι τελικά ο τρελός μικρέ;
Ο νέος άναυδος και ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια, αρχίζει να κλαίει. Βλέποντας τον ο τρελός ξαφνικά να κλαίει, του λέει  “Είδες που στα έλεγα;” Και απομακρύνεται. ”Έχεις δίκιο…” του φωνάζει ο νέος, αλλά ο τρελός ούτε καν γύρισε. Και εκείνη την στιγμή φορτισμένος όπως ήταν, παίρνει την απόφαση.
Την επόμενη ημέρα επιστρέφει, μπαίνει μέσα στο τρελοκομείο, ρωτά που είναι ο υπεύθυνος και χωρίς να χτυπήσει πόρτα, μπαίνει μέσα στο γραφείο που του έδειξαν και αντικρίζει έναν τετράπαχο λιγδιασμένο κύριο, ο οποίος έτρωγε μια πιατέλα γεμάτη κρέατα. Είχε φανερά ενοχληθεί από την ξαφνική παρουσία του, γιατί τον διέκοπτε από το φαί και νευριασμένα τον ρωτάει “Ποιός είσαι εσύ και τι ζητάς εδώ;” Ο νέος μπαίνει κατευθείαν στο θέμα “Ήρθα για να αγοράσω το τρελοκομείο σου” Γυάλισε κατευθείαν το μάτι του διευθυντή, αλλάζει αμέσως ύφος και κολακευτικά σηκώνεται και του λέει “Kάτσε”.
Θα σου κοστίσει πολλά μικρέ”, “Πόσα;”, “Πολλά”, “Πόσα δηλαδή;”, “Πόσα έχεις;”, “666 χρυσές λίρες”, “Πόσες;”, “666”, “Μπράβο φίλε μου, κάνεις μια πολύ καλή επένδυση”, “Ωραία, θα σου δώσω τώρα 33 λίρες προκαταβολή και τα υπόλοιπα μετά την υπογραφή του συμβολαίου, εντάξει;”, “Εντάξει μικρέ”.
Έδωσαν ραντεβού μετά από μια βδομάδα σε μια ταβέρνα, για το συμβόλαια και την δοσοληψία. Εκεί μόλις ο διευθυντής υπογράφει το συμβόλαιο,  ο νέος του λέει “Kάτσε πρώτα να φάμε κάτι και θα πάμε μετά σπίτι μου να σου δώσω τα χρωστούμενα, δεν θα μπορούσα ποτέ να κουβαλήσω τόσες λίρες πάνω μου” Και παραγγέλνει κατευθείαν μια τεράστια πιατέλα από κρέατα. “Εντάξει” αποκρίνεται ο διευθυντής.
Ενώ λοιπόν ο διευθυντής καταβρόχθιζε τα κρέατα, πιάνει ξαφνικά το στήθος του, γουρλώνει τα μάτια και πέφτει ευθύς κάτω. Ανακοπή καρδιάς. Πέθανε σχεδόν αμέσως. Ο νέος τον είχε δηλητηριάσει. Είχε ρίξει σε ανύποπτη στιγμή, δηλητήριο στο φαί του. Το είχε προσχεδιάσει. Δεν είχε αντέξει, συσσωρευμένα εκδηλώθηκαν με αυτή την πράξη όλα τα απωθημένα του.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο τρελοκομείο και με στόμφο αναφωνεί “Εγώ είμαι από σήμερα ο νέος  διευθυντής, ιδού και το συμβόλαιο με τις υπογραφές
Και αρχίζει εν ολίγοις τις αλλαγές. Ανακαινίζει τα πάντα, προσλαμβάνει νέο προσωπικό,  φτιάχνει νέα μαγειρεία και φαρμακαποθήκη, όλα τα κάνει. Τους τρελούς τους ντύνει, τους πλένει, τους ταΐζει και τους φροντίζει με τις καλύτερες συνθήκες. Και ήδη με τις αλλαγές αυτές, οι τρελοί άρχισαν να γίνονται καλύτερα. Και σε συνδυασμό και με τα βελτιωμένα φάρμακα, ακόμα καλύτερα.
I must be crazy to be in a loony bin like this” – ΜακΜέρφι (Τζακ Νίκολσον) στη “Φωλιά του Κούκου”


Τα νέα από το τρελοκομείο κυκλοφόρησαν γρήγορα στην πόλη και η πελατεία άρχισε να αυξάνεται. Ο νέος βλέποντας ότι άρχισε να προοδεύει, αποφασίζει να κάνει πρόταση σε έναν πολύ καλό ερευνητή που είχε ακούσει, έναν πρωτοπόρο αλχημιστή της εποχής. Τον καλεί στο τρελοκομείο και του λέει “Αν μου βρεις το φάρμακο που κάνει τους τρελούς να συμπεριφέρονται λογικά, θα σε κάνω πολύ πλούσιο, ορίστε η προκαταβολή σου”. Και του δίνει ένα πουγκί με 33 χρυσές λίρες. “Ναι αφεντικό” του απαντά χωρίς σκέψη ο αλχημιστής και επιδίδεται κατευθείαν με ζήλο στην δουλειά.
Μετά από λίγο μόλις καιρό, ο αλχημιστής καλεί το αφεντικό του και φοβισμένα του ανακοινώνει ότι, μάλλον βρήκε εκείνο τον συνδυασμό ουσιών που κάνει τους τρελούς λογικούς αλλά για μια εβδομάδα μόνο, μετά από πειράματα που ήδη είχε κάνει πάνω στους τροφίμους χωρίς να ενημερώσει κανέναν.
Ο νέος αντί να νευριάσει, κατά-ενθουσιάζεται και του λέει αμέσως “Nα χορηγηθεί σε όλους τους”. “Περίμενε” του λέει ο αλχημιστής “Tο φάρμακό έχει παραισθησιογόνες και ναρκωτικές ουσίες, ναρκώνει την τρέλα αλλά παραποιεί και την πραγματικότητα”.  “Γιατί ο κόσμος έξω νομίζεις είναι διαφορετικός;” απαντά ο νέος και δίνει ξανά την εντολή της μαζικής χορήγησης. Και ο αλχημιστής όντως έγινε πολύ πλούσιος.
Το φάρμακο άρχισε να χορηγείται με αποτελέσματα όντως εντυπωσιακά αλλά και ταυτόχρονα αξιοπερίεργα. Οι τρελοί όντως έδειχναν λογικοί, αλλά κι όχι μόνο. Ναι μεν ένας τρελός μιλούσε σαν να είχε βρει τα λογικά του αλλά ταυτόχρονα του προέκυψε και το ποιητικό χάρισμα. Σε άλλον προέκυψε η ζωγραφική, άλλου του άρεσε να κάνει συνέχεια υπολογισμούς με αριθμούς, άλλος έγινε μυθομανής, άλλος ταχυδακτυλουργός και άλλος διαβαστερός. Σε όλους είχαν προκύψει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μα μόλις περνούσε η επήρεια του φαρμάκου, όλοι γυρνούσαν στην προηγούμενη κατάσταση.
Οι τρελοί δεν καταλάβαιναν όμως ποτέ τι ακριβώς γινόταν.  Νόμιζαν απλά ότι έγιναν τελικά καλά, χάριν του διευθυντή. Βίωναν όμως όλοι πολύ έντονη την επιθυμία για το φάρμακο, με έντονα συμπτώματα συνδρόμου στέρησης του, μόλις η επήρεια περνούσε. Όλοι όμως υπό την επήρεια έδειχναν καλά, που δεν καταλάβαινε κανείς ότι είναι τρελοί, αλλά άνθρωποι με ειδικές ικανότητες, όπως και οι ίδιοι.
Ο διευθυντής συνειδητοποιώντας την κατάσταση, προχωρά ένα βήμα παραπάνω. Αποφασίζει μέσω πολλών γνωστών που ήδη είχε στην πόλη, να τους βρει δουλειά, ανάλογα με τα ταλέντα τους, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι από μόνοι τους θα έρχονταν πίσω για να την δόση τους.

Κι αυτός που έκανε λογαριασμούς, προσλήφθηκε στην τράπεζα, ο μυθομανής στο δημαρχείο, ο καλλιτέχνης στο θέατρο, ο διαβαστερός στα δικαστήρια, ο ταχυδακτυλουργός στο καζίνο ο άλλος στο πανεπιστήμιο και ούτω καθ’ εξής. Και κάθε βδομάδα όλοι γυρνούσαν για την δόση τους.
Πέρασε λίγος μόνο καιρός και όλοι λόγω των ειδικών ικανοτήτων τους, άρχισαν να ανεβαίνουν στις ιεραρχίες. Και μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, ο ένας έγινε διευθυντής τραπέζης, ο άλλος δήμαρχος, ο άλλος διευθυντής καζίνου, άλλος πανεπιστημίου, ο άλλος δικαστής και κτλ.
Και έφτασε έτσι η στιγμή που η πόλη διοικούνταν πλέον από τρελούς, χωρίς κανείς όμως να το γνωρίζει. Εκτός από τον διευθυντή. Ταυτόχρονα όμως, η πόλη άκμαζε και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών ολοένα και αναβαθμιζόταν. Ενώ με απόλυτη πλέον μυστικότητα, όλοι οι άρχοντες της πόλης πλήρωναν όσο όσο για την δόση τους στον διευθυντή, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν τις υψηλές τους πλέον θέσεις.
Το πέτυχα το όνειρο μου” σκέφτηκε κάπου εκεί ο διευθυντής.  Αλλά έτσι πως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα, δεν του έφτανε μόνο αυτό, ήθελε παραπάνω, τα ήθελε πλέον όλα.
Και έτσι μια μέρα δίνει εντολή, στον τραπεζίτη να αρχίσει να δώσει τζάμπα δάνεια στους πολίτες για να τους καταχρεώσει ώστε να τους πάρει μετά τα σπίτια, στον δήμαρχο να βάλει φόρους και να λέει ότι οι πολίτες θέλουν να ακούν για να τον ξαναψηφίσουν, στον δικαστή να παίρνει αποφάσεις υπέρ του, το πανεπιστήμιο να μαθαίνει στα παιδιά ότι συνέφερε και πάει λέγοντας.
Δεν πέρασε έκτοτε πολύς καιρός και όπως ήταν φυσικό, άρχισαν οι πολίτες πέφτουν στην κατάθλιψη και να χρειάζονται ψυχοφάρμακα, με τα προβλήματα που ξαφνικά είχαν προκύψει. Και έτσι και οι ίδιοι άρχισαν να αναζητούν περίθαλψη στο φρενοκομείο του διευθυντή. Και σταθερά ένας ένας πολίτης γινόταν τρόφιμος του. Με αποτέλεσμα, να μην φτάνει το ένα τρελλοκομείο και έφτιαξε και δεύτερο και τρίτο.
Και έτσι ήρθε η ημέρα που τελικά οι τρελοί πλέον περνούσαν έξω από το τρελοκομείο και έβλεπαν τους λογικούς να είναι στην αυλή και να περιφέρονται σαν τις άδικες κατάρες σε άθλια κατάσταση, βρώμικοι, με σκισμένα ρούχα, ξυπόλυτοι και σκελετωμένοι. Καθώς ο διευθυντής αυτούς δεν τους φρόντιζε, γιατί δεν τον συνέφερε, αφού πλέον τα ήθελε όλα.»
Y.Γ.: Πολλοί ισχυρίζονται ότι η παραβολή εξελίσσεται έως σήμερα. Κανείς όμως πλέον με σιγουριά δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει ή να το αμφισβητήσει. Καθώς αυτοί που το ισχυρίζονται, χαρακτηρίζονται από τους λογικά σκεπτόμενους, ως τρελοί και αυτοί που ισχυρίζονται το αντίθετο, χαρακτηρίζονται από τους τρελά σκεπτόμενους, ως λογικοί. Ποιός έχει δίκιο τελικά;
Ελπίζουμε όσο προχωρά ο καιρός, το κατά πόσο υποθετικά είναι όλα αυτά, να αρχίσει επιτέλους να διαφαίνεται.
Αμήν, Αμήν, Αμήν

***********

Βασίλης Παπαδόπουλος
Αντικλείδι

Pages