Οι γυναίκες τού παπά - Point of view

Εν τάχει

Οι γυναίκες τού παπά



Ο π. Βασίλειος Θερμός, όπως και ο π. Φιλόθεος Φάρος, έχει αποτελέσει συχνά το «κόκκινο πανί» για πολλούς, και έχει γίνει στόχος ύβρεων, συκοφαντιών και θρησκευτικού φανατισμού. 

Ποιο είναι το «αμάρτημά» του; 


Ότι σε μια εποχή θρησκευτικής υποκρισίας και μισαλλοδοξίας τολμάει και λέει αλήθειες, και στηλιτεύει πράγματα και καταστάσεις που κακοφορμίζουν στο σώμα της Εκκλησίας, κάτι που όπως είναι φυσικό ενοχλεί το Εκκλησιαστικό κατεστημένο, το οποίο είναι τόσο εξουσιολάγνο, με αποτέλεσμα να βλέπει και να διακηρύττει πως όλα είναι υπέροχα μέσα στην Εκκλησία. 


Όσοι δε επιτίθενται στον π. Βασίλειο Θερμό, έχουν την αφέλεια να πιστεύουν πως έτσι υπερασπίζονται την Εκκλησία και επιτελούν θεάρεστο έργο, χωρίς να αντιλαμβάνονται οι δυστυχείς πως πασχίζουν να υπερασπιστούν τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα του Εκκλησιαστικού κατεστημένου. 


Λησμονούν βέβαια όλοι αυτοί, πως Εκκλησία χωρίς διάλογο, αυτοκριτική και μετάνοια είναι αδύνατον να υπάρξει.



Έχοντας όλα αυτά υπόψη, γράφει ο Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, στον Πρόλογο του βιβλίου του π. Βασίλειου Θερμού «Οδύνη σώματος Χριστού»:

«Ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος έχουμε πεισθεί ότι όλα στην Εκκλησία λειτουργούν τέλεια. Ένα τέτοιο ψεύτικο ιδεολόγημα μας εμποδίζει να ψαύσουμε τις πληγές μας, να παραδεχθούμε τα λάθη μας.

Έτοιμοι πάντα όχι να δούμε και να σκύψουμε στα τραύματά μας, αλλά να αντιδράσουμε σε κάθε «επίθεση», που μπορεί να μην είναι επίθεση αλλά καλοπροαίρετη κριτική.

Χάνουμε έτσι την ευκαιρία να προβληματισθούμε γόνιμα και να έλθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα.

Προτιμούμε να ζούμε σ’ έναν ψεύτικο κόσμο, στο δικό μας κόσμο, κλεισμένοι στο καβούκι μας, τις στιγμές που γύρω μας η καταιγίδα παρασύρει τα πάντα.

Ακόμη και τους οφθαλμοφανείς, “σεσηπότες και οδωδότες” μώλωπες έχουμε την τάση να τους συγκαλύπτουμε ή, ακόμα χειρότερα, να τους ωραιοποιούμε.

Είναι και η νεύρωση της τελειομανίας που μας κατατρύχει και δε μας αφήνει να δούμε τα “ασθενή και ελλείποντα”».



Το απόσπασμα το οποίο θα εκθέσουμε παρακάτω, είναι από το βιβλίο του π. Βασίλειου Θερμού «Οδύνη σώματος Χριστού» και ασχολείται με τη σχέση του κληρικού με τις γυναίκες της ενορίας του και τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη σχέση αυτή. 


Καλή ανάγνωση.





«Μια άλλη διάκριση των ανθρώπων αναφέρεται στο φύλο και στην ηλικία.

Νομίζω ότι αποτελεί ζήτημα δικαιοσύνης να αρχίσουμε από τις γυναίκες.

Είναι αυτές που μας πλαισιώνουν στις ακολουθίες, αυτές που συμπαρίστανται στα ενοριακά έργα, αυτές που κατ’ εξοχήν προσέρχονται στην εξομολόγηση.

Ας μου συγχωρεθεί να ισχυριστώ ότι στις σχέσεις μας με τις γυναίκες συχνά επικρατεί κάποια αντίφαση και αμηχανία.

Άλλοτε τις αφήνουμε να ελέγχουν τα πάντα και τις καθιστούμεπαντοδύναμες, ανοίγοντας το δρόμο για ζήλειες και ανταγωνισμούς και άλλες δυσάρεστες και επικίνδυνες καταστάσεις, και άλλοτε τις αντιμετωπίζουμευποτιμητικά και περιφρονητικά, σχεδόν με αχαριστία.

Σίγουρα το πρώτο έχει σχέση με τη γοητεία και την έλξη που ασκεί η γυναίκα˙ αλλά μου φαίνεται πως και το δεύτερο αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος, το μοναδικό τρόπο που κάποιοι γνωρίζουμε για να προλάβουμε τέτοιες εμπλοκές.

Δηλαδή υποτιμούμε και περιφρονούμε τη γυναίκα για να μην παγιδευτούμε από αυτήν.

Πολλοί άνδρες (κληρικοί και λαϊκοί) οι οποίοι αντιδρούν στο να ανυψωθεί η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία, στηρίζουν την επιφυλακτικότητά τους σε εμπειρικές παρατηρήσεις των γυναικείων ελαττωμάτων˙ οι γυναίκες, λένε, είναι φλύαρες, επικοινωνούν πλαγίως, ενεργούν διαλυτικά στην ομαδική εργασία, προσκολλώνται νοσηρά στους κληρικούς, ζηλεύουν τις άλλες γυναίκες, όταν τους δοθεί εξουσία γίνονται αυταρχικές κ.ά.

Χωρίς να ξεχνάμε τα, ενδεχομένως, ισάριθμα ανδρικά ελαττώματα, θα χρειασθεί να υποβάλουμε στους εαυτούς μας ένα καίριο ερώτημα: σε ποιο βαθμό τα θεωρούμενα ως ελαττώματα της γυναίκας είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα του μακροχρόνιου κοινωνικού αποκλεισμού της;

Η πιο απλή και εύλογη συνέπεια της περιθωριοποίησης της γυναίκας θα ήταν να αναπτύξει δυσλειτουργικούς τρόπους αυτοεπιβεβαίωσης.

Χρειάζεται μακροπρόθεσμη ποιμαντική εργασία για να μπορέσουν αυτοί να εξαλειφθούν.

Αλλά τα όποια ελαττώματα δεν είναι λόγος να υποβαθμίζονται τα χαρίσματα των μισών παιδιών της Εκκλησίας.

Αν δεν τα αναγνωρίσει η ίδια η Εκκλησία και δεν τα προωθήσει αφ’ εαυτής, υπάρχει κίνδυνος να θελήσει να τα λάβει αυτόβουλα και ανταγωνιστικά η γυναίκα μόνη της, πράγμα που σημαίνει πρακτικά τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία ένα φεμινιστικό κίνημα εκ των έσω.

Εξ’ άλλου, ο πνευματικός αγώνας ενάντια στους κινδύνους από τη γυναίκα δεν επιτρέπεται να μετατραπεί σε αγώνα ενάντια στη γυναίκα. Είναι άλλο πράγμα η άσκηση που πρέπει να κάνουμε και άλλο πράγμα τα κίνητρά της. Άσκηση χωρίς αγάπη, με μισογυνισμό, καταδικάζεται από τη πίστη μας και αποτυγχάνει στο σκοπό της.

Έχει κανείς την εντύπωση ότι για πολλούς χριστιανούς η πνευματική ζωή νοείται ανδροκεντρικά και πως η γυναίκα αποτελεί απλώς κάποιο εμπόδιο στην πορεία των ευσεβών ανδρών προς τη θέωση (χωρίς να διανοούνται πόσες φορές οι άνδρες είναι που γίνονται εμπόδιο στη σωτηρία των γυναικών).

Κάποιοι δυστυχώς δεν είναι δυνατό να σηκώσουν το βάρος μιας θεολογικής και ψυχολογικής αποδοχής του έρωτα των πιστών χωρίς να κινδυνεύσει η δική τους αγνότητα.

Η προσπάθεια να τα συμβιβάσουν όλα έχει ως αποτέλεσμα να νοθεύεται η θεολογία τους.

Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν τον πιστό για να ορθοποδήσουν οι ίδιοι.

Είναι φανερό ότι τα ζευγάρια δοκιμάζονται σκληρά μέσα σ’ αυτό το κλίμα.

Όσοι κληρικοί φοβούνται τη γυναίκα έχουν πετύχει να πείσουν πολλούς έγγαμους πως οι δικές τους αντιλήψεις και μόνο αποτελούν Θεολογία της Εκκλησίας.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ιδιωτικές θεολογίες.

Αρκετοί πνευματικοί, σήμερα, τη γυναίκα που έχει σεξουαλικότητα και παίρνει πρωτοβουλία για συζυγική σχέση την αισθάνονται χυδαία, σχεδόν πόρνη.

Τους τρομάζει και μόνο το γεγονός ότι μια γυναίκα έχει επιθυμία δική της διότι αισθάνονται ότι θα τους καταπιεί.

Έτσι καταλήγουν, με τις συμβουλές που δίνουν, είτε να καταστρέφουν τη σχέση των συζύγων είτε να τους εγκαταλείπει το ζευγάρι (ενίοτε εγκαταλείποντας και την Εκκλησία ταυτόχρονα) προκειμένου να διασώσει το δεσμό του.

Δυστυχώς, ο μισογυνισμός δεν ανήκει στα σημερινά κωλύματα της ιερωσύνης.

Όλα τα παραπάνω καθιστούν τους κληρικούς, που τους χαρακτηρίζουν τέτοιες στάσεις, ευάλωτους απέναντι στη γυναίκα.

Δηλαδή συμβαίνει ακριβώς αυτό που θέλουν να αποφύγουν.

Έτσι, πολλοί κληρικοί δεν αντέχουν την ουσιαστική δημιουργική παρουσία της γυναίκας, είτε επειδή τους γοητεύει είτε επειδή τους τρομάζει.

Γι’ αυτό προτιμούν να συνεργάζονται με γυναίκες υποταγμένες ή χωρίς θηλυκότητα˙ και όταν αυτό είναι αδύνατο, να τους αναθέτουν απλώς εκτελεστικά έργα ώστε να μην χρειασθεί να ξεδιπλωθεί ο ψυχικός τους κόσμος στο σχεδιασμό ουσιαστικής δράσης.

Η πραγματικότητα που περιγράψαμε προηγουμένως με τις γυναίκες εξηγεί νομίζω σε μεγάλο βαθμό το τι συμβαίνει και με τους άνδρες.

Έχουμε λίγους άνδρες στην Εκκλησία και ακόμη λιγότερους στην εξομολόγηση.

Αλλά και όταν προσέρχονται στα μυστήρια, πολλοί περνούν την ώρα τους έξω από το ναό συζητώντας και καπνίζοντας.

Ίσως κάποιοι εκτιμούν υποτιμητικό να συχνάζουν ενεργά στη λειτουργική ζωή και στην εξομολόγηση, την οποία θεωρούν άξια μόνο για γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά.

Οπωσδήποτε υπάρχει ο γνωστός εγωισμός των ανδρών, που δε δέχονται υποδείξεις και συμβουλές.

Όμως δε θα απέδιδα την απουσία τους μόνο σε αυτό. Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι μεγάλο μέρος από την ψυχρότητα και την επιφυλακτικότητα τους απέναντι στην Εκκλησία και στον κληρικό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν αντιληφθεί την προνομιακή θέση την οποία αποδίδουμε στην γυναίκα τους, είτε διότι απλώς είναι γυναίκα είτε διότι μας έχει πλησιάσει πρώτη και μας έχει εκθέσει τα μεταξύ τους προβλήματα από τη δική της πλευρά.

Δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι πολλοί άνδρες μας αισθάνονται αντίζηλους ως προς τις γυναίκες τους, και αν τους επιτρέπουν να έρχονται σε μας είναι μόνο διότι πιστεύουν ότι με το χαλινάρι της Εκκλησίας θα εξασφαλίσουν την αγνότητά τους».



Pages