Μια Νεράιδα αλλιώτικη απ' τις άλλες - Point of view

Εν τάχει

Μια Νεράιδα αλλιώτικη απ' τις άλλες




Όλος ο κόσμος γνωρίζει το κόλπο των τριών ευχών: μια νεράιδα έρχεται αίφνης να σας ζητήσει να κάνετε τρεις ευχές που θα εκπληρώσει. Ποιος είναι αυτός που δεν άκουσε και ξανάκουσε αυτή την τραγική ιστορία; Ακόμη κι εγώ, που τα μαρτυρικά παιδικά μου χρόνια κύλησαν σ’ ένα σπιτικό όπου οι γονείς μου, διαδοχικά, μου σφυροκοπούσαν το κρανίο με μια σιδερόβεργα, την έχω ακούσει πάνω από χίλιες φορές.

Τι ξεδιάντροπες αρλούμπες! Πως είναι δυνατόν να ξεστομίζονται τέτοιοι παραλογισμοί; Γνώρισα μια νεράιδα μια φορά, και πιστέψτε με …

Αλλά προτιμώ να σας αφηγηθώ αυτή την περιπέτεια από την αρχή.

Μια μέρα, λοιπόν, που ο πατέρας μου, πιο μεθυσμένος απ’ ό,τι συνήθως, μου ’χε χώσει ένα χοντρό καρφί στο μέτωπο για να κρεμάσει έναν πίνακα που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα, είπα βαθιά μέσα μου;...


«Θα ’ταν αρκετά παρήγορο αν κάποια νεράιδα περνούσε για να μου κάνει το κόλπο των τριών ευχών».

Πριν καλά – καλά πάψω να σκέφτομαι τούτη τη φράση, χτύπησαν στην πόρτα.

Ο πατέρας μου ήταν πεσμένος στο πάτωμα, σκνίπα στο μεθύσι, όσο για τη μάνα μου αυτή έχανε αίμα από την πληγή στην πλάτη (την έβλεπα πάντα μ’ ένα μαχαίρι μπηγμένο ανάμεσα στις ωμοπλάτες) ώστε να ’ναι ικανή για οποιαδήποτε κίνηση˙ πήγα ν’ ανοίξω.

Στο κατώφλι της φτωχικής καλύβας στέκονταν μια γριά που ’χε πολύ άθλια όψη. Μου ’πε:




– Παλικάρι μου, μήπως θα ’χες να μου δώσεις χίλια φράγκα;

Σκεφτόμουν ακόμα τις τρεις ευχές, ακροκάθισα λοιπόν πλάι στον πατέρα μου, έβγαλα σιγά – σιγά το πορτοφόλι του από την εσωτερική τσέπη κι έτεινα ένα χαρτονόμισμα στη γριά.

Την έβλεπα που λοξοκοίταζε ό,τι απόμεινε στο μασούρι.

– Δεν θα μπορούσες να μου δώσεις ακόμη ένα;

– Εντάξει, μα θα ’ναι το τελευταίο.

Κατένευσε αλληθωρίζοντας φριχτά. Τα χαρτονομίσματα εξαφανίστηκαν στις φούστες της. Σκέφτηκα:

– Φέρθηκα πολύ ανόητα. Όσο αυτή είναι νεράιδα άλλο τόσο είμαι κι εγώ!

Την ίδια στιγμή έβγαλε έναν αναστεναγμό και γρύλισε:

– Άντε λοιπόν, νεαρέ. Κάνε δυο ευχές και θα εκπληρωθούν.

– Γιατί δυο ευχές; Τρεις δεν είναι;

– Μου ’δωσες δυο χαρτονομίσματα, αν θυμάμαι καλά!

– Αν είναι μόνον αυτό! …

Γύρισα στον πατέρα μου τον οποίο ξαλάφρωσα από ένα ακόμη χαρτονόμισμα. Η γριά το τσέπωσε μουρμουρίζοντας.

– Είναι κάπως αργά, τέλοσπάντων, ας είναι. Κάνε τις τρεις ευχές σου.

Πήρα βαθιά αναπνοή για να σκεφτώ. Χαμένος κόπος. Άκουγα ήδη τον εαυτό μου να λέει:

– Θέλω περιουσία. Την πιο μεγάλη περιουσία στον κόσμο.

Η γριά σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό αναστενάζοντας.

– Κι από πού θέλεις να την πάρω; Γιατί νομίζεις κατάντησα να ζητώ ελεημοσύνη από μπατίρηδες σαν και σας; Αν είχα αρκετά λεφτά για να σου δώσω μια περιουσία θα ’μουν, πρώτ’ απ’ όλα, ντυμένη της προκοπής! Δεν έχω πια τίποτε να φορέσω, και δεν έχω ούτε καν τα μέσα να κάνω μια κούρα νεότητας.

– Δεν μπορείτε να μου δώσετε περιουσία; απόρησα, χωρίς να την πιστεύω. 

– Αφού σου λέω! Άλλοτε, μπορούσα. Παλιότερα έδωσα περιουσίες σ’ ένα κάρο κόσμο. Αλλά λίγο – λίγο τ’ αποθέματά μου εξαντλήθηκαν. Ατυχείς κερδοσκοπίες, κρατικά ομόλογα, το κραχ του 1929 … Τελικά δεν έχω πεντάρα! Φαλιμέντο! Δυσκολεύτηκα πολύ να συνηθίσω. Έχουμε και περηφάνια! Αλλά παρόλο που ’μαι φτωχή, είμαι καθαρή!

– Ναι …

Ήμουν σκεφτικός, όπως φαντάζεστε.

– Τότε, ξανά ’πα μετά από μια μακριά, αμήχανη σιωπή, θέλω τον έρωτα.

Το πρόσωπό της φωτίστηκε.

– Αυτό είναι εύκολο!

Χαμογέλασε όλο νάζι κι άρχισε να ξεντύνεται.

– Ε! Θα πρέπει να ’στε τρελή! Έρωτα σάς ζήτησα! 

– Αυτό κατάλαβα κι εγώ! Θα σου κοστίσει τρεις χιλιάδες επιπλέον!

– Τι;

Τσαντίστηκε.

– Και με το συμπάθιο δηλαδή, αλλά δεν πιστεύω να νομίζεις ότι θα δοθώ σ’ ένα σκατιάρη του είδους σου τζάμπα; Νομίζω πως τρεις χιλιάδες είναι τιμή λογική.

– Άντε, καλά. Ας το ξεχάσουμε. Δεν θέλω έρωτα!  

Βάλθηκε να χοροπηδάει και να ποδοκροτεί.

– Δεν έχει είπα – ξείπα. Δεν μπορείς πια να κάνεις πίσω! Θα το υποστείς, χρυσό μου. Θέλεις δε θέλεις!

Ξάφρισα άλλα τρία χαρτονομίσματα από τον πατέρα μου.

Όταν τελειώσαμε με ρώτησε:

– Λοιπόν, η τρίτη σου ευχή;

– Η τρίτη μου ευχή; Μα έκανα μονάχα μία!

– Και τα χρήματα; Δεν μου ζήτησες χρήματα;

– Ναι, αλλά δεν πήρα!

– Ε και λοιπόν, τι σημασία έχει; Πάλι ευχή είναι. Τέλος πάντων, σου ’χω και αδυναμία. Η δεύτερη ευχή σου λοιπόν, αφού το παζαρεύεις.

– Θέλω ισχύ και δύναμη! Θέλω να γίνω ο άρχων του κόσμου!

– Όλοι τους ίδιοι! Σίγουρα θα σκάσεις από πρωτοτυπία! Τέλος πάντων, αφού αυτό επιθυμείς … Πλησίασε. Καλέ όχι, τι χαζός που ’ναι! Πλησίασε και μη φοβάσαι.

Όχι πως με καθησύχασε, αλλά δεν είχα πια τίποτε να χάσω. Με γράπωσε από το ’να χέρι κι άρχισε να μου το στρίβει.

– Δεν σας ζήτησα να μου μάθετε τζούντο! Δύναμη θέλω

– Το ίδιο πράγμα είναι, με διαβεβαίωσε κατηγορηματικά. Κοίτα πως πρέπει να κάνεις. Πιάνεις το ’να χέρι έτσι, βάζεις το πόδι σου εκεί, σπρώχνεις και … ωπ! Όχι, περίμενε, δεν είναι έτσι! Βάζεις το πόδι σου εκεί, όχι, εδώ … Που ν πάρει. Ούτε που θυμάμαι πια! Περίμενε, θα συμβουλευτώ το βιβλιαράκι.

Έβγαλε απ’ τις φούστες της ένα βιβλιαράκι χωρίς εξώφυλλο, κατάσπαρτο λιπαρούς λεκέδες.

– Μήπως έχεις γυαλιά; Ξέχασα τα δικά μου. Όχι; Κρίμα! Θα σου μάθω μιαν άλλη λαβή. Έλα εδώ!

– Όχι, αρκετά! Μου φτάνουν αυτά που ξέρω.

– Καλά, καλά. Εμένα το ίδιο μου κάνει. Και η τρίτη σου ευχή;

– Υγεία.

Με κοίταξε ανήσυχη.

– Που σε πονάει;

– Δεν υποφέρω. Απλώς επιθυμώ να ’χω πάντα καλήν υγεία.

Ξέσπασε σε χάχανα.

– Άκου τον, τι λέει! Μόνο για πάντα; Άκου, θα σου δώσω ένα γιατρικό αχτύπητο!

Ψαχούλεψε μες στις φούστες της για να βγάλει ένα σωληνάριο με χάπια.

– Ορίστε! Ασπιρίνες! Για τον πονοκέφαλο είναι θαυματουργές!

– Μα το κεφάλι μου δεν με πονάει ποτέ, ποτέ! Οι γονείς μου, μου το ’χουν τόσο βαρέσει με την σιδερόβεργα που ’χει γίνει αναίσθητο.

– Γιατί παραπονιέσαι λοιπόν; Παρόλ’ αυτά, θα σου δώσω μερικές συμβουλές για να διατηρήσεις την υγεία σου. Να, κοίτα εμένα! Πόσων χρονών με κάνεις;

Έμοιαζε τόσο γριά που τούτη η ερώτηση δεν είχε κανένα νόημα. Προσπαθεί κανείς να μαντέψει την ηλικία των βουνών; Ανήγγειλε θριαμβευτικά:

– Τριανταδύο χρονών! Και μπορώ να πω ότι την έζησα την ζωή μου! Τι έχεις να πεις;

– Πως είναι δυνατόν;

Όπως καταλαβαίνετε, η έκπληξή μου δεν κρύβονταν.

– Είναι απλό.

Έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στους γονείς που αναστέναζαν στο πάτωμα, σα να φοβόταν μη την ακούσουν.

– Πρέπει να κρατιέσαι στητός, να ντύνεσαι ζεστά τον Απρίλη και να πίνεις γκρογκ, πολύ γκρογκ. Κάνει καλό το γκρογκ. Μήπως σου περισσεύει λιγουλάκι στον πάτο της κατσαρόλας;

– Όχι, λυπούμαι.

Ξύνισε τα μούτρα της με αγανάκτηση.

– Καλά λοιπόν, φεύγω.

Μια ιδέα πέρασε ξαφνικά από το μυαλό μου.

– Αν σας δώσω άλλη μια χήνα, θα μπορούσα να κάνω μια τελευταία ευχή;
Τα μάτια της έλαμψαν μ’ απληστία.

– Και βέβαια.

Αφαίρεσα άλλο ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη του πατέρα μου.

– Να, θα ’θελα ν’ απαλλαγώ από την θέα των γονιών μου. Μου τη βαράν στα νεύρα όταν δεν με βαράνε στο κεφάλι. Κάντε όπως καταλαβαίνετε, αλλά δεν θέλω να τους ξαναδώ.

– Οκέυ μικρέ! Αυτό ’ναι εύκολο! Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είναι διόλου ελκυστικοί. Εσύ είσαι μάλλον νοστιμούλης.

– Όχι τόσα λόγια! Εξαφανίστε από μπροστά μου αυτά τα τέρατα κι ας τελειώνουμε.
– Μη σκας! Θα σου κάνω μια έκπληξη! Κλείσε τα μάτια!

Χαμήλωσα τα βλέφαρα. Ο φριχτός πόνος μ’ έκανε να ουρλιάξω από τον πόνο.
– Άνοιξε τα μάτια.

Τ’ άνοιξα, αλλά τίποτε δεν άλλαξε. Άκουσα τη γριά να λέει:

– Τσάο, μικρούλη! Και να με σκέφτεσαι όταν σου περισσεύει λίγο γκρογκ. Μη ξεχάσεις να βάλεις οινόπνευμα 90ο στα μάτια, δεν ξέρω αν η καρφίτσα ήταν καθαρή.
Έκτοτε δεν ξανάδα τους γονείς μου.




ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ
 ΤΟΥ ΡΟΛΑΝ ΤΟΠΟΡ, 
ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 
«ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ», 
ΤΕΥΧΟΣ 19, 
ΙΟΥΝΙΟΣ 1992

ΡΟΛΑΝ ΤΟΠΟΡ
Γάλλος εικονογράφος, συγγραφέας, ζωγράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός, γνωστός για τον σουρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου του. Ήταν πολωνο – εβραϊκής καταγωγής και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο Savoy, όπου τον έκρυψε η οικογένειά του για ν’ αποφύγει το ναζιστικό κίνδυνο.
Γέννηση: 7 Ιανουαρίου 1938, Παρίσι.
Απεβίωσε: 16 Απριλίου 1997, Παρίσι.



via

Pages