Τέλος - Point of view

Εν τάχει

Τέλος

Ερινύες




Τρέχοντας, πρόλαβε και μπήκε σε μια πολυκατοικία. Τον κυνηγούσαν από το πρωί σήμερα. Είχε καταφέρει να ξεφύγει, όχι εντελώς όμως ακόμα. Ανέβηκε από τις σκάλες στην ταράτσα, έκατσε κάπου σκιερά κι έβλεπε από κει ψηλά την πόλη να μην δίνει δεκάρα. Λαχανιασμένος, ιδρωμένος, προσπάθησε να πάρει μερικές ανάσες. Πότε πήγαν όλα στραβά;
Μπορούσε να δει την γειτονιά που μεγάλωσε από κει πάνω. Γερασμένη κι εκείνη τώρα, στεκόταν πάντα στο ίδιο σημείο. Είχε κάνα δυο μέρη ακόμα που γύρναγε μικρός. Δεν είχαν αλλάξει καθόλου ή έστω έτσι ακριβώς τα θυμόταν. Ήταν τότε που ήθελε πως και πως να γίνει μεγάλος σαν όλους τους μεγάλους. Κι όλο επέμενε, μέχρι που τα κατάφερε. Μεγάλη παγίδα. Τον έπιασε μια μελαγχολία που μια μέρα όσο έπαιζε βγήκε από το μπαλκόνι τσαντισμένος, κατακόκκινος από τα νεύρα του κάποιος γείτονας και τον έβρισε που ενοχλούσε τον ύπνο του. Θα κατέβαινε κάτω να τον χτυπήσει αν δεν έφευγε. Και την επόμενη φορά που θα ερχόταν, σίγουρα θα του τις έβρεχε. Χωρίς να τον λυπάται. Έτσι του είπε. Κι αυτός πήρε μια πέτρα και του την πέταξε με όλη του τη δύναμη στο τζάμι. Ήταν η πρώτη φορά που τον κυνήγησαν. Από τότε ο γείτονας έβαλε κάγκελα. Δεν ξεκίνησαν όμως τότε να στραβώνουν όλα. Δεν έκανε δα και κάνα έγκλημα. Μακάρι, σκεφτόταν, και το παιδί του να μεγάλωνε έτσι. Είχε προφτάσει να κάνει ένα αγόρι. Την μέρα που γεννήθηκε απολύθηκε από τη δουλειά του. «Μα,  μόλις έγινα πατέρας.» «Συγχαρητήρια αλλά λυπάμαι.» Έκανε ένα χρόνο να ξαναδουλέψει. Όλο και κάποιος του έδινε λίγα χρήματα. Τα επέστρεψε όμως πίσω. Πάντα περισσότερα. Και το αγόρι του να μεγαλώνει, να μην του λείπει τίποτα. Κι η γυναίκα δίπλα του. Να είναι περήφανος γι αυτήν. Τι θα κανε αν δεν την είχε. Να ζουν ευτυχισμένες μέρες. Και μια μέρα αυτή βρήκε άλλον «Λυπάμαι δεν μπορώ να το ελέγξω». Αντέδρασε κι αυτός άσχημα, την χτύπησε, την έβριζε μπροστά στον κόσμο. Πήρε κι αυτή το παιδί κι εξαφανίστηκε. Δεν του χουν ξαναμιλήσει από τότε. Ούτε φωτογραφία τους δεν έχει. Έψαξε μετά από χρόνια να τους βρει αλλά όταν τους βρήκε, τον κυνήγησε ο γιος του. Χτύπησε το κουδούνι κρατώντας ένα κουτί γλυκά, ντυμένος στα καλά του, να μοσχοβολάει. Χρόνια είχε να εμφανιστεί ατσαλάκωτος. Συστήθηκε με δάκρυα, κι ο γιος του μ ένα ξύλο στο χέρι του τα στέγνωσε.

Σε λίγο βράδιαζε, νόμιζε πως τον έχασαν ή σταμάτησαν να τον κυνηγούν. Καθόταν ακόμα στην ταράτσα κι ήταν λες και βρισκόταν στο ασφαλέστερο μέρος του κόσμου. Λίγο ακόμα ήθελε μόνο. Λιγάκι ακόμα χρόνο να τα βάλει όλα στη θέση τους. Να απολογηθεί σε φίλους που χάθηκε, να ζητήσει συγνώμη από ανθρώπους που πλήγωσε. Να συναντήσει γυναίκες που αγάπησε και πρόδωσε. Αυτό μόνο και θα ήταν εντάξει. Ο χρόνος είναι χλιδή όμως. Κι ούτε τον ένοιαζε για τον εαυτό του. Αυτόν τον κουβαλάει στην πλάτη. Του ήταν αδιάφορος.
Άκουσε βήματα από τις σκάλες.. Η απογοήτευση… Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά και τόσο γρήγορα που αν έτρεχαν τα πόδια του έτσι δεν θα φοβόταν τίποτα. Τώρα απλά περιμένει, όρθιος με σκυμμένο κεφάλι, με πλάτη στην πόρτα της ταράτσας. Βάζει τα χέρια στ αυτιά κι η πόρτα ανοίγει απότομα.
-Εσένα κυνηγάνε;
Μια γυναικεία φωνή. Χωρίς να γυρίσει και με όση δύναμη είχε «κάτσε και θα σου πω».
-Δεν γίνεται, δεν θέλω να είμαι εδώ όταν έρθουν.
-Θα έρθουν;
-Πάντα έρχονται. Έπρεπε να το ξέρεις. Δεν ξεφεύγεις.
-Τι έφταιξε;
-Φεύγω.
-Ήμουν τόσο σίγουρος. Έκανα πάντα το σωστό. Το ξέρω. Μην με αδικείς.
-Φεύγω. Ήρθα απλά να χαιρετήσω. Λυπάμαι.
Σε λίγο ήταν όλοι στην ταράτσα. Τον είχαν βρει. Ήταν περικυκλωμένος. Έκλεισε μόνο τα μάτια με τα χέρια του κι απλά πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ύπερος
via

Pages