Οι έρωτες των θεών στην μυθολογία μας - Point of view

Εν τάχει

Οι έρωτες των θεών στην μυθολογία μας




Στην ελληνική μυθολογία αναφέρονται οι έρωτες των θεών με θνητές ή θνητούς. Οι Έλληνες δεν κατέχονται από κανενός είδους σεμνοτυφία. Όλα στην φύση, στο Σύμπαν είναι αποτέλεσμα του έρωτα, του έρωτα του χιλιοτραγουδισμένου. Η δημιουργία του κόσμου είναι αποτέλεσμα ερωτικού αγκαλιάσματος, η γέννηση των θεών οφείλεται στον έρωτα, η γέννηση των ηρώων οφείλεται στο ερωτικό σμίξιμο ανώτερων δυνάμεων (θεών) με κατώτερες δυνάμεις (ανθρώπους). Αν γράφαμε τους έρωτες των θεών του Ολύμπου με θνητές ή θνητούς θα έπρεπε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο. Ενδεικτικά θα γράψουμε σε συντομία τους έρωτες του νεφελοσυνάχτη Δία με τις θνητές:


Υπήρχαν εποχές που άναψε ο πόθος του Δία και για θνητές γυναίκες. Η Αφροδίτη τον έκανε να επιθυμήσει θεές του γαλάζιου ουρανού, νύμφες των γάργαρων νερών των πηγών και ποταμών αλλά και της βαθύκοιλης θάλασσας, νύμφες των δασόσπαρτων βουνών και τσαχπίνες θεές βαθύσκιωτων δασών. Μα αυτές οι θνητές είχαν άλλη γλύκα. Έβραζε το αίμα τους και η αγκάλη τους είχε το άρωμα της γης. Έτσι έγινε πατέρας χαριτωμένων θεών που δίδαξαν με πολλούς τρόπους στους θνητούς να καλλιεργούν τη γη και των αμπελιών την τέχνη. Να βγάζουν το γλυκό ψωμί και το μυρωδάτο κρασί. Να ζεύουν τα ζώα στ’ αλέτρι και τον τροχό, να φτιάχνουν εργαλεία και να προάγουν τον πολιτισμό. Απ’ αυτόν γεννήθηκαν και οι τρανοδύναμοι ήρωες, που απάλλαξαν την ανθρωπότητα από τέρατα και φοβερά θηρία. 





Πρώτα ζευγαρώθηκε με την Κρήτη, στο νησί όπου τον ανέθρεψε η Αμάλθεια, και γεννήθηκε ο Κάρας, αυτός που έγινε γενάρχης στους Κάρες. Στο ίδιο νησί ενώθηκε με την Ίδα κι έγινε πατέρας του Κρήτα. Από την ίδια γυναίκα απόχτησε τους Κουρήτες και τους Δακτύλους. Μετά, στην Κρήτη, μεταμορφωμένος σε ταύρο, έφερε την Ευρώπη απ’ όπου απόχτησε τον θαλασσοκράτορα Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Οι δύο πρώτοι έγιναν και κριτές των ψυχών των θνητών στον Κάτω Κόσμο. Φαίνεται πως αυτό το νησί του προκαλούσε τον πόθο, γιατί εκεί έσμιξε και με την Κάρμη, από την οποία απόχτησε τη Βριτόμαρτη, τη γλυκιά παρθενοκόρη που την έλεγαν και Δίκτυννα. 

Στην περιοχή του Άργους πρώτα ερωτεύτηκε τη Νιόβη, που γέννησε τον Άργο και τον Πελασγό, τον γενάρχη των πρώτων κατοίκων της Πελοποννήσου, των Πελασγών. Στη συνέχεια πλάνεψε την Ιώ, που μεταμορφώθηκε σε δαμάλα, απ’ όπου απόχτησε τον Έπαφο. Οι απόγονοι αυτού έγιναν οι ιδρυτές ξακουστών βασιλείων στην Αφρική, την Ασία και την Αργολίδα. Βρήκε την ευκαιρία, αφού μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή, και ενώθηκε με την Δανάη, τη βασιλοκόρη που ο πατέρας της κρατούσε κλεισμένη στο υπόγειο του παλατιού. Αυτή του γέννησε τον ονομαστό ήρωα Περσέα. Λίγο πιο πέρα, στη Νεμέα, ενώθηκε με τη Σελήνη κι έγινε ο πατέρας της νύμφης Νεμέας. Στην Αρκαδία, από την Καλλιστώ γεννήθηκε ο Αρκάδας, ο γενάρχης των Αρκάδων. Στη Λακωνία ζευγαρώθηκε με την Ταϋγέτη, την κόρη του Άτλαντα, που έφερε στον κόσμο τον Λακεδαίμονα, τον γενάρχη των Λακεδαιμονίων. Αργότερα στην Σπάρτη μεταμορφώθηκε σε κύκνο κι ενώθηκε με την Λύδα, τη γυναίκα του Τυνδάρεω, που γέννησε τους Διόσκουρους και την ωραία Ελένη. 

Κάποια άλλη φορά έκλεψε την Αίγινα, την οποία μετέφερε στο νησί που πήρε το όνομά της, και γεννήθηκε ο Αιακός, ο τρίτος κριτής του Κάτω Κόσμου. Αυτός έγινε ο παππούς των μεγαλύτερων ηρώων στον Τρωικό πόλεμο, του Αχιλλέα και του Αίαντα του Τελαμώνιου. Ο κεραυνόχαρος Δίας ενώθηκε με την Ιοδάμα και γεννήθηκε η Θήβα. Στην Καδμεία έσμιξε ερωτικά με την Σεμέλη, την κόρη του Κάδμου, και γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος. Αργότερα στο ίδιο μέρος από την Αντιόπη απόχτησε τον Αμφίονα και τον Ζήθο, που περιτείχισαν την Θήβα. Όμως, ο μεγαλύτερος ήρωας στη Θήβα γεννήθηκε από το σμίξιμο του Δία και της Αλκμήνης. Εκεί γεννήθηκε ο γιγαντοδύναμος Ηρακλής, ο μεγάλος ευεργέτης της ανθρωπότητας.

Στη Θεσσαλία, μετά τον κατακλυσμό, λέγαν πως ο Έλληνας ήταν σπορά του βασιλιά των θεών. Επίσης έσμιξε με την κόρη του Δευκαλίωνα την Πανδώρα και γεννήθηκε ο Γραικός. Από την αδελφή της τη Θυία απόχτησε τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα. Όταν ενώθηκε με την Ευρυόδεια γεννήθηκε ο Αρκείσιος, ο παππούς του Οδυσσέα. 

Ο Ησίοδος μας δίνει σε λίγους στίχους στη “Θεογονία” του μερικούς από τους έρωτες των θεών με θνητές γυναίκες: 

« Του Κάδμου η κόρη, η Σεμέλη, στο Δία γέννησε γιο λαμπρό,
σαν έσμιξε ερωτικά μαζί του, τον πολύτερπνο Διόνυσο,
έναν αθάνατο η θνητή. Μα τώρα και οι δυο είναι θεοί.
Η Αλκμήνη γέννησε το δυνατό Ηρακλή,
σαν έσμιξε με το Δία ερωτικά που τα σύννεφα μαζεύει. 
Κι ο Ήφαιστος, ο περίφημος κουτσός, την Αγλαΐα, 
την πιο μικρή από τις Χάριτες, ομόκλινή του τη θαλερή την έκανε.
Και ο χρυσόμαλλος Διόνυσος την Αριάδνη την ξανθή,
του Μίνωα την κόρη, θαλερή την πήρε ομόκλινή του.
Κι αυτή αθάνατη κι αγέραστη την έκανε ο γιος του Κρόνου.
Και της Αλκμήνης με τους ωραίους αστραγάλους ο ρωμαλέος γιος,
ο κραταιός ο Ηρακλής, αφού εκτέλεσε άθλους πολυστέναχτους,
σεβάσμια πήρε ομόκλινη στο χιονισμένο Όλυμπο την Ήβη,
της χρυσοπέδιλης της Ήρας κόρη και του μεγάλου Δία. 
Ο ευτυχισμένος, που έργο μεγάλο στους αθάνατους μέσα επιτέλεσε,
τώρα ανάμεσα στους αθανάτους κατοικεί άβλαπτος και αγέραστος για πάντα.
Στον Ήλιο τον ακάματο του Ωκεανού η κόρη η ξακουστή,
η Περσηίς, του γέννησε την Κίρκη και το βασιλιά Αιήτη. 
Ο Αιήτης, ο γιος του Ήλιου, του φωτοδότη των ινητών,
την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού,
την Ιδυία με τα ωραία μάγουλα, παντρεύτηκε με των θεών τη βούληση.
Κι αυτή τη Μήδεια του γέννησε με τους ωραίους αστραγάλους,
αφού νικήθηκε απ’ τον έρωτα χάρη στην Αφροδίτη τη χρυσή. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 940- 965 )

Και θεές έσμιξαν ερωτικά με άνδρες θνητούς. Και των ανδρών η γοητεία τράβηξε το ενδιαφέρον στις θεϊκές υπάρξεις, που ένιωσαν να σκιρτούν τα θεϊκά στήθη τους από πόθο για αρσενικά που κάποτε θα πήγαιναν στον Άδη. Γι’ αυτούς γράφει στη συνέχεια ο Ησίοδος:
« Τώρα γλυκόλαλες Ολυμπιάδες Μούσες, του Δία κόρες
που την αιγίδα του βαστά, των θεαινών το γένος τραγουδήστε,
αυτών που πλάι σε άντρες πλαγιάσανε θνητούς αθάνατες
και γέννησαν παιδιά που ‘μοιαζαν στους θεούς.
Η Δήμητρα τον Πλούτο γέννησε, η πιο ευγενής απ’ τις θεές,
σ’ αγάπη εράσμια σμίγοντας με τον ήρωα Ιασίωνα,
μέσα σε νιάμα τρίσκαφτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα. 
Τον γέννησε αγαθό, αυτόν που σ’ όλη τη γη γυρνά και στην πλατιά
της θάλασσας τη ράχη. Όποιον πετύχει, σ’ όποιου τα χέρια πέσει,
αυτόν τον κάνει πλούσιο και πλούτο πολύ του δίνει. 
Στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής της Αφροδίτης,
γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την Αγαύη με τα ωραία μάγουλα,
την Αυτονόη, που ο βαθυχαίτης ο Αρισταίος την παντρεύτηκε,
γέννησε και τον Πολύδωρο στη Θήβα που ωραία τη στεφανώνουν κάστρα. 
Η Καλλιρόη, του Ωκεανού η κόρη, με το Χρυσάορα το γενναιόψυχο
σαν έσμιξε, με της πολύχρυσης της Αφροδίτης την αγάπη,
γέννησε γιο που ήτανε απ’ όλους τους θνητούς ο κραταιότερος,
το Γηρυόνη, που ο δυνατός ο Ηρακλής τον σκότωσε,
για τα στριφτόποδα τα βόδια στην Ερύθεια που τα νερά τη ζώνουν. 
Στον Τιθωνό η Ηώ του γέννησε το χαλκοντυμένο Μέμνονα,
των Αιθιόπων βασιλιά, μα και τον άνακτα Ημαθίωνα. 
Στον Κέφαλο γέννησε γιο λαμπρό,
το δυνατό Φαέθοντα, άντρα που έμοιαζε με τους θεούς.
Αυτόν, σαν είχε ακόμα φρέσκο το απαλό λουλούδι της ξακουστής της νιότης
ένα παιδί με σκέψεις τρυφερές, η Αφροδίτη που αγαπάει τα χαμόγελα
τον σήκωσε αναρπάζοντάς τον και στα βάθη των πανίερων των ναών της
φύλακα τον έκανε, δαίμονα θείο.

Την κόρη του Αιήτη, του θεόθρεφου του βασιλιά,
ο γιος του Αίσονα με των αιώνιων θεών τη βούληση
την πήρε απ’ τον Αιήτη, αφού επιτέλεσε άθλους πολυστέναχτους,
που άφθονους τους διέταξε ο υπερόπτης μέγας βασιλιάς,
ο υβριστής Πελίας, ο ανόσιος κακούργος.
Αυτούς αφού ολοκλήρωσε στην Ιωλκό κατέφτασε, αφού πολλά υπέφερε,
πάνω σε πλοίο φέρνοντας την κόρη που ‘χε ζωηρά τα μάτια,
ο γιος του Αίσονα, και θαλερή την έκανε ομόκλινή του.
Κι εκείνη, δαμασμένη απ’ τον Ιάσονα, τον ηγεμόνα του λαού, 
γέννησε γιο το Μήδειο που πάνω στα βουνά ο Χείρων τον ανέθρεψε,
ο γιος της Φιλύρας. Και του μεγάλου Δία το σχέδιο εκπληρωνόταν
Κι από τις κόρες του Νηρέα, του θαλάσσιου γέροντα,
η Ψαμάθη το Φώκο γέννησε, η ευγενέστερη απ’ τις θεές,
από τον έρωτα του Αιακού, με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης. 
Και η θεά η Θέτιδα με τ’ ασημένια πόδια, απ’ τον Πηλέα νικημένη
τον Αχιλλέα του γέννησε το λεοντόκαρδο που των ανδρών τις φάλαγγες τις σπάει.
Και η Κυθέρεια Αφροδίτη με τα ωραία στεφάνια γέννησε τον Αινεία,
σαν έσμιξε με τον ήρωα Αγχίση σ’ αγάπη εράσμια
πάνω στις κορφές της Ίδης της πολύπτυχης, της ανεμοδαρμένης.
Και η Κίρκη, η κόρη του Ήλιου, του γιου του Υπερίονα,
από τον έρωτα του καρτερόψυχου Οδυσσέα
τον Άγριο και το Λατίνο γέννησε, τον άψογο και δυνατό.
Γέννησε και τον Τηλέγονο με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Κι εκείνοι πολύ μακριά, στο μυχό των ιερών νησιών,
σ’ όλους τους ξακουστούς τους Τυρρηνούς βασίλευαν.
Και η Καλυψώ, η ευγενέστερη απ’ τις θεές, στον Οδυσσέα το Ναυσίθοο
του γέννησε και το Ναυσίνοο, σαν έσμιξε μαζί του σ’ εράσμιο έρωτα. 
Αυτές είναι οι αθάνατες που με θνητούς ανθρώπους πλάγιασαν
και γέννησαν παιδιά όμοια με τους θεούς. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 966 -1020 )


B΄ μέρος



Θεοί έσμιξαν με θεές και νύμφες κι έφεραν στον κόσμο θεούς και θεότητες που βοήθησαν την ανθρωπότητα, ή καθόριζαν την τύχη και τον πολιτισμό της. Ενδεικτικά ας δούμε τους έρωτες του κεραυνόχαρου Δία:

Πρώτη γυναίκα του Δία ήταν η Χθονίη, που ο ίδιος ονόμασε Γη, και για χάρη της έφτιαξε τον κόσμο, ντύνοντάς την με ένα πέπλο, όπου πάνω του είχε σχεδιασμένες όλες τις στεριές και όλες τις θάλασσες. Δεύτερη γυναίκα του ήταν η Μήτιδα, που στο μυαλό της είχε όλη τη σοφία των αθάνατων και των θνητών. Αυτήν σαν έμεινε έγκυος την κατάπιε, γιατί υπήρχε χρησμός πως μετά την κόρη που θα γεννούσε, θα έκανε γιο που θα του έπαιρνε την εξουσία. Έτσι μετά από εννιά μήνες έβγαλε από το κεφάλι του τη θεά της σοφίας, την Αθηνά πάνοπλη. Άλλη γυναίκα του ήταν η Διώνη, απ’ όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Κάποτε ερωτεύτηκε την Αστερία, την κόρη του Κοίου και της Φοίβης, που του γέννησε την Εκάτη, την οποία τίμησε πολύ. Την Αστερία την έδωσε για γυναίκα στον Περσέα. Από την αδερφή της Αστερίας, την Λητώ, απόχτησε τα υπέροχα παιδιά τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, που τους είχε παντοτινά στον Όλυμπο. Πλάγιασε και με την Δήμητρα και γεννήθηκε η Περσεφόνη, που έγινε η ρήγισσα του Άδη.

Νόμιμη και παντοτινή γυναίκα του ήταν η Ήρα, από την οποία απόχτησε τον Άρη, τον θεό του πολέμου, την Ήβη, που έγινε γυναίκα του Ηρακλή, και την Ειλείθυια, που βοηθούσε στο ξεγέννημα των γυναικών. Παιδί τους ήταν και ο κουτσοπόδαρος θεών της τέχνης των μετάλλων, ο Ήφαιστος.



Ο Δίας χάρηκε τον έρωτα πολλών από τις κόρες του Άτλαντα. Έτσι από τη Μαία απόχτησε τον Ερμή σ’ ένα σπήλαιο στην Κυλλήνη. Από τη νύμφη Θύβρη ή την Αίγα γεννήθηκε ο Πάνας, που ήταν θεότητα της γης. Από τη Θέμιδα γεννήθηκαν οι Ώρες και οι Μοίρες, ενώ από την Ανάγκη η Αδράστεια. Ενώθηκε και με τη κόρη του Ωκεανού Ευρυνόμη και γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες, ενώ εννιά νύχτες πλάγιαζε με την Μνημοσύνη και γεννήθηκαν οι εννιά Μούσες. Πολλές νύμφες του έδωσαν τη χαρά του έρωτα.
Και για τους έρωτες μεταξύ των θεών έγραψε ο Ησίοδος στην “Θεογονία”:

« Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα,
που πιο πολλά γνωρίζει απ’ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη , έμελλε
εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε
και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε,
με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ‘ναι γεμάτος άστρα.

…………………………………………………………………..

Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπρή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα,
γέννησε και τις Μοίρες που ο συνετός ο Δίας τους έδωσε τη μέγιστη τιμή,
τη Λάχεση, την Άτροπο και την Κλωθώ που στους ανθρώπους
δίνουν τους θνητούς και το καλό και το κακό να έχουν.
Τρεις Χάριτες μ’ ωραία μάγουλα του γέννησε η Ευρυνόμη,
η κόρη του Ωκεανού που ‘χει όψη πολυέραστη,
την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και την εράσμια Θαλίη.
Από τα βλέφαρά τους στάζει καθώς κοιτάνε έρωτας
που παραλύει τα μέλη. Κι ωραία κάτω απ’ τα φρύδια βλέπουν.
Αλλά και στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε.
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα χέρια, που ο Άδης
την απήγαγε απ’ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας του την έδωσε.
Κι ύστερα πάλι τη Μνημοσύνη αγάπησε με την ωραία κόμη,
και γεννηθήκανε απ’ αυτήν οι Μούσες που φορούν χρυσό διάδημα
οι εννιά, που τους αρέσουν οι ευωχίες και η τέρψη των ασμάτων.
Και η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα και τη σαϊτοβόλα Άρτεμη,
τα πιο αγαπητά παιδιά απ’ όλους τ’ Ουρανού τους απογόνους,
σαν με Δία έσμιξε ερωτικά που την αιγίδα έχει.

Και τελευταία τη θαλερή την Ήρα ομόκλινή του έκανε.
Εκείνη την Ήβη και τον Άρη και την Ειλείθυια γέννησε,
σαν έσμιξε ερωτικά με των θεών το βασιλιά και των ανθρώπων.
Ο ίδιος γέννησε απ’ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι κι οι μάχες.
Η Ήρα τον ξακουστό τον Ήφαιστο – που απ’ όλους τους γόνους
του Ουρανού ήταν υπέρτερος στις τέχνες – δίχως να σμίξει ερωτικά
τον γέννησε, γιατί οργίστηκε πολύ και μάλωσε μα τον ομόκλινό της.
Από την Αμφιτρίτη και τον βαρύχτυπο της γης το σείστη Ποσειδώνα
γεννήθηκε ο μέγας Τρίτων, ο πανίσχυρος, που κατοικεί
στου πόντου τον πυθμένα και μένει σε δώματα χρυσά
με τη μητέρα του και τον άνακτα πατέρα του, θεός δεινός.
Στον Άρη που τις ασπίδες διαπερνά γέννησε η Κυθέρεια το Δείμο και το Φόβο,
φοβερούς, που των ανδρών ταράζουν τις πυκνές τις φάλαγγες
στον παγερό τον πόλεμο μαζί με τον πορθητή των πόλεων Άρη.
Γέννησε και την Αρμονία που ο Κάδμος με τη γενναία καρδιά την πήρε ομόκλινή του.
Η Μαία, η θυγατέρα του Άτλαντα, στο Δία γέννησε τον ξακουστό Ερμή,
των αθανάτων κήρυκα, στο ιερό ανεβαίνοντας κρεβάτι. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 886-939 )

Οι μύθοι για τους έρωτες του Δία και τους απογόνους του απέβλεπαν στη σύνδεση του κορυφαίου θεού με τις βασικές φυσικές δυνάμεις, τις συνιστώσες του κοινωνικού βίου, τις πολιτιστικές παραδόσεις και τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Ο ερωτισμός του Δία δεν είναι αυτοσκοπός, που ξεκινά από κατώτερα ένστικτα, αλλά το μέσον για γεννηθούν θεοί και ήρωες, που θα βοηθήσουν τους θνητούς να πετύχουν το αγαθό. Ο Γ. Καραγιάννης γράφει:
[[ Οι ερωτικές περιπέτειες του Διός συμβολίζουν τη δύναμη της αρχικής φυσικής και μεταφυσικής δυνάμεως. Ο θεός άρχων του Ολύμπου, είναι πλήρης ερωτικής δυνάμεως, διότι είναι το θεϊκό σύμβολο των φυσικών δυνάμεων, και η φύσις- Ζεύς, στην ολότητά της είναι πλήρης ερωτικής δυνάμεως. Αυτά συμβολίζουν κυριαρχικά οι ελληνικοί μύθοι, και δεν υποδεικνύουν στους ανθρώπους ερωτική αταξία και αναρχία. Ο Ζεύς είναι η φύση και η φύση, το Όν, ο Κόσμος, στην ολότητά του, είναι πλήρης Έρωτος. Το ίδιο συμβολίζουν και οι έρωτες των άλλων θεών, π.χ. ο έρως του Απόλλωνος προς τη Δάφνη.

Ο δε Έρως, στην ελληνική ζωή, στο πνεύμα των Ελλήνων είναι κυριαρχική δύναμη, φυσική και πνευματική. Ο Έρως είναι κυριαρχική δύναμη διφυής, είναι ένα στοιχείο, πρωταρχικό, μεταφυσικό, δυϊστικής υφάνσεως. Είναι ταυτόχρονα φυσική και πνευματική δύναμη, οντότης και θεότης. Θεότης φυσική- υλική και πνευματική ομού. ]] ( “Ο έρως στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων”, εκδ. Ζήτρος )

Οι πρόγονοί μας δεν είχαν στεγανά για τον έρωτα. Ίδια τον τιμούσαν για τους θνητούς και ίδια για τους αθάνατους θεούς. Έβαζαν και τους θεούς τους να γεύονται του έρωτα τον πόθο. Αυτός ο πόθος έφερνε στον Κόσμο αποτελέσματα, που έκαναν καλό τόσο στο φυσικό κόσμο, φυτά- ζώα- άστρα- γενικότερα το σύμπαν, όσο και στο ανθρώπινο βασίλειο. Δεν ήταν ασέβεια γι’ αυτούς να γράφουν για τον πόθο του βασιλιά των θεών για τη ρηγισσά του. Με σεβασμό τραγουδούν το σμίξιμό τους, όπως κάνει ο Όμηρος, βάζοντας την Ήρα να πλανεύει τον Δία, ώστε ο ύπνος να σφαλίσει τα μάτια του και να απωθήσουν για λίγο οι Έλληνες τους Τρώες, καθώς περνούσαν δύσκολες ώρες. Ας παρακολουθήσουμε την θαυμάσια περιγραφή:

« Η σεβαστή βοϊδομάτα σκέφτηκε η Ήρα τότε
πώς του ασπιδοφόρου Δία τη σκέψη να πλανέψει·
και πιο καλή της φάνηκε στο λογισμό της σκέψη
να πάει στην Ίδη μ’ όλα της τα κάλλη στολισμένη,
μήπως θελήσει δίπλα της με πόθο να ξαπλώσει,
να τη χαρεί, και τότε στα βλέφαρα να χύσει
και στο γερό του το μυαλό κι ανέγνοιαστο ύπνο.
Τράβηξε προς το θάλαμο, που είχε κάμει ο γιος της
ο Ήφαιστος, που στέριωσε πόρτες στους παραστάτες
γερές με κρυφό μάνταλο, που δεν τις άνοιγε άλλος.
Μπήκε εκεί και σφάλισε τις λαμπερές τις πόρτες.

Πρώτα μ’ αθάνατο νερό το ποθητό κορμί της
από τις λέρες ξέπλυνε κι αλέιφτηκε με λάδι
που θεϊκό, ευχάριστο κι ευωδιασμένο ήταν·
αν αναδεύεται αυτό στο σπίτι μπρος του Δία
στο χαλκοκάτωφλο, μεμιάς γη κι ουρανός μυρίζει.
Μ’ αυτό το σώμα τ’ όμορφο άλειψε, τα μαλλιά της
χτένισε και με τα χέρια έπλεξε στο κεφάλι
τ’ αθάνατο ολόλαμπρες κι αθάνατες πλεξούδες.
Πάνω της ρούχο έβαλε αθάνατο που η Παλλάδα
της ύφανε δουλεύοντας και βάζοντας στολίδια·
με θηλυκωτήρια χρυσά στο στήθος στεριωνόταν.
Φόρεσε ζώνη μ’ εκατό φουντίτσες στολισμένη,
στα τρυπημένα της αυτιά πέρασε σκουλαρίκια
μουρόχρωμα και τρίπετρα, πολύ χαριτωμένα.
Κεφαλοπάνι φόρεσε η θεά η αφέντρα
αφόρετο και όμορφο, ολόασπρο σαν ήλιος·
και έβαλε στ’ αστραφτερά τα πόδια της σαντάλια.
Σαν έβαλε στο σώμα της εκείνα τα στολίδια,
Βγήκε από το θάλαμο κι είπε στην Αφροδίτη
Καλώντας την ξεχωριστά απ’ τους θεούς τους άλλους:
« Θα με ακούσεις, κόρη μου, σ’ ό,τι θα πω σε σένα
ή θ’ αρνηθείς, καθώς είσαι μαζί μου θυμωμένη,
γιατί βοηθώ τους Δαναούς και συ βοηθάς τους Τρώες; »
Η Αφροδίτη απάντησε, του Δία η θυγατέρα:
« Ήρα, θεά σεβάσμια, του Κρόνου θυγατέρα,
πες ό,τι τώρα σκέφτεσαι· θα κάνω ό,τι θέλεις,
αν να το κάνω θα μπορώ και αν μπορεί να γίνει. »
Με δόλο της απάντησε η Ήρα η αφέντρα:
« Τον πόθο και τον έρωτα δώσε μου· μ’ αυτούς όλους,
θνητούς κι αθάνατους θεούς, πάντα εσύ δαμάζεις.
Πάω να δω στα πέρατα της γης της πολυτρόφας
τον πρόγονο Ωκεανό και την Τηθύ τη μάνα·
στο σπίτι τους μ’ ανάθρεψαν, μ’ ανάστησαν εκείνοι
απ’ τη Ρέα παίρνοντάς με, όταν τον Κρόνο ο Δίας
ο βροντόλαλος έριξε, κάτω από γη και πόντο.
Πάω να δω, τις άλυτες να λύσω διαφορές τους·
πάει καιρός που βρίσκονται χωρίς αγάπη οι δυο τους,
που δεν κοιμούνται πια μαζί, γιατί έχουν θυμώσει.
Αν πείσω με τα λόγια μου τη γνώμη τους ν’ αλλάξουν,
να ξανακοιμηθούν μαζί κι αγάπη πάλι να ‘χουν,
πάντα αυτοί θα μ’ αγαπούν και σε τιμή θα μ’ έχουν. »
Η Αφροδίτη η γελαστή γύρισε και της είπε:
« Τη χάρη να σου αρνηθώ δε γίνεται, δεν πρέπει·
γιατί στου πρώτου απ’ τους θεούς την αγκαλιά κοιμάσαι. »
Είπε και το στηθόπανο έλυσε απ’ τα στήθη
το πλουμιστό, τα μάγια της όπου κρατούσε όλα,
τα ερωτόλογα εκεί, τον πόθο, την αγάπη,
που σου πλανεύουν το μυαλό, κι ας είσαι μυαλωμένος.
Στα χέρια της τ’ απίθωσε κι αυτά τα λόγια είπε:
« Να, βάλε μες στον κόρφο σου το στηθοπάνι τώρα
το πλουμιστό, που μέσα του τα έχει όλα· λέω
πως δε θα έρθεις άπρακτη σ’ ό,τι στο νου σου έχεις. »
Έτσι είπε· η βοϊδομάτα γέλασε η αφέντρα
κι έβαλε ευθύς στον κόρφο της το στηθοπάνι εκείνο.
Η Αφροδίτη τράβηξε στ’ αρχοντικό της πίσω·
κι η Ήρα άφησε γοργά τις κορυφές του Ολύμπου,
την Πιερία πέρασε, την όμορφη Ημαθία·
στων αλογάρηδων Θρακών τα χιονισμένα όρη
έφτασε· καν δεν άγγιζε τη γη με τα ποδάρια.
Από τον Άθω πέρασε τον αφρισμένο πόντο
κι ήρθε στης Λήμνου το νησί, στου Θόαντα την πόλη.
Τον αδερφό του Θάνατου βρήκε εκεί, τον Ύπνο,
το χέρι του του έσφιξε κι αυτά τα λόγια είπε:
« Ύπνε, αφέντη των θεών και των ανθρώπων όλων,
αν άλλοτε με άκουσες, και τώρα άκουσέ με·
κι εγώ αιώνια θα χρωστώ τη χάρη που θα κάνεις.
Τα μάτια τα αστραφτερά του Δία κοίμισέ μου,
όταν πλαγιάσω ερωτικά δίπλα του στο κρεβάτι.
Για δώρο θα σου δώσω εγώ ένα σκαμνί ωραίο,
χρυσό κι άφθαρτο· ο γιος μου Ήφαιστος στραβοπόδης,
θα το κάνει περίτεχνα, στα πόδια θα στο βάλει,
όταν γλεντάς, τα λαμπερά τα του του να βάζεις. »
Ο Ύπνος ο ολόγλυκος γύρισε και της είπε:
« Ήρα σεβάσμια θεά, του Κρόνου θυγατέρα,
άλλον απ’ τους αθάνατους θα κοίμιζα αμέσως,
κι ας ήταν του Ωκεανού του ποταμού το ρέμα,
που σ’ όλα όσα βρίσκονται έδωσε την αρχή τους·
το Δία δε θα ζύγωνα, το γιο του Κρόνου, ωστόσο
κι ούτε που θα τον κοίμιζα χωρίς την προσταγή του.
Κι άλλη δική σου προσταγή μου έχει βάλει γνώση,
τη μέρα που ο δυνατός εκείνος γιος του Δία
από την Τροία έφευγε, σαν κούρσεψε την πόλη.
Χύθηκα τότε ολόγλυκος στου ασπιδοφόρου Δία
το νου και τον εκοίμισα· σοφίστηκες συ τότε
κακό και του ξεσήκωσες σίφουνες μες στον πόντο
και τον πέταξες στην Κω, νησί κατοικημένο,
απ’ τους δικούς του μακριά. Ξύπνησε τότε ο Δίας·
αγρίεψε και έπρωχνε μες στο παλάτι του όλους,
όμως εμένα γύρευε· κι άφαντο μες στον πόντο
θα μ’ έριχνε, αν η Νύχτα, που όλους μας δαμάζει,
δε μ’ έσωζε. Πήγα σ’ αυτήν. Είχε οργή ο Δίας,
μα έπαψε μη θέλοντας τη Νύχτα να πικράνει.
Τώρα άλλη αδύνατη δουλειά να ξανακάνω θέλεις. »
Η Ήρα η βοϊδομάτα του ξαναείπε τότε:
« Ύπνε, τι τέτοια τριγυρνάς μες στο μυαλό σου τώρα;
Ο Δίας ο βροντόφωνος πως θα νοιαστεί τους Τρώες
λες έτσι, όπως θύμωσε για τον Ηρακλή τότε;
Έλα και θα σου δώσω εγώ τη νιότερη απ’ τις Χάρες,
να παντρευτείς, να λέγεται γυναίκα σου για πάντα,
την Πασιθέα, που ποθείς σε όλη τη ζωή σου. »
Είπε· κι ο Ύπνος χάρηκε και απαντώντας τώρα·
« Έλα, στης Στύγας τ’ άσπλαχνο νερό ορκίσου τώρα·
το ένα χέρι βάλε στη γη την πολυθρόφα,
τ’ άλλο στη λαμπρή θάλασσα, για να ‘ναι μάρτυρές μας
οι κάτω θεοί που είναι τριγύρω από τον Κρόνο,
πως θα μου δώσεις στ’ αλήθεια τη νιότερη απ’ τις Χάρες,
την Πασιθέα, που ποθώ σε όλη τη ζωή μου. »
Είπε· κι η κρουσταλλόχερη τον άκουσε η Ήρα
Κι όπως ζητούσε ορκίστηκε με τ’ όνομά τους σ’ όλους
που ζουν στα Τάρταρα θεούς και που τους λεν Τιτάνες.
Η Ήρα σαν ορκίστηκε και τέλειωσε τον όρκο,
άφησαν φεύγοντας κι οι δυο τη Λήμνο και την Ίμβρο
χωμένοι μες σε καταχνιά, το δρόμο να τελειώσουν.
Στην Ίδη την πολύπηγη, των αγριμιών τη μάνα,
στο Λευκό έφτασαν κι εκεί αφήνοντας τον πόντο
πάτησαν στεριά· σείονταν οι κορυφές των δέντρων.
Εκεί ο Ύπνος στάθηκε, να μην τον δει ο Δίας,
σ’ έλατο σκαρφαλώνοντας πανύψηλο, που τότε
όρθιο στην Ίδη ρίζωνε κι έφτανε στον αιθέρα·
καθόταν μες στου έλατου κρυμμένος τα κλωνάρια
σαν το στριγγόφωνο πουλί που στα βουνά φωλιάζει·
οι θεοί το λεν κύμιντη και οι θνητοί χαλκίδα.
Η Ήρα πήγε γρήγορα στην κορυφή της Ίδης,
το Γάργαρο· την πρόσεξε ο νεφελοστοιβάχτης.
Μόλις την είδε, ο έρωτας του σκέπασε τη σκέψη,
όπως όταν πρώτη φορά έσμιξαν με αγάπη
σ’ ένα κρεβάτι και οι δυο κρυφά απ’ τους γονείς τους.
Μπροστά της τότε στάθηκε και έτσι της μιλούσε:
« Τι θέλεις κι απ’ τον Όλυμπο σ’ αυτά τα μέρη είσαι;
Δε βλέπω αμάξι κι άλογα, να ανεβείς να φύγεις. »
Με πονηριά του απάντησε η Ήρα η αφέντρα:
« Πάω να δω τα πέρατα της γης της πολυθρόφας,
τον πρόγονο Ωκεανό και την Τηθύ τη μάνα,
που μ’ είχαν στο παλάτι τους, με είχαν αναθρέψει·
πάω σ’ αυτούς, τις άλυτες να λύσω διαφορές τους·
πάει καιρός που στέκονται μακριά χωρίς να σμίγουν,
γιατί έχουν οργιστεί πολύ ο ένας με τον άλλο.
Στη ρίζα της πολύπηγης της Ίδης τ’ άλογά μου
έχουν σταθεί, που σε στεριά και θάλασσα με πάνε.
Όμως από τον Όλυμπο φτάνω εδώ για σένα,
Μη μου θυμώσεις έπειτα, αν δίχως να το ξέρεις
φτάσω στου βαθιορέματου Ωκεανού το σπίτι. »
Γυρνώντας τότε μίλησε ο νεφελοσυνάχτης:
« Ήρα, μπορείς κι αργότερα προς τα εκεί να φύγεις·
μα έλα να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε.
Πόθος ποτέ καμιάς θεάς ούτε καμιάς γυναίκας
στα στήθη μου δε χύθηκε τόσο να με δαμάσει,
ούτε σαν του Ιξίονα πόθησα τη γυναίκα,
που ‘δωσε τον Πειρίθοο, ισόθεο στη γνώση,
ούτε σαν την ωριόποδη του Ακρίσιου Δανάη,
που τον Περσέα γέννησε, τον φημισμένο σ’ όλους,
ούτε σαν του πασίγνωστου του Φοίνικα την κόρη,
που Μίνωα, Ραδάμανθη γέννησε από μένα
ούτε σαν στη Θήβα πάλι Σεμέλη και Αλκμήνη,
που ΄δωσαν το Διόνυσο, χαρά για τους ανθρώπους,
κι η δεύτερη τον Ηρακλή, το δυνατό το γιο μου,
ούτε σαν την ωριόμαλλη τη Δήμητρα αφέντρα
ούτε σαν τη λαμπρή Λητώ ούτε όταν κι εσένα,
όσο πια τώρα σε ποθώ κι ο πόθος με κυριεύει. »
Και πονηρά του έλεγε η ‘Ηρα η αφέντρα:
« Κρονίδη τρομερότατε, τι είναι αυτό που είπες;
Αν θέλεις να πλαγιάσουμε στις κορυφές της Ίδης,
ξέρε πως όλα φαίνονται από μακριά τριγύρω·
αν να πλαγιάζουμε έβλεπε απ’ τους αιώνιους κάποιος,
θα ‘τρεχε να το έλεγε, για να το μάθουν όλοι.
Να σηκωθώ απ’ την κλίνη σου, να πάω στο παλάτι
δε θα μπορούσα πια ποτέ, ντροπή θα ‘ταν μεγάλη.
Όμως, αν τόσο το ποθείς, το θέλει η ψυχή σου,
έχεις, νομίζω, κάμαρη, που σου ‘χτισε ο γιος σου
ο Ήφαιστος στεριώνοντας πόρτες στους παραστάτες·
κει πάμε να πλαγιάσουμε, μια και ζητάς κρεβάτι. »
Γύρισε κι αποκρίθηκε ο νεφελοστοιβάχτης:
« Ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος, Ήρα μου, μη φοβάσαι
πως θα μας δει· με σύννεφο χρυσό θα σε σκεπάσω·
αυτό ούτε ο Ήλιος μπορεί να διαπεράσει,
κι ας έχει δυνατό το φως να διαπερνάει όλα. »
Είπε και τη γυναίκα του αγκάλιασε ο Δίας·
χορτάρι νιόβλαστο η γη ξεφύτρωσε από κάτω
κρόκο, τριφύλλι δροσερό, πυκνό, γλυκό ζουμπούλι,
για να ξαπλώνουν μαλακά, τη γη να μην εγγίζουν.
Ξάπλωσαν τότε εκεί οι δυο σε σύννεφο κρυμμένοι
όμορφο και χρυσό· δροσιές λαμποκοπούσαν πάνω.
Έτσι γλυκά στο Γάργαρο κοιμόταν ο πατέρας

σκλάβος απ’ ύπνο κι έρωτα στο πλάγι της γυναίκας· » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ξ, 159- 351 )
Αν και ήταν άστατος και άπιστος συζύγος ο Δίας, ομολογεί, μέσα από τους στίχους του Ομήρου, ότι ποτέ του δεν αγάπησε, ούτε πεθύμησε άλλη γυναίκα, όσο τη μεγαλόπρεπη Ήρα. «Ποτέ θεά ή θνητή δε μου ενέπνευσε τόσο επιθυμία», παραδέχεται με τους στίχους του Ομήρου. Ο Δίας, δεν ανεχόταν κανέναν να ερωτοτροπεί με την πανέμορφη Ήρα. Σκληρή και αμείλικτη τιμωρία περίμενε τους επίδοξους εραστές της βασίλισσας των θεών. Ο Ιξίονας, κάνοντας κατάχρηση της φιλοξενίας που του παρείχε ο Δίας, προσπάθησε να πλησιάσει με ερωτικές διαθέσεις την Ήρα. Η τιμωρία του Δία ήταν σκληρή. Έδωσε σε μια Νεφέλη το σχήμα της Ήρας και ο μεθυσμένος Ιξίονας ζευγάρωσε μ' αυτή. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κένταυρος. Μη συγχωρώντας την αχαριστία ο Δίας, καταδίκασε τον Ιξίονα να δεθεί πάνω σε φλεγόμενη ρόδα που στριφογύριζε ασταμάτητα στον αέρα. Ο Ενδυμίωνας που τόλμησε να ποθήσει τη μεγαλόπρεπη βασίλισσα, γκρεμίστηκε στα Τάρταρα, ενώ ο γίγαντας Πορφυρίωνας εξοντώθηκε από τα βέλη του Ηρακλή, τη στιγμή που επιχειρούσε να βιάσει την Ήρα.

Γ΄ μέρος





Από την άλλη μεριά οι αρχαίοι Έλληνες δε διστάζουν να μιλούν και για τις απιστίες των θεών τους. Μια απ’ αυτές ήταν το σμίξιμο της Αφροδίτης με τον Άρη. Την πανωραία Αφροδίτη την είχε παντρέψει η Ήρα με τον κατάσχημο Ήφαιστο. Ας δούμε τον μύθο: 

Στο μάτι έβαλε ο Άρης την ομορφοστέφανη Αφροδίτη και με την όμορφη θωριά του ερωτικά βλέμματα της έριξε. Μα δεν άφηνε κι αυτή ευκαιρία να μη γευτεί του ομορφοσχηματισμένου άντρα τη σφιχτή αγκαλιά, που μ’ ορμή και πόθο γύρευε να τρυγήσει και να μεθύσει με του έρωτα τους καρπούς. Και στο κάτω- κάτω της γραφής, σάματις αυτή είχε διαλέξει της κλίνης της το σύντροφο, τον κουτσοπόδαρο Ήφαιστο; Μήπως η Ήρα δεν της τον είχε επιβάλει; Έτσι δεν πέρασε πολύς καιρός από του γάμου τη μέρα, και η θεά, που τον έρωτα ενέπνεε σε θνητούς κι αθάνατους, άρχισε να δέχεται τον Άρη στην κάμαρή της, ντροπιάζοντας του Ήφαιστου το περίτεχνο κρεβάτι. Μα τίποτα δε ξεφεύγει από του Ήλιου το μάτι, που τα καμώματα και τα έργα των ανθρώπων και των θεών φωτίζει. Είδε το άνομο σμίξιμο του ζευγαριού κι έκρινε πως σωστό θα ήταν να καταγγείλει στον απατημένο σύζυγο το προσβλητικό φέρσιμο της γυναίκας του. Σαν άκουσε τα πικρά νέα ο Ήφαιστος στο εργαστήρι κλείστηκε και χάλκευσε δίχτυα από μέταλλο, αθέατα και λεπτά σαν της αράχνης τα νήματα, όμοια μ’ αυτά που τη μάνα του έπιασε στου θρόνου την αόρατη φυλακή. Στ’ αμόνι σφυρηλάτησε ασύντριφτα κι άλυτα δίχτυα για πάντα να δέσει, αυτούς που το στεφάνι του γάμου του πάτησαν. Γεμάτος με οργή τράβηξε στη κάμαρα κι άπλωσε τα δίχτυα στου κρεβατιού τα πόδια, ενώ άλλα κρέμασε από τα μεσοδόκια, αραχνοΰφαντα και λεπτά, που ούτε μάτι θεού δε μπόραγε να ξεχωρίσει, κι έτσι από παντού έζωσε το ένοχο κρεβάτι με τα δολερά του δίχτυα. Μετά καμώθηκε πως θα πήγαινε στη Λήμνο, που τα νερά της θάλασσας με άσπρο αφρό στεφάνωναν, στο εργαστήρι να δουλέψει το χαλκό και το ατσάλι. 





Ο αρματοντυμένος Άρης, φλογισμένος από πόθο, παραφύλαγε, και σαν είδε τον Ήφαιστο, τον ξακουστό τεχνίτη, να φεύγει, παίρνοντας το δρόμο για το μέρος που με το σφυρί και το αμόνι έδινε μορφή στο μαλακό από τη φωτιά μέταλλο, έτρεξε στης ερωμένης του το σπίτι. Της Αφροδίτης έπιασε το χέρι και στο κρεβάτι ξαναμμένος την τράβηξε, λέγοντας:

« - Καλή μου, ευθύς ας πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε. Δεν είναι εδώ ο Ήφαιστος, θα κοντεύει να φτάσει στους άγριους Σίντιες, στην τραχιά τη Λήμνο».

Των ρούχων το βάρος πέταξαν κι έσμιξαν τα κορμιά τους μ’ ορμή πέφτοντας στο κρεβάτι, μα νιώσαν με αθέατα δίχτυα να τυλίγονται τα φλογισμένα τους σώματα και να μη μπορούνε να κάνουν ούτε μια κίνηση. Σαν είδε ο Ήλιος το ζευγάρι μάταια να προσπαθεί, σπαρταρώντας σαν τα ψάρια, ν’ απαλλαγεί από των διχτυών το δολερό τύλιγμα, μήνυσε στον Ήφαιστο, για το θέαμα, που ήταν για γέλια. Κι ο κουτσοπόδαρος θεός, κατακόκκινος από θυμό, έτρεξε στο σπίτι του, με πόνο άνοιξε διάπλατα θύρες και παραθύρια κι αφού στο πρόθυρο στάθηκε φώναξε οργισμένος μ’ άγρια φωνή:

«- Πατέρα Δία, κι εσείς αθάνατοι θεοί, ελάτε να γρικήσετε τις πομπές της γυναίκας, που μου δώσατε. Εμένα, οπού ΄μαι κουτσός με περιφρονεί και τον Άρη κρυφαγαπά, γιατί είναι όμορφος κι έχει γερά τα πόδια. Εγώ ανάπηρος ήρθα στο κόσμο τούτο, χωρίς να φταίω, γιατί το φταίξιμο είναι των γονιών μου, που να μη με γεννούσαν καν. Δέστε τους πως πλαγιάζουν χωρίς ντροπή πάνω στο κρεβάτι μου. Εγώ τους θωρώ και θεριεύω, μα ελπίζω για λίγο πως θα είναι έτσι γιατί θα τους κοπεί ο πόθος κι ας αγαπιούνται περισσά. Τα αόρατα δίχτυα μου θα τους κρατούν δεμένους, μέχρις ότου ο πατέρας της μου δώσει πίσω όλα τα δώρα, που για τη σκύλα κόρη του, του ‘χω δοσμένα για να μου δώσει για γυναίκα, γιατί μπορεί να είναι όμορφη , όμως δεν έχει πίστη».

Μαζεύτηκαν οι αρσενικοί θεοί, εκτός από το Δία, που δεν ήθελε να ανακατευτεί στων παιδιών του τα μαλώματα, γιατί και τα τρία ήσαν παιδιά του. Δεν πήγαν οι θεές από ντροπή για ν’ αντικρίσουν ένα τέτοιο θέαμα. Σαν είδαν τους δύο εραστές ολόγυμνους να ιδροκοπούν από αγωνία και ντροπή και σαν της θάλασσας τα ψάρια να σπαρταρούν, πιασμένοι στα αθέατα δίχτυα, ξέσπασαν σε γέλια. Τα χωρατά τους έκαναν να κρατούν τις κοιλιές τους από τα ασταμάτητα γέλια. 

«- Είδατε ποτέ κακιά δουλειά να προκόβει; Και να που τώρα ο αργοκίνητος κουτσός Ήφαιστος τσάκωσε τον πιο γοργοπόδαρο θεό του Όλυμπου με δόλο. Για το ντρόπιασμα ο Άρης χρωστάει να πληρώσει».
Γύρισε ο σαϊτορίχτης Απόλλωνας και ρώτησε τον φτεροπόδαρο Ερμή:

« - Θα σου άρεσε γιε του Δία, ψυχοπομπέ, να κείτεσαι στο στρώμα δεμένος με τη χρυσή Αφροδίτη μες στα δίχτυα ντροπιασμένος;»

Κι ο Ερμής αποκρίθηκε γελώντας:

«- Μακάρι αυτό να μου τύχαινε, αφέντη μακρορίχτη! Ας ξάπλωνα με τον πανωραία Αφροδίτη κι ας μ’ έζωναν τριπλάσια δίχτυα. Να γευόμουν το θεσπέσιο αυτό κορμί κι ας είσαι σαν όλοι οι θεοί και οι θεές μαζί από πάνω να βλέπετε και να γελάτε».

Ο μόνος που δε γέλαγε ήταν ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας, που ’νιωθε ντροπή για τα καμώματα των ανιψιών. Μπόρεσε με τα πολλά να πείσει τον κουτσοπόδαρο θεό να λύσει το παράνομο ζευγάρι, αφού πρώτα εγγυήθηκε πως ο Άρης θα του πληρώσει λύτρα, κι αν ο πολεμοχαρής θεός αρνιόταν, ο ίδιος θα τα ξεπλήρωνε. Τότε ο Ήφαιστος χαλάρωσε και τα δίχτυα έλυσε λυτρώνοντας τους εραστές, που από το κρεβάτι πηδώντας με κατεβασμένα μάτια σε αντίθετους δρόμους τράβηξαν. Η κρινοσώματη θεά πήγε στη Πάφο, στης Κύπρου το νησί. Εκεί στο τέμενός της περίμεναν οι Χάριτες την Αφροδίτη να τη λούσουν, έλειψαν με μυρωδάτο λάδι το κορμί και ρούχα ομορφοκεντημένα στόλισαν το σώμα της, που τράβηξε με πόθο των θεών τα βλέμματα. Ο Άρης τράβηξε για τη χώρα των Θρακών, που τον πόλεμο αγαπούσαν. 

Ο μεγάλος μας επικός ποιητής, ο Όμηρος, περιγράφει στην Οδύσσεια την απιστία της Αφροδίτης με τον Άρη και πώς ο απατημένος σύζυγος, ο Ήφαιστος τους έπιασε στα πράσα. Ένα κιθαρωδός τραγουδάει στο βασιλικό παλάτι των Φαιάκων, όπου έχει φτάσει ο περιπλανημένος Οδυσσέας:

« Κι αυτός κιθάρα παίζοντας όμορφα τραγουδούσε,
πως η ομορφοστέφανη Αφροδίτη κι ο Άρης
μ’ αγάπη έσμιξαν κρυφά στου Ήφαιστου το σπίτι·
τότε αυτός της χάρισε πολλά και το κρεβάτι 
του Ήφαιστου εντρόπιασε· τους είδε ο Ήλιος όμως
να σμίγουν και στον Ήφαιστο να τ’ αναγγείλει πήγε.
Το λόγο αυτό σαν άκουσε, πικρό για την ψυχή του,
στο εργαστήρι τράβηξε με το κακό στο νου του.
Δίχτυα να κάνει βάλθηκε σε στερεό αμόνι,
ασύντριφτα και άλυτα, για πάντα να τους δέσει.
Αφού τα κατασκεύασε, οργή γι’ αυτόν γεμάτος,
τράβηξε προς την κάμαρα, όπου ήταν το κρεβάτι,
και άπλωσε τα δίχτυα του στου κρεβατιού τα πόδια·
πολλά ακόμη κρέμασε κι από τα μεσοδόκια
αραχνοΰφαντα λεπτά, που ούτε θεός μπορούσε 
να ξεχωρίσει· με τόση τα είχε κάμει τέχνη.
Στο κρεβάτι σαν σκόρπισε τα δολερά του δίχτυα,
καμώθηκε πως πήγαινε στην καλόχτιστη Λήμνο,
που αγαπούσε πιο πολύ από τις άλλες χώρες.
Ο χρυσοχάλκινος Άρης προφύλαγε ωστόσο·
είδε να φεύγει ο Ήφαιστος, ο ξακουστός τεχνίτης,
και προς το σπίτι τράβηξε του ξακουστού Ηφαίστου
με την ομορφοστέφανη Κυθέρεια να σμίξει
λαχταρώντας· απ’ τον τρανό πατέρα της εκείνη,
μόλις γυρνώντας, κάθισε· και μπήκε εκείνος μέσα,
το χέρι της έπιασε και έτσι της μιλούσε:

« Καλή μου, ας πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε·
δεν είναι ο Ήφιαστος εδώ· μα πια θα έχει φτάσει
κοντά στους αγριόφωνους τους Σίντιες της Λήμνου.»
Έτσι είπε· και της άρεσε να πέσει να πλαγιάσει.
Μες στο κρεβάτι πλάγιασαν· μα γύρω τους τα δίχτυα
άπλωσαν τα περίτεχνα του συνετού Ηφαίστου·
να σηκωθούν , να κινηθούν καθόλου δεν μπορούσαν·
και το κατάλαβαν καλά πως γλυτωμό δεν έχουν.
Ο κουτσοπόδαρος θεός στην ώρα πάνω ήρθε
πίσω γυρίζοντας αντί να πάει προς τη Λήμνο·
ο Ήλιος παραμόνευε, την είδηση του πήγε.
Πήγαινε προς το σπίτι του με πόνο στην ψυχή του·
στο πρόθυρό του στάθηκε και ήταν οργισμένος·
έβγαλε άγρια φωνή κι είπε στους αθανάτους:

« Πατέρα Δία και θεοί αθάνατοι, ελάτε
δουλειές που είναι να γελάς κι αβάσταχτες να δείτε,
πώς, επειδή είμαι κουτσός, η Αφροδίτη πάντα
εμένα με περιφρονεί, κρυφαγαπά τον Άρη,
γιατί είναι και όμορφος κι έχει γερά τα πόδια,
ενώ εγώ ανάπηρος στον κόσμο τούτο ήρθα·
άλλος δε φταίει κανείς γι’ αυτό, μόνο οι δυο γονείς μου,
που να μη γερνούσαν καν. Για δέστε πώς πλαγιάζουν
επάνω στο κρεβάτι μου! Τους βλέπω και θεριεύω.
Όμως ελπίζω πια πως θα πλαγιάζουν έτσι,
κι ας αγαπιούνται περισσά· θα τους κοπεί ο πόθος! 
Τα δολερά τα δίχτυα μου θα τους κρατούν δεμένους,
ωσότου ο πατέρας της μου δώσει όλα τα δώρα
που για τη σκύλα κόρη του εγώ του έχω δώσει·
γιατί είναι η κόρη του όμορφη, όμως δεν έχει πίστη.»

Έτσι είπε· κι ήρθαν οι θεοί στο χάλκινο το σπίτι·
ο κοσμαφέντης έφτασε, έφτασε ο πρωτοκλέφτης
Ερμής και ο Απόλλωνας ο μακροσαγιτάρης.
Μα οι θεές απόμειναν από ντροπή στα σπίτια.
Οι αγαθοδότες θεοί στάθηκαν μπρος στην πόρτα·
άσβηστο γέλιο ξέσπασε ανάμεσά τους τότε,
σαν είδαν τα τεχνάσματα του συνετού Ηφαίστου·
καθένας έτσι έλεγε τον διπλανό κοιτώντας:
« Κακή δουλειά δεν πρόκοψε· κι ο σιγανός προφτάνει
το γοργό. Να ο Ήφαιστος, που έπιασε τον Άρη,
αργός, κουτσός, τον πιο γοργό μες στους θεούς του Ολύμπου,
με δόλο· για το ντρόπιασμα χρωστάει να πληρώσει!»
Τέτοια αυτοί συχνόλεγαν ανάμεσά τους τότε.
Στον Ερμή ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, είπε:
« Του Δία γιε, ψυχοπομπέ, Ερμή αγαθοδότη,
να κείτεσαι με τη χρυσή σε στρώμα Αφροδίτη
θα ήθελες όντας κι εσύ δεμένος μες στα δίχτυα;»
Γύρισε ο ψυχοπομπός αργοφονιάς και είπε:
« Μακάρι αυτό να τύχαινε, αφέντη μακρορίχτη:
Τριπλάσια δίχτυα άπειρα να ζώνουν το κορμί μου, 
ας πλάγιαζα με τη χρυσή μονάχα Αφροδίτη!»
Έτσι είπε· και σηκώθηκε γέλιο στους αθανάτους,
αλλ’ όχι στον Ποσειδώνα· αυτός παρακαλούσε
τον τεχνίτη τον ξακουστό τον Άρη να λυτρώσει·
μίλησε κι ανεμάρπαστα λόγια του είπε τότε:

« Λύσε τον· καθώς το ζητάς, εγγύηση σου δίνω
μπροστά σε όλους τους θεούς να σε καλοπληρώσει.»
Είπε ο κουτσοπόδαρος ο ξακουστός σ’ εκείνον:
« Ποσειδώνα κοσμαφένεη, μη μου θελήσεις τέτοια!
Χαμένου θες εγγύηση; Εσύ βγαίνεις χαμένος.
Πώς μέσα στους αθάνατους μπορώ να δέσω εσένα,
αν δεν πληρώσει ο Άρης γλιτώνοντας τα δίχτυα; »
Ο κοσμοσείστης μίλησε ο Ποσειδώνας κι είπε:
« Αν φύγει ο Άρης, Ήφαιστε, και σου αφήσει χρέος,
έχεις το λόγο μου εσύ, να σου το ξεπληρώσω.»
Κι είπε ο κουτσοπόδαρος ο ξακουστός σ’ εκείνον»
« Το λόγο σου να αρνηθώ δε γίνεται, δεν πρέπει. »
Έτσι είπε τότε ο Ήφαιστος και έλυσε τα δίχτυα.
Κι αυτοί όταν λυτρώθηκαν απ’ τα σφιχτά τα δίχτυα,
πηδώντας τράβηξαν μεμιάς, εκείνος για τη Θράκη
κι η Αφροδίτη η γελαστή, κατά την Κύπρο πέρα,
στην Πάφο, όπου έχει ναό, βωμό ευωδιασμένο.
Την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι
αθάνατο, μ’ όποιο κορμιά αλείβουν, 
της πήγαν ρούχα όμορφα, χάρμα να δουν τα μάτια.»
 ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. θ’ 266-366)

Πιθανόν, διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα να γελάσαμε με το πάθημα των δύο εραστών. Αν, όμως, αποσυμβολίσουμε τον μύθο θα μείνουμε έκθαμβοι από το πλούσιο εσωτερικό του περιεχόμενο. Γιατί από το σμίξιμο του Άρη με την Αφροδίτη γεννήθηκε η Αρμονία, που αργότερα έγινε γυναίκα του θνητού Κάδμου, και ο Έρωτας Αυτή η απιστία είχε σαν γέννημα την Αρμονία, που εκφράζει τη σύζευξη των αντιθέτων για την εμφάνιση του κάλλους, και τον Έρωτα, το ενοποιητικό στοιχείο της φύσης. Αν διεισδύσουμε στο βάθος του μύθου από εσωτερικής πλευράς, θα δούμε το μεγαλείο της σύλληψής του. 

Η Αρμονία, λοιπόν, ήταν κόρη του Άρη και της Αφροδίτης. Είναι ο καρπός της συνεύρεσης θεών, που εκφράζουν δύο πολικά αντίθετες δυνάμεις και καταστάσεις, τον πόλεμο (Άρης) και την ειρήνη (Αφροδίτη), το μίσος και την αγάπη, την καταστροφή και τον δημιουργικό έρωτα, τον πόνο και την χαρά, τη βία και την τρυφερότητα, την σκόνη του πεδίου της μάχης και την αχλή από το ανάβλυσμα του πόθου στην κλίνη του έρωτα, τον θάνατο και τη γέννηση (την αναπαραγωγή ως αποτέλεσμα του έρωτα). Η επινόηση του μυθοποιού είναι καταπληκτική, γιατί όντως χρειάζεται ο συνδυασμός του δυνατού και άγριου, όπως ο Άρης, με το τρυφερό και ήμερο, όπως η Αφροδίτη, για να γεννηθεί η αρμονία στον κόσμο. Αλλά και ο γάμος της Αρμονίας με τον Κάδμο δεν είναι χωρίς νόημα, γιατί οι Θηβαίοι ταύτιζαν το όνομα Κάδμος (Κάσμος) με τη λέξη κόσμος (= τάξη ). 

Η Αρμονία, λοιπόν, είναι το παιδί ενός παράνομου έρωτα, γιατί ο νόμιμος σύντροφος της θεάς ήταν ο Ήφαιστος. Επομένως η Αρμονία είναι το αποτέλεσμα της διαμάχης των αντιθέτων, μα και της παρανομίας. 

Ο Άρης εκπροσωπεί το αρσενικό μέρος της υλικής δημιουργίας κι από τα κύρια στοιχεία τον αέρα και τη φωτιά, ενώ η Αφροδίτη,το θηλυκό μέρος και τα στοιχεία νερό και γη. Από την ένωσή τους γεννιέται η Αρμονία, επομένως η αρμονία στον κόσμο δεν είναι προϊόν ταύτισης ομοίων, αλλά προϊόν ζεύξης αντιθέτων. Ο Άρης με την αναταραχή και τη φωτιά εξατμίζει το συγκινησιακό νερό του θηλυκού στοιχείου, ( το νερό πάντοτε συμβολίζει τις συγκινήσεις ), και τον μετατρέπει στον ατμό του ενθουσιασμού. Έτσι η ψυχή μετέχει του θείου ( ενθουσιασμός= εν- θεού- ουσία ) κι ανυψώνει το σώμα (γη ) να επιτελέσει έργο θεάρεστο, έργο που να ξεφεύγει από την υλική μόνο ενασχόληση και την ικανοποίηση των ορμών και του πάθους. Mε αυτό τον τρόπο η ψυχή μεταρσιώνεται κι από ξηρή και ψυχρή, προσκολλημένη στα γήινα, γίνεται ανάλαφρη, θερμή και φωτογενής, στρέφεται προς τα ουράνια, τα πνευματικά. Τότε στο άτομο επέρχεται η αρμονία. 

Για τους νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Πρόκλο η Αφροδίτη έχει δύο όψεις, είναι ουράνια και πάνδημη. Επίσης είναι η Παγκόσμια Ψυχή, γιατί μέρος της ανήκει στον κύκλο του “Ταυτού” και άλλο μέρος στον κύκλο του “Ετέρου”, γιατί όπως αναφέρει ο Πρόκλος : « …η ουσία της Ψυχής του Παντός είναι ενδιάμεσος μεταξύ των δύο τούτων άκρων. Αφ’ ενός του Κοσμικού Νου και αφ’ ετέρου της όλης μεριστής ουσίας της υπαρχούσης εις όλα τα σώματα » ( Εν Τιμαίω, ΙΙ, 4-8 ). Η Αφροδίτη προΐσταται της γέννησης των ψυχών, στη δημιουργία πνευματικών έργων και στην επιστροφή των ψυχών στην αρχική τους πηγή. Ο Σαλούστιος μας λέει: « Μεταξύ των εγκοσμίων θεών…εκείνοι που δημιουργούν τον κόσμο είναι ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Ήφαιστος. Εκείνοι που τον εμψυχώνουν είναι η Δήμητρα, η Ήρα και η Άρτεμη. Εκείνοι που τον εναρμονίζουν είναι ο Απόλλωνας, η Αφροδίτη και ο Ερμής. Τέλος αυτοί που επαγρυπνούν για την τήρηση της αρμονίας είναι η Εστία, η Αθηνά και ο Άρης. Έτσι 3x4=12 » ( Περί Θεών και Κόσμου ).

Σαν Ουράνια Αφροδίτη είναι ο φυσικός νόμος της γέννησης και της διάπλασης σε όλο το Σύμπαν ακόμη και των πνευματικών πλασμάτων, έχοντας την ιδιότητα να θεάται τα πράγματα από πάνω, απ’ όπου πηγάζει ο Νους. Εδώ ταιριάζει το ακόλουθο απόσπασμα από τη “Μπαγαβάντ Γκιτά”:

« Εγώ είμαι το γλυκό άρωμα 
της γης, η αγνή ακτινοβολία του πυρός . Εγώ είμαι η ζωή σε
όλα τα όντα και η πειθαρχία των ασκητών.
Γνώρισέ Με σαν το Αιώνιο
σπέρμα όλων των υπάρξεων. Εγώ είμαι η ενόραση, η
καθαρή λογική και ο ηρωισμός όλων των ηρώων.
Εγώ είμαι η δύναμη των
δυνατών, αλλά χωρίς λαγνεία και πάθη. Στα ζωντανά όντα
είμαι η έφεση που βρίσκεται σε αρμονία με το καθήκον και 
την ευθύνη » ( Η Γιόγκα της Γνώσης και της Πραγμάτωσης ).
Το ζευγάρι από την παράνομη σχέση τους απόκτησαν κι άλλο παιδί, τον Έρωτα. Ο Έρωτας είναι το στοιχείο της σύζευξης των αντιθέτων για να επιτευχθεί η αρμονία. Ο Ηράκλειτος μας λέει: « Το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι ».

[ Μετάφρ.: Τα αντίθετα συνάπτονται και από τα διιστάμενα προέρχεται η τέλεια αρμονία και τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τους νόμους της συζυγίας των αντιθέτων ].

Η μορφοποίηση είναι το έργο της Αφροδίτης. Απαιτούνται αλλεπάλληλες ενσαρκώσεις, ώστε με την αέναο επαφή της μορφής, που εκπροσωπείται από την Αφροδίτη, με το πολικό της αντίθετο, όταν συνευρεθεί με τη βοήθεια του έρωτα, αφού δράσει η φωτιά, που εκπροσωπεί ο φλογερός εραστής, βαθμιαία να δομηθούν όντα εξελιγμένα, που να έχουν θέση στον ουρανό, βοηθώντας τη ψυχή να ενοικεί σε συνεχώς πιο εξελιγμένα σώματα, εξελισσόμενη κι αυτή μαζί τους. Το πύρ θα εξατμίσει τα συναισθηματικά νερά, κι όπως ο ατμός παίρνει το δρόμο προς τον αιθέρα, έτσι και η ψυχή θα επανέλθει στην ουράνια κατοικία της, στην αγκαλιά της Ουράνιας Αφροδίτης. Ο Έρωτας μπορεί να εναρμονίσει τις αντιθέσεις, όντας το ένα τέκνο των δύο εραστών, από τους οποίους θα γεννηθεί και η Αρμονία. Έτσι μέσα από τις αντιθέσεις καταδεικνύεται η ανάγκη για την αρμονική συνεργασία των τεσσάρων στοιχείων, της γης-σώματος, του νερού- συναισθημάτων, του αέρα- ψυχής και της φωτιάς- διάνοιας. 

Αν πάρουμε τη σειρά των πλανητών, η Γη βρίσκεται μεταξύ της Αφροδίτης και του Άρη. Έτσι ο γήινος κόσμος υφίσταται τις συνεχείς επιδράσεις των δύο αυτών πλανητών. Μεταφορικά, στην ουράνια διάστασή του, ίσως ο πλανήτης μας να είναι το κρεβάτι, όπου με πόθο έσμιξαν οι δύο ουράνιοι εραστές για να γεννηθεί η Αρμονία. Εδώ γίνεται η σύζευξη των αντιθέτων, η διασταύρωση των ιδιοτήτων για να αναδυθεί το θείο. Στο γήινο κρεβάτι υπάρχουν τέσσερις πλευρές, που αντιπροσωπεύουν την τετραπλή ρευστή μορφή του ανθρώπου, τα τέσσερα μεταβλητά του σώματα, δηλ. το φυσικό, το αιθερικό, το αστρικό και το κατώτερο νοητικό. Αυτή η τετραπλή προσωπικότητα είναι το θέατρο των συγκρούσεων της γήινης με την ουράνια φύση, της υλικής με την πνευματική, όπου θα πρέπει να γίνει ο συγκερασμός και η εναρμόνιση από την ψυχή, ώστε να επιτευχθεί το κάλλος.

Στην φαινομενική παραδοξότητα του μύθου για την παράνομη σχέση των δύο εραστών, ο Ήφαιστος, νόμιμος σύζυγος της Αφροδίτης, τους δεσμεύει πάνω στο κρεβάτι με αδιόρατα δεσμά. Δεν συναινεί, βέβαια στην παρανομία, αλλά ίσως αντιλαμβάνεται πως είναι κοσμικός νόμος ότι η αρμονία και το κάλλος επιτυγχάνονται μέσα από τη διαδικασία της διαμάχης. Για να βοηθήσει αυτό το αναγκαίο σμίξιμο χαλκεύει τα δεσμά του. Είναι ο τεχνουργός που φτιάχνει με το πυρ στα καμίνια του κάθε χρήσιμο εργαλείο και μηχάνημα. Μεταμορφώνει το άμορφο μέταλλο με τη δύναμη της φωτιάς πάνω στο αμόνι του. Η φωτιά κάνει εύπλαστο το σίδερο, το σφυρί του δίνει το σχήμα με τη βοήθεια της αντίστασης του αμονιού και μετά το νερό, όταν βυθιστεί σ’ αυτό, το κάνει σκληρό, αφήνοντας ατμούς να ανυψώνονται από το σμίξιμο του πυρακτωμένου γήινου μετάλλου με το υγρό στοιχείο. Ο τεχνίτης θεός κατάλληλα χρησιμοποιεί τα τέσσερα στοιχεία. Ο Ήφαιστος είναι η έκφραση της εξέλιξης και της μεταμορφωτικής επίδρασης του πυρός. Το πυρ του πόνου κάνει το μέταλλο της ψυχής να αποβάλλει τη σκουριά του, να μην επηρεάζεται από τις αδρανειακές τάσεις του υλικού σώματος, και τη σφυρηλατεί να γίνει το κατάλληλο εργαλείο του πνεύματος, του μεγάλου αδελφού της. Πάντα από την αντίθεση παράγεται αποτέλεσμα, που στην αρχή μπορεί να έχει πόνο και αίμα, όμως στο τέλος επέρχεται η τάξη και το κάλλος, η εσωτερική γαλήνη.

Δ΄ μέρος




Η ένωση θεών κι ανθρώπων δεν αποτελεί όνειδος, κάτι που πρέπει να λέγεται κρυφά, για τους αρχαίους Έλληνες. Γιατί η ένωση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα να γεννηθούν ήρωες, ευεργέτες της ανθρωπότητας και ηγέτες, που οδηγούν σε νέες πατρίδες ξεριζωμένους ανθρώπους. Οι πρόγονοί μας δεν ντρέπονται κι ούτε θεωρούν ξεπεσμό τέτοιου είδους σμιξίματα. Αντίθετα υμνούνται, όπως συμβαίνει στον Ομηρικό Ύμνο, όπου περιγράφεται η ένωση της θεάς Αφροδίτης με τον θνητό Αγχίση, καρπός της οποίας υπήρξε ο Αινείας, ο ήρωας του τρωικού πολέμου, που οδήγησε στο Λάτιο τους ξεριζωμένους Τρώες:

« Από τους άλλους όμως κανείς δεν ξέφυγε την Αφροδίτη
ούτε θεός μακάριος ούτ’ άνθρωπος θνητός.
Ακόμα και του κεραυνόχαρου του Δία του πήρε τα συλλογικά·
σαν μέγιστος που είναι, τη μέγιστη πήρε τιμή.
Κι όποτε ήθελε, ξεγέλασε τη στοχαστική βουλή του
κι εύκολα με θνητές τον έσμιξε γυναίκες,
παραβλέποντας την Ήρα, αδερφή κι ομόκλινη,
την κορυφαία στη μορφή μες στις αθάνατες θεές,
την τρισένδοξη, του συνετού του Κρόνου τέκνο
και της μάννας Ρέας· κι ο Δίας ο αλάθητος στις κρίσεις
σύζυγό του σεβαστή και συνετή την έκανε.



Αλλά κι ο Δίας, πάλι, γλυκιά επιθυμία έβαλε στης Αφροδίτης την καρδιά
με άντρα θνητό να κοιμηθεί, για να μη μείνει
ξένη κι αυτή από το ανθρώπινο κρεβάτι
κι ούτε ποτέ καμαρωτή να πει μες στους θεούς
με το γλυκό της γέλιο η χαμογελαστή Αφροδίτη
ότι θεούς με γυναίκες έχει ενώσει
- που γέννησαν κιόλας θνητούς γιους στους αθανάτους-
ή κι ότι έσμιξε θεές με άντρες που ήτανε θνητοί.
Έτσι, γλυκό πόθο της έβαλε στην καρδιά για τον Αγχίση,
που τότε στις ακρώρειες της Ίδης με τα πολλά νερά
έβοσκε τις γελάδες του, όμοιος στο σώμα με αθάνατο θεό.
Μόλις τον είδε η χαμογελαστή Αφροδίτη,
τον ερωτεύτηκε, κι εξαίσιος πόθος της πήρε τα συλλογικά.
Πήγε στην Κύπρο και χώθηκε στον ευωδιαστό ναό της
στην Πάφο- είχε τέμενος εκεί και βωμό μοσχομύριστο·
μπήκε και ασφάλισε τις αστραφτερές του πύλες.

Εκεί λοιπόν την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι
θεϊκό, καταπώς πρέπει στους αιώνιους θεούς,
έξοχο και ολόγλυκο, που της το είχαν μυρωμένο.
Έντυσε ύστερα το σώμα της μ’ ενδύματα ωραία
στολίστηκε χρυσάφια η γελαστή η Αφροδίτη,
και βιάστηκε να πάει στην Τροία, αφήνοντας την Κύπρο την ευώδη,
περνώντας την απόσταση μεμιάς μέσ’ απ’ τα σύννεφα.
Έφτασε στην Ίδη με τα πολλά νερά, τη μάνα των θηρίων,
και τράβηξε ευθύς για το μαντρί στο βουνό· την ακολούθησαν
λύκοι λευκοί που έσειαν την ουρά και λιοντάρια με μάτι άγριο,
αρκούδες και γοργές παρδάλεις, πεινασμένες για ελάφια,
τρέχοντας· τα έβλεπε κι ένιωθε μέσα της χαρά
και στα στήθια της έβαζε τον πόθο· κι εκείνα όλα τότε
ζευγαρωμένα κοιμούνταν στα σκιερά φαράγγια.
Έφτασε, τέλος, στις καλοφτιαγμένες καλύβες
και βρήκε στο μαντρί, μακριά από τους άλλους,
τον Αγχίση, τον ήρωα με τη θεϊκή ομορφιά.

Οι άλλοι ακολουθούσαν τα κοπάδια στα πλούσια βοσκοτόπια,
εκείνος, μόνος στο μαντρί,
πήγαινε πέρα δώθε κι έπαιζε την κιθάρα δυνατά.
Στάθηκε εμπρός του του Δία η κόρη η Αφροδίτη,
σ’ ανάστημα και όψη όμοια με άγαμη παρθένα,
να μην τρομάξει σαν τη δουν τα μάτια του.
Την κοιτούσε ο Αγχίσης παραξενεμένος και τη θαύμαζε
για την όψη και το ανάστημα αλλά και τα γυαλιστερά της ρούχα.

Το πέπλο της ήταν πιο φωτεινό κι απ’ τη φωτιά που λαμπυρίζει
κι είχε βραχιόλια που στριφογυρίζανε και καρφίτσες που στραφτάλιζαν
ενώ ωραιότατα περιδέραια έζωναν το απαλό της δέρμα
όμορφα, χρυσά και ποικιλμένα· έτσι που η σελήνη
έλαμπε στα απαλά της στήθη, ήτανε θαύμα να τη βλέπεις.
Έρωτας κατέλαβε τον Αγχίση, που της είπε:
« Χαίρε βασίλισσα, όποια αθάνατη κι αν είσαι, που έρχεσαι στο δώμα τούτο,
η Άρτεμη, η Λητώ ή η χρυσή Αφροδίτη,
η αριστοκράτισσα Θέμιδα ή η γλαυκομάτα Αθηνά
ή μια από τις Χάριτες κι ήρθες εδώ, που με θεούς όλες τους
ζούνε κι αθάνατες τις ονομάζουν,
ή ίσως μια από τις νύμφες που κατέχουν τα ωραία άλση
ή από τις νύμφες που κατοικούνε στο όρος τούτο το ωραίο
και στις πηγές των ποταμών και στα χλοερά λιβάδια.

Για σένα στη βίγλα την περίβλεπτη ολούθε εδώ
βωμό θα φτιάξω και θυσίες καλές θα σου προσφέρω
σε κάθε εποχή· και συ, με χαρούμενη καρδιά,
δώσε να γίνω στους Τρώες άντρας γενναίος
κι ύστερα δώσ’ μου τέκνο εύρωστο, αλλά μαζί και μένα
καλά να ζήσω για καιρό και του ήλιου να βλέπω το φως,
ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους, και στων
γηρατειών να φτάσω το κατώφλι ».
Του απάντησε έπειτα η Αφροδίτη, του Δία η θυγατέρα:

« Αγχίση, ενδοξότερε απ’ τους ανθρώπους που γεννήθηκες στη γη,
δεν είμαι θεά· γιατί με αθάνατες με παρομοιάζεις;
Είμαι θνητή, θνητή μάνα με γέννησε.
Πατέρας μου είν’ ο Οτρέας με τ’ όνομα, αν έχεις ακουστά,
ο βασιλιάς όλης της καλοτείχιστης Φρυγίας.
Ξέρω καλά τη γλώσσα σας, σαν τη δικιά μας,
γιατί Τρωάδα μ’ έτρεφε τροφός μες στο παλάτι, κι αυτή
από παιδούλα με μεγάλωσε, όταν με πήρε απ’ την καλή μου μάνα.
Γι’ αυτό ξέρω καλά τη γλώσσα που μιλάτε.
Τώρα όμως μ’ άρπαξε ο Αργοφονιάς με το χρυσό ραβδί,
από της χρυσόβελης και πολυθόρυβης Άρτεμης τη συντροφιά.
Νύμφες πολλές και παρθένες ωραίες
παίζαμε, κι ολόγυρά μας σαν στεφάνι κόσμος πολύς.
Από εκεί μ’ άρπαξε ο Αργοφονιάς με το χρυσό ραβδί,
με πέρασε μέσ’ από πολλά των θνητών ανθρώπων έργα,
στη μεγάλη γη που δεν ανήκει κανενός και μένει χέρσα, όπου θηρία
ωμοφάγα μαζεύονται στους σκιερούς γκρεμνούς,
και, καθώς νόμιζα, τα πόδια μου δεν πάταγαν στη ζωοδότρα γη.
Μου είπε ότι στην κλίνη του Αγχίση θα ονομαστώ
νόμιμη σύζυγος, κι ότι παιδιά θα σου γεννήσω ωραία.
Σαν μου τα είπε και τ’ ανακοίνωσε, έφυγε
ο δυνατός Αργοφονιάς για να βρεθεί μαζί με τη γενιά των αθάνατων·
εγώ όμως έφτασα σε σένα, οδηγημένη από την πανίσχυρη ανάγκη.
Προσπέφτω, λοιπόν, σε σένα, στ’ όνομα του Δία και των καλών
γονιών σου- αν ήτανε κακοί, δεν θα γεννούσαν τέτοιο γιο.
Οδήγησέ με άγαμη όπως είμαι κι άπειρη από έρωτα,
δείξε με στον πατέρα και στη συνετή μητέρα σου
και στα δικά σου ομογέννητα αδέρφια.

Νύφη αταίριαστη γι’ αυτούς δεν θα ‘μια, αλλά η πρέπουσα.
Στείλε και μαντατοφόρους στους Φρύγες που ‘χουν ανεμοπόδαρα άλογα
να το πούνε στον πατέρα και στη μάνα μου που είναι μες στις έγνοιες.
Θα στείλουνε χρυσάφι και εσθήτες υφαντές πολλές,
κι όσο για σένα λύτρα λαμπρά θα έχεις να λαβαίνεις.
Κάνε αυτά και δώσε ν’ απολαύσουν τον ποθητό και τίμιο
γάμο οι άνθρωποι και οι αθάνατοι θεοί ».
Έτσι μίλησε η θεά, και στην καρδιά του έβαλε πόθο γλυκό.
Έρωτας κατέλαβε τον Αγχίση, που της μίλησε και της είπε:
« Αν είσαι θνητή, και η μάνα που σε γέννησε ήτανε μια απλή γυναίκα,
κι αν πατέρας σου είναι ο Οτρέας με τ’ όνομα, όπως λες,
κι έρχεσαι εδώ με τη θέληση του αθάνατου οδηγού
Ερμή, για πάντα θα ονομάζεσαι γυναίκα δική μου.
Τώρα κανείς θεός ούτε και άνθρωπος θνητός
δεν θα με κρατήσει εδώ, πριν σμίξω ερωτικά μαζί σου
τούτη τη στιγμή· ούτε κι αν ο μακροβόλος Απόλλων
έριχνε από το ασημένιο τόξο του τα οδυνηρά του βέλη.
Κι έπειτα θα ‘θελα, γυναίκα εσύ θεόμορφη,
ν’ ανέβω στο κρεβάτι σου και μετά στου Άδη να βυθιστώ τον οίκο ».

Μ’ αυτά τα λόγια, της έπιασε το χέρι· η γελαστή Αφροδίτη
Προχώρησε μεταπεισμένη, γυρνώντας τα ωραία μάτια της
στο καλοστρωμένο κρεβάτι, αυτό που ίσαμε τότε ήταν για τον βασιλιά
σκεπασμένο με μαλακές γούνες· από πάνω
είχε αρκουδοτόμαρα και δέρματα βροντόφωνων λιονταριών
που ‘χε σκοτώσει εκείνος στα ψηλά βουνά.
Ανέβηκαν λοιπόν στο καλοστρωμένο κρεβάτι
κι αυτός της έβγαλε πρώτα τα λαμπερά κοσμήματα από το σώμα της,
τις καμπύλες πόρπες, τα βραχιόλια, τις καρφίτσες και τα περιδέραια.
Μετά της έλυσε τη ζώνη και την έγδυσε από τα γυαλιστερά της ρούχα
που τ’ άφησε ο Αγχίσης σε θρόνο με αργυρά καρφιά.
Μετά, κατά την επιθυμία και το σχέδιο των θεών,
ο θνητός κοιμήθηκε με την αθάνατη θεά, χωρίς καλά να το γνωρίζει.
Κατά την επιστροφή των ποιμένων στο μαντρί
των βοδιών και των θρεμμένων προβάτων από τις ανθηρές νομές,
μες στον Αγχίση έχυνε γλυκό και βαθύ ύπνο,
ενώ αυτή φόρεσε πάλι τα ωραία ρούχα της.
Κι όταν κάλυψε ωραία το σώμα της η ιερή θεά,
στάθηκε κοντά στην κλίνη, στο καλοχτισμένο ανάκτορο
ακούμπησε το κεφάλι της και στα μάγουλά της έλαμπε η ομορφιά
η θεϊκή, γνώρισμα της καλοστεφανωμένης Κυθέρειας.

Τον σήκωσε από τον ύπνο και του απευθύνθηκε με τα λόγια:
« Σήκω, γόνε του Δαρδάνου· γιατί έχεις δοθεί σε βαθύ ύπνο;
Πες μου, σου φαίνομαι να μοιάζω
με κείνη που είδαν στην αρχή τα μάτια σου; »
Αυτά του είπε· κι εκείνος μες στον ύπνο τ’ άκουσε καλά.
Βλέποντας τότε τον λαιμό και τα ωραία μάτια της Αφροδίτης,
φοβήθηκε και έστρεψε το βλέμμα του αλλού.
Έκρυψε τότε με το στρωσίδι το ωραίο πρόσωπό του
και παρακαλώντας την της είπε λόγια φτερωτά:
« Βλέποντάς σε με τα μάτια μου, θεά, από την πρώτη στιγμή,
κατάλαβα πως ήσουνα θεά· βέβαια εσύ δεν είπες αλήθεια.
Αλλά, μα τον ασπιδοφόρο Δία, πέφτω στα πόδια σου,
μη μ’ αφήσεις να ζω μες στους ανθρώπους ζωντανό φάντασμα,
αλλά λυπήσου με· πράγματι, άντρας ακμαίος
δεν γίνεται όποιος με τις αθάνατες θεές κοιμάται ».
Έπειτα του αποκρίθηκε η Αφροδίτη, του Δία η κόρη:

« Αγχίση, τρισένδοξε μες στους θνητούς ανθρώπους,
έχε θάρρος, μεγάλο φόβο μέσα σου μην έχεις.
Δεν πρέπει να φοβάσαι βέβαια ότι θα σου κάνω κακό
εγώ ή οι άλλοι μακάριοι, γιατί οι θεοί σε αγαπούν.
Δικός σου θα ‘ναι ο γιος που θα βασιλέψει στους Τρώες
Και για πάντα θα γεννιούνται παιδιά των παιδιών σου.
Αινείας θα ονομαστεί, γιατί φοβερός ήταν ο πόνος μου
που έπεσα σε θνητού κρεβάτι…. » ( Ομηρικοί Ύμνοι, “Στην Αφροδίτη”, 35-199 )
Ουράνια όντα, λοιπόν, ερωτεύονται με γήινα, χωρίς ίχνος ενοχής. Ο έρωτας δεν είναι αμαρτία, είναι χαρά της φύσης, με αποτέλεσμα που ωθεί την ανθρωπότητα προς τα εμπρός, που συμβάλλει στην εξέλιξη!

Πολύ σωστά ο Γ. Καραγιάννης επισημαίνει:

[[ Ο Έρως συμπαρευρίσκεται ταυτοχρόνως και μεταξύ των θεών και μεταξύ των ανθρώπων. Είναι αφ’ ενός έρως αγνός, άγιος, πνευματικός, υπεροχικός, ιδεώδης, ηδύς κ.λ.π. μέσα σ’ έναν χώρο καθαρώς πνευματικό κ.λ.π. και αφ’ ετέρου υλικός, σαρκικός, σωματικός κ.λ.π. με ισχυρή ελκυστικότητα και γοητευτικότητα μέσω των οποίων συντελεί στην ανανέωση της ζωής και του κόσμου των ανθρώπων. Από τη φύση του εξαγνίζει και ανυψώνει και εκτοπίζει τις φαύλες ορμές, με τις οποίες αρχικά συνυφαίνεται και συνυπάρχει· είναι ο ίδιος δύναμη η οποία αφ’ εαυτής μεταβαίνει από το χυδαίο στο υψηλό, από το άμορφο στο εύμορφο, στο ωραίον, καθώς κινείται από το άπειρο στο πέρας και αντιστρόφως. ]] ( “Ο Έρως στη ζωή των Ελλήνων”, εκδ. Ζήτρος ).

Πώς μπορείς να φτάσεις στον “θείο έρωτα”, αν δεν γνωρίσεις τον ανθρώπινο; Επομένως είναι εκ Θεού κι ευλογημένος, έστω κι αν μερικές φορές μας παρασύρει προς τα κάτω. Θα έρθει η στιγμή που θα τον μετουσιώσουμε, που θα γίνει η δύναμη, η οποία θα μας ωθήσει προς τα πάνω. Γι’ αυτό ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, που είχε αντιληφθεί την μεταφυσική σημασία του έρωτα, ξέφυγε από την Εβραϊκή και την Παυλιανή αντίληψη και έγραψε:

[[Τον έρωτα είτε τον ειπούμε θεϊκό είτε αγγελικό είτε νοερό είτε ψυχικό είτε φυσικό, ας τον εννοήσουμε ως μια ενοποιό και συγκρατητική δύναμη, που ωθεί τα ανώτερα στην Πρόνοια των κατωτέρων, τα ομότιμα σε μια αλληλουχία κοινωνίας μεταξύ τους και τέλος τα υποδεέστερα προς την επιστροφή τους στα ισχυρότερα και ανώτερα.]] (“Περί θείων ονομάτων”, κεφ.Δ’, XV )



via

Pages