« Η πονηρή Αλεπού πιάνεται και από τα τέσσερα» - Point of view

Εν τάχει

« Η πονηρή Αλεπού πιάνεται και από τα τέσσερα»



Αμα περνά ύποπτα μέρη, μαζεύει τα πόδια της και τα κάνει ένα. Ο λόγος είναι ο εξής: Αμα βαδίζη και με τα τέσσερα, είναι εκτεθειμένη εις τέσσαρας κινδύνους. Κάνει λοιπόν τα τέσσερα ένα, άρα και τους κινδύνους της τους περιορίζει εις ένα.
Την πονηριά όμως αυτήν την πληρώνει κάποτε πολύ ακριβά. Πέφτει και με τα τέσσερα στην παγίδα. Εντεύθεν η παροιμία:« Η πονηρή Αλεπού πιάνεται και από τα τέσσερα».
Οσφραίνεται την παγίδα όσον κανένα άλλο από τ’ αγρίμια. Χώμα νεοσκαμμένο, πατημένο απ’ άνθρωπο, σκεπασμένο από κλαδιά, είναι ύποπτα σημεία. Οι χωρικοί γνωρίζουν τόσον πολύ την φιλυποψίαν της, ώστε εξαιρετικώς γι’ αυτήν μεταχειρίζονται παγίδα πάντοτε παληά, διότι αν είναι καινούργια και από την μυρωδιά του σιδήρου υποπτεύεται.
Οι βοσκοί εκμεταλλεύονται την μεγάλη πονηριά της ως εξής: Στήνουν ένα κομματάκι πανί δίπλα στην καλύβα των αρνιών, και τούτο είναι αρκετό να την κάμη να νοιαστή πως κάτι της μαγειρεύουν. Παρόμοια σχεδόν φοβίζουν οι γεωργοί την κίσσα. Δένουν μία κλωστή γύρω στα χωράφια. Το παμπόνηρο πουλί υποπτεύεται παγίδα και δεν ξαναζυγώνει πλέον.
Αμα θέλη να κλέψη κανένα αρνί, παίρνει από κοντά τον τσοπάνη, τον πηγαίνει ως την στάνη και τον παραμονεύει ως που να κοιμηθή. Αν συναντήση κοπάδι αρνιών στο δρόμο, ξεκόβει ενώ προσποιείται πως δεν μπορεί να το πιάση, το κυνηγά απ’ εδώ, το κυνηγά απ’ εκεί, ως που να του δώση δρόμο προς τον λόγγο, όπου πλέον το σιγυρίζει εν πάση ανέσει.
Αλεπούδες 'λογομαχούν'
Αλεπούδες 'λογομαχούν'
Ποτέ δεν κάνει αδικαιολόγητη ζημία. Κάθε κόττα που πνίγει την μεταφέρει στη φωληά της κ’ έπειτα γυρίζει να πνίξη άλλη. Αν τύχη και την υποπτευθούν, αν μεν έχει καιρό φεύγει, ειδεμή γυρίζει τα μάτια της προς το βάθος του κοτετσιού, διότι γνωρίζει πως η λάμψις των θα την προδώση.
Αν οι κόττες είναι σκαρφαλωμένες επάνω σε δένδρο, κάθεται από κάτω και της ρίχνει ματιές. Κοινή ιδέα ότι έχει μαγνήτη στα μάτια της.
Αμα καταδιώκεται από σκυλί την ουρά της την έχει διπλωμένη. Αν το σκυλί την ζυγώση πολύ, την πετάει δεξιά ή αριστερά. Το σκυλί στρέφει, διότι νομίζει ότι επήρε διεήθυνσιν προς τα εκεί. Αλλ’ η Αλεπού έχει ήδη κάνει αντίθετη στροφή. Όσο να γυρίση και καλοφτιασθή το σκυλί, αυτή έχει κερδίσει 10 - 15 βήματα. Κι έχει ο Θεός γι’ αργότερα.
Την παρέστησαν ως άεργη. Σε κάποιο μάλιστα τραγούδι, που αρίθμούνται το μεγάλα παράξενα του κόσμου, υπάρχει και ο εξής στίχος:
...Ποίος είδε
και τον λαγό με ταμουρά
την Αλεπου με ρόκα.
Λέγουν ακόμη -την ιδέαν -αυτήν υπεστήριξε ο Henri Coupin -ότι ούτε την φωλιά της δεν φτιάνει μόνη της και ότι άμα ο ασβός σκάψη την ιδική του του την παίρνει με τον εξής τρόπο. Επειδή γνωρίζει ότι εκείνος είνε το καθαρώτερο αγρίμι, πηγαίνει και λερώνει τη φωλιά του. Ο ασβός την εγκαταλείπει και εγκαθίσταται αυτή, αφού προηγουμένως την τελειοποιήση, ανοίξη τουτέστι πολλάς οπάς' φθάνει έως τας 20 ώστε να μη κινδυνεύη να αποκλεισθή. Κάθε έξοδος απολήγει εις τουφωτά μέρη, ώστε να μη φαίνεται.
Κανείς όμως δεν της ηρνήθη επιμέλειαν και σοφίαν εις την ανατροφήν των παιδιών της. Είναι ο εισηγητής της υποδειγματικής διδασκαλίας. Πηγαίνει στη φωληά της ποντίκια ζωντανά, κόττες, λαγούς, ακρίδες και εξασκεί τα παιδιά της επί μήνας πώς παραμονεύουν το θήραμα, πώς το σκοτώνουν, πως το μεταφέρουν κλπ. Αμα τελειώση η σχολική διδασκαλία, αρχίζει την επιτόπιον δι εκδρομών στα κοττέτσια, στις στάνες, στα περιβόλια, όπου δείχνει στ’ αλεπόπουλα πώς να περνούν τα μονοπάτια, πώς ν’ αποφεύγουν τα ύποπτα μέρη, πώς να πιάνουν τον. λαγό, πώς να παραμονεύουν τον αμπελουργό, πώς να γελούν τον τσοπάνη.



Πιστοποιητικόν της παιδαγωγικής της ευσυνειδησίας είναι και ο εξής μύθος:
Μια Αλεπού κάθονταν μια φορά και ραχάτευε σ’ ένα βουνό:
-              Τι κάνομε εδώ, μάννα; την ρωτούσαν τα παιδιά της.
-              Ζεσταινόμαστε, παιδιά μου, τους είπε.
-              Μα πού είναι η φωτιά;
-              Στ’ από πέρα βουνό... δεν την βλέπετε;
Τότε ένα από τα παιδιά της πήδηξε και φώναξε:
-              Νερό μάννα, νερό μάννα, νερό μάννα, νερό και μ’ έκαψε μια σπίθα απ’ τη φωτιά!!!
-              Α... Μπράβο παιδί μου, εσύ ξεσκόλισες... Αιντε τώρα στη δουλειά σου.
Το καλοκαίρι μωραίνεται σχεδόν εντελώς. Τόσον τα χάνει, ώστε μπαίνει κάποτε άφοβα στα χωριά. Ευτυχώς γι’ αυτήν δεν έχει καμμιάν αξίαν, διότι είναι μαδημένη πλέον.
Το δέρμα της ελληνικής Αλεπούς δεν είναι από τα εκλεκτότερα. Μόλα τούτα έχει τόσον πλήθος η Ελλάς, ώστε μαζί με την βίδρα της και το κουνάβι της, το οποίον είναι εις μερικάς επαρχίας πολύ εκλεκτό, υπολογίζεται ότι εις το παγκόσμιον ετήσιον γουναρεμπόριον, το οποίον ανέρχεται εις τριακόσια πεντήκοντα εκατομμύρια φράγκα, αντιπροσωπεύεται με 5 - 7 εκατομμύρια.
Επιστημονική καλλιέργεια του πλούτου αυτού, με βελτίωσιν της ράτσας, θα ήτο όχι ευκαταφρόνητον εισόδημα δια τον τόπον μας.
Οι χωρικοί δεν λησμονούν εύκολα την καταστροφή που κάνει στα κοττέτσια τους. Είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι την πιάσουν την τιμωρούν πολύ σκληρά. Την γδέρνουν ζωντανή. Αντέχει στο μαρτύριο αυτό και μάλιστα ζη πολλάς ώρας μετά το γδάρσιμο.
Ο Ελληνικός λαός την θέλει τόσον ευθηνή, ώστε να έχη φκιάσει φαιδρούς μύθους κι απάνω στα βασανιστήριά της.
Μια φορά λέγουν ότι εκεί που έγδερναν μια Αλεπού ζωντανή, την ρώτησαν.
-              Ε! πώς τα περνάς;;;
-              Κακά και ψυχρά, αλλά δόξα νάχη ο Θεός λιγώτερο βασανίζομαι από το σώγαμπρο...
Μια φορά πάλι έπεσε στον Ασπροπόταμο. Αμα είδε τους όχτους του που ήταν δεξιά και αριστερά σαν μαχαίρια και ότι συνεπώς ήτο μάταιον να προσπαθήση να βγη, εστρογγυλοκάθησε και είπε:
-              Ξέρω πως στη θάλασσα θα τελειώσω, αλλά βαριέμαι τα κλωθογυρίσματα του ποταμού...
Στην Ακαρνανίαν ευρήκαν την εξής μέθοδο για να την πιάνουν. Κόβουν ένα νεροκολόκυθο επάνω -επάνω τόσον ώστε να μπορή να περάση μέσα το κεφάλι της.
Στο βάθος της νεροκολοκύθας βάζουν λίπος χοίρου. Η Αλεπού το μυρίζεται, βυθίζει τη μούρη της και άμα φθάση στον πυθμένα, τ’ αυτιά της που επιέσθησαν για να χωρέση μέσα ανοίγουν και μένει με το νεροκολόκυθο στο πρόσωπο ωσάν να φορή προσωπίδα.
Παροιμία για την μεγάλη αγάπη που βασιλεύει μεταξύ των συγγάμβρων: «Μια Αλεπού τρώγει σαράντα μπατζανάκηδες».
Tου Στέφανου Γρανίτσα
Από το βιβλίο εκλεκτά διηγήματα  εκδοτικού οίκου Γιάννη Ρίζου

Pages