Μην τολμήσεις να πεις δεν μπορώ - Point of view

Εν τάχει

Μην τολμήσεις να πεις δεν μπορώ




Η ζωή έχει αποδείξει άπειρες φορές ότι δεν υπάρχει το δεν μπορώ…

Είναι αρκετές μέρες τώρα που όλοι ασχολούμαστε με τα πολιτικά θέματα. Οι συζητήσεις μας, οι σκέψεις μας, τα σχέδιά μας. Όλα σχετίζονται και εξαρτώνται από τα πολιτικά γενόμενα…

Βλέπω ανθρώπους ανήσυχους, απογοητευμένους. Άλλους απελπισμένους και άλλους οργισμένους. Κυριαρχεί ένα γενικό κλίμα φόβου, αγωνίας και οργής για το τι θα γίνει την επόμενη ημέρα.

Κι εγώ έτσι ένιωθα. Με κατέκλυζαν τα ίδια συναισθήματα που έχουν κυριεύσει όλους τους κατοίκους της Ελλάδας.

Κι όμως… Υπήρξε ένας άνθρωπος που με έκανε να αναθεωρήσω. Ακόμα και αυτές τις δύσκολες μέρες με έκανε να σκεφτώ πιο θετικά, πιο αισιόδοξα… βλέποντας τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια. Η ιστορία του μας διδάσκει πολλά…
Αξίζει να την διαβάσουμε.

«Μέχρι τα δεκαέξι μου χρόνια ήμουν ένα παιδί… Πώς να το πω; Αλάνι! Δεν υπολόγιζα τίποτα. Δεν φοβόμουν. Νόμιζα ότι μπορώ να κάνω τα πάντα.
Κι είχα ένα μεγάλο πάθος. Τις μηχανές. Φυσικά οι γονείς μου δεν έβρισκαν το πάθος μου αυτό καθόλου ασφαλές.

Γι” αυτό και σε κάθε προσπάθειά μου να τους πείσω να πάρω μηχανή ερχόμουν αντιμέτωπος με τη δυσάρεστη αρνητική τους απάντηση!

Εγώ όμως δεν το έβαζα κάτω. Πάντα έβρισκα τη μηχανή κάποιου φίλου για να κάνω τις… τρέλες μου!


Δεν το έλεγα στους γονείς μου γιατί ήξερα πως θα αρχίσουν τις νουθεσίες, όμως ο κόσμος είναι μικρός. Όλο και κάποιος με έβλεπε να κάνω σούζες – χωρίς κράνος – και τους το έλεγε!

Δυστυχώς κατάλαβα πόσο δίκιο είχαν όταν ήταν πια αργά…
Μεγάλη ταχύτητα, τα χέρια μακριά από το τιμόνι, μια διασταύρωση χωρίς καλή ορατότητα…





Αυτά μου είπαν όταν ξύπνησα μετά από μέρες στο νοσοκομείο. Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Η μόνη μνήμη που έχω είναι τα δάκρυα, εκείνο το πικρό χαμόγελο της μητέρας μου όταν άνοιξα τα μάτια μου και… η θλίψη που ένιωσα όταν μου ανακοίνωσαν ότι δεν θα ξαναπερπατήσω…

Η ζωή μου άλλαξε μέσα σε λίγα λεπτά. Σε τέτοιες περιπτώσεις το σοκ είναι τόσο μεγάλο που νομίζεις ότι δεν είναι αλήθεια. Ότι συμβαίνει σε κάποιον άλλο, ότι θα ξυπνήσεις και θα είναι όλα όπως πριν…

Όμως μέρα με τη μέρα το συνειδητοποιείς. Και τότε έρχονται οι δυσκολίες.
Είχα βυθιστεί στη θλίψη αλλά προσπαθούσα να μην το δείχνω στους δικούς μου – αρκετά προβλήματα τους είχα προκαλέσει.

Όταν ήμουν στο σπίτι προσπαθούσα να φαίνομαι χαρούμενος. Όταν έβγαινα –για το σχολείο ή για βόλτα – έβγαζα τη μάσκα του χαμόγελου. Ξεσπούσα…

Οι φίλοι μου προσπαθούσαν να με κάνουν να ξεχαστώ. Έκαναν πλάκα, γελούσαν σαν να μην έτρεχε τίποτα. Όμως ξέρω πως μέσα τους ήταν παγωμένοι.

Ένιωθα πως με λυπούνταν. Την έβλεπα τη λύπηση στα μάτια όλων. Οι γονείς μου, οι συγγενείς, οι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι… όλοι ένιωθαν οίκτο όταν με έβλεπαν. Κι ο οίκτος τους αυτός με σκότωνε. Με σκότωνε κάθε μέρα… Δεν το άντεχα. Δεν ήθελα να μου συμπεριφέρονται ευγενικά επειδή καθόμουν σε καροτσάκι, δεν ήθελα να μου δίνουν προτεραιότητα στις ουρές, δεν ήθελα νε με βοηθούν…

Είχα μέσα μου θυμό. Ήμουν θυμωμένος με μένα πρώτα από όλα… και στη συνέχεια με όλους τους άλλους που προσπαθούσαν να με βοηθήσουν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένιωθα… Μα ούτε κι εγώ μπορούσα να καταλάβω πώς ένιωθαν εκείνοι.

Έγινα αγενής και επιθετικός. Απέναντι σε όλους. Από το να με λυπούνται προτιμούσα να με αντιπαθούν. Έδιωξα πολλούς ανθρώπους από κοντά μου. Οι φίλοι μου βέβαια προσπαθούσαν να μείνουν, μα δεν τους ήθελα. Οι γονείς μου με ανέχονταν…

Στο σχολείο ήμουν αδιάφορος. Οι καθηγητές μού έκαναν τη «χάρη» και με βοηθούσαν πολύ στα διαγωνίσματα. Κι εγώ, μπορεί να μην τον ήθελα τον οίκτο τους, όμως αφού δεν μπορούσα να τον αποφύγω, τον εκμεταλλευόμουν σε αυτό τον τομέα. Έμενα πολλές φορές έξω από την τάξη γιατί βαριόμουν να κάνω μάθημα, τους ρωτούσα τι θα μας βάλουν στα διαγωνίσματα και άλλα τέτοια.

Όλοι οι καθηγητές είχαν δεχτεί ή μάλλον μόνοι τους μου είχαν δώσει το δικαίωμα για αυτή την κατάσταση, εκτός από έναν. Τον καθηγητή της Φυσικής. Από την αρχή της χρονιάς δεν ανέχτηκε ούτε μια στιγμή τις δικαιολογίες μου. Δεν με άφηνε να μένω στο προαύλιο την ώρα του μαθήματος ούτε με βοηθούσε στα διαγωνίσματα.

Κι ενώ επιφανειακά με ενοχλούσε η στάση του (γιατί θεωρούσα δεδομένη την ανοχή όλων των καθηγητών), μέσα μου μού άρεσε. Όλοι οι άλλοι καθηγητές έλεγαν «Ε, άσ’ το το παιδί, τόσα έχει περάσει». Αυτός έλεγε με το αυστηρό του ύφος «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει το ατύχημά σου με το μάθημα. Δεν θα σε βάλω να τρέξεις. Απλώς θα κάθεσαι στο θρανίο σου και θα ακούς».

Η συμπεριφορά του δεν ήταν αυστηρή μόνο προς εμένα, αλλά και προς όλους τους μαθητές. Κανείς δεν τον συμπαθούσε. Ούτε κι εγώ ιδιαίτερα.

Στο τέλος της χρονιάς, λίγο πριν τις εξετάσεις όλοι οι καθηγητές με καθοδήγησαν σχετικά με το τι να διαβάσω. Για να πω την αλήθεια, δεν είχα σκοπό… Θα έκανα σκονάκια. Ο καθηγητής της Φυσικής ήρθε σε ένα διάλειμμα να μου μιλήσει.

‘‘Ξέρω πως όλοι οι άλλοι καθηγητές θα σε βοηθήσουν. Εγώ δεν θα το κάνω. Με έπιασαν όλοι και μου ζήτησαν να κάνω τα στραβά μάτια. Όμως δεν συμφωνώ μαζί τους. Μου είπαν την ιστορία σου. Ξέρω ότι πέρασες πολλά. Ότι σώθηκες από θαύμα. Πως μέχρι τώρα τρέχεις σε γιατρούς, έχεις πόνους. Μπορώ να καταλάβω πώς νιώθεις. Όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται. Έχω περάσει κι εγώ πολλά στη ζωή μου.

Δεν θα σου χαρίσω ούτε μισό βαθμό. Κι αυτό γιατί ξέρω ότι δεν το χρειάζεσαι. Το γεγονός ότι είχες ένα ατύχημα ένα χρόνο πριν και σου στέρησε τη δυνατότητα να περπατάς είναι σκληρό. Όμως, μην κρύβεσαι πίσω από αυτό. Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό δεν σε εμποδίζει να διαβάζεις. Όπως επίσης δεν σε εμποδίζει να ακολουθήσεις τα όνειρά σου.

Μην τολμήσεις ούτε στιγμή να σκεφτείς ότι δεν μπορείς. Μπορείς να κάνεις τα πάντα’’.

Χωρίς να μιλώ κοιτούσα αποσβολωμένος τον άλλοτε αυστηρό και απόμακρο καθηγητή να μου μιλά όπως δεν μου είχε μιλήσει κανείς μέχρι τότε. Είπε κι άλλα πολλά. Δεν του απάντησα σε τίποτα. Του είπα ένα απλό ευχαριστώ και έφυγα.
Από τότε ένιωσα πως επέστρεψε ο παλιός καλός μου εαυτός. Πιο ώριμος τώρα πια. Έπαψα να είμαι θυμωμένος. Άρχισα να αλλάζω και το έδειχνα και στους άλλους.

Εκείνη τη χρονιά δεν άφησα κανένα καθηγητή να με βοηθήσει και έγραψα πολύ καλά σε όλα τα μαθήματα χωρίς… σκονάκια!

Συνέχισα τα μαθήματα κιθάρας που είχα αφήσει μετά το ατύχημα και μέχρι σήμερα εξακολουθώ να κυνηγώ αυτό που μου αρέσει. Τη μουσική.

Δεν ξέρω τι είχε περάσει ο καθηγητής μου, όμως ξέρω πως ήταν ο μόνος που με κατάλαβε. Κι ας μην τον συμπαθούσα στην αρχή. Πηγαίνοντας να πάρω τους βαθμούς μου, τον συνάντησα στην πόρτα του σχολείου. Το μόνο που του είπα ήταν ένα ακόμη ευχαριστώ. Κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε…

Οι πιθανότητες να περπατήσω ξανά είναι ελάχιστες ως μηδαμινές. Όμως, από όλα αυτά κράτησα ως αρχή στη ζωή μου μια του φράση: ‘‘Μην τολμήσεις να πεις δεν μπορώ’’».












Pages