Το μονοπάτι - Point of view

Εν τάχει

Το μονοπάτι




Θυμάμαι, στο πατρικό μου σπίτι, υπήρχε ένα μικρό μονοπάτι που διέσχιζε την πίσω αυλή με πολλά ζιγκ-ζαγκ, σαν τον δρόμο ενός φιδιού, περνούσε κάτω απ' τον φράχτη και χανόταν ανάμεσα στα δέντρα, στο δάσος που εκτεινόταν σκοτεινό και πυκνό πέρα απ' τον φράχτη. 
Υπήρχε ένα μικρό μονοπάτι που διέσχιζε την πίσω αυλή ...
Θυμάμαι που περνούσα ατέλειωτες ώρες να περπατώ επάνω του, μόνο μέχρι τον φράχτη, και έβαζα με την παιδική μου φαντασία χιλιάδες σενάρια για το πού μπορεί να οδηγούσε, αν τύχαινε ποτέ να βγω έξω και να το ακολουθήσω μέχρι το τέρμα. 

Όταν έφτασα στα δεκατρία, οι γονείς μου εγκατέστησαν ηλεκτρικά φαναράκια στο σχήμα μανιταριών και λουλουδιών, και το βράδυ που άναβαν αυτόματα εγώ φανταζόμουν πως ήταν φώτα από νεράιδες που τα έβαζαν για να βλέπω πού πατάω. 

Υπήρχε κάτι πολύ περίεργο μ' εκείνο το μονοπάτι - είχαν γίνει πολλές απόπειρες να καλυφθεί, είτε από γκαζόν είτε από τσιμέντο είτε από οτιδήποτε. Ωστόσο, κάθε, μα κάθε φορά, με κάποιον τρόπο, στα σημεία που είχε καλυφθεί, είτε έσπαγε το τσιμέντο, είτε σκιζόταν ο χλοοτάπητας, είτε, γενικότερα, γινόταν μεγάλη ζημιά σ' εκείνο το συγκεκριμένο σημείο. Πάντα...... Ό, τι κι αν κάναμε. 

Μετά από μερικά χρόνια και πολλές αποτυχημένες απόπειρες κάλυψής του, τελικά αποφασίσαμε να το αφήσουμε στην ησυχία του. Όταν ήμουν δεκαεφτά, ο πατέρας μου είχε χαθεί. Έτσι απλά.

 Στην κηδεία δεν υπήρχε πτώμα για να το θάψουμε, κι έτσι η μητέρα μου αποφάσισε να γίνει μόνο μια νεκρώσιμη ακολουθία εις μνήμην του. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του μπαμπά, ήρθε και ο θάνατος της μητέρας μου. Αν και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν ήταν ακριβώς θάνατος. 

Απλά, και οι δυο τους είχαν χαθεί. Σαν κάποια χοάνη να τους είχε ρουφήξει για πάντα. Υπήρχαν διάφορες φήμες για τις συνθήκες θανάτου τους, και όλες ανεξαιρέτως αφορούσαν το φιδογυριστό μονοπάτι στην αυλή μας. 
Εγώ ήμουν ήδη δεκαοχτώ, κι έτσι το σπίτι μου ανήκε πλέον. Πέρασαν δέκα ήσυχα χρόνια - στο μεταξύ, εγώ ζούσα εκεί με την Έιμυ, μια γλυκύτατη κοπέλα με την οποία ήμουν παντρεμένος και πολύ ερωτευμένος, όταν μια μέρα μου καρφώθηκε μια ιδέα στο μυαλό, μια ιδέα τρελή και συνάμα αρκετά λογική. Σκέφτηκα πως, αφού και για τους δύο οι φήμες έλεγαν πως "έφταιγε το νεραϊδο-μονοπάτι στο σπίτι μας", θα το ακολουθούσα για να δω πού έβγαζε. 

Σ' εκείνο το μονοπάτι είχαν δοθεί διάφορα ονόματα κατά καιρούς από τα παιδιά της γειτονιάς, από τα οποία το επικρατέστερο ήταν "το μονοπάτι του διαβόλου". Εγώ ποτέ δεν είχα δώσει σημασία στα λόγια τους, γιατί ως παιδί είχα περάσει πολλές ώρες εξερευνώντας κάθε του σπιθαμή και συνήθως δεν μου περίσσευε χρόνος για τα κουτσομπολιά της γειτονιάς.

Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος με την προοπτική της εξερεύνησης που είχα ξυπνήσει από τα άγρια χαράματα - το φως μόλις που είχε αρχίσει να βάφει ροζ τα λίγα σύννεφα στον ουρανό και τις μακρινές κάτασπρες απ’ το χιόνι βουνοκορφές. 
Στέκονταν και οι δύο εκεί, μέσα στο κρύο, πάνω στο μονοπάτι...
Άφησα την Έιμυ να κοιμάται και σηκώθηκα αθόρυβα - εκείνη δεν είχε ιδέα για τα σχέδιά μου, κι ούτε θα μάθαινε τίποτα. Αφού ντύθηκα, κατέβηκα στην κουζίνα για πρωινό και μετά, παίρνοντας μαζί μου την κούπα με τον καφέ, βγήκα στην βεράντα και στάθηκα πίσω από την διάφανη πλαστική τέντα και αγνάντεψα την αυλή. 

Τα δέντρα ήταν πασπαλισμένα με χιόνι, το γκαζόν στον κήπο το ίδιο - σε λίγες μέρες ήταν Χριστούγεννα. Το μονοπάτι ξεχώριζε με αξιοθαύμαστο τρόπο - επάνω του δεν υπήρχε ούτε μία λευκή νιφάδα. Ένιωσα το δέρμα μου ν' ανατριχιάζει - από την παρατήρηση εκείνη, από το κρύο; Δεν ήξερα. Έσφιξα την ζεστή κούπα στις χούφτες μου, παλεύοντας να ζεσταθώ. Ήπια μια γουλιά και σχεδόν αμέσως την έφτυσα σαν σπρέι, πιτσιλίζοντας την τέντα με σταγονίδια καφέ που αμέσως άρχισαν να κυλάνε. 

Εκεί, στο μονοπάτι, στέκονταν οι γονείς μου - ο πατέρας μου με το λευκό πουκάμισο με τα πρώτα τέσσερα κουμπιά ανοιχτά, το ξεβαμμένο τζην και τα μαύρα άρβυλα που πάντα του άρεσε να φορά και η μητέρα μου με το μαύρο μακρυμάνικο ζιβάγκο φόρεμα και τις κόκκινες γόβες που φορούσε την ημέρα που "εξαφανίστηκε". 

Είχε ακόμα και το ίδιο μακιγιάζ με τότε - μαύρη μάρκαρα, το αγαπημένο της άι-λάινερ και κόκκινο κραγιόν. Ήταν σαν να είχαν φύγει μόλις χθες - ένα αγέραστο, όμορφο ζευγάρι που είχε βγει για έναν περίπατο. Στέκονταν και οι δύο εκεί, μέσα στο κρύο, πάνω στο μονοπάτι,πιασμένοι χέρι-χέρι και με κοίταζαν έντονα, σαν να μου έλεγαν με το βλέμμα να τους ακολουθήσω. 

Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά - άρπαξα το μπουφάν μου και όρμησα έξω, κοντά τους. Όμως, φτάνοντας κοντά τους, είδα κάτι που έκανε τις τριχούλες στον σβέρκο μου να ανασηκωθούν - οι νιφάδες, πυκνές και ολόλευκες, δεν κάθονταν πάνω στους ώμους και τα κεφάλια τους - αντίθετα, περνούσαν από μέσα τους και έφταναν ανενόχλητες στο παγωμένο έδαφος. 

Τους κοίταξα στα μάτια - πρώτα τον ένα και μετά τον άλλο, προσπαθώντας να βρω μια εξήγηση, αλλά τα βλέμματά τους ήταν βουβά. Πρώτος ο πατέρας μου έκανε μεταβολή και προχώρησε, αμέσως μετά τον μιμήθηκε η μητέρα μου - πιασμένοι από το χέρι, προχώρησαν χωρίς ν' αφήνουν ίχνη στο αφράτο στρώμα χιονιού. Πέρασαν τον φράχτη - ή, μάλλον, θα έπρεπε να πω ότι πέρασαν μέσα από τον φράχτη, στάθηκαν εκεί, γύρισαν ταυτόχρονα και με κοίταξαν - αυτή τη φορά δεν είχα καμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους, ήξερα ότι ήθελαν να τους ακολουθήσω. 

Προχωρήσαμε στο μονοπάτι. Δεν ξανακοίταξα πίσω.....
Άρχισα να προχωρώ, στην αρχή μόνο μερικά διστακτικά βήματα κι έπειτα βάδισα με μεγαλύτερη σιγουριά. Φτάνοντας στον φράχτη που κάποτε ήταν λευκός και τώρα είχε ένα υπόλευκο χρώμα που ξεφλούδιζε, τους κοίταξα πιο προσεκτικά - και συνειδητοποίησα ότι, ενώ τους έβλεπα καθαρά ως μορφές, ταυτόχρονα μπορούσα να διακρίνω τα δέντρα πίσω τους. 

Ένα μικρό κλαδάκι περνούσε μέσα από το μάτι του πατέρα μου, σαν να είχε φυτρώσει εκεί. Ήταν αστείος ο τρόπος που προεξείχε και γέλασα, την ίδια στιγμή όμως το μετάνιωσα και σιώπησα. Ήταν η πρώτη φορά που είχα περάσει τον φράχτη - ενώ ήταν κάτι που θα μπορούσα να το είχα κάνει ως έφηβος, από περιέργεια και μόνο, ποτέ δεν είχα βγει. Πάντα, φτάνοντας στον φράχτη, ένιωθα έναν ανεξήγητο φόβο, σαν κάτι να με κρατούσε πίσω, όχι καταναγκαστικά, αλλά περισσότερο σαν ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. 

Τώρα, έχοντας περάσει από εκείνο το σημείο, ένιωσα μια ακατανίκητη επιθυμία να κάνω επιτόπου στροφή και να ξαναμπώ μέσα. Όμως, ένιωθα πως δεν μπορούσα. Ένιωθα τα πόδια μου ριζωμένα στο έδαφος και το μόνο που κατάφερα ήταν να γυρίσω και να κοιτάξω το σπίτι - να κοιτάξω τα λαμπάκια καθώς αυτά αναβόσβηναν χαρούμενα, περασμένα γύρω από το κάγκελο της βεράντας, το χιόνι που κάλυπτε το χώμα, αλλά ποτέ το μονοπάτι. 

Σκέφτηκα πως θα μου έλειπε - το σπίτι, η θαλπωρή του, η αγκαλιά της γλυκιάς μου Έιμυ, ακόμα και το μονοπάτι και οι παραξενιές του - όλα θα μου έλειπαν. Και τότε, σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου, μερικές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν πάνω του και σύντομα είχε δημιουργηθεί ένα βαμβακερό στρώμα από χιόνι - σε λίγα λεπτά, το μονοπάτι δεν θα φαινόταν καν, καθώς η χιονόπτωση στο μεταξύ είχε δυναμώσει. 

Τότε κατάλαβα πως δεν θα γυρνούσα ποτέ πίσω, πως γι' αυτό είχαν έρθει - για να με πάρουν μαζί τους, να είμαστε πάλι οικογένεια. Ήξερα με ακλόνητη σιγουριά πως είχαν νιώσει και οι ίδιοι το κάλεσμα - την ανάγκη να φύγουν και την γνώση ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, ό, τι κι γινόταν.

Γύρισα προς το μέρος τους και στάθηκα ανάμεσά τους - εκείνοι μου έπιασαν τα χέρια, όπως έκαναν όταν ήμουν πιτσιρίκι, και ένιωσα το άγγιγμά τους ζεστό, σαν καλωσόρισμα. Μου χαμογέλασαν και τους το ανταπέδωσα. Προχωρήσαμε στο μονοπάτι. Δεν ξανακοίταξα πίσω.

via

Pages