Ἡ καρδία ὡς κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό καί παραφυσικό - Point of view

Εν τάχει

Ἡ καρδία ὡς κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό καί παραφυσικό



Φώτης Σχοινᾶς
Φιλοκαλική ἀνθρωπολογία
Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔγινε δεκτή στήν τότε ΕΟΚ τό 1981 ἡ γαλλική ἐφημερίδα Le Monde ἔγραφε μέ πηχαῖο τίτλο: «Ἡ χώρα τῆς Φιλοκαλίας εἰσῆλθε στήν Εὐρώπη». Διακριτικό στοιχεῖο καί γνωριστικό σημεῖο τῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν Γαλλική ἐφημερίδα προβάλλει ἡ Φιλοκαλία. Ἡ Φιλοκαλία συνετέθη τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ΙΗ’ αἰῶνα ἀπό τόν ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, ἐπίσκοπο Κορίνθου, καί τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἀποτελεῖ συλλογή κειμένων γιά τήν καρδιακή, νοερά προσευχή καί συνιστᾶ τό πεντόσταγμα τῆς ἡσυχαστικῆς, νηπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τήν ἴδια περίοδο – τέλη τοῦ ΙΗ’ αἰῶνα καί ἀρχές τοῦ ΙΘ’– προβάλλει στόν Ἑλληνικό χῶρο ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό ἀντίπαλο ἰδεολογικό ρεῦμα τῆς Φιλοκαλικῆς ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἀπεκλήθη, σκωπτικά, καί Κολλυβαδικό κίνημα.
   Στήν παροῦσα ἀνακοίνωση θά ἐξετάσουμε ἕνα βασικό στοιχεῖο τῆς φιλοκαλικῆς ἀνθρωπολογίας, ἡ ὁποία, σημειωτέον, εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ βιβλική καί πατερική ἀνθρωπολογία. Τό βασικό καί κεφαλαιῶδες αὐτό στοιχεῖο τῆς φιλοκαλικῆς/ἡσυχαστικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι ἡ καρδία ὡς κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό καί παραφυσικό, ὅπως τό ἐκθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό νηπτικό ἀριστούργημά του Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον.
  Ἡ καρδία κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος συνοψίζει ὅλη τήν πρό αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ βιβλική καί πατερική παράδοση, εἶναι τό φυσικό κέντρο τῆς ψυσωματικῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας. Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ψυχή εἶναι εἶδος τοῦ σώματος, ἄν καί δέν περιέχεται ὡσάν σέ ἀγγεῖο στήν καρδία ἐπειδή εἶναι ἀσώματη, ἐν τούτοις σάν ὄργανο καί ὄχημα βρίσκεται στό μέσον τῆς καρδίας καί ἀκριβῶς στό μέση, στό διαυγέστατο καί καθαρώτατο πνεῦμα πού εἶναι στό μέσον μεταξύ σώματος καί νοῦ (τό ὁποῖο ὀνομάζεται καί ζωτικό καί αὐγοειδές καί ψυχικό πνεῦμα καί νευρώδης χυμός).1 Ἡ οὐσία τοῦ νοῦ βρίσκεται στήν καρδία, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό σημεῖο αὐτό κάνει χρήση τῆς Παλαμικῆς διακρίσεως σέ οὐσία καί ἐνέργεια. Κάθε οὐσία, εἴτε ἄκτιστη εἴτε κτιστή, ἔχει τίς ἰδιάζουσες σ᾿ αὐτήν ἐνέργειες· οὐσία ἀνενέργητη εἶναι ἀδιανόητη. Ὁ ἡσυχαστής ἅγιος γράφει: «Ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ δέ, ὡς ἐν ὀργάνῳ εὑρίσκεται οὐχί ἡ οὐσία καί ἡ δύναμις τοῦ νοός, ἤτοι τῆς ψυχῆς· ἀλλά μόνη ἡ τοῦ νοός ἐνέργεια, ὡς προείπομεν ἐν τῇ ἀρχῇ, καί  ἄφες τούς νεωτέρους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λέγωσιν, ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται εἰς τόν ἐγκέφαλον καί εἰς τό τοῦ ἐγκεφάλου κωνάριον». 2 Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος χωρίς νά κατονομάζει ἐννοεῖ προφανῶς τόν Καρτέσιο. Ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ οὐσία τοῦ νοῦ βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο, κατά τόν Ἁγιορείτη, εἶναι τό ἴδιο σάν νά λέγει κάποιος «ὅτι ἡ φυτική ψυχή δέν εὑρίσκεται ἀρχικῶς εἰς τήν ρίζαν τοῦ δένδρου, ἀλλά εἰς τόν κλάδον καί εἰς τόν καρπόν».3
    Ἡ καρδία εἶναι ἡ ἕδρα, ἡ ρίζα, ἡ ἀρχή καί ἡ πηγή ὅλων τῶν φυσικῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν δυνάμεων. Ὁ ἅγιος Νικόδημος δέχεται τήν ἀριστοτελική διάκριση τῆς ψυχῆς σέ φυτική, θρεπτική, αὐξητική, ζωτική, αἰσθητική καί φυσικά διανοητική καί θεωρεῖ κέντρο αὐτῆς τῆς ψυχῆς τήν καρδία. Ἀκόμη ἡ καρδία εἶναι τό κέντρον τῆς θυμικῆς καί ἐπιθυμητικῆς ψυχῆς·τῆς νοητικῆς, τῆς λογιστικῆς καί τῆς θελητικῆς.Ἀποτελεῖ τόν μυστικό καί ἀπόκρυφο θάλαμο τοῦ νοῦ, τοῦ καθαρωτάτου καί ἀνωτάτου γνωστικοῦ ὀργάνου τῆς ψυχῆς. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ καρδία εἶναι τό ὄργανο καί τό ὄχημα ὄχι μόνο τοῦ λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ ἀλόγου καί παθητικοῦ. Ὅπως ἀπό τό κέντρο τοῦ κύκλου ξεκινοῦν καί ἐξέρχονται ὅλες οἱ γραμμές στήν περιφέρεια καί ἐπιστρέφουν στό κέντρο ἔτσι καί ἡ καρδία εἶναι στόν ἄνθρωπο ἕνα εἶδος κέντρου ἀπό τό ὁποῖο ἐκπηγάζουν καί ἐπιστρέφουν ὅλες οἱ αἰσθήσεις καί ψυχοσωματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου.4
   Ὁ Ἅγιορείτης ἅγιος φέρει καί τό ἑξῆς ἐπιχείρημα ὅτι κέντρο τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδία καί ὄχι ὁ ἐγκέφαλος: ἡ ψυχή εἶναι ἀεικίνητη, ἄρα πρέπει νά ἔχει ἕνα ἀεικίνητο σωματικό ὅργανο ὡς ὄργανο καί ἕδρα. Τέτοιο ἀεικίνητο σωματικό ὄργανο εἶναι μόνο ἡ καρδία, ἡ ὁποία δέν σταματᾶ ποτέ νά κτυπᾶ καί νά λειτουργεῖ ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὅταν σταματήσει νά λειτουργεῖ, ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Τοὐναντίον ὁ ἐκγέφαλος δέν εἶναι ἀεικίνητος· ὑπάρχουν περίοδοι ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας του. Π.χ. ὁ ἐγκέφαλος ἀδρανεῖ τούς ἐννέα μῆνες πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔμβρυο στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Ἐπίσης ὁ ἐγκέφαλος ἀδρανεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι βρέφος. Ὡσαύτως ὁ ἐγκέφαλος ἠρεμεῖ καί ἀδρανεῖ στούς βαθεῖς καί ἀφαντάστους ὕπνους. Ἐπίσης ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποστεῖ κάποιο βίαιο καί ἰσχυρό κτύπημα, κρανιοεγκεφαλική κάκωση καί ἔχουμε ἀπώλεια συνειδήσεως.5 Μποροῦμε νά προσθέσουμε καί μία ἀκόμη περίπτωση πλήρους ἀναστολῆς τῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουεγίας, τήν ὁποία περίπτωση δέν μποροῦσε νά γνωρίζει ὁ ἡσυχαστής Ἁγιορείτης τήν ἐποχή του: τήν χορήγηση ἀναισθητικοῦ, τήν νάρκωση, γιά τήν τέλεση κάποιας σωματικῆς ἐγχειρίσεως/ἐπεμβάσεως.
  Ἡ καρδία εἶναι ἐπιπλέον καί κέντρο ὑπερφυσικό· διότι ἡ ὑπερφυσική, ἄκτιστη χάρη πού δεχθήκαμε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος βρίσκεται στήν καρδία, σάν σέ καθέδρα καί θρόνο.6 Ὁ ἅγιος Νικόδημος πρός πίστωση τῆς ἀποφάνσεώς του αὐτῆς φέρει ἀρκετές Ἁγιογραφικές καί Πατερικές μαρτυρίες, ἀπό τίς ὁποῖες θά σημειώσουμε δύο, τίς πλέον χαρακτηριστικές, τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου καί τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς. Λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος: «Ἡ καρδία ἡγεμονεύει ὅλου τοῦ ὀργάνου, καί ἐπάν κατάσχῃ τάς νομάς τῆς καρδίας ἡ χάρις, βασιλεύει ὅλων τῶν λογισμῶν, καί τῶν μελῶν· ἐκεῖ γάρ ἔστιν ὁ νοῦς, καί πάντες οἱ λογισμοί τῆς ψυχῆς».7 Ὡσαύτως ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς διδάσκει: «Ἐγώ ἐκ τῶν θείων Γραφῶν καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ νοῦ τῆς αἰσθήσεως κατείληφα, ὅτι πρό μέν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἔξωθεν ἡ χάρις πρός τά καλά προτρέπεται τήν ψυχήν, ὁ δέ σατανᾶς ἐν τοῖς αὐτῆς ἐμφωλεύει βάθεσιν· ἀπό δέ τῆς ὥρας, ἐν ᾗπερ ἀναγεννώμεθα, ἔξωθεν μέν ὁ δαίμων γίνεται, ἔσωθεν δέ ἡ χάρις».8
  Ἡ καρδία εἶναι ἐπίσης καί κέντρο παραφυσικό, διότι σ᾿ αὐτή ἐμφωλεύει ὁ βύθιος πύθων καί οἱ δαίμονες αὐτοῦ καθώς ἐπίσης τά ἀκάθαρτα καί θεοστυγῆ πάθη. Γράφει ὁ Ἁγιορείτης ἡσυχαστής ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ἡ καρδία εἶναι ἀκόμη καί κέντρον παραφυσικόν· διότι ὅλα τά παράφύσιν πάθη, καί ὅλοι οἱ βλάσφημοι, καί ὑπερήφανοι, καί αἰσχροί, καί πονηροί λογισμοί, καί ὅλαι αἱ κακαί ἐπιθυμίαι, κλίσεις, ὀρέξεις, καί προσπάθειαι (=ἐμπαθεῖς προσκολλήσεις), καί συγκαταθέσεις, ἅτινα ἐφθάσαμεν νά λάβωμεν εἰς τά τοῦ κόσμου πράγματα, ἐκ τῆς καρδίας γεννῶνται, καί ἐν τῇ καρδίᾳ εὑρίσκονται· τά ὁποῖα, καθώς ἡ τέφρα σκεπάζει τόν σπινθῆρα τῆς φωτίας, οὕτω καί αὐτά ἐσκέπασαν, καί σκεπάζουσι τήν θείαν χάριν, ἥν ἐλάβομεν ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος...ἐκεῖ εἶναι καί αἱ ρίζαι καί αἱ ἀρχαί ὅλων τῶν παρά φύσιν ἁμαρτιῶν...ἐκεῖ ἐστι καί ὁ σατανᾶς , ἄν καί ὄχι εἰς τό βάθος τῆς καρδίας (ἐκεῖ γάρ ἡ χάρις ἐστίν, ὡς εἶπεν ἀνωτέρω ὁ ἅγιος Διάδοχος), ἀλλ᾿ ὅμως εἰς τήν ἐπιπολήν καί ἐπιφάνειαν τῆς καρδίας, καί ἁπλῶς περί τήν καρδίαν, ὡς ὁ αὐτός πάλιν λέγει Διάδοχος· καπνίζων μέν τόν νοῦν διά τῆς ὑγρότητος τοῦ σώματος, καί διά τῆς ἐπιθυμίας καί ἡδονῆς τῆς σαρκός· προσβάλλων δέ διά τοῦ ἐνδιαθέτου καλουμένου λόγου, τοῦ φυσικῶς ἐν τῇ καρδίᾳ λαλουμένου, ὅλους τούς ἐμπαθεῖς καί ἀτόπους λογισμούς».9 Ὁ ἅγιος Νικόδημος πρός κατοχύρωση τῆς θέσεώς του αὐτῆς φέρει τούς Κυριακούς λόγους: «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι·ταῦτα εἰσι τά κοινοῦντα(=τά μολύνοντα, ἀκάθαρτον ποιοῦντα) τόν ἄνθρωπον». (Ματθ. ιε’ 19).
     Ὁ ἅγιος Νικόδημος συμβουλεύει τόν ὀρθόδοξο ἀσκητή νά ἑνώσει τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ, πού ἑδράζεται ὅπως εἴπαμε στόν ἐγκέφαλο, μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, πού εὑρίσκεται στήν καρδία. Εἶναι γνωστό ὅτι κάθε οὐσιώδης ἐνέργεια ἔχει φυσική σχέση μέ τήν ἐνεργοῦσα οὐσία καί δύναμη. Καί ἡ οὐσιώδης ἐνέργεια πρός τήν οὐσία ἀπό τήν ὁποία ἐκπηγάζει ἐπιστρέφει καί ἑνώνεται καί ἀναπαύεται. Ὁ φυσικός τόπος καί ἡ φυσική διαμονή τοῦ νοῦ εἶναι ἡ καρδία.10  Ἔτσι λοιπόν καί ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ πρέπει νά ἑνωθεῖ μέ τήν οὐσία του πού βρίσκεται στήν καρδία. «Διά τοῦτο καί σύ, ἐπειδή ἠλευθέρωσας τήν ἐνέργειαν τοῦ νοός σου, ἧς ὄργανον ἐστιν ὁ ἐγκέφαλος...πρέπει νά γυρίσῃς τόν νοῦν σου εἰς τήν καρδίαν σου, τήν οὖσαν ὄργανον τῆς τοῦ νοός οὐσίας καί δυνάμεως, ὡς προείρηται· καί νά θεωρῇς νοερῶς ὅλον τόν ἔσω ἄνθρωπον».11
   Ὁ Ὀρθόδοξος ἀσκητής/ἡσυχαστής θά κατεβάσει τό νοῦ στήν καρδία μέ τήν κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ πού εἶναι ἀπλανής. Στίς ἄλλες δύο κινήσεις τοῦ νοῦ, τήν εὐθεῖα καί τήν ἐλικοειδῆ, μπορεῖ νά παρεισφρύσει ἡ πλάνη.Εὐθεῖα κίνηση τοῦ νοῦ εἶναι ὅταν ὁ νοῦς ἀπό τά ἐξωτερικά αἰσθητά, σάν ἀπό κάποιες εἰκόνες, ἀναβαίνει στήν ἁπλῆ καί νοητή θεωρία. Ἐλικοειδής κίνηση τοῦ νοῦ  εἶναι, ὅταν ὁ νοῦς φωτίζεται ἀπό τίς θεῖες γνώσεις, ὄχι ὅλως διόλου νοερά, ἀλλά μέ σειρά ἀπό λογικές σκέψεις καί συλλογισμούς. Κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ εἶναι ὅταν ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στήν καρδία καί προσεύχεται νοερά.12
  Ἐκεῖ λοιπόν στήν καρδία εὑρισκόμενος ὁ νοῦς ἄς προσεύχεται τήν μονολόγιστη προσευχή, ἐπικαλούμενη τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἐκεῖ δέ εἰς τήν καρδίαν εὑρισκόμενος ὁ νοῦς σου, ἄς μή ἵσταται νά θεωρῇ, καί ἄλλο τι νά κάμνῃ· ἀλλά εὑρίσκων τό λογιστικόν, ἤτοι τόν ἐνδιάθετον λόγον τῆς καρδίας, διά τοῦ ὁποίου διαλογιζόμεθα...καί ἀναγινώσκομεν ὁλόκληρα βιβλία μυστικῶς, χωρίς νά λαλῇ τό στόμα· τοῦτον, λέγω, τόν ἐνδιάθετον λόγον εὑρίσκων ὁ νοῦς σου, ἄς μή τόν ἀφήσῃ νά λέγῃ ἄλλο τι, εἰ μή τήν σύντομον ταύτην μονολόγιστον καλουμένην εὐχήν· ἤτοι τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με”. Ἀλλά δέν φθάνῃ τοῦτο μόνον· ἀλλ᾿ ἀκόμη χρειάζεται νά κινήσῃς καί τήν θελητικήν δύναμιν τῆς ψυχῆς σου, ἤτοι νά λέγῃς τήν εὐχήν ταύτην μεθ᾿ ὅλης τῆς θελήσεως καί δυνάμεως καί ἀγάπης. Τό λέγω καθαρώτερον. Ὁ μέν ἐνδιάθετος λόγος ἄς λέγῃ μόνον τήν ἀνωτέρω εὐχήν· ὁ δέ νοῦς ἄς προσέχῃ τόσον διά τῆς νοερᾶς του θεωρίας, ὅσον καί διά τῆς νοερᾶς του ἀκοῆς, εἰς μόνα τά τῆς εὐχῆς λόγια, καί πολλῷ μᾶλλον εἰς τά τῶν λογίων νοούμενα, μένων ἀνείδεος καί ἀσχημάτιστος, χωρίς νά φαντάζηται, ἤ νά νοῇ ἄλλο τι αἰσθητόν, ἤ νοητόν, ἔσωθεν ἤ ἔξωθεν, κἄν εἶναι καί ἀγαθόν. Ἐπειδή γάρ ὁ Θεός ἔξω πάντων τῶν ὄντων αἰσθητῶν καί νοητῶν ἐστι, καί ὑπέρ πάντα ταῦτα· διά τοῦτο καί ὁ νοῦς, ὅστις ζητεῖ νά ἑνωθῇ μετά τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς, ἔξω πρέπει νά γίνηται πάντων τῶν ὄντων, καί ὑπέρ πάντα ταῦτα, ἵνα ἐπιτύχῃ τῆς θείας ἑνώσεως».13
    Ὁ νοῦς λοιπόν εὑρισκόμενος στόν φυσικό του τόπο, τήν καρδία, προσευχόμενος ἀφαντάστως καί καθαρῶς δέχεται τήν θεία ἔλλαμψη, καθιστάμενος θεοειδής καί πνευματοειδής. Σκοπός τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί ὅλης τῆς ὀρθόδοξης ἡσυχαστικῆς ἀγωγῆς εἶναι νά καθαρθεῖ καί νά φωτισθεῖ ὄχι μόνο ὁ νοῦς, ἀλλά καί τό παθητικόν τῆς ψυχῆς. Νά μεταμορφωθοῦν τά θεοστυγῆ πάθη σέ ἔνθεα. Νά ἀνακαινισθεῖ ὅλος ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό τήν καρδία ὁ βύθιος δράκων καί νά βασιλεύσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Σκοπός τῆς φιλοκαλικῆς ἀγωγῆς δέν εἶναι ἡ ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ἡ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ὁ ἀνακαινισμός ὁλοκλήρου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καί ὁ ἔμπλησμός του διά τῆς ἀκτίστου θείας χάριτος.
    Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀκολουθώντας ἐπί τοῦ προκειμένου τήν μακραίωνα παράδοση τῆς ἀσκητικῆς ἀνθρωπολογίας, θεωρεῖ ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκεται στήν καρδία καί ὄχι στόν ἐγκέφαλο: «Ἐπεί δέ καί ἔνεστι πολυδύναμον πρᾶγμα ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ψυχή, χρῆται δ᾿ ὡς ὀργάνῳ τῷ ζῇν κατ᾿ αὐτήν πεφυκότι σώματι, τίσιν ὡς ὀργάνοις χρωμένη ἐνεργεῖ ἡ δύναμις αὐτῆς αὔτη, ἥν καλοῦμεν νοῦν; Ἀλλά γάρ οὐδείς ποθ᾿ ὑπενόησε, οὔτ᾿ ἐπί τοῖς ὄνυξιν, οὔτ᾿ ἐν τοῖς βλεφάροις, οὐδέ μενοῦν ἐν τοῖς μυκτῆρσιν ἤ τοῖς χείλεσιν ἐνῳκισμένην εἶναι τήν διάνοιαν· ἐντός δ᾿ ἡμῖν ἐνεῖναι πᾶσιν αὕτη συνδοκεῖ· διηνέχθησαν δέ τινες, τίνι πρώτῳ ὡς ὀργάνῳ χρῆται τῶν ἐντός.Οἱ μέν ὡς ἐπ᾿ ἀκροπόλει τῷ ἐγκεφάλῳ ταύτην ἐνιδρύουσιν, οἱ δέ τῆς καρδίας τό μεσαίτατον καί τό κατ᾿ αὐτό τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος ἀπειλικρινημένον ὄχημα διδόασιν αὐτῇ. Ἡμεῖς δέ αὐτοί, εἰ καί μήτε ἔνδον ὡς ἐν ἀγγείῳ, καί γάρ ἀσώματον, μήτε ἔξω, καί γάρ συνημμένον, ἀλλ᾿ ἐν τῇ καρδίᾳ ὡς ἐν ὀργάνῳ τό λογιστικόν ἡμῶν εἶναι ἐπιστάμεθ᾿ ἀκριβῶς, οὐ παρ᾿ ἀνθρώπου τοῦτο διδαχθέντες, ἀλλά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ πλάσαντος τόν ἄνθρωπον...».14 Μετάφραση (Παναγιώτη Χρήστου): «Ἐπειδή δέ εἶναι πολυδύναμον πρᾶγμα ἡ ψυχή μας, χρησιμοποιεῖ δέ ὡς ὄργανον τό διά τήν ζωήν της καμωμένον σῶμα, ποῖα ὄργανα χρησιμοποιεῖ ἡ δύναμίς της αὐτή, τήν ὁποίαν καλοῦμεν νοῦν; Ἀλλά πάντως κανείς ποτέ δέν ὑπέθεσεν ὅτι ἡ διάνοια εἶναι ἐνοικισμένη εἰς τούς ὄνυχας οὔτε εἰς τά βλέφαρα, οὔτε βέβαια εἰς τούς μυκτῆρας ἤ τά χείλη· τό ὅτι εὑρίσκεται ἐντός ἡμῶν ὅλοι συμφωνοῦν, διαφωνοῦν δέ μερικοί ὡς πρός τό ὄργανον ἐκ τῶν ἐντός τό ὁποῖον πρῶτον χρησιμοποιεῖ. Πράγματι ἄλλοι μέν τήν ἐγκαθιστοῦν ὡς εἰς ἀκρόπολιν εἰς τόν ἐγκέφαλον, ἄλλοι δέ δίδουν εἰς αὐτήν τό ἐνδοκάρδιον καί τό ψυχικόν πνεῦμα του ὡς γνησιώτατον ὄχημα. Ἡμεῖς δέ οἱ ἴδιοι, γνωρίζομεν ἀκριβῶς ὅτι τό λογιστικόν μας εὑρίσκεται, ἄν ὄχι μέσα ὡς εἰς ἀγγεῖον, ἀφοῦ εἶναι ἀσώματον, οὔτε ἔξω, ἀφοῦ εἶναι συνημμένον, ἀλλ᾿ εἰς τήν καρδίαν ὡς ὄργανον· δέν ἐδιδάχθημεν δέ τοῦτο ἀπό ἄνθρωπον, ἀλλ᾿ ἀπό τόν ἴδιον τόν πλάστην τοῦ ἀνθρώπου...».15 Ὅπως γράφει μόλις ἀνωτέρω ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἄλλοι ἐκ τῶν πατέρων τοποθετοῦν τήν ἕδρα τῆς ψυχῆς ὡς σέ ἀκρόπολη στόν ἐγκέφαλο, ἄλλοι στήν καρδία. Γενικά κατά τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου οἱ ἑλληνίζοντες Πατέρες ἐνιδρύουν τήν ψυχή στόν ἐγκέφαλο, οἱ ἰουδαḯζοντες στήν καρδία.16 Πάντως οἱ Πατέρες συνήθως θεωροῦν ὅτι ἡ ψυχή εὑρίσκεται καί διήκει ὅλο τό σῶμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης αἴφνης γράφει: «Δεῖξαι γάρ ἡμῖν ὁ λόγος προέθετο τό, μή μέρει τινί τοῦ σώματος ἐνδεδέσθαι τόν νοῦν, ἀλλά παντός κατά τό ἴσον ἐφάπτεσθαι, καταλλήλως τῇ φύσει τοῦ ὑποκειμένου μέρους ἐνεργοῦντα τήν κίνησιν».17 Μετάφραση (Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη: «Πρόθεσή μας ἦταν νά δείξει ὁ λόγος, ὅτι ὁ νοῦς δέν εἶναι δεμένος σέ ἕνα μέλος τοῦ σώματος, ἀλλά ὅτι ἐξίσου ἐφάπτεται μέ ὅλο, κι ἐνεργεῖ τήν κίνησή του ἀνάλογα μέ τή φύση τοῦ μέλους πού βρίσκεται κάτω ἀπό αὐτή τήν κίνηση».18 Ὁμοίως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Ἡ δέ ψυχή συνδέδεται τῷ σώματι ὅλη ὅλῳ καί οὐ μέρος μέρει καί οὐ περιέχεται ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλά περιέχει αὐτό ὥσπερ πῦρ σίδηρον καί ἐν αὐτῷ οὖσα τάς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργεῖ».19 
  Πάντως διατηροῦμε ἐπιφυλάξεις γιά τήν ἀνωτάρω γνώμη τοῦ καθ. Παναγιώτη Χρήστου ὅτι οἱ ἑλληνίζοντες Πατέρες ἐνιδρύουν τήν ψυχή στόν ἐγκέφαλο, οἱ ἰουδαḯζοντες στήν καρδία, δεδομένου ὅτι εἶναι ἑληνικώτατη ἡ ἀντίληψη ὅτι ἕδρα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ καρδία. Γιά παράδειγμα ὁ Ὅμηρος, ὁ ἡγεμών τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, θεωρεῖ ὡς ἕδρα τῆς ψυχῆς τήν καρδία. Στό Ὁμηρικόν Λεξικόν τοῦ Ἰ. Πανταζίδου στό λῆμμα ἦτορ δίνονται οἱ ἑξῆς ἑρμηνεῖες: 1) Ἡ καρδία ὡς μέλος τοῦ  ἀνθρωπίνου σώματος. 2) Ἡ καρδία ὡς ἕδρα τῆς ζωτικῆς δυνάμεως. Τά Παραδείγματα πού φέρει ὁ Πανταζίδης εἶναι πάμπολλα. Ἐμεῖς θά στοιχειοθετήσουμε τρία-τέσσερα:Ἱλιάς Α 188 Ὡς φάτο·Πηλεΐωνι δ’ἄγχος γένετ, ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσιν λυσίοισι διάδιχα μερμήριξεν. Μετάφραση(Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Ἔτσι μίλησε. Τόν γιό τοῦ Πηλέα τόν πῆρε τότε ὁ θυμός, καί ἡ ψυχή του ταλαντεύθηκε μέσα στά δασιά του στήθη».Ἰλ. Θ 413 : πῇ μέματον; Τί σφῶΐν ἐνί φρασίν μαίνεται ἦτορ; Μετάφραση(Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Ποῦ τρέχετε; Τί τρέλλα εἶναι αὐτή πού σᾶς ἔπιασε;». Ἰλ. Υ 169: ἐν δέ τέ οἱ καρδίη στένει ἄλκιμον ἦτορ.  Μετάφραση(Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «καί μέσα στήν καρδιά του βογγάει ἡ δυνατή ψυχή».Ἰλ. Χ 452: ἐν δ’ἐμοί αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνά στὀμα Μετάφραση(Ὀ. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ): «Καί σέ μένα τήν ἴδια χτυπᾶ στό στῆθος μου ἡ καρδιά, καί μοῦ ἔφτασε ἡ ψυχή στό στόμα».
    Διά τῆς διδασκαλίας του αὐτῆς, περί τῆς καρδίας ὡς κέντρου φυσικοῦ, ὑπερφυσικοῦ καί παραφυσικοῦ, ὅ ἅγιος Νικόδημος παρουσιάζει τό ἀνθρωπολογικό θεμέλιο, τό ἀνθρωπολογικό ὑπόβαθρο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Στήν προβληματική τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ πρωτεύουσα θέση εἶχε τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα.20 Ὁ Ἅγιορείτης ἅγιος παρουσιάσει μία διαφορετική ἀπό τούς Εὐρωπαḯζοντες Διαφωτιστές ἀνθρωπολογία δείχοντας ἕνα διαφορετικό προσανατολισμό καί ἕνα διαφορετικό ἀξιακό στόχο τοῦ ἀνθρώπου.
   Τέλος σημειωτέον ὅτι κατά τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως συνοπτικά παρουσιάζει ὁ Ἁγιορείτης Νικόδημος, ὡς θάνατος πρέπει νά νοηθεῖ ὁ καρδιακός θάνατος καί ὄχι ἁπλῶς ὁ ἐγκεφαλικός θάνατος.  
   
Σημειώσεις
[1] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν ἐγχειριδίον, Νεκτάριος Παναγόπουλος, Δ′ ἔκδοση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 163
[2] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.164
[3] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.164 
[4] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.162 
[5] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.164 
[6] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.167
[7] Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία XV, 20, P.G. 34, 589 AB.
[8] Διαδόχου Φωτικῆς, Λόγος ἀσκητικός, οστ′, Φιλοκαλία, τόμος Α′,Ἀθῆναι 1957, σελ. 258. 
[9] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σσ.168-169    
[10] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σσ.170-171
[11] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.171
[12] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σσ.171-172
[13] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ.173
[14] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη [1988, σελ. 124
[15] Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅ.π., σελ 125
[16]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 124, σημ. 16
[17]Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ σώματος, 14, P.G. 44, 173 D
[18]Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ σώματος, κείμενο-εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 992, σελ. 129
[19]Ἱωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ιγ’ 39-41, τόμος II, ἔκδοση B. Kotter, Βερολῖνο 1973, σελ. 39
[20]Παναγιώτη Κονδύλη, Ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ἐκδόσεις Θεμέλιο, Ἀθήνα 1988, σελ. 16
Το ψηφιδωτό που πλαισιώνει τη σελίδα φιλοτεχνήθηκε, τον 6ο αι. μ.Χ., στον ναό του Αγίου Απολιναρίου στη Ραβέννα.
πηγή: Aντίφωνο

Pages