«Δηλαδή… για να καταλάβω… αυτό που φοβάσαι, αυτό ζεις; - Point of view

Εν τάχει

«Δηλαδή… για να καταλάβω… αυτό που φοβάσαι, αυτό ζεις;




Παραλία! Δύο πουλιά τιτιβίζουν πάνω σε έναν ξερό βράχο, χαϊδεύοντας το ένα το κεφάλι του άλλου. Φαίνονται τόσο ερωτευμένα! Η θάλασσα είναι μελαγχολική. Τα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό που έχει μόλις αρχίσει να σκοτεινιάσει, αλλά επιτρέπουν στις κατακόκκινες εναπομείναντες, ακόμα, ακτίνες του ηλίου να χαϊδεύουν τη θάλασσα.

Αισθάνομαι μόνος, είμαι μόνος. Όχι, δεν είναι ότι δεν έχω φίλους ή οικογένεια αλλά πώς να το πω… νιώθω μόνος. Είναι σαν όλοι οι κοντινοί μου να βρίσκονται πάντα 2 μέτρα μακριά μου, ακόμα κι όταν αγκαλιαζόμαστε.

Έτσι, αποφάσισα, τώρα, τέλη Αυγούστου, να πάω μόνος μου διακοπές, δηλαδή όχι ακριβώς μόνος, γιατί έχω και την μοναξιά μου παρέα.

Όλα έχουν νόημα σου λέει… μα κανείς δεν σου λέει που στο καλό είναι αυτό το νόημα. Έχω δει ανθρώπους να φαίνονται ευτυχισμένοι πηγαίνοντας στην εκκλησία, στο σχολείο σε φίλους ή ακόμα όταν είναι μόνοι τους στο σπίτι χαζεύοντας το ταβάνι. Τι να πω… εγώ δεν μπορώ να βρω καμιά ευτυχία σε όλα αυτά. Όχι δηλαδή ότι είμαι δυστυχισμένος, ντε και καλά, αλλά να… μου λείπει αυτό το πηγαίο χαμόγελο που διαγράφεται μέχρι τα αυτιά. Και το πιο περίεργο απ’ όλα είναι ότι δεν νιώθω καν την ανάγκη να το κάνω.

Κι εκεί που κάθομαι και σκέφτομαι όλα αυτά παρέα με τη μοναξιά μου, οι τελευταίες κόκκινες ακτίνες του ηλίου σβήνουν. Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της, άλλος ένας μικρός θάνατος στη ζωή μου.

Η παραλία αδειάζει, οι τελευταίες οικογένειες φωνάζουν τα παιδιά τους, ενώ μαζεύουν τα πράγματά τους και μόνο ένα νεαρό ζευγάρι 30άρηδων φαίνεται διατεθειμένο να παρατείνει την παραμονή του, παρόλο το πυκνό σκοτάδι που φαίνεται να ζυγώνει.

Κι εγώ βρίσκομαι σε δίλημμα, να γυρίσω στο ξενοδοχείο μου ή να καθίσω κι άλλο λίγο; Και φυσικά η αδράνεια κέρδισε για άλλη μια φορά τη μάχη και παρέμεινα με απολύτως κανένα σκοπό, μισοξαπλωμένος στην ξαπλώστρα μου, κοιτάζοντας προς την πλευρά του ανατέλλοντος φεγγαριού.

Και καθώς αφήνομαι στο δροσερό αεράκι να χαλαρώνει το αλατισμένο σώμα μου, ξαφνικά ακούω βήματα γυμνών ποδιών να πλησιάζουν προς το μέρος μου. Ανοίγω τα μάτια μου με κάποια ανησυχία και γυρίζω να δω ποιος είναι.

«Γεια σου παιδί μου», άκουσα μια γέρικη φωνή που κατευθυνόταν προς το μέρος μου.

«Ποιος είναι;» ρώτησα ανήσυχος χωρίς να μπορώ να δω ξεκάθαρα τη μισοσκότεινη σιλουέτα.

«Ησύχασε – ησύχασε» μου είπε ήρεμα και με πλησίασε αρκετά ώστε να μπορώ να διακρίνω περισσότερες λεπτομέρειες.

Ήταν ένας ηλικιωμένος – φαινόταν σαν να είχε ξεπεράσει τα 90. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο από σημάδια του χρόνου, αλλά τα μεγάλα μάτια του φαίνονταν τόσο στοργικά, πού ήταν λες και έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι. Εντούτοις, το μυαλό μου δεν έλεγε να ησυχάσει και έτσι ξαναρώτησα απανωτά «Ποιος είστε; Τι θέλετε;»

«Είμαι κάτοικος της περιοχής και καθώς περνούσα, σε είδα που στεκόσουν εδώ, μόνος, και είπα να έρθω να σε ρωτήσω μήπως χρειάζεσαι φιλοξενία» και συνέχισε τείνοντας το χέρι του «Γιώργος είναι το όνομά μου».
Οι χτύποι της καρδιάς μου άρχισαν να επανέρχονται και μια ανάσα ανακούφισης βγήκε από το στόμα μου. Το μυαλό μου σήμανε παύση του συναγερμού στο σώμα μου και ένα αυθόρμητο χαμόγελο ευγνωμοσύνης διαγράφηκε στο πρόσωπό μου.

«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσφορά. Διαμένω σε ξενοδοχείο, εδώ από πίσω» απάντησα και δίνοντας και το δικό μου χέρι για χειραψία συνέχισα «Εμένα με λένε Περικλή»

«Α, εντάξει τότε Περικλή, μήπως θέλεις παρέα;» μου είπε ξαφνιάζοντάς με για άλλη μια φορά

«Ναι… γιατί όχι…» είπα λίγο διστακτικά και λίγο χαρούμενα ταυτόχρονα. Από τη μία το μυαλό μου επεξεργαζόταν εκατοντάδες σενάρια για τις προθέσεις του και η μοναξιά μου αντιδρούσε που κάποιος μας χάλαγε την παρέα κι από την άλλη, κάτι μέσα μου χοροπηδούσε όλο χαρά, σαν μικρό παιδί που του ‘διναν καραμέλα. Του έδειξα με το χέρι μου τη διπλανή ξαπλώστρα και κάθισε εκεί, αφού την ανασήκωσε λίγο για να είναι σε γωνία σχεδόν 90 μοιρών.

«Λοιπόν, ποια είναι η ιστορία σου;» με ρώτησε αφού κάθισε αναπαυτικά.

«Θέλεις στ’ αλήθεια να ακούσεις την ιστορία μου;» τον ρώτησα με ένα μειδίαμα αμφισβήτησης και αλλάζοντας από πληθυντικό σε ενικό.

«Φυσικά», απάντησε εκείνος κοιτάζοντάς με δύναμη τα μάτια μου.

Η τροπή της απρόσμενης αυτής επίσκεψης ήταν πρωτόγνωρη αλλά ταυτόχρονα γοητευτική, βγαλμένη σαν από καλογραμμένο μυθιστόρημα.

«Εντάξει λοιπόν, αλλά υποσχέσου μου πως αν βαρεθείς, θα μου το πεις»

«Εντάξει – Εντάξει», απάντησε εκείνος καθησυχαστικά.

Χωρίς να χάσω λοιπόν χρόνο, άρχισα να του εξιστορώ τη ζωή μου από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Ο Γιώργος παρακολουθούσε με εμφανές ενδιαφέρον όσα έλεγα και άλλοτε γέλαγε από την καρδιά του, άλλοτε σοβάρευε και άλλοτε μελαγχολούσε ανάλογα με αυτά που του έλεγα.

Κι εγώ, λες και ήμουν τόσο διψασμένος να βρω ένα πρόθυμο αυτί να με ακούσει, μίλαγα ατελείωτα, για ώρες, αναβιώνοντας κυριολεκτικά κάθε σκηνή της ζωής μου που του περιέγραφα.

Έπειτα από πολλές ώρες πολυλογίας και καθώς είχα φτάσει στην τωρινή μου ηλικία, μια ξαφνική κούραση μου βάρυνε το σώμα μου λες και ήταν από ατσάλι. Ξαφνικά το στόμα κινιόταν λες και έβγαζε άναρθρες κραυγές. Τα βλέφαρά μου βάρυναν και συνειδητοποίησα ότι είναι πια ανώφελο να συνεχίσω.

«Αυτά λοιπόν για μένα» είπα κόβοντας απότομα τη λογοδιάρροια που με κατείχε μέχρι πριν λίγα λεπτά.

«Κουράστηκες;», με ρώτησε με κατανόηση ο Γιώργος «Ή δεν θέλεις να μιλήσεις άλλο για σένα;»

«Μπα.. όχι… απλώς… δεν ξέρω» ήταν σαν να μην μπορούσα να εξηγήσω ούτε κι εγώ ο ίδιος τι μου συνέβαινε.

«Νύσταξες μήπως; Κοντεύει να ανατείλει ο ήλιος», είπε ο Γιώργος με ένα στοργικό χαμόγελο δείχνοντας προς τον ουρανό που μόλις είχε σπάσει το πυκνό σκοτάδι.

«Όχι… να… είναι απλώς ότι δεν βρίσκω κανένα νόημα στη ζωή μου» είπα και ξέσπασα σε κλάματα. Ήταν λες και ανέβαινε από το στομάχι μου ένας χείμαρρος που ξεχυνόταν από τα μάτια μου και σε κάθε σπασμό του στήθους μου άνοιγα κι άλλο λίγο τη βρυσούλα της εξόδου. Ήταν η πρώτη φορά που έκλαιγα, πόσο μάλλον γοερά, για το γεγονός ότι είμαι μόνος.

«Είμαι μόνος… τόσο μόνος… που η μοναξιά είναι η μοναδική μου πραγματική φίλη», είπα πνιχτά, ξεσπώντας σε ακόμα μεγαλύτερο κλάμα κι ανασηκώθηκα τοποθετώντας τα πόδια μου στην άμμο. Ο Γιώργος, ήρθε σιωπηλά δίπλα μου, μου ακούμπησε την παλάμη του στην πλάτη μου.

«Είναι εντάξει… εκφράσου ελεύθερα», μου είπε με κατανόηση και λες και με παρότρυνε να κλάψω ακόμα περισσότερο, οι σπασμοί στην κοιλιά μου δυνάμωσαν και το ίδιο και το κλάμα μου. Ήταν κάτι ανεξέλεγκτο, λες και προερχόταν από τα βάθη του είναι μου με τέτοια ορμή, που οποιαδήποτε προσπάθεια να το παρεμποδίσω έμοιαζε ανώφελη.

Μετά από αρκετή ώρα, ένιωσα να εξουθενώνομαι, ο σβέρκος μου είχε βαρύνει, ο λαιμός μου είχε πρηστεί και ένας ελαφρύς πονοκέφαλος περικύκλωνε το κεφάλι μου.

«Συγνώμη», του είπα αυθόρμητα, χωρίς να προλάβει το μυαλό μου να συνειδητοποιήσει για ποιο πράγμα απολογούμαι ακριβώς.

«Μη στεναχωριέσαι… είναι εντάξει να είσαι και αδύναμος», είπε ο Γιώργος και λες και μου πάτησε κάποιο άλλο κουμπί και άνοιξε κάποιο άλλο φράγμα μέσα από το είναι μου, ένας άλλος χείμαρρος άρχισε να ξεχύνεται. Και εκείνη τη στιγμή, το μυαλό μου πανικόβλητο που δεν μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση, άρχισε να αναρωτιέται τι μου πυροδότησε αυτό το δεύτερο ξέσπασμα.

Μετά από λίγα λεπτά, κι αφού έκλαιγα ασταμάτητα, μια ξεκάθαρη απάντηση, σαν αναλαμπή ήρθε με σφοδρότητα στο μυαλό μου: «Ζήτησες συγνώμη όταν έκλαψες, γιατί θεώρησες ότι ήσουν αδύναμος» Και για πρώτη φορά γευόμουν την αίσθηση του να μην χρειάζεται να απολογηθώ για το γεγονός ότι αισθάνομαι αδύναμος. Ήταν μια πρωτόγνωρη, υπέροχη αίσθηση ανακούφισης. Ναι! Μπορώ να είμαι και αδύναμος! Και τι έγινε;

«Περικλή, ίσως χρειάζεται να αναρωτηθείς», είπε ο Γιώργος διακόπτοντας τον συλλογισμό μου και κάνοντας μια μικρή παύση «Ίσως πρέπει να αναρωτηθείς εάν είναι η μοναξιά που σου κάνει παρέα ή αν εσύ έχεις δεθεί πάνω της και δεν την αφήνεις να φύγει»

Τα λόγια του ήρθαν σαν αφυπνιστικά χαστούκια «Ναι!», αναφώνησα «Ακριβώς αυτό συμβαίνει!», «Εγώ έχω δέσει τη μοναξιά γύρω μου από το φόβο μη πληγωθώ!» , είπα αναστατωμένα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω κι εγώ τις λέξεις που ξεστόμιζα.

«Κι αν πληγωθείς τι θα συμβεί;», με ρώτησε ήρεμα ο Γιώργος

«Μπορεί να καταρρεύσω!!!» απάντησα με ένταση αυθόρμητα

«Κι αν καταρρεύσεις τι θα συμβεί;», συνέχισε να με ρωτάει ο Γιώργος. Και κάθε ερώτηση ήταν λες και με τσιγκέλι μου έβγαζε έναν τεράστιο βράχο που είχα καταπιεί και δεν το είχα αντιληφθεί ποτέ μου.

«Αν… αν… αν καταρρεύσω, θα δουν όλοι ότι είμαι αδύναμος», είπα και ξέσπασα ξανά σε κλάματα. Και μόνο που πρόφερα τις λέξεις «Είμαι αδύναμος», ήταν σαν να έσκαγαν ατομικές βόμβες μέσα μου.
«Κι αν οι άλλοι δουν ότι είσαι αδύναμος; Τότε τι θα συμβεί;» συνέχισε ο Γιώργος σαν να μην με λυπάται καθόλου. Απεναντίας μάλιστα, είχε ένα συγκρατημένο μειδίαμα.

Η ερώτησή του ήταν λες και έκανε κάθε κύτταρό μου να εξεγερθεί. Αισθανόμουν ότι θα γίνω τρισεκατομμύρια κομμάτια και θα εξαϋλωθώ

«Θα… μείνω… μόνος…» απάντησα με δυσκολία και ξεσπώντας εκ νέου σε κλάματα. Μόνο που αυτή φορά το κλάμα δεν με βάραινε. Ήταν σαν όλο αυτό το υγρό να είχε γίνει μια πέτρα στην ψυχή μου και τώρα ρευστοποιούταν και έβγαινε από μέσα μου. Ένιωθα να «ξαλαφρώνω», να γίνομαι σαν ένα πούπουλο που είναι έτοιμο να το ανασηκώσει ο αέρας και να το ταξιδέψει απαλά στα κύματα της θάλασσας.

«Δηλαδή… για να καταλάβω… επιλέγεις να είσαι μόνος ώστε να μην καταλήξεις να είσαι μόνος;», είπε ο Γιώργος δίνοντάς μου άλλο ένα χαστούκι αφύπνισης.

Μόνο που αυτή τη φορά το μυαλό μου βραχυκύκλωσε, οι διακόπτες έπεσαν και ξαφνικά μια θεραπευτική ησυχία εξαπλώθηκε παντού. Ένα ήρεμο σκοτάδι αγκάλιασε το σώμα μου και, ίσως από την κούραση, ίσως από το ξενύχτι, ίσως από τη συγκίνηση, ίσως από όλα μαζί, έχασα τις αισθήσεις μου.

Μετά από κάποια ώρα, δεν ξέρω πόση, ανέκτησα τις αισθήσεις μου. Το σώμα μου ήταν βαρύ και κουρασμένο και οι λαμπρές ακτίνες του ηλίου φώτιζαν πλέον για τα καλά τον ουρανό. Πριν ανοίξω τα μάτια μου, άρχισα να συλλογίζομαι όλα όσα είχαν συμβεί… και να προσπαθήσω να τα βάλω σε μια τάξη όσο ήταν αυτό δυνατό…

Η τελευταία ερώτηση του Γιώργου ερχόταν ξανά αι ξανά στο μυαλό μου « «Δηλαδή… για να καταλάβω… επιλέγεις να είσαι μόνος ώστε να μην καταλήξεις να είσαι μόνος;». Ήταν απίστευτο! Αυτό το οποίο έτρεμα μην μου συμβεί , το επέλεγα να γίνει η καθημερινότητά μου. Ο μεγαλύτερός μου εφιάλτης είχε γίνει η καθημερινή μου ζωή, χωρίς να το καταλάβω. Προσπαθούσα τόσα χρόνια να προστατεύσω τον εαυτό μου, τάχα να μην πληγωθεί, τη στιγμή που πρώτος τον πλήγωνα.

Αν υπάρχει αυτό που λένε φώτιση… κάπως έτσι πρέπει να είναι. Ξαφνικά τα έβλεπα όλα διαφορετικά. Ξαφνικά συνειδητοποιούσα πως είχα επιτρέψει σε όλους μου τους φόβους να γίνουν η καθημερινότητά μου, προσπαθώντας να προστατευτώ ακριβώς από αυτούς.

Κι αν επέλεξα τη μοναξιά ως την εφιαλτική μου πραγματικότητα, τώρα μπορώ να τη βγάλω από τη ζωή μου, έτσι απλά… απλά με το να μην επιλέγω να κρύβομαι από πίσω της. Και ναι… θα ρισκάρω… και ναι… μπορεί να πληγωθώ… και ναι μπορεί να καταρρεύσω… και ΝΑΙ μπορεί να δουν όλοι ότι θα είμαι αδύναμος! Και δεν δίνω δεκάρα πια. Αφού το χειρότερο που μπορεί να συμβεί, είναι αυτό που επέβαλα στον εαυτό μου τόσα χρόνια!

Αξίζει να ζήσω και θα ζήσω!

Και καθώς είπα αυτά τα λόγια με όλη μου την ψυχή, άνοιξα τα μάτια μου όλο έκσταση για να ευχαριστήσω τον Γιώργο για το σπουδαίο δώρο που μου έκανε.

Τίποτα… κανείς δεν ήταν εκεί… σηκώθηκα ανήσυχος ψάχνοντας με το βλέμμα μου οποιοδήποτε ίχνος του. «Δεν μπορεί να με παράτησε έτσι μόνο μου», σκέφτηκα και συνέχιζα να ψάχνω σχεδόν απεγνωσμένα, ώσπου τα μάτια μου έπεσαν στο νεαρό ζευγάρι που φαίνεται ότι είχε περάσει όλη τη βραδιά του εκεί.

Ήταν ακόμα αγκαλιασμένοι, σαν να μην πέρασε ούτε ένα δευτερόλεπτο από την τελευταία φορά που τους είδα. Τους πλησίασα και όταν έφτασα κοντά τους έκανα τον βηματισμό μου πιο θορυβώδη για να με αντιληφθούν

«Α, καλώς τον», είπε ο χαμογελαστός νεαρός

«Καλημέρα» είπα εγώ αμήχανος με την αντίδρασή του όταν με είδε. «Μήπως είδατε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, προς τα πού πήγε;»

Ο νεαρός έκανε έναν αμήχανο μορφασμό και είπε «Δεν ξέρω, από δω δεν πέρασε κανείς. Εμείς ήμασταν όλο το βράδυ εδώ και κανένας άλλος δεν ήρθε» και συνέχισε «Εκτός από εσένα φυσικά που κοιμόσουν του καλού καιρού και μιλούσες στο ύπνο σου».




 via

Pages