Σκατοφάρα, φίλε μου - Point of view

Εν τάχει

Σκατοφάρα, φίλε μου






- Απίστευτο! Τον είχε 10 χρόνια στη δουλειά κι αυτό είναι το ευχαριστώ.


- Καλά κάνω εγώ και δεν κάνω δουλειές με δαύτους. Δεν μπορούσα, νομίζεις, να προσλάβω καμιά 5-6 Αλβανούς να βάφουν, αντί για εμένα, κι εγώ να εισπράττω το παραδάκι; Αλλά σου λέω δεν είναι σόι αυτοί. Σκατοφάρα, φίλε μου.


- Και δεν μου λες, από πού είναι αυτός; Πακιστάν;


- Κάτι είχε πάρει τ’ αυτί μου που λέγανε για Μπαγκλαντές, δεν είμαι όμως σίγουρος.


Την ώρα εκείνη ένας βουβός πόνος είχε απλώσει τα πλοκάμια του στο δωμάτιο. Μάτια βαριά από τη θλίψη και την αγρύπνια, χέρια αμήχανα στα γόνατα ή στις τσέπες των παντελονιών. Ένα μικρό παιδί κοιμόταν μισοξεσκέπαστο στον καναπέ του σαλονιού. Στο δωμάτιο μπήκε μια γυναίκα κοντά στα 40. Το πρόσωπό της κάτωχρο, σαν ουρανός έτοιμος να βρέξει, τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, τα χείλη σκασμένα και ματωμένα σημεία- σημεία. Ένας άντρας ίδιας περίπου ηλικίας με κατεβασμένο το βλέμμα την κρατούσε από τη μέση, σαν εύθραυστο βάζο. Η γυναίκα έριξε μια ματιά στο κοιμισμένο παιδί και, τελείως μηχανικά, το σκέπασε μέχρι το πηγούνι. Την ίδια στιγμή σωριάστηκε στην άλλη άκρη του καναπέ. Ο άντρας που τη συνόδευε έσκυψε και της είπε κάτι τόσο χαμηλόφωνα που οι γύρω από το ζευγάρι δεν κατόρθωσαν να ακούσουν τίποτα.


- Δέκα χρόνια ζούσε η κακομοίρα μαζί τους. Όταν παντρεύτηκαν ο άντρας της ακόμα ζούσε. Από ένα χωριό, εδώ έξω από τη Θεσσαλονίκη ήταν, να δεις πώς το λένε, Άδεντρο, νομίζω. Μεροκαματιάρηδες μια ζωή. Αυτή δούλευε καθαρίστρια σε σχολείο κι ο άντρας της σε εργοστάσιο στη Σίνδο.


- Άλλα παιδιά είχαν;


-Νομίζω μια κόρη ακόμη, αλλά αυτή ήταν παντρεμένη με στρατιωτικό και ζούσαν στην Κύπρο την τελευταία τριετία. Όπου να’ ναι θα φτάσει κι αυτή για την κηδεία. Δεν πρέπει, πάντως, να είχαν στενές σχέσεις.


Είχε φτάσει πια δύο η ώρα. Μια νεκροφόρα καλογυαλισμένη, μάρκας Ford, μοντέλο του 97, στεκόταν σαν ανυπόμονη καρακάξα, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δύο και τριάντα, έξω από τη Γέφυρα της Θεσσαλονίκης, γυμνές πεδιάδες διαδέχονταν η μία την άλλη. Κάπου κάπου πρόβαλλε κάποια βιοτεχνία. Ο Αξιός έγινε αισθητός μόνο από την ομίχλη που σκέπαζε τη γέφυρα. Σαν μια άλλη Θέτιδα που στοργικά μιλούσε στο χολωμένο της παιδί. «Υιέ μου, τι σ’ ανάσταινα τον πικρογεννημένον; Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες».


- Δεν έχει και πολύ κόσμο.


- Είχε χρόνια, φαίνεται, η κακομοίρα να πατήσει στο χωριό. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, που μπορεί να μην ειδοποιήθηκαν και πολλοί. Φοβάται κιόλας ο κόσμος, λες και το κακό είναι μικρόβιο που μεταδίδεται με τον αέρα.


- Κι αυτόν πού τον έχουν;


- Στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης. Ανακρίνεται από χθες το βράδυ. Τον έπιασαν, λέει, επ’ αυτοφώρω η κόρη με τον άντρα της, την ώρα που γυρνούσαν από διασκέδαση. Είχαν επέτειο ξέρεις.


- Τι ειρωνεία! Αυτοί να γιορτάζουν την επέτειο του γάμου τους και στο σπίτι τους ο επί χρόνια υπάλληλός τους να δολοφονεί την ίδια τους τη μητέρα για λίγα ψωραευρώ.


- Λένε πως το κίνητρο ήταν η εκδίκηση. Λόγω της κρίσης αναγκάστηκε να τον βγάλει από το συνεργείο καθαρισμού εδώ και έξι μήνες.


Λιγοστά τριαντάφυλλα, η αποχαιρετιστήρια κορδέλα, σε σχήμα σταυρού, του νεκρικού στεφανιού, έγραφε: στηνΠολυαγαπημένη μας Μητέρα. Η επιστροφή τους φάνηκε πιο σύντομη, τα δέντρα με τα γυμνά κλαδιά τους χαιρετούσαν από μακριά ψιθυρίζοντάς τους «μην ξανάρθετε». Ένα ρίγος λες και διαπέρασε το κορμί τους. Κρύωσε απότομα ο καιρός.


- Κοιμήθηκε το παιδί; Ρώτησε σιγανά η γυναίκα κι ο άντρας ένευσε καταφατικά. Για πρώτη φορά από προχθές το βράδυ της χαμογέλασε πονηρά.


- Να σου βάλω να πιεις;


- Φέρε εκείνο το καλό, που μας κάναν δώρο οι κουμπάροι. Ο φελλός έβγαλε έναν ήχο ανακούφισης μόλις ξεμπέρδεψε με το μπουκάλι. Το κόκκινο σαν αίμα κρασί κύλησε στα κρυστάλλινα ποτήρια. Ο ήχος από το τσούγκρισμα ακούστηκε παράξενα δυνατά, τόσο που τρόμαξαν και οι ίδιοι.


- «Άντε και ζωή σε λόγου μας», είπαν, σχεδόν ταυτόχρονα και οι δύο, και φιλήθηκαν με πάθος στο στόμα. Η πικρή αίσθηση από το άδειο στομάχι τους έκανε να πιουν κι άλλη γουλιά κρασί.


Το σχέδιο τους εκτυλίχτηκε περίφημα. Δεν τους υποψιάστηκε κανείς. Ή σχεδόν κανείς.


Δέκα χρόνια τους είχε κάνει το βίο αβίωτο.


Δέκα μαρτυρικά χρόνια γεμάτα εντάσεις, καβγάδες, έναν παρ’ ολίγον χωρισμό και συχνές επισκέψεις σε σύμβουλο γάμου.


Η μακαρίτισσα ήταν αυτό που θα λέγαμε ανακατώστρα. Όταν πρωτοήρθε να μείνει μαζί τους – για λίγο, ισχυρίστηκε - ήταν τρεις μήνες μετά το θάνατο του άντρα της. Στην αρχή περιέφερε τη θλίψη της από καναπέ σε καναπέ και τούμπαλιν. Όποτε επέστρεφαν από τη δουλειά την έβλεπαν με κατεβασμένα τα μούτρα, γιατί αυτοί είχαν ο ένας τον άλλο, ενώ εκείνη ήταν πια μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο.


Μετά από κάνα χρόνο, κάπως μαλάκωσε η θλίψη της, αλλά έβρισκε άλλα πράγματα να την ενοχλούν. Το φαγητό δεν ήταν πάντα του γούστου της – αυτή δεν τα πολυκαταλάβαινε αυτά τα γκουρμέ, που τα αντέγραφαν από την τηλεόραση. Κι έπειτα ήταν και το άλλο. Είχε άποψη για όλους τους φίλους τους. Η Φαίη την ενοχλούσε γιατί ήταν διαζευγμένη, ο Χρήστος δεν είχε καλή και περιποιητική γυναίκα και πάει λέγοντας. Όσο για το παιδί, ε αυτό δεν είχαν ιδέα πώς να το μεγαλώσουν. Αυτοί στα χρόνια τους μεγάλωναν με το τίποτα παιδιά και τα έβγαζαν σωστούς ανθρώπους στην κοινωνία, ενώ το μούλικό τους δεν ξεκόλλαγε από το κινητό και το άλλο το μαραφέτι, το κομπιούτερ. Όταν κάποτε είπαν να πάνε το παιδί σε παιδοψυχολόγο, το κάνανε κρυφά για να γλιτώσουν από το φαρμάκι της.


Ούτε με την κόρη της στην Κύπρο είχε άριστες σχέσεις. Πήγε ένα χειμώνα πριν από μια οκταετία, μία και τελευταία φορά. Γκρίνιαζε πως αέριζαν πολλές φορές την ημέρα το σπίτι μες στο καταχείμωνο και πως ξεπάγιαζε. Μα πώς δεν το είχαν σκεφτεί εκείνοι πρώτοι!


Την ιδέα τη συνέλαβαν πριν από μερικούς μήνες. Η ίδια σχολίαζε συχνά, σταυρώνοντας τα χέρια, το αστυνομικό δελτίο με τους ηλικιωμένους που έπεφταν θύματα αδίστακτων κακοποιών, που ενίοτε γίνονταν δολοφόνοι. Μία από αυτές τις φορές τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν τυχαία. Ο ένας διάβασε τη σκέψη του άλλου, αλλά την αποδιώξανε σα μύγα που σε ενοχλεί κατά το φαγητό.


Όσο οι μέρες κυλούσαν κανονικά τόσο οι νύχτες στοίχειωναν τα όνειρά τους, σα δυνατά μποφόρ που τραντάζουν φορτηγά πλοία. Αποφάσισαν να επισκεφθούν παπά να εξομολογηθούν τις αμαρτωλές σκέψεις τους κι αυτός τους είπε να δείξουν κατανόηση στα ελαττώματα της μητέρας τους, που ήταν άλλωστε και πολύ συνηθισμένα. Έφυγαν πικρά μετανιωμένοι από τον ιερό ναό. Οι εικόνες των αγίων τους αποδοκίμαζαν στο ημίφως των κεριών.


Ήταν Τετάρτη. Είχε μια καθυστέρηση τεσσάρων ημερών και είπε να κάνει τεστ εγκυμοσύνης. Πήγε στην τουαλέτα και περίμενε να δει αν θα φανεί και η δεύτερη γραμμή. Είχαν ένα χρόνο που προσπαθούσαν και είχε μεγάλη αγωνία. Την πήρε χαμπάρι που σηκώθηκε, είδε το κουτί από το τεστ εγκυμοσύνης και την περίμενε ψήνοντας ελληνικό καφέ. «Τον αχαΐρευτο, εδώ δεν έχουν πώς να περάσουν με το ένα, μου ετοιμάζουν και δεύτερο. Νομίζουν πως θα με έχουν να το ξεσκατίζω και να τους κάνω τις δουλειές». Σε λίγο βγήκε από το μπάνιο. Την είδε να κάθεται στην κουζίνα φυσώντας τον καφέ της να κρυώσει.


-Τι έγινε; Σ’ άφησε πάλι έγκυο τώρα που θα μείνει χωρίς δουλειά; Πώς, μωρή, θα τα μεγαλώσετε, από τα συσσίτια της εκκλησίας;


-Άσε με ρε μάνα με τις φαντασίες σου πρωί - πρωί.


Τότε το αποφάσισε. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν της στάθηκε σα μάνα, πάντα σκληρή κι απότομη ήταν με τις επιλογές της. Ήθελε να την παντρέψει νέα, για να μην της βγει, λέει, το όνομα πως ήτανε τσουλάκι. Μετά δεν ενέκρινε τη δουλειά του άντρα της. Δεν μπορούσε της έλεγε να βρει έναν δημόσιο υπάλληλο; Το σπίτι που έμεναν δεν της άρεσε, γιατί ήταν μικρό και στενόχωρο. Όλα την ενοχλούσαν.


Ήταν πιο εύκολο απ’ ότι φαντάζονταν. Θα της έδιναν ένα υπνωτικό στο γάλα της και θα την έπνιγαν με ένα μαξιλάρι. Θα φρόντιζαν να λείπει το παιδί από το σπίτι. Δύο ήταν τα προβλήματα, το δικό τους άλλοθι και σε ποιον θα έριχναν το έγκλημα. Ο Μόλα τους ήρθε τυχαία στο μυαλό. Ήταν μόνος χωρίς οικογένεια, μετανάστης από το Μπαγκλαντές, τώρα πια χωρίς δουλειά και κινδύνευε με απέλαση. Δεν είχαν παράπονο όσο τον είχαν στη δουλειά, ήταν πρόσχαρο παιδί. Αυτή βέβαια δεν τον συμπαθούσε, όπως όλους τους μετανάστες.


Τη μέρα της επετείου τους του τηλεφώνησαν να έρθει στο σπίτι για να συζητήσουν μια πρόταση για δουλειά. Στις 10 το βράδυ όρισαν το ραντεβού. Βρήκε ανοιχτή την πόρτα και μπήκε. Τα φώτα ήταν όλα αναμμένα. Μπήκε μέσα και φώναξε. Δεν του απάντησε κανείς. Στη σαλοκουζίνα δεν είδε κανένα, έστριψε προς το διάδρομο, είδε φως να βγαίνει από τη χαραμάδα της πόρτας ενός δωματίου. Χτύπησε, αλλά δεν του άνοιξαν. Άκουσε την πόρτα να κλείνει. Είδε το αφεντικό του να τον πλησιάζει. Ξαφνικά η γυναίκα του έμπηξε τις φωνές. Δεν καταλάβαινε.


-Τι έκανες Μόλα; Το αφεντικό του τον τράνταξε από τους ώμους.


Και πάλι δεν καταλάβαινε. Μετά από λίγη ώρα ακούστηκαν σειρήνες περιπολικού. Δεν αντιστάθηκε στη σύλληψη. Ήταν ακόμη αποσβολωμένος. Τώρα είχε αρχίσει κάτι να καταλαβαίνει. «Είμαι αθώος» ψέλλισε για πρώτη φορά. «Σκάσε ρε μαλακιστήρι» του είπε ένας αστυνομικός και του έριξε μια ανάστροφη. Ποιος θα τον πίστευε τώρα αυτόν; Μετανάστης στην Ελλάδα. Χωρίς οικογένεια. Χωρίς δουλειά.

_
via

Pages