Ἀνυπόφορη ὀμορφιὰ - Point of view

Εν τάχει

Ἀνυπόφορη ὀμορφιὰ




Τὸ ἔχω προσέξει καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ προσδιορίσω ἀκριβῶς τὴν αἰτία του. Ὅταν δὲν εἶσαι καλὰ μὲ τὸν ἑαυτό σου, μὲ τὴν ἐσωτερική σου ζωή, τὸ νὰ βρεθεῖς σὲ περιβάλλον ὡραῖο, σὲ καταστάσεις εὐτυχισμένες, ἀκόμη καὶ σὲ ἐπιτυχίες δικές σου ποὺ δὲν αἰσθάνεσαι πὼς δίκαια ἐσὺ πέτυχες, πὼς ἄξια σοῦ ἀνήκουν, περισσότερο γκρεμίζεσαι ψυχολογικὰ παρὰ ἀνυψώνεσαι. Μιὰ χαμηλὴ φωνὴ ἐντός σου ὑποβάλλει τὴν ἐρώτηση: «Μὰ τί θέλω ἐγὼ ἐδῶ; Πῶς συνταιριάζομαι;»




Θυμᾶμαι ἕνα ταξίδι στὸ Ζάλσμπουρκ τῆς Αὐστρίας, στὸ τέλος κάποιου Μαΐου μαζὶ μὲ οἰκογένεια φίλων. Τὸ Ζάλσμπουρκ εἶναι πόλη γοητευτική, θαυμάσια καὶ παράξενα φορτισμένη. Κουβαλάει ἕναν περίπλοκο ψυχισμὸ στοὺς παραμυθένιους δρόμους του, στὰ σκιερὰ σοκάκια καὶ στὰ γραφικὰ ἀλπικὰ δάση ποὺ τὸ περιβάλλουν. Ἴσως μάλιστα παραεῖναι ὡραῖο γιὰ νὰ γίνεται ὑποφερτό· καὶ ἡ κόρη τῶν φίλων μου, ἡ Ρίνα, ποὺ εἶναι καὶ δική μου φίλη, ἀπ’ τὶς καλύτερες, ζοῦσε τὴν ἀνεμοδαρμένη ἐφηβεία της. Ἀφοῦ λοιπὸν περιπλανηθήκαμε παντοῦ, στὸ πατρικὸ τοῦ Μότσαρτ, στὸ δωμάτιο μὲ τὸ παιδικό του ροδόχρωμο βιολί, στὸ ποτάμι, στὰ γεφύρια, στὴν πλατεία κάτω ἀπ’ τὸ κάστρο, μπροστὰ ἀπ’ τὸν καθεδρικὸ μὲ τὴ γιγαντιαία σκακιέρα, στὸ μουσεῖο τῶν παιχνιδιῶν καὶ  τὰ καφὲ τῆς μικρῆς πολιτείας, εἴπαμε νὰ πᾶμε ἐκδρομὴ στὰ γύρω ὀρεινά, ὅπου γυρίστηκε ἡ ταινία Ἡ μελωδία τῆς εὐτυχίας, γιὰ τὴν οἰκογένεια-χορωδία τοῦ Βαρόνου Φὸν Τράπ, καὶ ποὺ ἡ Ρίνα, ὅταν ἦταν παιδί, εἶχε δεῖ πολλὲς φορὲς καὶ τὴ λάτρευε. Ἡ ρεσεψιὸν τοῦ ξενοδοχείου μᾶς ἔκλεισε δύο θέσεις γιὰ μιὰ ὀργανωμένη ἐκδρομὴ στὰ πέριξ καὶ μὲ τὴ μουσικὴ τῆς ταινίας νὰ ἀκούγεται ἀπ’ τὰ ἠχεῖα τοῦ ποῦλμαν ξεκινήσαμε τὴν ὀνειρικὴ περιήγηση. Οἱ γονεῖς της δὲν ἦρθαν μαζί μας, προτίμησαν νὰ ἀνεβοῦν στὸ Κάστρο, δὲν εἶχαν διάθεση γιὰ μιὰ παιδιάστικη ξενάγηση, τὴ θεωροῦσαν πολὺ φτιαχτὴ καὶ ἐμπορική, «πολὺ ἀμερικανική», ὅπως εἶπαν, καὶ μᾶς ἀποχαιρέτησαν πειράζοντάς μας γιὰ τὰ χολιγουντιανά μας γοῦστα.

Ἀνεβήκαμε στὸ μελωδικὸ λεωφορεῖο μας ἤδη μαγεμένες. Περάσαμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπου ἡ νεαρὴ δόκιμη Μαρία ἀσκήτευε, κι ἀπὸ τοὺς πράσινους λόφους μὲ τὶς κορυφὲς τῶν Ἄλπεων ἀκόμη χιονοσκέπαστες. Ἀπὸ τὸν πύργο τοῦ Βαρόνου Φὸν Τράπ, ἀπὸ τὴν μπαρὸκ ἐκκλησία ὅπου παντρεύτηκαν στὸ χωριό, ἀπὸ τὸ περίπτερο ὅπου τραγουδοῦσαν τὰ παιδιὰ τῆς χορωδίας, τὴ λίμνη ποὺ κωπηλατοῦσαν, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ποὺ στὴν ταινία νόμιζες πώς, δὲν μπορεῖ, ἦταν ζωγραφισμένα σκηνικά. Κι ὅμως, στὴν πραγματικότητα ἦταν ἀκόμη ὀμορφότερα. Λὲς καὶ εἴχαμε μπεῖ μὲ τὴ μελωδία τοῦ Ἐντελβάις σ’ ἕνα ἐπίγειο παράδεισο. Κατὰ τὸ δειλινὸ ἡ περιήγηση ὁλοκληρώθηκε. Ἐπιστρέψαμε στὸ Ζάλσμπουρκ καὶ κατεβήκαμε ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο. Κι ἐκεῖ, ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι τοῦ παλιοῦ Ἐπισκόπου, τὸ Μίραμπελ, εἶδα τὴ Ρίνα, ποὺ εἶναι παιδὶ συγκρατημένο, μετρημένο καὶ ἥσυχο, νὰ κλαίει. Ἤδη, ἐδῶ καὶ κάμποση ὥρα, ἀπὸ τὰ μισὰ τῆς ἐκδρομῆς εἶχα προσέξει πὼς ἔγινε ξαφνικὰ ἐσωστρεφὴς καὶ πὼς συννέφιασε. Δὲν ἤθελα νὰ τὴ ζαλίσω μὲ ἐρωτήσεις· καλύτερα νὰ ὑποτιμοῦσα τὸ γεγονός, παριστάνοντας πὼς δὲν τὸ πρόσεξα, πὼς δὲν εἶναι κάτι ποὺ φαίνεται καὶ τὴν ἀποκαλύπτει. Ὅμως, ἔτσι μικρούλα καὶ λυπημένη, νὰ κλαίει τώρα ξαφνικὰ ἔξω ἀπὸ τὴ μεγαλόπρεπη, περίτεχνη καγκελόπορτα τοῦ Μίραμπελ, δὲν μποροῦσα ἄλλο νὰ συγκρατηθῶ. Ἔτρεξα καὶ τὴν πῆρα στὴν ἀγκαλιά μου

«Μὴ στενοχωριέσαι, Μάρω», μοῦ ἔλεγε μέσα ἀπ’ τοὺς λυγμούς της. «Δὲν εἶναι κάτι μὲ σένα. Σὲ παρακαλῶ, Μάρω, μὴ στενοχωριέσαι».

«Τὸ ξέρω, καρδούλα μου. Τὸ ξέρω...» τὴν καθησύχαζα ἐνῶ συνέχιζε νὰ κλαίει.

Δὲν εἴπαμε ποτὲ τὸ λόγο τοῦ θρήνου της. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς οὔτε ἡ ἴδια ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν ἐντοπίσει. Διαισθανόμουν πὼς τὸ βάρος τῆς ὀμορφιᾶς ὅπου περιπλανηθήκαμε τὴ βάρυνε πολύ, τῆς ἔπεσε ὑπερβολικό, γινόταν ἀβάσταχτο ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ ἡ διαδρομὴ προχωροῦσε στὰ πράσινα δάση. Σχεδὸν τὴν ἐκμηδένιζε καὶ τὴν ἔκανε νὰ συνειδητοποιεῖ τὴν γκρίζα μιζέρια ποὺ νιώθει κάθε ἐφηβεία γιὰ τὸν ἑαυτό της. Τούτη ἡ ἀπίστευτη, ἡ σχεδὸν βίαιη, ἀπὸ ὡραιότητα, ἐπιστροφὴ στὸν παράδεισο τῶν παιδικῶν της χρόνων τὴν ὤθησε νὰ συγκρίνει τὸ ἀγγελικό, ἀσφαλὲς «τότε» μὲ τὸ ἀνασφαλὲς «τώρα» μιᾶς ἡλικίας ἐπώδυνης. Ἡ ἐφηβεία εἶναι τὸ πιὸ εὔφλεκτο ὑλικό, γιατὶ εἶναι ἀσταθέστατη. Τέτοιες συγκρίσεις μᾶς πλημμυρίζουν πόνο. Μᾶς κάνουν νὰ αἰσθανόμαστε: Δὲν τὴν  ἀξίζω τούτη τὴν ὀμορφιά!... Δὲν μπορῶ τώρα πιὰ νὰ τὴν πιστέψω...




Ἡ Ρίνα ζοῦσε καὶ πάλευε μιὰ σκληρὴ διάβαση πρὸς τὸν τρομαχτικὸ καί − κυρίως − ἀπογοητευτικὸ κόσμο τῶν μεγάλων καὶ μιὰ ἀναβίωση τῆς μεταφυσικῆς γοητείας τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὑπῆρξε καὶ ποὺ τῆς ἔγδερνε ἀπὸ νοσταλγία τὴν καρδιά. Κι ἀπ’ τὴν ἄλλη, μὴν μπορώντας ἀκόμη νὰ κατανοήσει τὸν ἐσωτερικὸ σεισμό, κατηγοροῦσε, ὅπως οἱ περισσότεροι ἔφηβοι, τὴ δική της ἀνικανότητα καὶ ἀναξιότητα. Τὸν ἀπογοητευτικὸ ἐνήλικο κόσμο ποὺ ἀνακάλυπτε, ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὰ τοπία τῆς ἐξιδανικευμένης Μελωδίας τῆς Εὐτυχίας, ποὺ κάποτε τῆς φάνταζε ὡς ζωή, τὸν βίωνε ὡς ἀπογοήτευση ἀπὸ τὸ πρόσωπό της. Ὅπως οἱ περισσότεροι ἔφηβοι ἐξάλλου. Ἡ ἐκδρομή μας στὰ βουνὰ τοῦ Ζάλσμπουρκ, μὲ τὴ μουσικὴ τοῦ φὶλμ στὰ ἠχεῖα τοῦ λεωφορείου, σκάλιζε μὲ νύχια πληγὲς ποὺ μόλις προσπαθοῦσε νὰ ἐπουλώσει. Τὴν ἔφερνε πίσω στὴν Ἐδὲμ τοῦ παιδιοῦ, ἀπ’ ὅπου ἐξορίστηκε. Ἡ ἀνθρώπινη μοίρα τὴν καλοῦσε νὰ δυναμώσει γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ὡς ἐξόριστη· αὐτὸς εἶναι ὁ Νόμος.

Δὲν ἐκφράζονται εὔκολα τέτοιες ψυχικὲς ἀνεμοθύελλες, οὔτε ἐγὼ τώρα μπορῶ νὰ τὶς ἐκφράσω. Ἀγωνίζομαι μόνο νὰ τὸ κάνω κάπως κατανοητό, ἐπικαλούμενη βιώματα τοῦ ἀναγνώστη ἀπ’ τὴ βαθιά του ζωή. Δὲν ἔχω ἄλλο τρόπο καλύτερο, κι ἐκεῖ ὑπολογίζω στὰ περισσότερα ἀπ’ ὅσα προσπαθῶ νὰ πῶ.

Μάρω Βαμβουνάκη
 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χορὸς μεταμφιεσμένων», ἐκδ. Ψυχογιός, Ἀθήνα 2009.
πηγή: Aντίφωνο,

Pages