Λόγος περί Μοναξιάς - Point of view

Εν τάχει

Λόγος περί Μοναξιάς



Τις περισσότερες φορές ζώντας μέσα στην μοναξιά και την απόρριψη, στην ερήμωση και στην λησμονιά της ανθρώπινης παρουσίας, στρέφουμε την οργή μας σε εκείνους που μας εγκατέλειψαν. Στην αδιαφορία της κοινωνίας. Στην αναλγησία και την σκληροκαρδία των ανθρώπων. Αυτή είναι η εύκολη λύση. Να επιλέγουμε την αναζήτηση ευθυνών έξω από εμάς. Στους άλλους. Άλλωστε πάντα φταίνε οι άλλοι. Η κακή κοινωνία. Οι εποχές και οι άνθρωποι που άλλαξαν.
Άλλοτε φοράμε το κουστούμι του θύματος, και ανεβαίνοντας στο σανίδι της ψυχής, υποδυόμαστε τον ρόλο του μεγάλου αδικημένου. Εκείνου που πάντα αδικείται. Που αγαπάει αλλά δεν αγαπιέται. Που προσφέρει ανιδιοτελώς ενώ πάντες τον εκμεταλλεύονται. Που σταυρώνεται για τους άλλους την στιγμή όπου άπαντες του προσφέρουν χολή και όξος. Και το παιγνίδι του ψυχισμού μας δεν έχει τέλος. Γιατί όλα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα άρρωστο παιχνιδάκι, ενός μωρού που δεν θήλασε σε στήθη αγάπης, όταν έπρεπε και όσο έπρεπε.
Ωστόσο όποια κι αν είναι η αιτία που ο ψυχισμός μας υποδύεται ρόλους επαιτώντας με άρρωστο τρόπο μια ματιά, πρέπει κάποια στιγμή να ωριμάσουμε. Να σιωπήσουμε την εγωπαθή φλυαρία. Τα υπαρξιακά μοιρολόγια. Την θυματολογία και την αναζήτηση ή κατασκευή «βαρβάρων», και να ομολογήσουμε στο εαυτό μας την αλήθεια.
Ναι φταίω και εγώ για την μοναξιά μου. Πολλές φορές μπορεί να φταίω μονάχα εγώ. Γιατί απομάκρυνα από κοντά μου όλους εκείνους που με είχαν πλησιάσει. Δεν άφησα να έρθουν κάποιοι άλλοι και εκείνοι που το θέλησαν τους εκδίωξα με τον τρόπο μου.
Δεν φτάνει να λέμε ότι θέλουμε να μας αγαπάνε. Πρέπει να το αντέχουμε. Γιατί η αγάπη είναι ζωή. Και η ζωή είναι η μέγιστη τέχνη που δυστυχώς δεν την γνωρίζουμε όλοι επιτυχώς.
Δεν φτάνει να λέμε ότι δεν μας αρέσει η μοναξιά, πρέπει ώριμα να βαστάζουμε την παρουσία του άλλου.
Δεν αρκεί να διακηρύσσουμε την επιθυμία μας να υπάρχει ο άλλος στην ζωή μας. Πρέπει να του κάνουμε χώρο για να υπάρξει. Να τον συγχωρήσουμε μέσα μας. Να του δώσουμε το χώρο του.
Τις περισσότερες φορές η μοναξιά μας είναι ο καρπός των επιλογών μας. Των ιδιορρυθμιών μας, των παραξενιών μας, των εγωισμών μας, των αδεξιοτήτων μας, γενικότερα της αστοχίας μας να υπάρξουμε ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες.
Ο παραλυτικός του ευαγγελίου που 38 χρόνια δεν είχε άνθρωπο να τον βοηθήσει ώστε να μπει στα νερά της κολυμβήθρας του Σιλωάμ και να θεραπευτεί, αντιμετωπίζεται από τον Χριστό ως ο μόνος υπεύθυνος της κατάστασης του. Γι αυτό και στο τέλος όταν εκείνος πλέον φεύγει θεραπευμένος ο Ιησούς του θυμίζει με νόημα «πρόσεχε, γιατί αν ξανακάνεις τα ίδια λάθη( αν ζήσεις με τον ίδιο τρόπο ζωής) θα πάθεις χειρότερα».
Για τον Χριστό η σωματική ασθένεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση του παραλυτικού, δεν οφείλεται στην κακία των ανθρώπων και την αδιαφορία της κοινωνίας. Αυτό είναι το εύκολο και αξόδευτο συμπέρασμα. Ο Χριστός βλέποντας πίσω από το προφανές αναγνωρίζει τις προσωπικές ευθύνες, το λανθασμένο τρόπο ζωής του παραλυτικού ως την μόνη κυρίαρχη αιτία της οδυνηρής πραγματικότητας του.
Είναι ο τρόπος ζωής μας που επιφέρει την οδύνη. Η αν θέλετε καλύτερα την μεγεθύνει, την πολλαπλασιάζει.
Όσο θα αναζητούμε τις ευθύνες τις μοναξιάς μας και της τραγικότητας του βίου μας στους άλλους, στο κακό κόσμο και τους κακούς άδικους ανθρώπους, τόσο το ρήγμα εντός μας θα βαθαίνει. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που στο τέλος θα χαθούμε μέσα στα αχανή σκοτάδια του.

Γιατί δεν θέλουμε να θεραπευθούμε;



Το ευαγγέλιο του παραλυτικού όπως το λέμε στην εκκλησιαστική εμπειρία της κοινότητος, είναι ένα ανάγνωσμα που όσες φορές και αν το διαβάσω πάντα κάτι νέο, καινό, φωτεινό και σύγχρονο της ιστορίας μου αναγνωρίζω. Είναι ίσως το πιο σημαντικό ο λόγος του Χριστού να γίνεται τώρα, σήμερα των ανθρώπων άρα ιστορία, δρόμος και διαδρομή.

Σ’ ένα από τα πολλά σημεία που θα μπορούσε κανείς να αναπαυθεί εσωτερικά και να πλατυνθεί υπαρξιακά είναι, μια ερώτηση που απευθύνει πολύ συχνά ο Χριστός μέσα στις ευαγγελικές διηγήσεις και πιο συγκεκριμένα σε αρκετές περιπτώσεις θεραπειών.

Ο Χριστός πολλές φορές πριν προσπαθήσει να θεραπεύσει έναν άνθρωπο τον ρωτάει: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» Θέλεις να γίνει καλά, να θεραπευθείς;».

Ένα εύλογο ερώτημα που γεννάτε από πολλούς ανθρώπους και ομολογώ ότι και σε εμένα υπήρξε σε παλαιότερες εποχές, είναι, μα καλά γιατί ο Χριστός ρωτάει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που υποφέρει, πάσχει και μάλιστα από σοβαρότατες ασθένειες και να μην επιθυμεί την θεραπεία του;

Η πιο συχνή αλλά ομολογώ ελλιπής κατά την δική μου αντίληψη απάντηση που μας έδιναν στην θεολογικές σχολές ήταν ότι ο Χριστός σέβεται την ελευθερία του κάθε ανθρώπου και γι αυτό δεν θέλει να επιτελέσει κάποιο θαύμα χωρίς την συγκατάθεση του πάσχοντα. Δεν λέω ότι δεν είναι σωστή η ερμηνεία αλλά αισθάνομαι ότι δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος όπου ο Χριστός επιμένει τόσο πολύ στην συγκατάθεση του ασθενούς στο δρόμο της αποκατάστασης.

Νομίζω ότι ο Χριστός ρωτάει, γιατί γνωρίζει ότι η θεραπεία ως ουσιαστική εσωτερική πράξη του ανθρώπου, που μεταμορφώνει την ζωή και αλλάζει συνήθειες και μορφές ψευδών αυτονοήτων, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Δηλαδή δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι άνθρωποι στο βαθύτερο επίπεδο του εαυτού τους, επιθυμούν την θεραπεία, ακόμη και την ώρα που επίμονα την ζητούν.

Πολλές φορές μια αρρώστια είναι πολύ πιο βολική από την υγεία. Πολλοί άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν και να υπάρχουν με την κυριολεκτική σημασία του όρου, υποδυόμενοι το ρόλο του θύματος, του κακόμοιρου, του άτυχου, του αδύναμου. Θέλουν να αισθάνονται ανήμποροι ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ζωής, στις ευθύνες της, στην σκληρότητα της, στην αβεβαιότητας της. Προτιμούν την ασθένεια, το «πρόβλημα», την «αδυναμία» γιατί χωρίς αυτές θα έπρεπε να αναλάβουν ουσιαστική θέση και στάση στην ζωή. Θα έπρεπε να αγωνιστούν απέναντι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εφιάλτες. Και πολλοί συνάνθρωποι μας τούτο δεν το αντέχουν. Δεν το υποφέρουν. Είναι αβάστακτο το άγχος, ο φόβος και ο πανικός που προκαλείται στην ύπαρξη τους, από τις ευθύνες και την σκληρή πραγματικότητα που ονομάζεται ζωή.

Επίσης ο Χριστός, γνωρίζοντας τα παραπάνω, κατανοεί αρκετά καλά ότι μια ασθένεια ολοκληρώνει την διαδικασία αποκατάστασης, μονάχα όταν αλλάξει ο άρρωστος τρόπος ζωής μας.

Η ουσιαστική θεραπεία επέρχεται όταν μεταμορφώνεται η ζωή μας, οι σχέσεις μας και ο σχετισμός μας με πρόσωπα και πράγματα, με τον εαυτό μας, την κοινωνία, την φύση, την ζωή την ίδια. Διαφορετικά μένουμε στην επιφάνεια της συμπτωματολογίας που όμως είναι μόνο το κέλυφος την κρυμμένης ουσίας που δεν είναι άλλη από την συνολική παρουσία μας στην τέχνη της ζωής.




π. Λίβυος
via

Pages