Έθνος, Εθνικισμός, Αντιεθνικιστές - Point of view

Εν τάχει

Έθνος, Εθνικισμός, Αντιεθνικιστές


ΕΘΝΟΣ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΑΝΤΙΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ

Παρατηρήσεις σχετικές με αντιεθνικιστικές απόψεις για το έθνος και την αντικειμενικότητα της ύπαρξής του.
Προσπάθησα να σκεφτώ άλλο μονολεκτικό όρο για όσους υποστηρίζουν ότι το έθνος δεν υπήρχε πριν τον Διαφωτισμό, αλλά υπάρχει ένα εύρος προθέσεων και απόψεων καθώς και διαφορετικοί συνδυασμοί απόψεων και προθέσεων. Αναντίρρητα υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ειλικρινά στις απόψεις τους και θεωρούν επιπλέον ότι αυτές προάγουν το κοινωνικό καλό - αυτοί είναι οι πλειοψηφία. Υπάρχουν αναντίρρητα εκείνοι οι οποίοι για λόγους επιβίωσης (συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, είσοδος στην ακαδημαϊκή κοινότητα, προθυμία να υπηρετήσουν τη βούληση του ιδιοκτήτη εφημερίδας ή τηλεοπτικού σταθμού) επιλέγουν την αντίληψη περί προνεωτερικής ανυπαρξίας του έθνους ή την αντίληψη του αντιεθνικιστή ή και του υπέρμαχου της κατάργησης του έθνους. Πέρα του ότι σε τελική ανάλυση το να είναι κανείς υπέρμαχος της διατήρησης ή της εξαφάνισης του έθνους είναι αποκλειστικά θέμα υποκειμενικό, γούστου, οι συνειδητά "εθνοπροδότες", οι οποίοι είναι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους ή αντιεθνικιστές, είναι ελάχιστοι και γι' αυτό οι άρες και κατάρες λόγω "εθνοπροδοσίας" εναντίον όσων έχουν διαφορετική άποψη για το έθνος είναι, εκτός από λανθασμένη τακτική, αποπροσανατολιστικές σχετικά με την περί έθνους συζήτησης και προσβλητικές, λανθασμένες.
Τα παρακάτω λάθη δεν έχουν αριθμηθεί με βάση την σοβαρότητά τους.
Πρώτη παρατήρηση.
Η σύγχυση μεταξύ nation και έθνους. Αν nation είναι το εθνοκράτος και όχι το έθνος, τότε ασφαλώς δεν υπήρχε ελληνικό nation πριν το 1821. Αλλά αν υποστηριχτεί ότι δεν υπήρχε ελληνικό nation=έθνος πριν το 1821, ερχόμαστε σε αντίθεση με διακηρυγμένες απόψεις, πριν το 1821, πριν τον 19ο αι., για ύπαρξη ελληνικού έθνους. Τότε οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους κάνουν πίσω υποστηρίζοντας ότι δεν εννοούν το nation=έθνος, αλλά τη εθνότητα=ethnicity. Όμως οι αρχαίοι Έλληνες ήταν έθνος δίχως να επιδιώξουν το εθνικό-κράτος. Δεν είχαν ούτε εθνική σημαία ούτε εθνικό ύμνο, ήταν έθνος όμως, και η εθνική τους συνείδηση δεν εκδηλωνόταν με την επιδίωξη πολιτικής ενότητας. Με τον ορισμό του έθνους ως nation, ως εθνοκράτους (ή απαίτησης για εθνοκράτος), προκύπτει το προβληματικό συμπέρασμα ότι π.χ. οι Αθηναίοι ήταν ξεχωριστό έθνος, αθηναϊκό, αφού είχαν ξεχωριστή θρησκεία, πολιτική δράση, νόμισμα, τελετές, συνείδηση κοινότητας. Αναγκαστικώς ένα έθνος (με την καθιερωμένη έννοια) σπάνια ή συχνά θα ανέπτυσσε και πολιτική δραστηριότητα. Τότε μόνο είναι σωστή η ταύτισή του με το nation, η οποία δεν συνεπάγεται ότι πριν από αυτήν δεν υπήρχε έθνος με την καθιερωμένη έννοια. Αλλά η πολιτική δραστηριότητα ενός έθνους δεν περιορίζεται απαραίτητα στο να επιζητεί ένα εθνικό κράτος. Μπορεί να συνίσταται είτε στην κοινή άμυνα κατά ενός εισβολέα είτε στην προσπάθεια για κυριαρχία σε μια πολυεθνική πολιτεία (αυτοκρατορία ή ομοσπονδία) στην οποία έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο εκδίωξης ή αφομοίωσης των αλλοεθνών.
Δεύτερη παρατήρηση. Η αντίρρηση, ότι επειδή δεν υπήρχε εθνική συνείδηση, με τη σημερινή έννοια, παλιότερα, τότε δεν υπήρχε και έθνος, άρα το έθνος είναι διανοητικό κατασκεύασμα ολίγων, ισχύει τόσο όσο και η αντίληψη ότι λ.χ. επειδή δεν υπήρχε ταξική συνείδηση, επειδή δεν υπήρχε συνειδητοποίηση των ταξικών αγώνων, δεν υπήρχαν και τάξεις. Φυσικά, η μετέπειτα συν-διαμόρφωση του εθνικού υλικού (όπως και του ταξικού) από τους εθνικιστές (και μη εθνικιστές) διανοητές δεν γίνεται τόσο αυθαίρετα, όσο νομίζεται, ωστόσο πράγματι επηρεάζει την πορεία και τη μετεξέλιξη ενός έθνους. Δεν δημιουργεί, πάντως, έθνος. Ακόμη και για την περίπτωση λ.χ. των "Σλαβομακεδόνων" (των μη ελληνικής συνείδησης Σλάβων της Μακεδονίας), το ζήτημα δεν ήταν αν αποτελούσαν "μακεδονικό έθνος", αλλά ότι πράγματι υπήρχαν ως ξεχωριστή οντότητα: αργότερα έρχονται οι επεξεργαστές της ταυτότητάς του και του δίνουν (μετά το 1943) την "μακεδονική συνείδηση". Να λέγεται ότι έθνος υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχει εθνική συνείδηση σύγχρονου τύπου ισχύει τόσο όσο οι θεωρίες περί αντικειμενικών αποδεικτικών κριτηρίων (δείκτες κρανίων, γλώσσα, θρησκεία), αφού παραγνωρίζει την ιστορική πραγματικότητα. Π.χ. αν ρωτούσαμε έναν ρωμαίο πολίτη της Σπάρτης του 2ου μ.Χ. αιώνα τι είναι, Έλληνας, Σπαρτιάτης ή Ρωμαίος, μάλλον τα δύο τελευταία θα απαντούσε, παρά το πρώτο. Επίσης είναι γνωστό ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν νομιμόφρονες μόνο στην πόλη-κράτος τους και όχι στην "Ελλάδα". Αυτά δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι δεν υπήρχε (αρχαίο) ελληνικό έθνος. Ακόμη και για τους Κούρδους, το ότι ήταν στην πραγματικότητα τα βασικότερα όργανα των Νεότουρκων-Κεμάλ στην εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων καθώς και το ότι ώς το 1970 (με το ΠΚΚ) δεν είχαν εθνική συνείδηση, δεν συνεπάγεται πως δεν ήταν στα 1920 έθνος, διότι οι πράξεις τους στις δεκαετίες 1910-1920 οφείλονταν σε εθνικιστική σκοπιμότητα (αντιδικούσαν για την έκταση του -βάσει της Συνθήκης των Σεβρών- αρμενικού κράτους): όταν λ.χ. αντιλήφθηκαν στα 1925 ότι οι υποσχέσεις του Κεμάλ (είχε υποσχεθεί ευρεία αυτονομία, αλλά φυσικά άρχισε εντονότερα τον εκτουρκισμό) ήταν ψευδείς, επαναστάτησαν.
            Η τοτεινή εθνική συνείδηση έχει διαφορετικό περιεχόμενο από ό,τι η σημερινή συνείδηση. Τώρα μπορούμε να διαβάσουμε πρώτα πενήντα βιβλία κι έπειτα να επιλέξουμε το φιλοσοφικό σύστημα της αρέσκειάς μας. Τότε, αν ο αρχηγός της οικογένειας ή ο ισχυρός συγγενής ή ο παπάς του χωριού εξισλαμιζόταν ή δεχόταν να ενταχθεί λ.χ. στη βουλγαρική Εξαρχία, τα μέλη της οικογένειας ή του χωριού έπρατταν το ίδιο. Εννοείται, βέβαια, ότι υπήρχαν και στους προνεωτερικούς χρόνους καιροσκόποι ή άνθρωποι στους οποίους τύχαιναν διάφορα και οι οποίοι μεταπηδούσαν από τη μία ομάδα στην άλλη μεμονωμένα. Αλλά η αίσθηση της κοινότητας υπήρχε και η ύπαρξη του έθνους δεν εξαρτιόταν από την ύπαρξη σύγχρονης μορφής ατομικής συνείδησης που όλα τα εξετάζει και τα κοσκινίζει. Πάντοτε, άλλωστε, οι άνθρωποι, ως άτομα, συντάσσονταν στο προνεωτερικό παρελθόν παθιασμένα αλλά και πεπεισμένα με διάφορες ομάδες (θρησκευτικές ή φυλετικές) δίχως να έχουν την εκλεπτυσμένη ατομική συνείδηση που έχουν οι σημερινοί, δίχως όμως να είναι αφελείς ή απλώς μάζες. Απλώς η ένταξή τους σε ένα σύνολο δεν ήταν θέμα τόσο πολύ εκλεπτυσμένης νοητικής διεργασίας. Ότι τότε η πορεία μιας κοινότητας εξαρτιόταν από τη στάση των ισχυρών της αντί από τη σχολική προπαγάνδα, όπως σήμερα, δεν έχει επίδραση στο ότι κάποιοι επέλεγαν, για τον α ή β λόγο, να ταυτιστούν με μία εθνική ομάδα και να θεωρούν αλλότριους τα μη μέλη της. (7/6/2008)

Τρίτη παρατήρηση Υπάρχει η κατηγορία κατά όσων αποδέχονται την αντικειμενικότητα του έθνους ότι κάνουν λόγο για κάποια αναλλοίωτη εθνική ουσία. Δεν μπορούμε ασφαλώς να μιλάμε για το έθνος ως κάτι μονολιθικό, ότι το έθνος παραμένει ίδιο σε όλες τις εποχές. Άλλη ήταν η αρχαιοελληνική ταυτότητα και άλλη η νεοελληνική. Άλλη ήταν η νεοελληνική ταυτότητα του 1890 και άλλη η σημερινή. Η ασάφεια στους ορισμούς του έθνους δεν σημαίνει κάτι εναντίον της ύπαρξής του. Άλλοτε κύριος παράγοντας εθνοποιητικός είναι η θρησκεία, άλλοτε η γλώσσα, άλλοτε το έδαφος, άλλοτε οι κοινοί αγώνες, αλλά απλώς δίνεται έμφαση σε έναν ή ορισμένους από τους παράγοντες αυτούς. Π.χ. για τους Γερμανούς ο παράγοντας θρησκεία ήταν εντελώς  ασήμαντος και μάλιστα αντεθνικός, αφού δεν είναι όλοι οι Γερμανοί πιστοί μιας εκκλησίας. Αντίθετα, για τους Έλληνες ή τους Εβραίους ή τους Τούρκους, είναι σημαντικότατος. Για τους Ελβετούς πάλι η γλώσσα δεν έχει σημασία, αφού είναι τρίγλωσσοι. Αλλού (λ.χ. ΗΠΑ ή και Γαλλία, ώς ένα σημείο) καθοριστική σημασία είχε η έννοια του πολίτη. Όπως το Εγώ του δεκάχρονου διαφέρει από το Εγώ του εβδομηντάρη, εμφανισιακά και ως ταυτότητα, και ωστόσο θεωρούμε ότι είναι το αυτό, έτσι και η εξέλιξη ενός έθνους δε συνεπάγεται ότι το έθνος που βλέπουμε σήμερα δεν είναι το ίδιο έθνος με εκείνο που υπήρχε πριν 500 χρόνια.

Τέταρτη παρατήρηση. Αποτελεί μάλλον παρανόηση η οποία βολεύει τόσο τους ακροδεξιούς όσο και τους αντεθνικιστές ο καθορισμός του έθνους βάσει του αίματος ή της φυλής. Βέβαια στην Αρχαιότητα έκαναν λόγο για "ομόφυλο", ωστόσο δεν έκαναν λόγο για dna και κρανιολογικές ή αιματολογικές μελέτες, όπως οι σύγχρονοι ρατσιστές. Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους βολεύονται με τον αχυράνθρωπο-ιδεολογικό τους αντίπαλο, τον οποίον κατασκευάζουν, και ο οποίος πρεσβεύει ότι υπάρχει ελληνική φυλή αμόλυντη ή με μικρές προσμείξεις. Προφανώς δεν έχουν ακούσει τίποτα για ταυτότητα και νομίζουν ότι η ταυτότητα ενός ατόμου είναι το DNA του, η φάτσα του, το ύψος του. Ίσως να θεωρούν ότι η ταυτότητα αυτή μεταβιβάζεται από γονιό σε παιδί κληρονομικά, δηλαδή θεωρούν ότι η παιδεία, η εκπαίδευση, η ανατροφή, η κοινωνικότητα δεν δημιουργούν, δεν μεταβάλλουν, δεν διατηρούν την ταυτότητα. Γεγονός παραμένει ότι ακροδεξιοί και αντεθνικιστές έχουν την ίδια αντίληψη για την εθνική ταυτότητα: ως κοινότητα/ταυτότητα αίματος, ράτσας. Περιέργως όσοι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους έχουν κριτήριο τη φυλή, δεν αποκαλούν Έλληνες τους (περισσσότερους) Τούρκους της Ανατολίας, οι οποίοι κατάγονται από εξισλαμισμένους ελληνορθόδοξους, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν να αποκαλούν Αλβανούς τους ορθόδοξους Αρβανίτες της Ελλάδας ή τους Σουλιώτες. Κριτήρια όπως η παιδεία (αγράμματοι οι πολλοί ήταν τότε, ναι, αλλά ελληνικά ή ρουμάνικα σχολεία έκτιζαν κι έστελναν τα παιδιά τους οι Βλάχοι; Ελληνική παιδεία ή αραβοϊσλαμική ήταν αυτή που επιδίωκαν οι πλούσιοι της Κρήτης, ορθόδοξοι ή μουσουλμάνοι;) οι κοινοί αγώνες (συμμετείχαν σε πολέμους υπέρ ή κατά των εχθρών των ("μη αμφισβητούμενων" για την εθνότητά τους) Ελλήνων της εποχής τους οι "αμφισβητούμενοι Έλληνες";) αγνοούνται τελείως. Έτσι μόνο μπορεί κανείς να αναρωτιέται πώς οι εξισλαμισμένοι Πόντιοι έγιναν Τούρκοι ενώ οι χριστιανοί έμειναν Έλληνες, ώστε να αποδείξει το "πρόσφατο" του έθνους. Σα να ήταν το έθνος ζήτημα φυλής.
            Όπως και να έχει το πράγμα (ανεξάρτητα από τη σχέση βιολογικής και εθνικής συνέχειας), για την εξακρίβωση της βιολογικής συνέχειας ή ασυνέχειας ενός έθνος είναι απαραίτητες μόνο επιστημονικές μέθοδοι οι οποίες χαρακτηρίζονται "ναζιστικές" από τους αντιεθνικιστές: οι εξετάσεις του DNA, οι μετρήσεις κρανίων και συναφών δεικτών κ.λπ. Στο σημείο αυτό οι αντιεθνικιστές ουσιαστικά "αποδεικνύουν" επιστημονικά την βιολογική ασυνέχεια χρησιμοποιώντας ένα πολιτικό επιχείρημα, ότι τα εργαλεία για την διαπίστωση τής (α)συνέχειας είναι φασιστικά. Σοβαρή και αντικεμενική διαπίστωση όμως για την ύπαρξη βιολογικής συνέχειας μιας ομάδας ή ενός έθνους μπορεί να γίνει μόνο με επιστημονικές, ουδέτερες πολιτικά ή ιδεολογικά, μελέτες και εργασίες, οι οποίες αναγκαστικά θα χρησιμοποιήσουν τέτοιες μεθόδους. Εφόσον οι αντιεθνικιστές ή οι εθνικιστές δεν προσκομίζουν πορίσματα από τέτοιες επιστημονικές εργασίες, ο διάλογος για τη βιολογική συνέχεια είναι ανούσιος: Γιατί, ανεξάρτητα από το ποιος πρωτοδιατύπωσε την άποψή του για βιολογική συνέχεια ή ασυνέχεια, τόσο αυτός όσο και ο αντίπαλός του πρέπει να αποδεικνύει όσα λέει. Το επιχείρημα ότι χάρη... στις πολλές σεξουαλικές επαφές μεταξύ Βησιγότθων και Αρχαιοελλήνων δεν έμεινε τίποτε, ούτε στάλα αίματος αρχαιοελληνικού, είναι απλώς λογικοφανές, όχι λογικό - χώρια που παραγνωρίζει ότι η βιολογική συνέχεια παίζει δευτερεύοντα ρόλο στην εθνική συνέχεια.

Πέμπτη παρατήρηση. Η ανάλυση για την ύπαρξη έθνους με βάση αποκλειστικώς ή κυρίως την ύπαρξη εθνικής συνείδησης, όπως αυτή εννοείται τώρα. Τέτοια είδους έρευνα, με τη βοήθεια ερωτηματολογίων, παραγνωρίζει τα ιστορικά δεδομένα. Για παράδειγμα, στην Αρχαιότητα η πλειοψηφία ήταν αναλφάβητη, ωστόσο δεν ήταν λιγότερο φανατικά προσανατολισμένη στα συμφέροντα της πόλης-κράτους από όσο είναι σήμερα η πλειοψηφία των εγγράμματων στο εθνικό κράτος. Επιπλέον η αναγνώριση έθνους μόνο δια της εθνικής συνείδησης παραγνωρίζει ότι ένα έθνος παλαιό μπορεί να αναγνωρίζεται ως έθνος από τους τριγύρω του λαούς και μάλιστα ως έθνος με διαχρονική συνέχεια, δίχως τα μέλη του να εμφορούνται από την νεωτερική εθνική συνείδηση. Έτσι λ.χ. για τους Άραβες, τους Βούλγαρους, τους Αρμένιους, τους Ρως, τους Δυτικούς, οι Βυζαντινοί ήταν Γραικοί, δρούσαν ως κράτος του έθνους των Γραικών και γι' αυτό πρέπει να αναγνωριστεί αντίστοιχο έθνος παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε βυζαντινή εθνική συνείδηση (Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι οι οπαδοί της ασυνέχειας Βυζαντίου-Ελληνισμού λανθασμένα πιστεύουν πως «οι ασπαζόμενοι το ιδεολόγημα της συνέχειας χρησιμοποιούν αυτές τις (τότε) απαξιωτικές και υποτιμητικές εκφράσεις των Ευρωπαίων [= το Γραικός] για να αποδείξουν την ελληνικότητα του Βυζαντίου»· το «Γραικός» οι Δυτικοί Ευρωπαίοι το χρησιμοποιούσαν και πριν από τον 9ο αιώνα, πριν δηλαδή του δώσουν αρνητική σημασία. Δηλαδή, απλώς, από μια στιγμή και μετά το εθνικό Γραικός απέκτησε για τους Δυτικούς και υποτιμητική σημασία -  όχι ότι πιο πριν ή πιο μετά δεν σήμαινε για τους Δυτικούς τον εθνικά Γραικό, τον Έλληνα. Γι’ αυτό το λόγο οι χαρακτηρισμοί Δυτικών (αλλά και Αράβων) για τους «Γραικούς» Βυζαντινούς αναφέρονται, στην περίπτωση των Δυτικών, και στον εθνικό χαρακτηρισμό, στην περίπτωση των Αράβων μόνον σε αυτόν: έτσι, αποδεικνύουν την ελληνικότητα της Ρωμανίας). Αντίθετα από την ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, δηλαδή, είναι σημαντικότερη η ιδέα που έχουν οι τριγύρω για αυτόν, αν σκοπός μας είναι να διαπιστώσουμε την αυτοτέλειά του. Εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει ένα βασικό σφάλμα: Ένα είδος νοησιαρχίας, χάρη στην οποία το έθνος υπάρχει μόνο όταν κάποιοι κάνουν λόγο γι' αυτό ή μόνο αν το συνειδητοποιούν. Προηγείται όμως ένα πράγμα και έπεται η συνειδητοποίησή του και, έπειτα, η νοητική επεξεργασία ή διάπλασή του. Η "νοησιαρχική" άποψη προϋποθέτει ότι σημασία έχει τι πιστεύει το υποκείμενο για τον εαυτό του και όχι τι είναι ή τι πιστεύουν οι τριγύρω του για τον εαυτό του. Αλλά είναι ολοφάνερο ότι καθένας μπορεί να φαντάζεται οποιαδήποτε ανοησία για τον εαυτό του. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι ενάντια στη λογική της άποψης αυτής: Οι μεσαιωνικοί Βυζαντινοί πίστευαν ότι είναι Ρωμαίοι και τίποτε άλλο. Την ίδια στιγμή όμως Άραβες, Τούρκοι, Πέρσες, Σλάβοι, Σύριοι, Αρμένιοι, Δυτικοί τους θεωρούσαν Γραικούς ή ταύτιζαν (λ.χ. Άραβες και Σέρβοι) το Γραικός με το Ρωμαίος, με άλλα λόγια τούς θεωρούσαν Έλληνες. Περίεργο, η νεοελληνική θεωρία "είσαι ό,τι δηλώσεις" να γίνεται για την ασυνέχεια και να υποστηρίζεται.
            Εδώ αξίζει να γίνει λόγος για την αντιφατικότητα ορισμένων απόψεων σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων αποδεικνύεται η ύπαρξη ενός έθνους.
i) άλλοτε υποστηρίζεται ότι η γλώσσα συνεπάγεται και ύπαρξη αντίστοιχου έθνους και άλλοτε ότι η γλώσσα δεν σημαίνει τίποτε. Για παράδειγμα, για ένα έθνος το οποίο δεν έχει δώσει δείγματα γραπτού λόγου πριν το 1944, το σλαβομακεδονικό, ισχυρίζονται ότι όσοι μιλούσαν τα βουλγαρομακεδονικά ήταν εθνικά "Μακεδόνες" ήδη από τα 1900. Όταν όμως πρόκειται για το ζήτημα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, οι ίδιοι άνθρωποι αρνούνται να λάβουν υπόψη τους ότι η ελληνική γλώσσα μιλιέται και γράφεται αδιάλειπτα, και ισχυρίζονται ότι το γεγονός αυτό δε σημαίνει π.χ. πως υπήρχε ελληνικό έθνος στα 800 μ.Χ. ή πως η ελληνική συνέχεια είναι πραγματικότητα.
ii) άλλοτε υποστηρίζεται ότι ο έντυπος λόγος είναι η γενεσιουργός αιτία του εθνικισμού και του έθνους και άλλοτε οι ίδιοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι σε δεδομένο χρόνο υπήρχαν συγκεκριμένα έθνη, αν και αυτά δεν είχαν ούτε δικό τους έντυπο λόγο ούτε σχολεία (στα οποία προπαγανδίζονταν ο εθνικισμός και η εθνική συνείδηση) ούτε αστική τάξη η οποία τα χρηματοδοτούσε. Το παράδειγμα είναι το ίδιο: το σλαβομακεδονικό έθνος, του οποίου την ύπαρξη ήδη από τα 1900 δέχονται ορισμένοι - προφανώς διότι το έθνος αυτό είναι τόσο μοναδικό, ώστε αν και (υποστηρίζουν τα μέλη του ότι) οι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι εφευρέτες του σλαβικού αλφαβήτου, ανήκουν σε αυτό, δεν απέδωσε στη λογοτεχνία πριν τα 1944 κανένα κείμενο, ενώ δεν υπήρχαν "μακεδονικά" σχολεία στα 1900. Αντίθετα, οι ίδιοι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους αρνούνται την ύπαρξη ελληνικού έθνους πριν τους Νεοέλληνες Διαφωτιστές, αν και ο (έντυπος) γραπτός ελληνικός λόγος τυπωνόταν πολύ πριν τους τελευταίους και ανιχνεύεται σε όλους τους αιώνες μετά τον 7ο π.Χ.
iii) άλλοτε υποστηρίζεται η φυλή ως τεκμήριο της εθνικής καταγωγής και άλλοτε αποκρούεται ως φασιστικό κριτήριο. Έτσι, η δίγλωσση σλαβοφωνία μετατρέπεται σε απόδειξη φυλετικής καταγωγής από Σλάβους, ενώ από την άλλη, όταν παρόμοιες σκέψεις γίνονται για την περίπτωση των νεοελλήνων (βλαχόφωνων, αρβανιτόφωνων, τουρκόφωνων), αυτές θεωρούνται - από τους ίδιους οπαδούς της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους - αντιδημοκρατικές και ανιστόρητες.
iv) άλλοτε γίνεται λόγος για προΰπαρξη αστικής τάξης. Οι Σλαβομακεδόνες όμως δεν είχαν αστική τάξη στα 1900 (στο Ίλιντεν), κι όμως οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους υποστηρίζουν - κατ' εξαίρεση - ότι υπήρχε μακεδονικό έθνος.
            Ώστε τα κριτήρια της γλώσσας, του έντυπου λόγου και της φυλής χρησιμοποιούνται με εντελώς αντιφατικό τρόπο. (7/6/2008)
            Αξίζει να παρατηρηθεί, βέβαια, η εθνολογική μέθοδος ορισμένων. Ερευνούν τον τρόπο σχηματισμού του έθνους, εθνικισμού και εθνοκράτους λ.χ. στη Ζιμπάμπουε, στο Περού ή στην Αλγερία, και βάσει αυτού αποφαίνονται για την περίπτωση της Ελλάδας ή της Τουρκίας. Διότι, προφανώς αφού έτσι συνέβη στο Κονγκό ή στο Ισλάμ, έτσι θα συμβαίνει και παντού. Αλλά και η δυτικοκεντρική εθνολογική αντίληψη είναι εσφαλμένη. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα έθνη παγκοσμίως γεννήθηκαν εξαιτίας της νεωτερικότητας και της εκβιομηχάνισης επειδή τότε εμφανίστηκαν τα εθνοκράτη στη Δύση. Δεν εμφανίστηκαν τα έθνη παντού την ίδια στιγμή, αφού είναι διαφορετικές οι κοινωνίες στις οποίες γεννιώνται αυτά. Άλλη η περίπτωση της Ιταλίας (πρώτα ο εθνικισμός, μετά το κράτος, μετά το έθνος), άλλη της Γαλλίας, άλλη της Ελλάδας (πρώτα το έθνος, μετά ο εθνικισμός, μετά το κράτος). Η μη χρήση των σύγχρονων όρων της εθνικής ιδεολογίας δεν σημαίνει την απουσία έθνους και εθνικού πνεύματος, εκτός κι αν το σημαίνον καθορίζεται απόλυτα από τον όρο που χρησιμοποιούμε γι' αυτό.
            Ειδικότερα το θέμα της εκπαίδευσης με την εθνική συνείδηση, από τη μία ορισμένοι τονίζουν ότι εθνική συνείδηση αποκτάται μέσω της σχολικής εκπαίδευσης και, εν μέρει, του στρατού. Από την άλλη, για την περίπτωση του νεοελληνικού έθνους, ισχυρίζονται ότι οι χριστιανοί Ρωμιοί απέκτησαν ελληνική εθνική συνείδηση λόγω των κηρυγμάτων και των βιβλίων των Νεοελλήνων Διαφωτιστών. Όμως ο δεύτερος ισχυρισμός έγινε πραγματικότητα πριν την δημιουργία κρατικής εκπαίδευσης, και άλλωστε οι απλοί άνθρωποι του 1821 δεν ήταν δυνατόν να πολεμούν για κάτι στο οποίο δεν πίστευαν ή αντιτίθεντο (την άποψη ότι οι ίδιοι είναι και Έλληνες εκτός από χριστιανοί). Έτσι, ενώ τα γεγονότα κάνουν λόγο για εθνική συνείδηση πριν την καθολική σχολική εκπαίδευση, υποπίπτουν σε λάθος τόσο ισχυριζόμενοι ότι πριν την καθολική σχολική εκπαίδευση δεν υπήρχε εθνική συνείδηση όσο και διότι οι αγράμματοι χριστιανοί Ρωμιοί του 1821 ήταν αδύνατο να διαβάσουν τα εθνεγερτικά βιβλία των Νεοελλήνων Διαφωτιστών. Αλήθεια ποια καθολική σχολική εκπαίδευση και ποια βιομηχανία υπήρχαν στην Ελλάδα πριν το 1821, οι οποίες θα καθιστούσαν την προεπαναστατική ελληνική κοινωνία νεωτερική κι έτσι θα έφερναν στο προσκήνιο τον εθνικισμό; Αναγκαστικά οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους θα υποστηρίξουν ότι οι λόγιοι Έλληνες Διαφωτιστές ευθύνονται για την εμφάνιση της ελληνικής ιδέας, έχοντας μεταφέρει τη λατρεία για την Ελλάδα από τη Δύση στην οποία μορφώθηκαν. Για το θέμα της επιρροής των λογίων γίνεται παρακάτω λόγος - προς το παρόν αξίζει να αναφερθεί ότι δεν ήταν πρώτοι οι Διαφωτιστές αυτοί που έκαναν λόγο για Ελλάδα και ελληνικό έθνος.
            Ότι κάνουν λάθος σχετικά με την επίδραση της εκπαίδευσης (ή το βαθμό επίδρασής της) στην εθνική συνείδηση οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους φαίνεται από την επίδραση της εκπαίδευσης και της αγραμματοσύνης στην θρησκευτική συνείδηση. Οι παραπάνω αναγνωρίζουν ότι στην προνεωτερική εποχή υπήρχε (είχαν όλοι) θρησκευτική συνείδηση. Όμως, όπως και το έθνος, έτσι και η θρησκεία βασίζεται σε κείμενα στα οποία καθορίζεται αυστηρά το δόγμα. Παρ' όλο που οι προνεωτερικοί άνθρωποι δεν πήγαιναν στο σχολείο και ήταν αγράμματοι, είχαν θρησκευτική συνείδηση. Ήξεραν ότι ήταν χριστιανοί, αλλά δεν ήξεραν ακριβώς τα δόγματα, τα οποία όμως θα έπρεπε να γνωρίζουν επακριβώς, αν πρέπει να δεχτούμε ότι είχαν θρησκευτική συνείδηση. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το έθνος. Δε σημαίνει ότι έχεις διαβάσει τα άπαντα των Αρχαίων, ώστε αρχίσεις να αισθάνεσαι Έλληνας. (26/7/2008) Αλλά και η λεγόμενη φαντασιακή ταυτότητα της θρησκείας, παρ' όλο που υπήρξε προνεωτερικό φαινόμενο, ήταν υπαρκτή αν και η θρησκεία βασιζόταν σε γραπτά κείμενα και, συνεπώς, απαιτούσε κάποιο βαθμό εγγραμματοσύνης. Παρ' όλο που επικρατούσε η αγραμματοσύνη, η φαντασιακή θρησκευτική ταυτότητα ήταν κυρίαρχη: Πράγμα που δείχνει ότι ο ρόλος της εκπαίδευσης και της εγγραμματοσύνης δεν είναι τόσο μεγάλος όσο υποστηρίζεται. Ακριβώς όμως και το έθνος υπήρχε, πριν την εγγραμματοσύνη, ως φαντασιακή κοινότητα δίχως να απαιτείται απολυτήριο Δημοτικού ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (25/8/2008).
            Εξάλλου, αν η βιομηχανική εποχή είναι η μόνη εποχή στην οποία είναι δυνατός ο εθνικισμός και αν η βιομηχανική εποχή είναι "μια εποχή κατά την οποία όλοι μπορούν και οφείλουν να διαβάζουν" (Γκέλνερ, Έθνη και εθνικισμός, σ. 143), τότε στην Ελλάδα τον 19ο αι. και στο α' μισό του 20ού συνυπάρχουν εθνικισμός και αναλφαβητισμός, καθώς η Ελλάδα δεν ήταν ούτε βιομηχανική κοινωνία ούτε κοινωνία στην οποία όλοι μπορούσαν και όφειλαν να διαβάζουν. Πράγμα που σημαίνει ότι ούτε η υποχρεωτική εκπαίδευση ούτε η γνώση της γραφής και της ανάγνωσης ούτε η εκβιομηχάνιση είναι αναγκαίες για την ύπαρξη εθνικισμού - πόσο μάλλον έθνους. (5/6/2009)
            Κάθε νόημα είναι "φαντασιακό", γιατί ο άνθρωπος είναι παραγωγός νοημάτων και τέτοια νοήματα είναι το έθνος, η κοινωνία, το άτομο του Διαφωτισμού κ.ο.κ. Ισχυρίζονται ορισμένοι ειδικά για το έθνος κάτι το οποίο γιατί αφορά κάθε νοηματοδότηση και κάθε έκφανση της δραστηριότητας του Ανθρώπου. Δεν συνιστά η θρησκευτική κοινότητα μια "φαντασιακή κοινότητα" πέρα από την άμεση προσωπική σχέση, στην οποία λ.χ. ο ορθόδοξος της Ρωσσίας αναγνωρίζει ως αδελφό τον ορθόδοξο της Ελλάδας ή ο μουσουλμάνος της Αραβίας αναγνωρίζει ως αδελφό τον μουσουλμάνο της Αμερικής, ανεξάρτητα του αν γνωρίζονται αναμεταξύ τους προσωπικά; Αλλά αν το φαντασιακό αφορά τα πάντα, ως νοηματοδοτήσεις συλλογικές ή ατομικές (δανεισμένες από άλλα άτομα μέσω της μίμησης), τότε το εθνικό φαινόμενο δεν περιγράφεται μόνο/κυρίως με την προσφυγή στον όρο φαντασιακό.
            Οι ορισμοί του έθνους βάσει νεωτερικών κριτηρίων δεν επαρκούν. Η δήθεν απαίτηση "να έχει καθορισμένα σύνορα" ένα έθνος δείχνει άγνοια λ.χ. της αοριστίας στις διακηρύξεις των ελλήνων εθνικιστών του 19ου αι. περί των βορείων συνόρων του ελληνικού κράτους. Ούτε τα περί εθνικού στρατού (το Βυζάντιο μεταξύ 8ου και 11ου αι., όταν είχε "εθνικό" στρατό, δίχως μισθοφόρους, άραγε ήταν εθνικιστικό; Το βασίλειο της Νίκαιας, που επίσης έπραττε το ίδιο και μάλιστα πριμοδοτούσε την εθνική οικονομία;), τη στιγμή που η Γαλλία και η Βρετανία είχαν στρατούς από άτομα που κατάγονταν από τις αποικίες τους.

Έκτη παρατήρηση. Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους θεωρούν πως ο λόγος για εθνική συνέχεια βασίζεται στην διαστρέβλωση και παρερμηνεία από τους σημερινούς υπέρμαχους της προνεοτερικής ύπαρξης του έθνους τού θρησκευτικού συναισθήματος. Λένε λ.χ. ότι η θρησκεία αυθαίρετα μετατράπηκε σε κριτήριο, μεταγενέστερα από τους εθνικιστές, εθνικής ταυτότητας. Είναι οπωσδήποτε λάθος η άποψη αυτή, ότι για τους προνεωτερικούς λαούς η θρησκεία ήταν απλώς θρησκεία και όχι συνυφασμένη με την κοινότητά τους, τον πολιτισμό της, τα πεπρωμένα της κ.λπ. Είναι αλήθεια βέβαια ότι στην προνεωτερική εποχή η θρησκεία ήταν ο ισχυρότερος δεσμός μεταξύ των ανθρώπων. Διόλου όμως δεν ήταν ανύπαρκτη η συναίσθηση της διαφορετικότητας λόγω «φυλετικών»/εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Είναι γνωστά τα εχθρικά αισθήματα αλλά και η συμπεριφορά μεταξύ των χριστιανών Αρμένιων και των χριστιανών Βυζαντινών, των χριστιανών Βυζαντινών και των χριστιανών Βουλγάρων, των μωαμεθανών Οσμανών και των μωαμεθανών απογόνων των Σελτζούκων (οι πρώτοι χρειάστηκαν πολύ ισχυρότερους και μεγαλύτερους σε διάρκεια αγώνες για την καθυπόταξή τους από ό,τι για την καθυπόταξη των Βαλκανίων), των ομόδοξων Άγγλων-Γάλλων. Είναι επίσης γνωστό ότι η θρησκεία συνδεόταν με το κράτος και την κοινότητα στην Αρχαιότητα. Επομένως η άποψη ότι, κατά το Διαφωτισμό, το θρησκευτικό συναίσθημα μετατράπηκε σε εθνικό από τους διανοούμενους, δεν λαμβάνει υπόψη της ακριβώς τις διαμάχες μεταξύ ομόδοξων και ομόθρησκων λαών. Ασφαλώς στα προνεωτερικά χρόνια το αίσθημα της κυριαρχίας σπάνια ήταν εθνικό. Ωστόσο πόλεμοι συνέβαιναν και για "εθνικούς" λόγους (Μηδικοί, Αλέξανδρος, Ρώμη) στην Αρχαιότητα. Το ίδιο και στο Μεσαίωνα, όπου η έννοια της πατρίδας (ειδικά μετά την άλωση του Βυζαντίου στα 1204) οριοθετείται έναντι των βλέψεων των Βουλγάρων (βυζαντινός άρχοντας καλεί τους Φιλιππουπολίτες να παραδώσουν την πόλη τους, επειδή είναι "καθαροί το γένος Ρωμαίοι" και όχι Βούλγαροι) και των Λατίνων σε εδάφη τα οποία θεωρούνται αυτοδίκαια ελληνικά. Ότι σήμερα τα έθνη επιζητούν να έχουν δικό τους κράτος δεν οφείλεται στην ανυπαρξία του έθνους πριν το νεωτερικό κράτος, αλλά στην αδυναμία των πολυεθνικών κρατών να εγγυηθούν την ασφάλειά τους (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία). Αντιφάσκουν όσοι από τη μία λεν ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι Τούρκοι, κι από την άλλη ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε η θρησκεία (έγινε αντικείμενο καπηλείας από τους εθνικιστές) ως κριτήριο εθνικής συνείδησης και διαχωρισμού Ελλήνων και Τούρκων. Είτε η θρησκεία είναι αποκλειστικά θρησκεία κι όχι ενίοτε και εθνικό κριτήριο είτε οι μουσουλμάνοι Θρακιώτες είναι Τούρκοι ή μη Έλληνες ακριβώς επειδή, σε αντίθεση με τους χριστιανούς Θρακιώτες, εξισλαμίστηκαν.
            Πάντως το επιχείρημα ότι παλαιότερα υπήρχε μόνο θρησκεία και όχι έθνος και ότι αργότερα, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, η θρησκεία προσαρμόστηκε έτσι ώστε να ταυτίζεται με το έθνος, στέκει ή πέφτει ανάλογα με το αν η θρησκεία θεωρηθεί μόνο θρησκεία ή αν θεωρηθεί ότι η θρησκεία είναι και άλλα πράγματα. Αλλά είναι προφανές ήδη στην Αρχαιότητα ότι η θρησκεία όχι λίγες φορές ταυτιζόταν με το έθνος και τον τοπικό πατριωτισμό. Επιπλέον η άποψη ότι η θρησκεία παλαιότερα (προνεωτερικά) ήταν μόνο θρησκεία και όχι έθνος ή κέντρο ενός έθνος ισοδυναμεί με την άποψη λ.χ. ότι ο μαρξισμός στην Ρωσσία του 1945 ή την Α. Ευρώπη του 1945-89 ήταν μόνο μαρξισμός και τίποτε άλλο. Δεν μπορεί να ειπωθεί σοβαρά ότι ο μαρξισμός στην ΕΣΣΔ ήταν απλώς μαρξισμός. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί και για τη θρησκεία στην προνεωτερική εποχή. (26/7/2008) Ασφαλώς το αντεπιχείρημα ότι οι θρησκείες μιας αγροτικής κοινωνίας ήταν πολλές και επικράτησε απλώς μία από αυτές δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις, παρά μόνο εκείνες στις οποίες όντως μία από τις θρησκείες που σε ένα σύνολο ατόμων ήταν αποδεκτές κατάφερε να θεωρηθεί εθνική θρησκεία. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την Ελλάδα της Τουρκοκρατίας, όπου υπήρχε μία θρησκεία, η Ορθόδοξη.
            Συνεπώς η επαναλαμβανόμενη άποψη ότι οι επαναστάσεις πριν το 1821 ήταν επαναστάσεις χριστιανών κατά μουσουλμάνων κι όχι Ελλήνων χριστιανών κατά Τούρκων μουσουλμάνων είναι εσφαλμένη. Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους το μόνο που κάνουν είναι ακριβώς να επαναλαμβάνουν την αντίληψη την οποία οι ίδιοι, τώρα, έχουν για τη θρησκεία - ότι, δηλαδή, είναι μια ατομική υπόθεση - και να προσπαθούν να προσαρμόσουν τις παλαιότερες συνθήκες, στις οποίες η θρησκεία ταυτιζόταν με το έθνος ή και το δημιουργούσε με τις τωρινές συνθήκες - στις οποίες όντως η θρησκεία είναι ή τείνει να γίνει ατομική, ιδιωτική υπόθεση. Αλλά επειδή σήμερα η θρησκεία παίζει έναν ορισμένο κοινωνικό ρόλο, ως προσωπική υπόθεση, δε σημαίνει ότι και παλιότερα έπαιζε τον ίδιο ρόλο και δεν ήταν σημαντική ή κύρια συνιστώσα της δημιουργίας της συλλογικής κοινωνικής και εθνικής ταυτότητας. Μόνο η διανοητική τεμπελιά δεν επιτρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο στον οποίο η συλλογική ταυτότητα της κοινότητας διαμορφώνεται και από τη θρησκεία δίχως να έχουμε θρησκευτική ή θεοκρατική κοινότητα.
            Επιπλέον η άποψη ότι "το τίμημα που οι υψηλοί πολιτισμοί πληρώνουν για να μεταβληθούν σε ιδίωμα ολόκληρων εθνικών επικρατειών, αντί να συνεχίσουν να ανήκουν αποκλειστικά σε ένα κληρικό στρώμα, είναι η εκκοσμίκευσή τους (...) παύουν πλέον να είναι συνδεδεμένοι με κάποιο δόγμα. (...) Ένα απόλυτο δόγμα για όλους και μια υψηλή κουλτούρα για μερικούς, μετατρέπεται τώρα σε μια απόλυτη κουλτούρα για όλους και ένα δόγμα για μερικούς. Η Εκκλησία οφείλει να παραδοθεί και να αυτοδιαλυθεί, εάν θέλει να περιλάβει στους κόλπους της την κοινωνία ολόκληρη" (Γκέλνερ, Έθνη και εθνικισμός, σ. 145-6) δεν ισχύει ιστορικά, γιατί τέτοια διάλυση δε συνέβη λ.χ. κατά την κρατικοποίηση της χριστιανικής εκκλησίας (όταν έγινε θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τμήμα της ρωμαϊκής κουλτούρας) και την συμπερίληψη εκ μέρους της ολόκληρης της κοινωνίας, παρά μόνο κάποια ηθική χαλάρωση και σχετική ανεκτικότητα σε αυτήν. Είναι άλλο πράγμα η εκκοσμίκευση ("η Εκκλησία του κυριακάτικου πρωϊνού") και άλλο η μετατροπή μιας θρησκείας σε εθνοκρατική. Η ΧΟ Εκκλησία ήταν κρατική, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι υπήρξε κάποια εκκοσμίκευση-αποθρησκειοποίηση, δικιά της ή του κράτους, παρά μια μεγαλύτερη ανεκτικότητα σε εξωεκκλησιαστικές ελληνορωμαϊκές συνήθειες. Άλλο αυτού του είδους η εκκοσμίκευση και άλλο η εκκοσμίκευση-αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας: Κρατική ήταν στο Βυζάντιο η ΧΟ Εκκλησία, κρατική και στο νεοελληνικό κράτος, στο πρώτο δεν υπήρξε εκκοσμίκευση-αποθρησκειοποίηση όμως. Λανθασμένη είναι και η άποψη ότι οι υψηλοί πολιτισμοί "όσο βρίσκονταν στα χέρια μιας αυλής ή ενός αυλικού στρώματος ή ενός κλήρου, είχαν την τάση να είναι διεθνοτικοί και ακόμη δια-πολιτικοί" (Γκέλνερ, ό.π., σ. 143), αφού, όπως φαίνεται κατά την Τουρκοκρατία η ελληνορθόδοξη παράδοση εξελλήνιζε τους Ορθόδοξους και μη Έλληνες Βαλκάνιους (π.χ. Μοισιόδακας) και, αντίστοιχα η τουρκομουσουλμανική και αραβομουσουλμανική παράδοση εκτούρκιζε και εξαράβιζε τους μη Τούρκους και μη Άραβες αντίστοιχα. Έτσι, παρά το ότι μια κουλτούρα διαχεόταν σε διαφορετικά έθνη, στην ουσία τραβούσε μερίδα των μελών τους προς το έθνος από το οποίο προερχόταν ή με το οποίο είχε συνδεθεί αρχικώς, συμβολικά ή ουσιαστικά. (5/6/2009)

Έβδομη παρατήρηση. Υπάρχει η αντίρρηση, ότι οι επεξεργαστές ή οι κατασκευαστές της εθνικής συνείδησης αναπλάθουν το παρελθόν αυθαίρετα. Πως (το έθνος, μέσω των ιδεολόγων του) χρωματίζει με αληθοφάνεια γεγονότα ιστορικά, και αναπλάθει το παρελθόν του. Πως το έθνος (δηλαδή οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του) κατασκευάζει εκ των υστέρων τη βιογραφία-εθνική ιστορία του με αναμνήσεις, δηλαδή ξαναθυμάται επιλεκτικά ό,τι επιθυμεί και το συμφέρει, έτσι ώστε να έχει για τον εαυτό του μια θετική αξία και θετική συλλογική ταυτότητα. Έπειτα, υποστηρίζεται, η εθνική ταυτότητα συγκροτείται παράλληλα με την ανάδειξη κάποιου άλλου (ενός άλλου έθνους λ.χ.) ως "Εχθρού". Έτσι, η εθνική ταυτότητα είναι κατασκευασμένη πάνω σε ψεύδη, άρα και το έθνος είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτο.
            Αυτά τα διανοουμενίστικα έχουν πολλή μεγάλη πέραση, διότι νομίζουν οι υποστηριχτές τους ότι έτσι αποδεικνύεται η "ψευδής ύπαρξη" του συλλογικού υποκειμένου "έθνος". Κατ' αρχήν τέτοιες θεωρίες αποδόμησης/"σαλαμοποίησης εκ των έσω" μπορούν να εφαρμοστούν (και εφαρμόζονται) σε κάθε υποκείμενο, συλλογικό ή μη. 
            Έτσι, μπορεί και για το "Εγώ" να υποστηριχθεί ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, ότι είναι ένα κατασκεύασμα, ένα άθροισμα συναισθημάτων, βιωμάτων και σκέψεων τελείως άσχετων αναμεταξύ τους, το οποίο, μόλις συναισθανθεί τον εαυτό του, πιστεύει (ψευδώς, φυσικά) ότι είναι ένα "άτομο", ένα όν-ιεραρχία ψυχικών δυνάμεων στην κορυφή των οποίων βρίσκεται "ο" Λόγος (και μάλιστα ο κανονιστικός ορισμένου περιεχομένου). Τότε αυτό που βιώνουν μερικοί ως Άτομο (και κόπτονται υπέρ αυτού) δεν είναι παρά μια απάτη, την οποία προπαγανδίζουν. Επίσης μπορεί να υποστηριχτεί ότι και το "Εγώ" δεν λειτουργεί τόσο ορθολογικά, όσο θα 'θελαν ορισμένοι, αλλά ότι ανά πάσα στιγμή επιλέγει από την ασταμάτητη και ζαλιστική κοσμοπλημμύρα των πληροφοριών των οποίων γίνεται (έστω και άθελα, ενίοτε) δέκτης καθώς και από τα άπειρα περιστατικά του ατομικού του παρελθόντος όπως αυτά τυχαία στοιβάχτηκαν στη μνήμη του, μόνο ό,τι θεωρεί (την παρούσα στιγμή) απαραίτητο για την αυτοσυντήρησή του (ή) και την μελλοντική ενδυνάμωσή του, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τις υπόλοιπες (και περισσότερες) αναμνήσεις/πληροφορίες του παρελθόντος και τις πληροφορίες του παρόντος (διότι, αν έπραττε διαφορετικά, δηλαδή αν κατέγραφε στη συνείδησή του όλες τις πληροφορίες του παρόντος και όλες τις ατομικές αναμνήσεις του παρελθόντος και προσπαθούσε να φτιάξει μια ατομική συνείδηση-ταυτότητα από όλες αυτές, θα πνιγόταν στο πλήθος των πληροφοριών) ή διαστρεβλώνοντάς τες τόσο πολύ, ώστε να ταιριάζουν με τους σκοπούς της τωρινής αυτοσυντήρησής του/αυτοδικαίωσής του. Τέλος μπορεί να υποστηριχτεί ότι και το "Εγώ" αποκρυσταλλώνει την ταυτότητά του (και) βάσει της αντιπαλότητας προς τον Άλλο, τον Εχθρό.
            Αν λοιπόν προτιμούν οι μεταμοντέρνοι αμφισβητίες της ύπαρξης του έθνους την "αποδόμηση" αυτήν για το έθνος, τότε πρέπει να ξέρουν ότι μπορεί και πρέπει να γίνει, με τις ίδιες μεθόδους, αποδόμηση του "Εγώ": όπως αυτοί ανευρίσκουν πάντα "την ανάγκη του έθνους να ανακαλύπτει εχθρούς (άλλα έθνη)-Άλλους, ώστε να δομεί την ταυτότητά του στην αντιπαράθεσή του προς αυτά", έτσι, το ίδιο εύκολα και λογικά (αφού μια μέθοδος ανάλυσης της ταυτότητας ενός υποκειμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα υποκείμενα εκτός του έθνους), μπορεί κάποιοι άλλοι να ανευρίσκουν πάντα "την αναπόφευκτη ανάγκη του Ατόμου να ανακαλύπτει εχθρούς (άλλα άτομα ή ομάδες ατόμων), ώστε να δομεί την ταυτότητά του στην αντιπαράθεσή του προς αυτά". Η αντίρρηση ότι το "Εγώ" δεν είναι εχθρικό προς όλα τα υπόλοιπα "Εγώ", σε αντίθεση με το έθνος, είναι αβάσιμη, διότι και το έθνος δεν είναι εχθρικό προς όλα τα υπόλοιπα έθνη, αλλά μόνο με τα γειτονικά του ή με όσα έχει αντίθετα συμφέροντα ή διαφορετική ιδεολογία (λ.χ. ισλαμική-χριστιανική).
            Έτσι, λοιπόν, εάν νομίζουν ότι "αποσυναρμολογούν" το έθνος και την εθνική συνείδηση, όσοι το κάνουν, θα έπρεπε να σκεφτούν ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και εξίσου "νόμιμα" (εφόσον εφαρμόζεται η ίδια ψυχολογίστικη ανάλυση, έθνους και ατόμου) "αποσυναρμολογείται" το άτομο, το Εγώ, η ατομική συνείδηση. Όμως, αν συμβαίνει αυτό, αν δηλαδή το "άτομο" είναι ένα κακοραμμένο τσουβάλι γεμάτο άσχετα μεταξύ τους πράγματα καθώς και ένα "προϊόν αντίδρασης στην ύπαρξη ή συμπεριφορά των Άλλων" (νευρόσπαστο), αν, τέλος, αποδομηθούν τα πάντα για το άτομο  και καταλήξουμε ότι αυτό είναι απλώς διανύσματα συμπυκνωμένης ενέργειας και η ατομική ταυτότητά του ένα έντεχνα κατασκευασμένο (χάριν της αυτοσυντήρησης τής ιδέας του Ατόμου) ψεύδος, τότε όλα όσα πρεσβεύουν οι μεταμοντέρνοι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους λ.χ. τα ατομικά δικαιώματα, ο πολίτης-καταναλωτής, η "κοινωνία των πολιτών", η "ελευθερία της αγοράς", ο "πολυκομματισμός", είναι ένα ψέμα, αφού δημιουργήθηκαν και υπάρχουν χάριν ενός ψέματος, του "(ορθολογικού) Ατόμου". Και αν είναι ψέματα όλα αυτά, τότε αξίζουν να καταστραφούν (κατά τον ίδιο τρόπο που, εμμέσως, οι μεταμοντέρνοι αμφισβητίες του έθνους προτείνουν ότι, αφού το έθνος είναι ένα βλαβερό ψεύδος, τού αξίζει να εξαφανιστεί). Και τότε βέβαια τι λόγο ύπαρξης έχουν οι θεωρίες που πρεσβεύουν αυτού του είδους οι αμφισβητίες του έθνους; Μπορεί ίσως και να έχουν έτσι τα πράγματα αναφορικά με το έθνος: Όντως σε μεγάλο βαθμό αντλεί τη ζωτικότητά του από την αντιπαράθεσή του με άλλα έθνη και όντως επιλέγει από το παρελθόν ή το παρόν κυρίως όσα στοιχεία το δοξάζουν ή του δίνουν (ψυχικές) δυνάμεις για την αυτοσυντήρησή του στο παρόν και το μέλλον. Αλλά αυτός ο τρόπος ύπαρξης και αυτές οι στρατηγικές επιβίωσης διόλου δεν αποδεικνύουν την ανυπαρξία ή το ψεύδος του έθνους, διότι τις ίδιες στρατηγικές ακολουθεί και το άτομο, δηλαδή ο καθένας μας: Πότε βρίσκει έναν υλικό ή ιδεολογικό (ενσαρκωμένο όμως, με τη μορφή συγκεκριμένων ατόμων) εχθρό, ώστε να αντιστρέψει την ιδεολογία του κι έτσι να αποκτήσει ταυτότητα (ή να την ενδυναμώσει), και πότε επιλέγει από το παρελθόν ό,τι τον συμφέρει, ώστε να δικαιώνει την μέχρι τώρα ζωή του και τις ιδεολογικές του επιλογές (και όχι μόνο τις ιδεολογικές) και να αποκτά αυτοπεποίθηση απαραίτητη για το δύσκολο παρόν και το "ένδοξο μέλλον". Όπως δεν μπορεί κανείς να πει ότι "το άτομο δεν υπάρχει, επειδή εφαρμόζει αυτές τις στρατηγικές επιβίωσης", έτσι κανείς δεν μπορεί να πει ότι "το έθνος δεν υπάρχει, επειδή εφαρμόζει αυτές τις στρατηγικές επιβίωσης". Το ότι λοιπόν ο εθνικισμός χρησιμοποιεί την προϋπάρχουσα πληθώρα των πολιτισμών και τον πολιτισμικό πλούτο, πολύ επιλεκτικά ενίοτε και με τρόπο ώστε τελικά να γίνονται αγνώριστα δε σημαίνει ότι προηγουμένως δεν υπήρχαν έθνη κι ότι αυτά γεννήθηκαν από τον εθνικισμό. Είναι άλλο πράγμα η χρησιμοποίηση ενός πολιτισμικού υλικού και άλλο πράγμα το αυθαίρετο συμπέρασμα πως πριν από αυτήν δεν υπήρχε έθνος.
            Επίσης όπως υπάρχουν οι κρατικές ή οικονομικές ή θρησκευτικές ιδεολογίες που "κάνουν πλύση εγκεφάλου" στο έθνος αποκρυσταλλώνοντας την (υποτιθέμενη ελεύθερα εκλεγμένη) "εθνική ταυτότητα", υπάρχουν οι γονείς, οι φίλοι, η τηλεόραση κ.ά. που εξίσου "βίαια" ή έμμεσα επιδρούν καταναγκαστικά στο άτομο και του δημιουργούν την "ατομική συνείδηση (με συγκεκριμένο περιεχόμενο)", ακόμη και όταν το άτομο συγκατατίθεται (λ.χ. επειδή αυτοί είναι οι γονείς του). Τι θα πει κανείς; Ότι η παραπάνω "ατομική συνείδηση" δεν είναι "αυθεντική" ή "αληθινή"; Θα ήταν μάταιη η προσπάθεια να "αποκαθάρουμε" τις "ξένες" (λες και θα μπορούσε από μόνο του το άτομο να παράξει ατομική συνείδηση) επιρροές, ώστε να πούμε στο τέλος: "να το πραγματικό άτομο". Το ίδιο ισχύει και για τις επιδράσεις διάφορων ιδεολογικών μηχανισμών στην εθνική ταυτότητα/συνείδηση.
            Ότι η αναφορά σε εθνικούς μύθους ή ιδεολογήματα δεν έχει καμμία επίδραση στο γεγονός της ύπαρξης των εθνών πέρα και πριν τα ιδεολογήματα αυτά φαίνεται κι από το γεγονός ότι οι αρχαίες πόλεις κράτη πίστευαν βαθύτατα σε παρόμοια ιδεολογήματα (αυτοχθονία, κοινή καταγωγή από έναν ήρωα ή θεό κ.λπ.) δίχως να σημαίνει ότι, αντικειμενικά εξεταζόμενες, δεν ήταν τέτοιες, δηλαδή πόλεις κράτη με μακραίωνη ιστορία και με δεδομένη κοινή καταγωγή (αφού στην κλασσική αρχαιότητα οι επιμιξίες απαγορεύονταν έμμεσα ή άμεσα). Έχουμε λοιπόν μπροστά μας το γεγονός ότι οι αρχαίες πόλεις κράτη είχαν για τον εαυτό τους την ίδια μυθική αντίληψη την οποία περίπου έχουν για τον εαυτό τους τα σύγχρονα έθνη. Κανείς όμως δεν κάνει λόγο για τον φαντασιακό χαρακτήρα, για τις εθνικές αυταπάτες ή για την ανυπαρξία των πόλεων κρατών.
            Ασφαλώς κανείς δεν κάνει λόγο για ύπαρξη του έθνους πέρα από τους ανθρώπους. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο το έθνος. Και βεβαίως τα νοήματα έπονται των πραγμάτων. Αλλά για την ύπαρξη ενός νοήματος δεν προϋποτίθεται η ακριβής θεωρητική συνειδητοποίησή του και ο θεωρητικός ορισμός του. Μπορεί να υπάρχει ήδη πριν από αυτά. Άλλωστε - κι εδώ φαίνεται ότι οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους είναι "ιδεολόγοι" - οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους ξεχνούν την κριτική τους, όταν πρόκειται για το Άτομο ή την Κοινωνία. Ξεχνούν ότι και αυτά είναι νοήματα, αλλά μιλούν εναντίον του έθνους στο όνομα ιδεολογημάτων. Κανείς δε θα είχε αντίρρηση να αποδεχθεί τα λεγόμενα των οπαδών της προνεωτερικής ανυπαρξίας του έθνους, ότι το έθνος είναι μια νοηματοδότηση, αρκεί και αυτοί να έλεγαν τα ίδια για κ ά θ ε νόημα και κοσμοθεώρηση. (26/7/2008)
            Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους κατακρίνουν τη θεωρία της "εθναφύπνισης", διότι δεν αποδέχονται κανενός είδους συνέχεια. Αν ήταν συνεπείς στην θεωρία περί ασυνέχειας, θα έπρεπε μόνο βιολογική (ατομική ή ομαδική) συνέχεια να αποδέχονταν, πράγμα που τους φέρνει κοντά - αναφορικά με τα κριτήρια ταυτότητας (ατόμων ή ομάδων) - με τους ακροδεξιούς. Επιπλέον η μαχητικότητά τους εναντίον της οποιασδήποτε συνέχειας θα συνεπαγόταν έναν άκρατο σχετικισμό και μεταμοντερνισμό (όπου ακόμη λ.χ. και το άτομο δεν έχει καμμία ταυτότητα και είναι απλώς άθροισμα ενστίκτων και σκέψεων), τον οποίο βεβαίως θέλουν να αποφύγουν στο βαθμό, βέβαια, που επιδιώκουν την "ορθολογικότητα" της κοινωνίας. (15/9/2008)
            Η θεωρία της εθνογένεσης μπορεί για ορισμένα έθνη να ισχύει, αλλά είναι λιγότερο κοντά στην πραγματικότητα από αυτήν της εθναφύπνισης. Αυτό στο οποίο επικεντρώνεται και στο οποίο έχει, σε γενικές γραμμές, δίκαιο είναι ο εθνικισμός και όχι το έθνος. Δηλαδή η απαίτηση ορισμένων το έθνος τους να συγκροτηθεί σε κράτος, να είναι η βάση της ύπαρξης του κράτους. Αλλά η θεωρία της εθνογένεσης, αν ισχύουν τα παραπάνω, θα έπρεπε να καλείται θεωρία της εθνοκρατογένεσης, όχι της εθνογένεσης. Οι υποστηρικτές της αναφέρονται στην γένεση του εθνοκράτους, όχι στην γένεση του έθνους, εκτός από εκείνους οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν υπήρξε έθνος πριν το εθνοκράτος ή την απόπειρα για ίδρυση εθνοκράτους. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της εθνογένεσης θα πρέπει να υποστηρίξουν την από του μηδενός δημιουργία έθνους, ενώ οι υποστηρικτές της εθναφύπνισης απλώς θα πρέπει να αποδεχτούν ότι κάποτε το έθνος θέλησε να ιδρύσει εθνοκράτος, ότι άλλο το έθνος κι ότι άλλο το εθνοκράτος. Το πρώτο, των εθνογενετιστών, είναι πολύ πιο δύσκολο εγχείρημα - και άσχετο με το ζήτημα της απόδειξης για ύπαρξη του έθνους πριν το Διαφωτισμό. (20/2/2009)
            Μία παραχώρηση προς την ιδέα του έθνους συνιστά η άποψη ότι μπορεί να μην υπήρξε πριν το Διαφωτισμό το έθνος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι υποστηρίζεται πως το έθνος γεννήθηκε από το μηδέν. Αντίθετα, υπήρχαν οι εθνότητες, τα διάφορα πολιτισμικά υπαρκτά στοιχεία, και κάποτε, υπό την αιγίδα της ιδεολογίας του εθνικισμού το εθνοτικό ιστορικό υλικό ανασυγκροτείται, ομογενοποιείται, ιεραρχείται και ταξινομείται μέσα από επιλεκτικές και ηγεμονικές διαδικασίες συλλογικής μνήμης και λήθης, συνέχειας και ασυνέχειας, ρήξεων και ολοκληρώσεων, με αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι το έθνος αφενός να εμφανίζεται στην ιστορία αφετέρου να εμφανίζεται εκ των υστέρων ως ανέκαθεν υπάρχον. Αυτό που κάνει ο εθνικισμός δεν είναι να δημιουργεί το έθνος, αλλά να το στρέφει στην διεκδίκηση πολιτικής αυτονομίας και διαχωρισμού από τα υπόλοιπα έθνη, από ό,τι θεωρεί μη εθνικό. Η επιλεκτική ανασυγκρότηση του παρελθόντος, η ομογενοποίηση, η ιεράρχηση, η ταξινόμηση κ.λπ. συλλογικά και ατομικά έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία των λαών, πριν εμφανιστεί ο σύγχρονος εθνικισμός. Το πρόστιμο στον ποιητή για τα “οικεία κακά” που υπενθύμιζε, η damnatio memoriae είναι χαρακτηριστικά. Ο Μάρκος Αυρήλιος ήθελε να μιμηθεί τον Αλέξανδρο, ο Ιουλιανός τον Μάρκο Αυρήλιο, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θεωρούσαν πως συνεχίζουν τον Αύγουστο. Τέτοιες ανασυγκροτήσεις του παρελθόντος, που έχουν συνέπεια στην κυρίαρχη ιδεολογία, είναι κάτι το φυσιολογικότατο, όχι απλώς σε λαούς, έθνη κλπ. αλλά και στα άτομα, καθημερινά. Δεν αποδεικνύουν π.χ. ότι το τωρινό εγώ είναι άλλο από το εγώ πριν 10 χρόνια κι ότι απλώς “φαίνεται” ότι υπάρχει πάντοτε ένα εγώ. (23/3/2009)

Όγδοη παρατήρηση. Η μετατροπή μιας σωστής διαπίστωσης, ότι δηλαδή η διακήρυξη από τους λόγιους περί ύπαρξης ύπαρξης (κάποιου) έθνους κάνει ορισμένους, όσους πιστέψουν σ' αυτήν, να συμπεριφέρονται κοινωνικά ωσάν να υπάρχει/υπήρχε από πριν έθνος, ακόμη κι αν ώς τη στιγμή της διακήρυξης αντικειμενικά δεν υπήρχε  (τέτοιο) έθνος, σε ισχυρισμό ότι πριν την διακήρυξη περί ύπαρξης έθνους αυταπόδεικτα δεν υπήρχε (συγκεκριμένο) έθνος και έθνη. Η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται και τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, διότι το έθνος μπορεί να υπήρχε και πριν την διακήρυξή του ή την διαπίστωση της ύπαρξής του. Η άποψη ότι τα έθνη υπάρχουν από τη στιγμή της διακήρυξης της ύπαρξής τους είναι παραγνώριση του γεγονότος ότι ορισμένα πράγματα υπάρχουν πριν γίνει αντιληπτή και διακηρυχθεί η ύπαρξή τους. Το γεγονός ότι αποδεχόμενοι την διακήρυξη για ύπαρξη του έθνους οι λαοί μετατράπηκαν σε έθνη δεν ισχύει πάντοτε. Οι Έλληνες του 6ου αι. π.Χ. ήταν Έλληνες, δεν περίμεναν τον Ισοκράτη ή τους Πέρσες για να γίνουν τέτοιοι· ήταν τέτοιοι πριν το δηλώσουν. Πρώτα έρχονται οι άνθρωποι (με την κοινή γλώσσα ή αίσθηση κοινότητας), ο πολιτισμός τους, η κοινή δράση, και τέλος η διακήρυξη ή συνειδητοποίηση της ταυτότητας. Η έμφαση στο γεγονός της συνειδητοποίησης της κοινότητας, ως κριτήριο της ύπαρξής της, είναι εσφαλμένη.
            Ότι η εμμονή ορισμένων να κάνουν λόγο για φαντασιακή κοινότητα ή για μίσος κατά του Άλλου κ.λπ., προϋποθέτει όχι την αυστηρά επιστημονική άποψη ότι το έθνος δεν είναι υλικό φαινόμενο (με υλικές "ενδείξεις") ή έστω προνεωτερικό, αλλά την ιδεολογική άποψη ότι το έθνος είναι κάτι κακό με το οποίο πρέπει να ξεμπερδεύουμε, φαίνεται από τους ύμνους των ίδιων, λίγο-πολύ, διανοουμένων, δημοσιογράφων κ.ά. προς τα ανθρώπινα δικαιώματα (και προς όποιον απλώς τα καθιστά λάβαρο του αγώνα του ανεξάρτητα από το αν τα πιστεύει - παραγνωρίζουν ότι και αυτά μπορούν να χρησιμοποιούνται για την ανελέητη σφαγή των υποτιθέμενων παραβατών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι επομένως να επιφέρουν περισσότερη βία) και την προνεωτερική "πολυπολιτισμικότητα", π.χ. στην Οσμανική Αυτοκρατορία, στην περίπτωση της Ελλάδας. Γίνεται εξιδανίκευση της συνύπαρξης πολλών εθνοτήτων σε μια περιοχή δίχως εθνικισμούς και τέτοια βίαια πράγματα. Στην προνεωτερική, παραδοσιακή κοινωνία η συνύπαρξη ήταν αποδεκτή και περισσότερο υπαρκτή από ό,τι στις νεωτερικές κοινωνίες με μία διαφορά: στις παραδοσιακές κοινωνίες οι άνθρωποι ζούσαν σε γκέτο. Συνοικία των Τούρκων, συνοικία των Ελλήνων, των Εβραίων, των Λατίνων κ.ο.κ., απαγόρευση μετάβασης από συνοικία σε συνοικία ή κίνδυνος για τη ζωή όποιου το έκανε κ.λπ. Ασφαλώς υπήρχε διάχυση αντιλήψεων ή τραγουδιών ή εθίμων κ.λπ. Πόσο χαρακτηριστικά είναι για το θέμα αυτό τα σχετικά τραγούδια για έρωτα μεταξύ άντρα και γυναίκας διαφορετικών εθνοτήτων ή ομάδων. Φυσικά κάτι τέτοιες "λεπτομέρειες" περνούν απαρατήρητες ή αποσιωπώνται. Επομένως οι αναφορές σε προ-εθνοκρατική συνύπαρξη δείχνουν του λόγου το αληθές για τον ιδεολογικό-μη επιστημονικό προσανατολισμό των επισημάνσεων όσων αρνούνται την προνεωτερικότητα του έθνους.
            Όσον αφορά στην άποψη των «αντιεθνικιστών», ότι οι αρνητές της πολυπολιτισμικότητας νομίζουν εσφαλμένα πως ο πολυπολιτισμός είναι απλώς η συνύπαρξη διαφορετικών λαών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών, η «ύπαρξη και άλλων εθνοτήτων σε μια χώρα» και πως «ως αντίθεση στην ”πολυπολιτισμικότητα” οι εγχώριοι εχθροί του πολυπολιτισμού οραματίζονται την ....εθνοκάθαρση και την ομοιογένεια». Μπορεί κανείς να αντιστρέψει τέτοια άποψη δείχνοντας ότι ακριβώς οι «αντιεθνικιστές» (οι περισσότεροι από αυτούς, για την ακρίβεια) και υποστηρίζουν τον πολυπολιτισμό αλλά και ταυτόχρονα εξιδανικεύουν την «συνύπαρξη πολλών εθνοτήτων» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (ή θέλουν να μετριάσουν –«επιστημονικά»– την αρνητική άποψη για την Αυτοκρατορία αυτή). Δηλαδή, όσο κι αν θεωρητικά διακηρύσσεται ότι άλλο πράγμα η σημερινή πολυπολιτισμικότητα και άλλο πράγμα η προνεωτερική συνύπαρξη εθνοτήτων, πρακτικά οι δεδηλωμένοι οπαδοί της πολυπολιτισμικότητας εξιδανικεύουν (οι περισσότεροι, φυσικά) και την «δίχως εθνικισμούς και μίση» συνύπαρξη λαών και εθνοτήτων κατά την προνεωτερική εποχή, ως μια εποχή άξια νοσταλγίας, όπου επικρατούσε η ανοχή στις διαφορετικές θρησκείες και γλώσσες. Κι ακριβώς επειδή παραδόξως οι εξιδανικευτές της προνεωτερικής συνύπαρξης των λαών είναι και υπέρ του πολυπολιτισμού, γι' αυτό στην πράξη, από την ίδια την συμπεριφορά  των «αντιεθνικιστών» δεν προκύπτει καθόλου η διαφορά που επικαλούνται (μεταξύ πολυπολιτισμού και προνεωτερικής συνύπαρξης) βάλλοντας τάχα κατά των (στην φαντασία τους) οπαδών της εθνοκάθαρσης. (16/12/2009)

Ένατη παρατήρηση. Η κριτική και η εύρεση, από πολλούς, διάφορων εθνικών μύθων (ελληνικών, στην περίπτωσή μας) εμποδίζει ακριβώς την κατανόηση δύο πραγμάτων σχετικά με τους (εθνικούς) μύθους. Πρώτον, οι (εθνικοί) μύθοι βασίζονται και σε γεγονότα, τα οποία ερμηνεύονται αναγκαστικά υποκειμενικά από τα ιστορικά υποκείμενα. Ό,τι για τους Έλληνες είναι η μικρασιατική καταστροφή, μια άδικη τροπή της ιστορίας, για τους Τούρκους είναι η αίσια έκβαση του δίκαιου αγώνα για ανεξαρτησία. Δεύτερον, το κοσκίνισμα των εθνικών μύθων στο τέλος αποδεικνύει εσφαλμένα τα επιχειρήματα για σκόπιμη διαστρέβλωση της ιστορίας. Λ.χ. είναι γνωστό ότι ο Π.Π. Γερμανός δεν βρισκόταν στην Λαύρα στις 25-3-1821 και δεν όρκισε κανέναν εκεί. Βρισκόταν όμως στην Πάτρα, την ίδια μέρα, και όρκισε τους εκεί επαναστάτες, ενώ η παραπάνω ημερομηνία είχε επιλεχθεί, σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη τουλάχιστον, συλλογικά ως ημέρα έναρξης της επανάστασης. Ο εορτασμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης την ημέρα της εορτής του αγίου Δημητρίου δεν οφείλεται σε θέληση για θρησκευτική προπαγάνδα, αλλά επειδή στην Αθήνα είχε ανακοινωθεί από τον διάδοχο Κωνσταντίνο (με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων εσωτερικά αλλά και την αποθάρρυνση των Βουλγάρων, μια και "ήδη οι σύμμαχοί τους είχαν καταλάβει την πόλη") η 26η Οκτωβρίου, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν πρωτοφανείς πανηγυρισμοί, οι οποίοι, όταν ανακοινώθηκε η πραγματική ημερομηνία, δεν επαναλήφθηκαν. Οι μύθοι δηλαδή δεν είναι πάντοτε χονδροειδείς διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας ούτε καν απαραίτητα σκόπιμες, με σκοπό την δημιουργία έθνους ή την προάσπιση της θρησκείας η οποία ασφαλώς τότε δε χρειαζόταν. Συχνά προέρχονται από παρανοήσεις, παρεξηγήσεις, λανθασμένες διαδόσεις για μη θρησκευτικούς λόγους, και όχι από σατανικές συνωμοσίες εξουσιαστών και ιερατείων, τις οποίες οι "Βολταιρίσκοι" σήμερα ξεσκεπάζουν με ζήλο ιεραποστολικό.

Δέκατη παρατήρηση. Συχνά γίνεται αντιπαραβολή μεταξύ της παραδοσιακής κοινωνίας και της σημερινής κοινωνίας όπου κυριαρχεί η εθνική ταυτότητα. Η πρώτη ορίζεται ως φυσική και οι ταυτότητές της ως φυσικές, ενώ αντιπαραβάλλονται σε αυτές η ιδεολογική βία στο σύνολο του λαού προκειμένου αυτός να αισθανθεί ένα έθνος. Επίσης γίνεται αναφορά, εκτός από την ιδεολογική βία, στις μετακινήσεις πληθυσμών, στις γενοκτονίες κ.λπ. που οδήγησαν στην "εθνική καθαρότητα". Παραγνωρίζεται εδώ ότι οι προηγούμενες, προνεωτερικές καταστάσεις διόλου φυσικές δεν ήταν, αλλά ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι γενοκτονίες, η ιδεολογική βία ήταν συχνότατα, σκόπιμα φαινόμενα στην προνεωτερική εποχή κι επομένως δεν υπάρχει καμμιά ταυτότητα η οποία, σε αντίθεση με την εθνική, να είναι αυθόρμητη και φυσική.
            Σημασία για την παραπάνω άποψη έχει η "κατασκευή". Κάθε τι πολιτισμένο είναι αναγκαστικά και "κατασκευασμένο". Το αντίθετο του πολιτισμού είναι η αγριότητα, η φύση, το αντίθετο της κατασκευής. Φύση του ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί ο πολιτισμός. Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους καταφερόμενοι εναντίον του "κατασκευασμένου" έθνους, μιλάνε λοιπόν ουσιαστικά εναντίον του πολιτισμού και υπέρ της αγριότητας (παραδόξως είναι υπέρμαχοι της ειρήνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.ά. πολιτισμικών επιτευγμάτων) της φύσης, δηλαδή υπέρ των μετρήσεων κρανίων, της έρευνας σχετικά με το πόσοι Σλάβοι κατέβηκαν στα μέρη αυτά, πώς το αρχαιοελληνικό αίμα εξαφανίστηκε κ.λπ.
            Συναφής με την παραπάνω παράγραφο είναι η διερώτηση των οπαδών της προνεωτερικής ανυπαρξίας του έθνους η σχετική με τους "μη αμφισβητούμενους ως Έλληνες" της παραγράφου τής "τέταρτης παρατήρησης". Ενώ είναι πρόθυμοι να δεχθούν ότι η ταυτότητα, η ετερότητα (και, αναγκαστικά, όσο κι αν δεν το αντιλαμβάνονται: η συναίσθηση της ετερότητας και της ταυτότητας αυτής) υπήρχαν πολλούς αιώνες πριν, ήταν πανανθρώπινο χαρακτηριστικό (αφού μόνον άνθρωποι έχουν - διαφορετικές, μία εξ αυτών και η εθνική - ταυτότητα, όχι τα ζώα), από την άλλη αναρωτώνται γιατί να καλούνται Έλληνες όσοι κάτοικοι επί Τουρκοκρατίας "απλώς" ζούσαν στον ελλαδικό χώρο και "απλώς" μιλούσαν ελληνικά, "απλώς" ήταν Ορθόδοξοι, "απλώς" επαναστατούσαν κατά των Οσμανών και "απλώς" επέλεγαν (επί 20-25 αιώνες) την ελληνική παιδεία-εκπαίδευση. Η ερώτησή τους αυτή αναιρεί την πεποίθησή τους για την ύπαρξη ταυτότητας - και αναγκαστικά για τη συναίσθησή της, από όσους την μοιράζονται και από όσους δεν την μοιράζονται.
            Ότι υπάρχουν διαφορές στα περιεχόμενα ή στον τρόπο διάδοσης και αποδοχής των προνεωτερικών ταυτοτήτων σε σχέση με τις νεωτερικές ή ακόμη και στον μεγαλύτερο και αυξανόμενο αριθμό των ταυτοτήτων στην νεωτερική εποχή είναι γεγονός. Διαφορετικά δε θα υπήρχε παρά ομοιότητα μεταξύ της νεωτερικής και της προνεωτερικής εποχής ως προς τα περιεχόμενα των ιδεολογιών και τις επιδιώξεις. Ωστόσο και στις δύο εποχές η δημιουργία και η αποδοχή ταυτότητας είναι "κατασκευασμένη", δεν προκύπτει αυθόρμητα, "φυσικώς", ενώ, επιπλέον μπορεί να διαπιστώσει αναλογίες μεταξύ της νεωτερικότητας και της προνεωτερικότητας.
            Το να αποκαλείται "φυσική" η προνεωτερική ταυτότητα σε σχέση με τη νεωτερική επειδή στη νεωτερική εποχή η ένταση της διάδοσης μιας ταυτότητας (χάρη στην τηλεόραση, το διαδίκτυο, τη "μόδα" γενικά) είναι περισσότερο ομοιογενώς και συστηματικά επιβαλλόμενη, ταχύτερα διαδιδόμενη δεν ισχύει εξ ορισμού, διότι η ταυτότητα είναι κοινωνικό γεγονός. Μόνο καταχρηστικά θα μπορούσε να αποκληθεί "φυσική" η προνεωτερική ταυτότητα, αλλά και πάλι: τέτοιος καταχρηστικός ορισμός προϋποθέτει μία, υποχρεωτική αντίληψη περί του φυσικού, της Φύσης. Όπως το άτομο στην νεωτερική εποχή δέχεται από το σχολείο και τα ΜΜΕ συστηματικά τις κυρίαρχες ιδεολογίες και αντιλήψεις της κοινωνίας, με έναν τρόπο αδυσώπητο (π.χ. καταμερισμός εργασίας, διασκέδαση), αντίστοιχα το άτομο στην προνεωτερική εποχή ήταν υποχρεωμένο - με τίμημα, σε διαφορετική περίπτωση, τον εξοστρακισμό ή τον αφορισμό - να συμμορφωθεί με τις αντιλήψεις της κοινότητας, να τις εγκολπωθεί. Επιπλέον μπορεί να δει κανείς ότι ορισμένες κοινωνικές δομές παραμένουν ίδιες. Στη προνεωτερική εποχή υπήρχαν λίγοι μορφωμένοι και πολλοί αναλφάβητοι, ενώ στην νεωτερικότητα η εξέλιξη προχώρησε ένα σκαλοπάτι παραπάνω, δηλαδή όλοι είναι εγγράμματοι, αλλά οι διανοούμενοι, οι επιστήμονες, οι λόγιοι είναι λίγοι: πάλι υπάρχει η δομή ελίτ-αδαείς. Η νεωτερική ρουτίνα δεν είναι παρά το αντίστοιχο της προνεωτερικής παράδοσης. Η τηλεόραση λίγο διαφέρει από το κήρυγμα στην εκκλησία του χωριού.
            Οι οπαδοί της νεωτερικότητας του έθνους αντιλαμβάνονται ότι, ενάντια στην αντίληψή τους ότι υπήρχαν αυστηρές διαστρωματώσεις στην προνεωτερική κοινωνία, υπήρχαν ιδεολογίες που ήταν οικουμενικές. Ο Γκέλλνερ (ό.π., σ. 29) δέχεται ότι ο κλήρος στην αγροτική κοινωνία μπορεί να ενδιαφέρεται σε κάποιο βαθμό για την επιβολή ορισμένων κοινών πολιτισμικών κανόνων, αλλά υποστηρίζει ότι λόγω της αγραμματοσύνης η προσπάθεια του κλήρου να ενσωματώσει τις πλατιές μάζες του πληθυσμού σε έναν υψηλό πολιτισμό είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και ότι το μόνο που πετυχαίνεται είναι να εσωτερικευθεί το χριστιανικό ιδεώδες ως έγκυρος αλλά ανεφάρμοστος κανόνας. Βέβαια ούτε χάρη στη μόρφωση και την εξάλειψη του αναλφαβητισμού οι πλατιές μάζες της νεωτερικότητας κατόρθωσαν να ενσωματωθούν σε έναν "υψηλό πολιτισμό" (τουλάχιστον στο βαθμό που φαντάζονται ή απαιτούν οι οπαδοί της νεωτερικότητας του έθνους) για διάφορους λόγους, αλλά πάντως διατήρησαν την ίδια ή παρόμοια εσωτερίκευση των ιδεωδών (θρησκευτικών ή κοσμικών) ως έγκυρου αλλά και ανεφάρμοστου κανόνα. Η προσπάθεια για προσηλυτισμό του συνόλου του πληθυσμού σε μια ορισμένη κοσμοθεώρηση γινόταν τόσο στις αγροτικές όσο και στις σημερινές κοινωνίες, με τα ίδια μάλλον μέτρια αποτελέσματα.
            Αντίστοιχα μπορεί κανείς να παρατηρήσει σχετικά με την άποψη των οπαδών της νεωτερικότητας του έθνους, ότι στην προνεωτερική εποχή δεν υπήρχε κοινωνική κινητικότητα ούτε τάση για εξίσωση, ενώ στην νεωτερική εποχή ακριβώς η ύπαρξη, συγκριτικά, περισσότερης κινητικότητας και εξισωτισμού οδηγεί σε πολιτισμική ομοιογένεια άρα και στο έθνος. Καταρχήν μπορεί κανείς να διαφωνήσει ως προς το αν η στρωμάτωση και η ανισότητα στην νεωτερική εποχή έχουν απλώς ένα "βουβό και διακριτικό ποιόν" (Γκέλνερ, ό.π., σ. 54), το οποίο τις διαχωρίζει από τις "άκαμπτες και απολυτοποιημένες" διαφορές της προνεωτερικής κοινωνίας. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών πολλαπλασιάστηκε τους τελευταίους δυο αιώνες της νεωτερικής εποχής σε σύγκριση με την ανισότητα κατά την προνεωτερική εποχή. Τέτοια εξαθλίωση ασφαλώς δεν θεωρείται πλέον θεόσταλτη, ωστόσο μπορεί - χάρη στις θεωρίες του εγωιστικού γονιδίου και του νεοφιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού - να θεωρείται "σταλμένη από τη Φύση" άρα εξίσου άκαμπτη και αμείλικτη. Επιπλέον η ψευδαίσθηση ή η πραγματικότητα της κοινωνικής κινητικότητας που υπάρχει στην νεωτερικότητα ήταν τόσο αληθινή όσο και η ψευδαίσθηση ή η πραγματικότητα της κοινωνικής κινητικότητας που υπήρχε λ.χ. στο Βυζάντιο. Γιατί όσο αφελής ήταν ο βυζαντινός χωρικός που πίστευε ότι η ψυχή του είναι ίση στον ουρανό με την ψυχή του αυτοκράτορα, άλλο τόσο αφελής είναι ο μισθωτός ή μικροεπαγγελματίας που πιστεύει ότι χάρη στην εργασία του μπορεί να βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας του πλούτου και της κοινωνικής αναγνώρισης. Και μπορεί κανείς να υποθέσει ότι όπως στο Βυζάντιο αυτοκράτορας ή πατριάρχης μπορούσε να γίνει και ο έσχατος χωρικός παρ' όλο που η διαστρωμάτωση χαρακτηριζόταν θεόσταλτη και συνέχιζε να ισχύει, έτσι και στη νεωτερικότητα άσημοι και φτωχοί κατέληξαν πανίσχυροι παρ' όλο που ισχύει θεωρητικά και πρακτικά το δόγμα της κοινωνικής ανισότητας λόγω του πλούτου. (31/5/2009). Ακόμη και η διάκριση "υψηλής-χαμηλής κουλτούρας" υπάρχει και σήμερα, μετατοπισμένη ένα σκαλί παραπάνω: ενώ παλιά η διάκριση ήταν μεταξύ εγγράμματων και αγράμματων, σήμερα η διάκριση γίνεται μεταξύ απλώς εγγράμματων και ανθρώπων με μεγάλη μόρφωση ή εξειδικευμένων. Η δομή δεν έχει αλλάξει. Οι ποσοτικές διαφορές ανάμεσα στη νεωτερικότητα και την προνεωτερικότητα δε σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν ίδιες δομές, ότι δεν υπάρχει αποδοχή μιας κάποιας ισότητας και ταυτόχρονα μιας κάποιας θεμελιώδους ανισότητας σε κάθε μια από τις δυο εποχές. Με τα παραπάνω δεν προσπαθούμε να δείξουμε την ομοιότητα περιεχομένων, αλλά την ομοιότητα στη δομή της κοινωνίας και συνεπακόλουθα την ομοιότητα ή την αναλογία στον τρόπο που η κοινωνία δημιουργεί ή αποδέχεται μια ταυτότητα. Και, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο της ταυτότητας, ο τρόπος δημιουργίας ή αποδοχής του δεν είναι παρά κοινωνικός, μη φυσικός/αυθόρμητος σε κάθε περίπτωση. (23/3/2009). Επιπλέον η πολιτισμική ομοιογένεια δεν είναι παρά ο ένας τρόπος ορισμού του έθνους. Ωστόσο οι κοινοί αγώνες, δηλαδή η αναγνώριση από εμάς ως ημέτερου κάποιου μπροστά σε έναν κοινό εχθρό που απειλεί και τους δύο δεν εξαρτώνται απαραίτητα από το βαθμό εξάπλωσης ενός ομοιόμορφου πολιτισμού. Επίσης μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν για κοινωνίες ταξικές όπως η αγγλική (όπου η γλώσσα και οι τρόποι διαφέρουν από τάξη σε τάξη) μπορεί κανείς - εξαιτίας της πολιτισμικής ανομοιογένειας - να κάνει λόγο για ανυπαρξία έθνους.
           

Ενδέκατη παρατήρηση. Η σύγχυση μεταξύ εθνικισμού και εθνικής ταυτότητας. Ασφαλώς ο εθνικισμός, αν τον εννοήσουμε ως απαίτηση το κράτος να είναι εθνικό κράτος, είναι νεώτερο φαινόμενο. Όχι η εθνική ταυτότητα όμως, όπως ούτε και ο εθνικισμός με την έννοια ότι τα έθνη  αναλάμβαναν εθνική δράση, αμυνόμενα ή επιτιθέμενα εναντίον κοινών στόχων και εχθρών. Στα προνεωτερικά χρόνια υπήρχε η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας, όχι όμως η απαίτηση για ένα καθαρά εθνικό κράτος. Στο Μεσαίωνα οι Βούλγαροι ήθελαν να ιδρύσουν δικό τους κράτος, αλλά ο Συμεών ονομαζόταν "Τσάρος Βουλγάρων και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων" (όπως κι ο Στέφανος Δουσάν "Τσάρος Σέρβων και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων"): το κράτος εξακολουθεί να επιδιώκεται (από ένα μεσαιωνικό έθνος) να είναι πολυεθνικό και όχι εθνικό, ωστόσο στο πολυεθνικό κράτος αυτό (που ήθελε ο Συμεών) το πάνω χέρι θα είχαν οι Βούλγαροι και όχι οι "Ρωμαίοι" (Βυζαντινοί). Αντίστοιχα, οι Βυζαντινοί δεν επεδίωκαν την εκδίωξη των προφανέστατα μη Ρωμαίων (για τους ίδιους) Βουλγάρων από τα ρωμαϊκά (γι’ αυτούς) εδάφη, κι έτσι δε φαίνεται να επιζητούσαν ρωμαϊκό «εθνικό» κράτος, ωστόσο ήθελαν να έχουν το πάνω χέρι: το κράτος να είναι η Ρωμαίων βασιλεία, όχι η Ρωμαίων και Βουλγάρων ή μόνο Βουλγάρων. Ωστόσο η διάκριση λ.χ. μεταξύ Βουλγάρων και "Ρωμαίων" ήταν αισθητή και στους δύο, χίλια χρόνια πριν το Διαφωτισμό και πολλούς αιώνες πριν την γένεση αστικής τάξης, αν και σήμερα διάφοροι ψάχνουν για την εμφάνιση ελληνικού και βουλγαρικού έθνους κατά τον 18ο και 19ο αι. Εδώ φαίνεται ότι ο ορισμός του έθνους ως κοινότητας που επιδιώκει να ζει σε δικό της κράτος με δικά της όρια είναι εσφαλμένος. Άραγε οι σοβιετικοί λαοί, οι γιουγκοσλαβικοί, δεν ήταν έθνη πριν το 1991; Έγιναν οι πρώτοι έθνη στα 1918, αποεθνοποιήθηκαν στα 1922 και έπιειτα στα 1991 ξανάγιναν έθνη;
            Ειδικότερα για το Βυζάντιο πρέπει να τονιστεί ότι η συνείδηση της ελληνικότητάς του δεν εμφανίζεται, για πολιτικούς λόγους μετά την Άλωση του 1204, αλλά υπάρχει πολύ νωρίτερα. Τέσσερις αιώνες πριν το 1204 ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος, αδελφός του Μεθόδιου, γράφει προς τους Μουσουλμάνους «ἐξ ἡμῶν προῆλθον πᾶσαι αἱ ἐπιστῆμαι» εννοώντας: από εμάς, τους Έλληνες, προήλθαν οι επιστήμες.
            Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθεια των οπαδών της προνεωτερικής ανυπαρξίας του έθνους να αποδείξουν μέσω της παράθεσης των διαχρονικών σημασιών της λέξης "έθνος" ότι, επειδή υπήρχαν τελείως διαφορετικές σημασίες, δεν υπήρχε η αντίληψη του έθνους. Φαντάζονται ότι ένα πράγμα υπάρχει μόνο όταν νοείται και μάλιστα μόνον όταν νοείται με την ίδια λέξη με την οποία νοείται σε διαφορετικές εποχές ή διαφορετικούς τόπους. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Δωδέκατη παρατήρηση. Πράγματι το έθνος είναι ένα συλλογικό υποκείμενο. Δεν συναντά κανείς το έθνος στο δρόμο, όταν βγει απ' το σπίτι του, και δεν του λέει "γεια σου, έθνος, τι κάνεις;". Δεν του σφίγγει το χέρι. Λοιπόν, βγαίνει κανείς έξω από το σπίτι του και συναντά την κ. Κοινωνία ή τον κ. Λαό ή την κ. Εργατική Τάξη; Ώστε είναι αέρας το "έθνος", ενώ η "κοινωνία" και η "εργατική (ή η αστική) τάξη" υπάρχουν; Επιπλέον οι διαφορετικές απόψεις που ενυπάρχουν στο έθνος, οι οποίες προκαλούν σοβαρότατες διαφωνίες στους κόλπους του, δεν σημαίνουν ανυπαρξία έθνους, κατά τον ίδιο τρόπο που το γεγονός ότι σε μία τάξη δεν έχουν όλοι τον ίδιο μισθό, ότι τα "συνορεύοντα" με την αμέσως κατώτερη και την αμέσως ανώτερη τάξη στρώματα της τάξης αυτής ίσως δεν νοιώθουν τόσο αναπόσπαστα τμήμα της τάξης αυτής, (αλλά της κατώτερης ή της ανώτερης αντίστοιχα), δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, σε μέσες άκρες, η κοινωνική αυτή τάξη. Θα μπορούσε κανείς να "σαλαμοποιήσει" πλήρως κάθε κοινωνική τάξη σε υποκατηγορίες (όπως κάνουν για το έθνος οι αντεθνικιστές, ώστε να δείξουν ότι δεν υπάρχει κοινό εθνικό συμφέρον, άρα ούτε και εθνική ταυτότητα/συνείδηση, άρα το έθνος είναι ψέμα), σε άπειρες κοινωνικές "υποτάξεις" και με δυο λόγια να χαλάσει την εικόνα αυτήν, της αστικής ή της μεσαίας ή της εργατικής τάξης, η οποία (εικόνα) σχετίζεται άρρηκτα άμεσα με ορισμένες προτροπές περί του κοινωνικά πρακτέου ("Επανάσταση"), προτροπές οι οποίες απορρίπτονται αν και η παραπάνω εικόνα απορριφθεί.
            Προβληματική είναι και η θεωρία που συνδέει την εμφάνιση αστικής τάξης με την εμφάνιση του έθνους. Μπορεί σε ορισμένες κοινωνίες αυτά τα δύο να συνδέονται. Όχι σε όλες όμως. Δεν υπήρξε στο Βυζάντιο κάποια αστική τάξη που να επέβαλε τη διδασκαλία των αρχαίων στους δώδεκα αιώνες ύπαρξής του, ούτε τον 12ο και 13ο αιώνα (π.χ. το 1204) εμφανίζεται από το πουθενά το νεοελληνικό έθνος χάρη σε κάποια (ποια, άραγε;) αστική τάξη η οποία μόλις είχε εμφανιστεί. Το όνομα "Έλληνας" το συναντάμε αιώνες πριν τον 18ο αιώνα (όταν αναπτύχθηκε νεοελληνική αστική τάξη, έστω και υποτυπώδης, και εμφανίστηκαν οι Νεοέλληνες Διαφωτιστές) και μάλιστα σε γραπτά Πατριαρχών (π.χ. Μελέτιος Πηγάς στις αρχές του 16ου αι.) και ορθόδοξων συνόδων. Θα πρέπει λοιπόν να αφήσουμε κατά μέρος το όνομα Έλληνας, διότι η κυρίαρχη αντίρρηση του τύπου "αφού δεν λέγονταν Έλληνες, πώς ήταν έθνος;",  παραγνωρίζει ότι συχνά το όνομα έχει μικρή σημασία και μάλιστα ενίοτε επιλέγεται τελευταίο, έπειτα από εσωτερικές ιδεολογικές διαμάχες (π.χ. ο Κοραής ήθελε το "Γραικός", άλλοι σύγχρονοί του το "Έλληνας"). Η σύνδεση εθνογένεσης και δημιουργίας αστικής τάξης δεν είναι πάντοτε σωστή, αφού, αν ακολουθηθεί στα τυφλά μια τέτοια θεωρία, καταλήγουμε να ανακαλύπτουμε απλώς και μόνον την εποχή εμφάνισης της αστικής τάξης κάθε λαού και όχι την εποχή της εθνογένεσης. Μπορεί να επιβοηθά στην εθνογένεση η δημιουργία αστικής τάξης, μπορεί (κυρίως αυτό) να βοηθά στη δημιουργία ισχυρού κράτους αντί μικρών φέουδων, αλλά δεν υπήρχαν παντού οι ίδιες συνθήκες: στο Βυζάντιο υπήρχε συγκεντρωτικό κράτος.
           Υπάρχει η άποψη ότι πριν τη Νεωτερικότητα υπήρχαν πρωτο-έθνη ή εθνότητες και όχι έθνη.  Η άποψη αυτή, αν εφαρμοστεί στις τάξεις (για την ύπαρξη των οποίων δεν υπάρχει αντίρρηση), φαίνεται ολοφάνερα εσφαλμένη. Γιατί τάξεις υπήρχαν και πριν τους Νέους Χρόνους και το Διαφωτισμό, όπως και ταξικές συγκρούσεις, δίχως κανείς από όσους κάνουν λόγο για "πρωτο-έθνη" να κάνει λόγο για "πρωτο-τάξεις" μόνο και μόνο επειδή οι δούλοι ή οι χωρικοί της φεουδαρχίας δεν αγωνίζονταν για την ανατροπή του συστήματος αλλά μόνο για την πρόσκαιρη δική τους απελευθέρωση. Η ύπαρξη των τάξεων δεν εξαρτάται από την πίστη των μελών τους ότι αυτοί είναι μέλη διάφορων τάξεων, παρομοίως και η ύπαρξη των εθνών δεν εξαρτάται από την ομολογία πίστης σε θεωρίες περί έθνους. Το έθνος, είτε μπορούμε να το ορίσουμε με σαφήνεια είτε όχι, υπάρχει αντικειμενικά, εκτός της υποκειμενικής μας αντίληψης και ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Όπως ο Μαρξ δεν ανακάλυψε την κοινωνική τάξη ούτε τη δημιούργησε εκ του μηδενός, αλλά απλώς έδωσε μια ερμηνεία για το ρόλο της στην ιστορία, έτσι και οι θεωρητικοί του έθνους δεν «γέννησαν το έθνος» σκεπτόμενοί το ούτε το δημιούργησαν εκ του μηδενός στα γραφεία τους, αλλά ανέλυσαν και συστηματοποίησαν μια λαϊκή πίστη. Η υποκειμενικότητα των αναλύσεών τους για το έθνος, οι διαφορετικοί προσανατολισμοί που ίσως διάφοροι έδωσαν σ’ αυτό, δεν συνεπάγονται την ανυπαρξία του υλικού πάνω στο οποίο στοχάζονται, ακριβώς όπως οι σωστές ή λανθασμένες απόψεις του μαρξισμού για τις κοινωνικές τάξεις και τον ρόλο τους και την πορεία της πάλης των τάξεων δεν συνεπάγονται ότι οι κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχουν.  

Δέκατη τρίτη παρατήρηση. Η άποψη πως αοριστία του έθνους συνεπάγεται την ανυπαρξία του ή, μάλλον, ότι οι εθνικιστές οικειοποιήθηκαν πολιτισμικά χαρακτηριστικά θεωρώντας τα ως εθνικά: "Δεν υπάρχουν έθνη. Υπάρχει γαλλικός πολιτισμός ή αγγλικός ή ρώσικος ή ελληνικός (και φυσικά και πολιτισμός της Σρι Λάνκα ή της Νέας Γουινέας), υπάρχουν γλώσσες, κοινωνικές δομές, πολιτισμικές παραδόσεις – κι όλα αυτά υπό διαρκή εξέλιξη, αναδιαμόρφωση, διάλογο και ανάμειξη μεταξύ τους, ενταγμένα σε ευρύτερα σύνολα (Δύση, Ισλαμ, Ινδία, Κίνα, Νοτιανατολική Ασία κ.ο.κ.) και διακλαδωμένα σε απειράριθμα υποσύνολα. Αν κάποιοι αποφάσισαν να τετραγωνίσουν αυτούς τους πολιτισμούς και να τους εντάξουν σε φενακισμένες «εθνικές οντότητες», για να αιματοκυλήσουν τους ανθρώπους, να κάνουν εθνοκαθάρσεις, ολοκαυτώματα και γενοκτονίες, αυτό δεν σημαίνει πως ένας τέτοιος τετραγωνισμός δεν είναι μια πράξη ιδεολογικής βίας και απανθρωπιάς", υποστηρίζει ο Θ. Τριαρίδης (εφ. Μακεδονία, 15-5-2005). Η άποψη ότι υπάρχει εθνικός πολιτισμός αλλά όχι έθνος που τον παράγει (όχι βέβαια ότι δεν υπάρχουν και πολιτισμοί δίχως έθνος) έχει το αντίστοιχό του στο να υπάρχει ανθρωπισμός και ανθρωπότητα δίχως ανθρώπους. Η απροσδιοριστία, πάλι, των ορίων του έθνους δεν συνεπάγεται ανυπαρξία του. Ο "τετραγωνισμός" των ορίων αυτών είναι μια συνήθης μοντελοποίηση στην ανθρώπινη σκέψη: το π γίνεται "3,14". Η επίκληση της ύπαρξης βίας με σκοπό τον καθορισμό των εθνικών "ορίων", τέλος, ώστε να καταδειχθεί η ανυπαρξία και η ανηθικότητα του έθνους είναι τόσο αφελής, όσο η άποψη ότι το Άτομο δεν (πρέπει να) υπάρχει επειδή υφίσταται ιδεολογική βία από την γέννησή του. Άλλωστε όλοι αυτοί οι οπαδοί της "μη βίας" απλώς ψεύδονται ή αυτεξαπατώνται, διότι δεν είναι οπαδοί της μη βίας παρά οπαδοί της δικής τους, καλής βίας, φυσικά στο βαθμό στον οποίο δεν υπάρχει κανένας πολιτισμός δίχως μια-κάποια αντίληψη περί δίκαιης (άρα καλής) και άδικης βίας. Παρομοίως, ούτε το ευμετάβλητο των εθνικών χαρακτηριστικών δε συνεπάγεται ανυπαρξία του έθνους, όπως το ευμετάβλητο των απόψεων ενός ατόμου δεν συνεπάγεται την ανυπαρξία του.
            Ειδικότερα για την παραπάνω "καθαρολογία" των οπαδών της προνεωτερικής ανυπαρξίας του έθνους, πρέπει να ειπωθεί ότι αυτή είναι πλέον εντονότερη των εθνικιστών. Δηλαδή οι αντεθνικιστές επιζητούν να καταδείξουν την ανυπαρξία σαφών ορίων ή την ύπαρξη ανταλλαγών (πολιτισμικών), ώστε να αποδομήσουν την έννοια της εθνικής ιδιοπροσωπίας. Παλαιότερα οι εθνικιστές επιζητούσαν την χάραξη τέτοιων απόλυτων ορίων. Τέτοια όρια όμως δεν υπάρχουν, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι εναντίον της ύπαρξης μιας κάποιας ελληνικότητας, τουρκικότητας κ.λπ. Πάλι το παράδειγμα του ατόμου είναι επεξηγηματικό: η κοινωνική ταυτότητά του μεταβάλλεται, δέχεται επιρροές από άλλα άτομα, ενσωματώνει πλήρως ή μερικώς δεδομένα και αντιλήψεις άλλων ατόμων, φίλων ή εχθρών, και (επανα)δημιουργείται. Δε μπορεί να μιλήσει κανείς για αιώνια σταθερή ταυτότητα του ατόμου, αλλά δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το άτομο αυτό δεν έχει ξεχωριστή και διακριτή ταυτότητα. Αντίστοιχα, τα έθνη παίρνουν και δίνουν στοιχεία με τα γειτονικά κυρίως έθνη τους, αλλά το αποτέλεσμα των πολιτισμικών ανταλλαγών είναι σε κάθε περίπτωση διαφορετικό για κάθε έθνος, ακόμη κι αν οι ανταλλαγές ήταν ολόιδιες για όλα τα έθνη.

Δέκατη τέταρτη παρατήρηση. Ο υπερτονισμός των τοπικών πολιτισμικών διαφορών (π.χ. Φλωρινιωτών και Κρητικών), ο τονισμός των πολιτισμικών ομοιοτήτων με γειτονικά έθνη και η υποβάθμιση του κοινού υπόβαθρου (παιδείας, αγώνων, συνείδησης κ.λπ.). Αγνοείται ηθελημένα ότι και στην ελληνική κλασσική Αρχαιότητα υπήρχαν διαφορές στα ήθη, τα έθιμα, τη διάλεκτο μεταξύ των πόλεων και μεταξύ των φυλών (ιωνική, δωρική, αιολική), ωστόσο αυτές οι διαφορές δεν μας κάνουν να δεχτούμε ότι δεν υπήρχε αρχαίο ελληνικό έθνος. Επιπλέον ένα έθνος μπορεί να δέχεται επιρροές από γειτονικά, ωστόσο η ιδιοπροσωπία του, ακόμη κι αν όλα τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά ήταν δάνεια των γειτονικών λαών, είναι κάτι μοναδικό και ξεχωριστό από τον καθένα πολιτισμό του καθενός γείτονα. Μπορεί λ.χ. να πήραμε το ζεϋμπέκικο από τους Τούρκους ή το τσάμικο από τους Αλβανούς (και η λίστα διευρύνεται απεριόριστα κατά βούληση), ωστόσο δεν υπάρχει άλλο έθνος που να έχει ως δικά του και τα δύο (ή - ακόμη χειρότερα για τους οπαδούς της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους - περισσότερα) αυτά στοιχεία. Άρα έχουμε κάτι ξεχωριστό, όχι "μόνο τσάμικο" (Αλβανοί) ή "μόνο ζεϋμπέκικο" (Τούρκοι), ξεχωριστό - παρά τις πολιτισμικές ομοιότητες με καθένα ξεχωριστά λαό - σύνολο. Επίσης οι αναφορές στα κοινά στοιχεία του δυτικού πολιτισμού (ροκ, τζιν) είναι ανούσιες. Στο ίδιο πλαίσιο, γίνεται αναφορά σε "κοινή ιστορική μοίρα" τοπικώς, λ.χ. μεταξύ μουσουλμάνων Τσάμηδων και Ηπειρωτών, Τουρκοκρητικών και Ελλήνων Κρητών, ώστε να αποδομηθεί το έθνος και η συνείδηση της κοινότητας μεταξύ Ελλήνων αντικαθιστάμενη από κάποια συνείδηση τοπικής κοινότητας. Αφενός η τοπική συνείδηση δεν αναιρεί την εθνική απαραίτητα (ο Ρουμελιώτης νοιώθει και Ρουμελιώτης και Έλληνας) αφετέρου "κοινή ιστορική μοίρα" δε σημαίνει με τίποτε "κοινοί αγώνες, κοινοί εχθροί, κοινοί στόχοι" ούτε καν "κοινός πολιτισμός", διότι οι Τσάμηδες ήταν συνεργάτες και φίλοι των Οσμανών ενώ οι Σουλιώτες εχθροί τους, διότι άλλη παιδεία δινόταν σε ένα δερβίσικο σχολείο και άλλη σε μια εκκλησιαστική σχολή της Κρήτης.

Δέκατη πέμπτη παρατήρηση. Ο υπερτονισμός ή η υποβάθμιση της σπουδαιότητας των λογίων, όποτε συμφέρει τους οπαδούς της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους. Έτσι, είναι πεπεισμένοι από τη μία ότι οι 10-20 (ή 50-60) λόγιοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι οποίοι έκαναν λόγο για ελληνικότητα, Έλληνες, καταγωγή κ.λπ. δεν συνεπάγεται τίποτα για την ελληνικότητα, ως ιδιοπροσωπία, του λαού των λογίων αυτών, ενώ από την άλλη είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν ότι οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Ελλάδας των αρχών του 19ου αιώνα έγιναν Έλληνες εξαιτίας της δράσης των λογίων, δηλαδή των Νεοελλήνων Διαφωτιστών. Πρέπει κάποτε να αποφασίσουν: είτε οι ιδέες 5-6 λογίων μετράνε είτε δεν μετράνε. Εάν μετράνε στην τάδε περίπτωση και δεν μετράνε στην δείνα, τότε δεν είναι αυτές οι ιδέες η ένδειξη εθνογένεσης ή ύπαρξης έθνους, επομένως τα περί Νεοελλήνων Διαφωτιστών ως γεννήτορων του νεοελληνικού έθνους δεν ισχύουν. Τεκμήρια δεν είναι μόνο οι ιδέες των λογίων. Εξάλλου, αν η Επανάσταση του1821 ήταν προϊόν του Νεοελληνικού και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τότε γιατί οι ηγέτες και οι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού την χαρακτήριζαν άκαιρη και πρόωρη; Μήπως επειδή δεν την πρόσταξαν ή δεν την έλεγχαν ιδεολογικά  αρκετά εξ αρχής;
            Εάν οι λόγιοι στο Βυζάντιο "δεν μετράνε" επειδή δεν υπήρχε τυπογραφία, τότε και οι Νεοέλληνες Διαφωτιστές λόγιοι "δεν μετράνε", διότι ελάχιστοι Έλληνες ήταν εγγράμματοι ώς το 1950 και τα βιβλία του 18ου και 19ου τα διάβαζε μια ασήμαντη μειονότητα Ελλήνων. Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας τα βιβλία των Νεοελλήνων Διαφωτιστών και, επειδή είμαστε όλοι εγγράμματοι, ασυναίσθητα νομίζουμε ότι τα βιβλία αυτά διαβάζονταν ή ήταν προσβάσιμα με τέτοια ευκολία όση η σημερινή. Το πιθανότερο είναι ότι οι άνθρωποι τότε δεν ήξεραν καν ότι τέτοια βιβλία κυκλοφορούσαν. Τυπογραφεία στην Ελλάδα υπήρχαν ελάχιστα ώς το 1821, της Χίου (που καταστράφηκε), στην Τροιζήνα μεταπαναστατικά, στη Βενετία, στη Μοσχόπολη κ.α. Επειδή είναι αδύνατο (ο αριθμός των αντίτυπων ήταν εξάλλου πολύ μικρός) να εισήχθησαν στον ελλαδικό χώρο τόσα πολλά βιβλία προεπαναστατικώς - ώστε να δημιουργηθεί εθνική συνείδηση στην πλειονότητα των ορθόδοξων χωρικών της Ελλάδας - αλλά κι επειδή, και να εισάγονταν πολλά βιβλία, θα ήταν άχρηστα, αφού οι άνθρωποι ήταν αγράμματοι, δεν είναι τα βιβλία (δηλ. οι Νεοέλληνες Διαφωτιστές) η αιτία της ελληνικής εθνικής συνείδησης: αυτή υπήρχε, λοιπόν, πριν από αυτούς και τα βιβλία τους. Απομένει άλλη εξήγηση για την εμφάνιση λογίων, στο Βυζάντιο ή τον 18ο αι.: ήταν η έκφραση μιας προϋπάρχουσας ελληνικότητας και όχι η γένεσή της.
              Επίσης πρέπει να τονιστεί, ενάντια στην άποψη ότι το ελληνικό κράτος ήταν αυτό που εξελλήνισε μέσω της εκπαίδευσης-παιδείας τούς εντός αλλά και τους εκτός τής επικράτειάς του «Έλληνες», ότι ελληνικά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα υπήρχαν πολύ πριν την δημιουργία του ελληνικού κράτους, και μάλιστα ότι τα περισσότερα από αυτά βρίσκονταν σε περιοχές εκτός του μετά το 1831 ελληνικού κράτους: στην Ήπειρο, στην Δ. Μακεδονία, στη Σμύρνη, στον Πόντο, στα Επτάνησα κ.α. Δηλαδή, οι Έλληνες των εκτός των συνόρων του νεοελληνικού κράτους δεν περίμεναν την ίδρυσή του ώστε αυτό να τους εξελληνίσει μέσω των σχολείων που χρηματοδοτούσε σε αυτές τις περιοχές. Πράγματι το ελληνικό κράτος χρηματοδότησε σχολεία σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά η ύπαρξη τέτοιων σχολείων ήταν γεγονός πολύ πριν την χρηματοδότηση αυτήν ή την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Με δυο λόγια, το ελληνικό κράτος δεν ήταν ένα κέντρο ελληνισμού που σταδιακά εξελλήνιζε τους «Ορθόδοξους Οθωμανούς υπήκοους», όπως θέλουν να πιστεύουν οι αρνητές της προκρατικής ελληνικότητας, διότι αυτοί... εξελλήνισαν τον εαυτό τους ανεξάρτητα από το αν υπήρχε τέτοιο κράτος. (16/12/2009).
            Πράγματι, στον 18ο αιώνα, ονομαστά ελληνικά σχολεία (αναφέρουμε μόνο τα κυριότερα, φυσικά) υπήρχαν εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στις Κυδωνίες, τη Σμύρνη, τη Χίο, την Πάτμο, την Αδριανούπολη, το Μελένικο, τη Θεσσαλονίκη, τη Νάουσα, την Έδεσσα, τη Βέροια, την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, την Κλεισούρα, την Καστοριά, το Μοναστήρι, την Αχρίδα, τη Μοσχόπολη, τα Γιάννενα (3), τη Ζαγορά, τις Μηλιές, την Άρτα, τα Άγραφα, το Καρπενήσι, το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό, την Πάτρα, την Αθήνα, τη Δημητσάνα και, φυσικά, σε όλα τα Επτάνησα. Μάλιστα, όπως μπορεί κανείς να δει, ελληνικές ανώτερες σχολές υπήρχαν περισσότερο στις εκτός των ορίων του ελλαδικού κράτους του 1832 περιοχές, παρά στις απελευθερωμένες. Τι διδασκόταν σε αυτά τα σχολεία; Είναι οπωσδήποτε λάθος η άποψη ότι διδασκόταν κυρίως τους χριστιανούς Πατέρες. Σύμφωνα με το Status praesens Ecclesiae Graecae του λόγιου Αλέξανδρου Ελλάδιου (1714) διδάσκονταν τα εξής: η Γραμματική του Λάσκαρι, λόγοι του Ισοκράτη, μύθοι του Αισώπου, ο Πίνακας του Κέβητος, λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγόριου Ναζιανζηνού, έργα του Αφθόνιου, επιστολές του Συνέσιου και διάφορων Πατέρων, ο Πίνδαρος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Θεόκριτος, η Ιλιάδα, ο Ευκλείδης κι ο Αρχιμήδης, η Αριθμητική του Νικόμαχου μαζί με τα σχόλια του Πρόκλου, θεολογικά κείμενα από την Αγ. Γραφή και τους Πατέρες, Θουκυδίδη, Πολύβιο, Αππιανό, Ζώσιμο, Ευσέβιο, Ζωναρά. Φυσικά τα προγράμματα των σχολείων δεν ήταν παντού ομοιόμορφα και δεν ίσχυε παντού η εικόνα που δίνει ο Ελλάδιος. Πάντως, δίνει ένα μέτρο σύγκρισης. Ωστόσο, οι αρνητές της προνεωτερικής ύπαρξης του ελληνικού έθνους πιστεύουν λίγο-πολύ ότι το ελληνικό κράτος εξελλήνιζε σιγά-σιγά τους πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου βορείως των συνόρων του 1832. Αγνοείται έτσι ότι η Κωνσταντινούπολη και όχι η Αθήνα ήταν για δεκαετίες μετά την Απελευθέρωση το κέντρο (μορφωτικό και οικονομικό) των Ελλήνων. Συνεπώς τα περί εξελληνισμού χάρη στο ελλαδικό κράτος είναι αβάσιμα. (22/12/2009)
Στη Σχολή των Μηλιών Πηλίου (1773, 1811) διδάσκονται: Αρχαία, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, χημεία, γεωγραφία, ιστορία, αστρονομία, λατινικά, ιταλικά. Στο Επιστημονικόν Γυμνάσιον της Αθήνας (έτος ίδρυσης 1813) διδάσκονται: γραμματική, αρχαία φιλολογία, εκκλησιαστικοί πατέρες, γεπιστολογραφία, γεωγραφία, μαθηματικά, φυσική, γαλλικά, ιταλικά, στοιχεία ιατρικής και βοτανικής. Στην Καπλαναία Σχολή των Ιωαννίνων διδάσκονται: γραμματική, οι Αρχαίοι, γεωγραφία, ιστορία, μαθηματικά, φυσική, χημεία, φιλοσοφία. Στη Σχολή Ντέκα στην Αθήνα (1749) διδάσκονται:  γραμματική-συντακτικό της αρχαίας, οι Αρχαίοι, οι Πατέρες, ποιητική, ρητορική, λογική. Στη Σχολή Επιφανίου στην Αθήνα (1647) διδάσκονται στην α' περίοδο λειτουργία της:  γραμματική, ποιητική, ρητορική, φιλοσοφία, φυσική, λατινικά. Στην Νέα Ακαδημία της Μοσχόπολης (1744) διδάσκονται:  Αρχαία, φιλσοφία (λογική, ηθική, μεταφυσική), θεολογία, μαθηματικά, φυσική, λατινικά, ποιητική, ρητορική. Πιο πριν στο σχολείο της Μοσχόπολης (1700) διδάσκονταν:  γραμματική, "εγκύκλια μαθήματα", φιλοσοφία. Στη Σχολή των Βραγγιανών στα Άγραφα (1661) διδάσκονταν: "ελληνικά", θεολογία, Αριστοτέλης, μαθηματικά, φυσική. Στη Σχολή του Καρπενησίου (1645) διδάσκονταν: αρχαία-λατινικά, ποιητική, ρητορική, θεολογία, φιλοσοφία, μαθηματικά. Στην Μπαλαναία Σχολή (Γκιόνμα) των Ιωαννίνων (1676) διδάσκονταν: γραμματική, ανθρωπιστικά γράμματα, επιστήμες (μαθηματικά-φυσική), τριγωνομετρία. Στην Μαρουτσαία Σχολή της ίδιας πόλης (1742) διδάσκονταν:  γραμματική, αρχαία-λατινικά, φιλοσοφία, φυσικές επιστήμες. Στην Σχολή Επιφανίου της ίδιας πόλης (1647): γραμματική αρχαία, Αρχαίοι, ποιητική, ρητορική, φιλοσοφία, μαθηματικά.
Επίσης, σύμφωνα με τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη (Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1936) τον 17ο και 18ο αι. εμφανίζονται νέα σχολεία: Στη Χίο: Αγ. Αναργύρων 1643, Βίκτωρος 1660, Μαστιχοχωρίων 1759. Στήν Κρήτη:  Γωνιάς Κισσάμου 1661, Αγκαράθου 1669, Μονής Αγ. Τριάδος Τσαγγαρόλων 1669, Σφακίων, Χανίων, 1791, Ρεθύμνου 1795. Στην Κύπρο:  Λάρνακας 1733, Λευκωσίας 1757, Μονής Μαχαιρά 1768, Μονής Κύκκου 1787, Ομόδου 1803.
            Ο Μ. Παρανίκας (Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ιθ') εκατονταετηρίδος, Κωνσταντινούπολη 1867) αναφέρει τα εξής σχολεία: Στην Ανδριανούπολη 100 χρόνια μετά την Άλωση υπάρχει σχολή ελληνική. Στην Καλλίπολη του Ελλήσποντου το 1599. Στο Διδυμότειχο, στη Φιλιππούπολη, στη Θεσσαλονίκη. Η Κοζάνη είχε σχολείο από τον 16ο αι. Στην Ήπειρο ώς τον 17ο αι. λειτουργούσαν σχολές στις μονές Καμιτσάνης, Σωζίνου, Μολυβδοσκέπαστου και Βελλάς. Στο φρούριο των Ιωαννίνων υπήρχε σχολή ελληνική ώς το 1650. Στο νησί των Ιωαννίνων στη μονή Σπανού ώς τα μέσα του 16ου αι. Η Άρτα είχε σχολή στα 1500. Μπορεί να συμπεράνει κανείς από την ύπαρξη λογίων σχολεία σε Αθήνα, Ναύπλιο, Κόρινθο, Σπάρτη, Κορώνη, Πάτρα και Μονεμβασιά. Στη Ρόδο τον 16ο αι., στη Λήμνο στα 1543.
            Σύμφωνα με τον Ευαγγελίδη υπήρχαν σχολεία στη Θράκη:  στην Αδριανούπολη από το 1365, στην Καλλίπολη από το 1550, στη Σωζόπολη από το 1561, στη Φιλιππούπολη από το 15ο αιώνα. Στη Μακεδονία: στη Χαλκιδική στα 1520 (μονή Αναστασίας της Φαρμακολύτριας). Στην Ήπειρο στη Ζίτσα στα 1530, στην ΑΠολλωνία ώς τον 18ο, στα 46 χωριά γνωστά ως Ζαγοροχώιρα υπήρχαν σχολές από το 1413 ώς το 1868. Στη Μονή Ιερομηρίου ή Γερομερίου ώς τον 17ο αι. Το ίδιο στις μονές Καμιτσάνης, Βελλάς, Μολυβδοσκέπαστου και Διπαλίτσης, ενώ στη μονή Σωζινού υπήρχε σχολείο το 1586. Στη  Λάρισσα διδάσκει στα 1520 ο Παχώμιος Ρουσάνος, στα Τρίκαλα υπάρχει σχολείο στα 1565. Στην Αθήνα, οι διάφορες μονές: ο παρθενών της Αγ. Φιλοθέης στη μονή Αγ. Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, η Μονή Καισαριανής, οι μονές του Βρανά, της Πεντέλης, των Ασωμάτων, του Αστερίου. Στην Υπάτη ιδρύθηκε στην μονή Αγάθωνος σχολή τον 16ο αι. Στην Πελοπόννησο: στο Ναύπλιο διδάσκει ώς το 1549 ο Ζυγομαλάς, ενώ πριν είχε διδάξει στο Άργος το 1534. Στη Μονεμβασιά υπήρξε σχολή μεταξύ 1532-1540, στο Μυστρά διδάσκει στα 1555 ο ο Δωρόθεος ο Ναυπλιεύς. Στην Αδριανούπολη τέλη16ου-αρχές 17ου αι. διδάσκει ο Αλέξιος Σπανός.
            Ο Β. Αρβανίτης (Η Ελληνική Παιδεία επί Τουρκοκρατίας και η συμβολή αυτής εις την απόκτησιν της εθνικής ημών ελευθερίας, Φιλιατρά 1961) αναφέρει σχολείο στην Άρτα ώς τα μέσα του 16ου αι., στην Κοζάνη στα 1500, στην Πάτμο στα 1580. Κατά τον Απ. Βακαλόπουλο στη Θεσσαλονίκη στα 1585 διδάσκουν ο Αθηναίος Γεώργιος και ο Κρητικός Ματθαίος. Στη Λέσβο διδάσκει (1532-1540) ο Ρουσάνος.
            Ο Ά. Αγγέλου αναφέρει (ΙΣτορία Ελλ. Έθνους) σχολεία στην Κορώνη στα 1480, στη Μεθώνη το 1483, στην Κέρκυρα τ 1500, στη Ναύπακτο το 1500, στο Ναύπλιο το 1522, στη Μονεμβασιά το 1524, στη Ζάκυνθο το 1556 Νέα σχολεία ιδρύθηκαν σύμφωνα με τον Παρανίκα: στην Μακεδονία: Βέροια 1650, Καστοριά 1650, Σιάτιστα 1700, Ντάρδα 1700, Σέρρες 1740, Νάουσα 1750, Έδεσσα 1750, Βελβενδό 1780, Μελένικο, Σέλιτσα, Γρεβενά, Πολύγυρος, Σέρβια, Κλεισούρα, Μοναστήρι πριν το 1800. Στην Ήπειρο: Επιφάνειος σχολή 1645, Σχολή Γκιούμα 1675, Μπαλαναία 1723, Μαρουτσαία 1742, Καπλάνειος 1805, Ζωσιμαία 1828. Παραμυθιά 1681, Μοσχόπολη 1710, Δέλβινο 1749, Πάργα 1765, Μονοδένδρι, Κουκούλι, Νεγάδες, Φραγκάδες, Καπέσοβο, Αρτσίστη, Κόνιτσα, Καλαρρύτες, Συράκο, Πρέβεζα, Αργυρόκαστρο, Δελβινάκι, Μπεράτι, ώς τα τέλη του 18ου αι., Κορυτσά 1817, Αχρίδα 1817. Στη Θεσσαλία: Λάρισα (από 17ο αι. σύμφωνα με τον Ελλάδιο), Τσαριτσάνη 1690, Τύρναβος 1702, Ζαγορά 1713, Τρίκκη 1721, Μηλιές 1745, ΡΑψάνη 1753, Μοσχολούριο 1754, Λιβάδι 1768, Αμπελάκια 1780, Καστανιά 1780. Στην Στερεά Ελλάδα: Βρανιανά 1650, Καρπενήσι 1650, Αιτωλικό 1665, Φουρνά 1700, Ρεντίνα 1700, Λοκροί 1723, Μεσολόγγι 1750, Σάλωνα 1757, Κεράσοβο 1779, Υπάτη 1800, Χρυσό Φθιώτιδας 1808. Στα τουρκοκρατούμενα νησιά:  Θήρα 1650, Σίφνος 1687, Κως 1682, Λέσβος 1757, Σάμος 1757, Πάρος 1760, Σκόπελος 1760, Σκιάθος 1760, Άνδρος, Σύμη, Τένεδος, Νάξος πριν το 1800, Σέριφος, Ύδρα, Ίος, Ίμβρος λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση. Στην Μικρά Ασία:  Τραπεζούντα 1650, Σμύρνη 1700, Σινώπη 1750, Ερζερούμ 1765, Κυδωνίες 1770, Καππαδοκία 1773, Μαγνησία και Ρύσιο 1800, Προύσα και Μουδανιά 1804. Ο Ευαγγελίδης συμπληρώνει: Στη Μακεδονία, Σέρρες 1622, Βελισσά 1650, Γιαννιτσά 1658, Κοζάνη 1668, Σέρβια 1668. Στην Ήπειρο:  Χιμάρα 1655, Άρτα 1669, Δέλβινο 1682. Στη Θεσσαλία: Ζαγορά 1647, Τύρναβος 1655. Στη Στερεά Ελλάδα:  Λειβαδιά 1600, Μονή Βαρνακώβης 1652, Θήβα 1661, Λαμία 1670, μονή Όσιου Λουκά 1676. Στην Πελοπόννησο: Χρυσοβίτσα 1615, Στεμνίτσα 1690, Πάτρα 1691, Πύργος 1695, Άργος 1711. Για τον 18ο αιώνα ο Ευαγγελίδης αναφέρει: Στη Θράκη: Αγχίαλος 1703, Ραιδεστός κοινή σχολή 1760 και ελληνική 1790, Μάδυτος 1776, Μυριόφυτο 1788, Γανόχωρο 1790, Χώρα 1795, Επιβάτες 1796, Σηλυβρία 1799, Διδυμότειχο 1799. Στη Μακεδονία: Σιάτιστα 1715,  Κορυτσά 1723, Λινοτόπι 1724, Νάουσα 1750, Αχρίδα 1754, Σέλιτσα 1755, Έδεσσα 1764,  Κλεισούρα 1775,  Βελβενδός 1780, Ελασσώνα 1798. Στην Ήπειρο: Μέτσοβο 1780, Πογδόριανη 1730, ΑΡγυρόκαστρο 1733,  Πωγωνιανή 1733, Αυλώνα 1741, Πρεμετή 1778 και ώς το 1779 στα χωριά Αρόβιανη, Ζίτσα, Χάλιο, Συρακάτες, Μουζίνο, Σενίτσα, Ζάλογγο. Στη Θεσσαλία: Νιβόλιανη 1700, Καστανιά 1706, Αμπελάκια 1734, Μακρυνίτσα 1742, Άνω Βόλος 1743, Αγ. ΓΕώργιος 1752, Κισσός 1753, Ανήλιο 1753, Πορταριά 1778, Δράκια 1778, Σούρπη 1792. Στη Στερεά Ελλάδα:  Αγ. Κων/νος 1720, Δελφοί 1723, Λομπότινα 1734, μονή Τατάρνης 1776, Γαλαξείδι 1780, Αγρίνιο 1790, Δεσφίνα 1795. Στην Πελοπόνησσο:  Λειβάρτζι 1709, Κόρινθος 1748, Καλάβρυτα 1760, Τρύπη Λακωνίας 1764, Αίγιο 1770, Βυτίνα 170, Κυππαρισία 1783, Ανδρίτσαινα 1783, Αλαγωνία 1785, Αγ. Ιωάννης 1790, Ζυγοβίστι 1791, Σοπωτό 1796, Βαμβακού 1798, Λαγκάδια 1799. Στα νησιά:  Λέρος 1715, Σκόπελος 1724, Λέσβος 1744, Ύδρα 1750, Αμοργός 1751, Λήμνος 1754, Μύκονος 1756, Χώρα Σάμου 1757, Λίνδος Ρόδου 1759, Ψαρά 1767, Αγιάσος 1773, Κόρθι και Μεσαρά Άνδρου 1775, Καρλόβασι 1781, Ίμβρος 1780-90, Τένεδος 1783, Πάρος 1786, Κέα 1788, Κύθνος 1791, Χαλκίδα 1792, Χαλκίδα 1792, Θήρα 1799, Μήλος, Κονίστρες Εύβοιας, Σύμη και Μεγίστη ώς το 1800. Στη Μ. Ασία:  Μιχαλίτσι Βιθυνίας αρχ. 18ου αι., Σμύρνη (1708 Παλαιόν Σχολείον, 1733 Ευαγγελική Σχολή), Αργυρούπολη Πόντου 1733, Χαλδία 1747, Μαινεμένη 1725, Κασαμπάς 1750, Βούρλα 1760, Καισάρεια 1773, Σκουτάρι 1780, Νέα Έφεσος 1792, μονή Σουμελά 1792, Δαρδανέλλια 1773, Νικομήδεια 1795, Κυδωνίες, Αμισός, Μαγνησία, ΚΕρασούντα, Καρβάλη, Κερμήρα, Χαλκηδόνα, Άρετσού, Προύσα, Τριγλεία, Βόρυ, Αλατσάτα, Τσεσμέ ώς το 1800 καθώς και σε δεκάδες άλλες πόλεις και χωριά ώς το 1820. Ο Β. Μυστακίδης (Σχολεία μετά την άλωσιν κατά κώδικας του Οικουμενικού πατριαρχείου) αναφέρει μεταξύ άλλων τις σχολές: Αβασίου (Δέρκων), Αθηνών, Αίνου, Αμασείας, Άνδρου, Γανοχώρων, Διδυμοετίχου, Επιβατών, Θερμίων, Θεσσαλονίκης, Ιθάκης, Ιωανννίνων, Κιουτάχειας, Κυζίκου, Μετσόβου, Μηθύμνης, Μιχαλίτση Νίκαιας, Μουντανιών Προύσας, Μυτιλήνης, Νάξου, Βυτίνης, Δημητσάνης, Στεμνίτσης, Μάνης (διάφορες μονές), Μονεμβάσιας, Τριπόλεως, Ραιδεστού, Ρεθύμνης (διάφορες μονές), Σαντορίνης, Σηλυβρίας, Σιατίστης, Σωζοπόλεως, Τορνόβου, Φιλαδελφείας. Ο Αναστάσιος Μιχαήλ από τη Νάουσα το 1707 μετρούσε "σαράντα σπουδαστήρια εν πλείσταις των Ηπειρωτικών, Μακεδονικών, Θεσσαλικών, Πελοποννησιακών, Κρητικών πόλεων και των της Μ. Ασίας, Ιωνικών και νησιωτίδων". Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου στα 1757 στο Τετράγλωσσο λεξικό του παραθέτει κατάλογο ελληνικών σχολείων: "Εν Κωνσταντινουπόλει είναι δύο κοινά σχολεία, εις Ιωάννινα τρία, εις Θεσσαλονίκην δύω, εις Αθήνας δύο, ...εις Αδριανούπολιν εν, εις Βέρροιαν εν, εις Καστορίαν εν, εις Σιάτισταν εν, εις Μοσχόπολιν εν και μία τυπογραφία, εις Τούρναβον της Θετταλίας εν, εις Τρίκαλλα Θετταλίας εν, εις Τροπολιτζάν του Μωρέως εν, εις Παλαιάν Πάτραν εν, εις Σάλωνα εν, εις Άρταν εν, εις Σμύρνην εν, εις Σίφνον εν, εις Ρόδον εν, εις Κρήτην εν, εις Λευκωσίαν Κύπρου εν..."
Δε χωρά λοιπόν καμμιά αντίρρηση: οι Έλληνες περίμεναν το ελληνικό κράτος να τους μορφώσει και να τους εξελληνίσει! (11/1/2010)
            Το περίεργο είναι ότι οι αρνητές της άποψης για προνεωτερική ελληνική εθνική συνέχεια υποστηρίζουν δύο αντιφατικές απόψεις:  από τη μία θριαμβολογούν ότι δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό διότι οι Οσμανοί δεν καταπίεζαν την ελληνική παιδεία, ενώ από την άλλη αναφέρουν την ανυπαρξία σχολείων ως τεκμήριο για ανυπαρξία ελληνικής συνείδησης. Δεν γίνεται ταυτόχρονα, όμως, να μην υπήρξε καταπίεση της ελληνικής παιδείας ενώ από την άλλη να ήταν αναγκαστικό να περιμένουν οι Ρωμιοί την ίδρυση του ελληνικού κράτους ώστε να εξελληνιστούν μέσω της παιδείας. Από την άλλη, δεν χρειάζονταν πολλοί λόγιοι για κάθε χωριό. Αρκούσε ένας μορφωμένος δάσκαλος ή ιερέας σε κάθε χωριό ή μοναστήρι, ώστε να υπάρχει κάποια μετάδοση-κατήχηση ελληνικού εθνικού αισθήματος.
            Πάντως, πρέπει, για να μην αρχίσουν πάλι τα περί τουρκικής ανεκτικότητας να παραθέσουμε επιστολή του Ιω. Καποδίστρια στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη:  "Αν τα σχολεία ευδοκιμούν πολλαχού της Ελλάδος τούτο συμβαίνει διότι ευρίσκονται υπό την αιγίδα της εκκλησίας και δια τούτο η Πύλη σέβεται αυτά. Όταν όμως υποτεθή, ότι τα καθιδρύματα ταύτα δύνανται να αποβώσιν εστίαι επαναστάσεως, ουδέν θα αναχαιτίση τους καταδιωγμούς. Ιδρύοντες λοιπόν την σχολήν σας εξαρτήσατε αυτήν καθ' ολοκληρίαν εκ του Πατριαρχείου και μεταχειρισθήτε καλούς διδασκάλους ίνα διδάξωσι την εθνική ημών γλώσσαν, τα θρησκευτικά, στοιχειώδη φυσικά και ιστορίαν. Μη περιβάλλετε δι' ουδεμίας επιδεκτικότητος το νέον τούτο καθίδρυμα, αλλά θεωρήσατε αυτό ως παράρτημα της εκκλησίας". (11/1/2010)
            Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους από τη μία ισχυρίζονται ότι οι "λόγιοι δεν μετράνε" ενώ από την άλλη προσπαθούν να δείξουν ότι η θεωρία της ελληνικής εθνικής συνέχειας δεν υπήρχε πριν τον Παπαρρηγόπουλο. Έτσι έρχονται σε μια έμμεση αντίφαση: εάν "οι λόγιοι δεν μετράνε", διότι ο λαός ήταν αγράμματος και δεν ενστερνιζόταν τις εθνι(κιστι)κές αντιλήψεις των λογίων, τότε γιατί επιδεικνύεται από τους αντιεθνικιστές τόση μαχητικότητα, ώστε να αποδειχθεί η ανυπαρξία, πριν τον Παπαρρηγόπουλο, της θεωρίας για ελληνική συνέχεια; Μήπως επειδή πρώτα από όλα θέλουν να πείσουν τον εαυτό τους; Όταν, από την άλλη, ως αντεπιχείρημα στην δεύτερη άποψή τους, παρατίθενται διακηρύξεις λογίων αλλά και επίσημα ελληνικά επαναστατικά κείμενα (του 1821) που διακηρύσσουν ρητά την ελληνική εθνική συνέχεια, τότε οι αντιεθνικιστές οπισθοχωρούν στην πρώτη άποψή τους, "οι λόγιοι δεν μετράνε". Αργότερα επανέρχονται στην άποψη "η θεωρία για ελληνική εθνική συνέχεια δε διατυπώθηκε πριν τον Παπαρρηγόπουλο" και συνεχώς, εναλλάξ, μεταπηδούν από τη μία άποψη στην άλλη. Όμως όταν κανείς κάνει λόγο για θεωρία και συζητά στο επίπεδο αυτό, αναγκαστικά κάνει λόγο για διανοούμενους. Το επιχείρημα "μόνο ο λαός μετρά" είναι από τη σιωπή, γιατί η "θεωρία" ενός λαού αγραμμάτων (τότε) δε θα μπορούσε να είναι παρά η πράξη: οι συνεχείς επαναστάσεις, τα τραγούδια, η ανάμνηση και η προσδοκία σε αυτά για εκδίωξη των Τούρκων κ.λπ. (2/6/2007).
            Ωστόσο οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους ισχυρίζονται ένα επιχείρημα από τη σιωπή. Αφού, λεν, ο λαός δεν πίστευε ότι ανήκει στο ελληνικό έθνος και μόνον οι λόγιοι το πίστευαν, δεν υπήρχε ούτε έθνος ούτε ελληνικό έθνος. Όμως ο λαός ήταν αγράμματος. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ούτε αν πίστευε ούτε αν δεν πίστευε, αν (δεν) δήλωνε, ότι ανήκει σε ένα έθνος ή ελληνικό έθνος. Το μόνο στοιχείο που έχουμε, ως έγγραφη, ρητή δήλωση είναι οι διακηρύξεις των διανοουμένων. Κι αυτές συνηγορούν, διαχρονικά, στην υπόθεση ότι υπήρχε ελληνικό έθνος. Γιατί, διαφορετικά πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπήρε ένα διαχρονικό (από τα 1204 ώς τα 1800) "κλαμπ" ομοϊδεατών διανοουμένων που μεταβίβαζαν τις απόψεις τους από γενιά σε γενιά (σαν μυστική εταιρεία) ανεξάρτητα από τις απόψεις του περίγυρου.
            Εδώ πρέπει να γίνει λόγος για τους διανοούμενους της Τουρκοκρατίας, πριν από το 1821 και από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο, ώστε να δειχτεί ότι η αντίληψη της εθνικής (τρισχιλιετούς) συνέχειας δεν εφευρέθηκε από κάποιους κρατικοδίαιτους διανοούμενους για χάρη εθνοκρατικών σκοπιμοτήτων, αλλά υπήρχε και πριν το νεοελληνικό εθνοκράτος και τις επεκτατικές βλέψεις του:
            Τον 16ο αι. ο Ιέραξ παρομοιάζει τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης κατά την Άλωση με το Λεωνίδα και τους 300: (στ. 681)  ως πριν οι τριακόσιοι οι μετά Λεωνίδαν θανόντες εν τω Περσικώ πολέμω και τη μάχη / ήσαν δ’ εν μέσω των εχθρών ανδραγαθούντες πλείστοι˙ / αλλ’ ουν το σμήνος των εχθρών ίσχυεν, υπερείχε. Αναφορικά με την Ελληνική Βιβλιοθήκη του Άνθιμου Γαζή (Βενετία 1807) «Στο σχήμα του Γαζή, τις βιογραφίες των κλασικών συγγραφέων ακολουθούσαν βιογραφίες ελλήνων συγγραφέων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου μέχρι τη βυζαντινή εποχή και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (…) Οι Νεοέλληνες λόγιοι, συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων σύγχρονων εκφραστών του Διαφωτισμού, μνημονεύονταν από τον Γαζή ως συνεχιστές και κληρονόμοι της βυζαντινής γραμματείας» (Κιτρομηλίδη Πασχάλη Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 105-6). Ο Άνθιμος Γαζής γράφει στην προκήρυξή του στις 7 Μαΐου 1821, για την κήρυξη της Επανάστασης στο Πήλιο: «Η Κωνσταντινούπολις δεν είναι μακράν η ημέρα κατά την οποίαν θα γίνη ελληνική και εις την Αγίαν Σοφίαν θα στηθή πάλιν ο Σταυρός». Σε ένα σύγγραμμα, την Απολογία ιστορικοκριτική (Τεργέστη 1814) «Τα ονόματα των αρχαίων φιλοσόφων και των βυζαντινών λογίων μνημονεύονταν πλάι στα ονόματα των φωτισμένων Ελλήνων που άκμασαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής υποτέλειας» (Κιτρομηλίδη Πασχάλη Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 108). Στη βιβλιοθήκη των Μαυροκορδάτων, ηγεμόνων στη Μολδοβλαχία, υπήρχαν η Μυριόβιβλος του Φώτιου, η Αλεξιάδα, έργα των Μ. Ψελλού, Ν. Βλεμμύδη, Γ. Παχυμέρη, οι παραινέσεις των Βασιλείου Β' και Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, έργα των Πατέρων και του Γεώργιου Γεμιστού - Πλήθωνα. Κατά τον Δημ. Καταρτζή (1730-1807) οι Ρωμηοί της εποχής του ανήκαν στο ίδιο έθνος  και το συνέχιζαν – με τους Περικλή, Θεμιστοκλή, Θεοδόσιο, Βελισάριο, Ναρσή, Βασίλειο Β', Ιωάννη Τσιμισκή. Κατά τον Π. Κοδρικά (Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου - Παρίσι 1818) «η περίοδος της "Ρωμαϊκής βασιλείας" συνέβαλε να διατηρηθεί η πολιτική ελευθερία του "Ελληνικού γένους" και έσμιξε με επιτυχία το προϋπάρχον ελληνικό στοιχείο με την χριστιανική πίστη» (Ταμπάκη Άννα, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού, σ. 52). Οι αδελφοί Μαρκίδες Πουλίου στον πρόλογό τους στην έκδοση του Χρονικού του Γ. Σφραντζή «απευθύνονται σε όσους αγαπούν την ιστορία του Βυζαντίου. Τα ρητορικά σχήματα του κειμένου, με αναφορές από τα Ομηρικά χρόνια ώς το Βυζάντιο, οδηγούν σε μια αντίληψη ιστορικής ενότητας του Ελληνισμού» (Ταμπάκη Άννα, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού, σ. 53)». Στην Νεωτερική Γεωγραφία (1791) των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρ. Κωνσταντά, «η Βυζαντινή αυτοκρατορία αποκαλείται άλλοτε "Αυτοκρατορία των Ελλήνων" και άλλοτε "Βασιλεία των Ελλήνων". Η τέταρτη περίοδος περίοδος [= από τα 323 π.Χ. (θάνατος Αλεξάνδρου) ώς τα 1453] θεωρείται από τους συγγραφείς μία από τις περιόδους της ιστορίας του "έθνους των Ελλήνων"» (Ταμπάκη Άννα, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού, σ. 55). Σύμφωνα με τους συγγραφείς οι Λατίνοι που εγκαταστάθηκαν στο Βυζάντιο «όλοι με τον καιρό εξελληνίσθηκαν. (…) Εκείνοι οπού εμετοίκησαν εις την Κωνσταντινούπολι, άφησαν με την ολότη και τη γλώσσα και τα ήθη τα Ρωμάνικα, και εξελληνίσθηκαν»˙ οι ίδιοι συγγραφείς θεωρούν Έλληνες του Βυζαντινούς που επανέκτησαν στα 1261 την Πόλη (άρα και – κατά τους συγγραφείς – αυτοί που κατείχαν πριν το 1204 την Πόλη ήταν Έλληνες): «Εις τα 1261 οι Έλληνες εκατόρθωσαν και τους [Λατίνους] έδιωξαν, και ξαναπήραν την πόλι». Για να την "ξαναπάρουν" οι Έλληνες, Έλληνες την είχαν χάσει, Έλληνες λοιπόν θεωρούνται οι Βυζαντινοί πριν τα 1204. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χαρακτηρίζονται «οι βασιλείς μας». Για τους ίδιους συγγραφείς οι ανδριάντες των Λατίνων οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο «εις την παλαιά Ρώμη ήταν ζωντανοί, και ενέσπερναν εις τους Ρωμάνους μια καρδιά … εις την νέα [ = Νέα Ρώμη = Κων/πολη] όμως νεκροί και κόσμος άχρηστος». Οι Φιλιππίδης-Κωνσταντάς κάνουν αυστηρή διάκριση μεταξύ «Ρωμάνων» δηλαδή Λατίνων, πριν τον Κωνσταντίνο Α’, και «Ρωμαίων»˙ άλλωστε οι δυο Διαφωτιστές στο έργο τους αναφέρουν πόλεις και περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Αθήνα, Θήβα, Λειβαδιά, Σάλωνα, Ζητούνι, Λάρισα, Ιωάννινα, Χανιά, Κάρυστος, Εύριπος, Ιόνια νησιά κ.ά.) που κατοικούνται από «Ρωμαίους». Στα 1760 στο Γραμματική γεωγραφική του Γ. Φατζέα (Βενετία) διαβάζουμε «Ο Θρόνος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οπού μίαν φοράν είχε την Κωνσταντινούπολιν δια μητρόπολιν, και την ετίμα ωσάν κεφαλήν, εσβύσθη, φευ, και έγινεν η Επτάλοφος θρόνος των Τουρκών, από τους 1453». Στο έργο του Δημήτριου Αλεξανδρίδη Ελληνικός καθρέπτης (Βιέννη 1806) γίνεται αναφορά από τα προομηρικά χρόνια ώς τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος λόγιος μεταφράζοντας μια «Ιστορία της Ελλάδος» ενός ξένου πρόσθεσε (1807) κι έναν τρίτο τόμο με την ιστορία του Βυζαντίου. Στα 1824, εκδίδεται στη Βενετία η Κωνσταντινιάς, παλαιά τε και νεωτέρα˙ ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα «παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου». Στον πρόλογό της ο συγγραφέας γράφει «λείψανα και ερείπια ταύτης της θαυμασίας πόλεως, εις την οποίαν ίσταντο ποτέ τα σκήπτρα της Ανατολικής ημών Αυτοκρατορίας (...) Αυτά λοιπόν τα σεβαστά λείψανα, τα οποία η φιλότιμος χειρ των ημετέρων Αυτοκρατόρων ανήγειρε μεγαλοπρεπώς κατά διάφορας εποχάς». Τα επίσημα κείμενα της Επανάστασης δείχνουν ότι το Βυζάντιο δεν καταδικαζόταν, αλλά θεωρείτο ελληνικό κράτος, πράγμα που αναιρεί την άποψη ότι το Βυζάντιο στη νεώτερη Ελλάδα θεωρήθηκε ελληνικό μόνο από τους Παπαρρηγόπουλο-Ζαμπέλιο και έπειτα, χάρη σε αυτούς. Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος της 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδαν». Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέγεται: «Ἄχρι της κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικαςίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἠμῶν αὐτοκρατόρων». Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, κατά την εν Άστρει Β’ Εθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δὲ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατὰ μὲν τὰ Ἐγκληματικὰ καὶ Πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Αρ. ΙΑ’ των Πρακτικών της Εθνικής Συνελεύσεως, εν Άστρει, 1 Απριλίου 1823: «[Διορίζεται επιτροπή για] νὰ ἐκθέσῃ τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αυτοκρατόρων». Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, 1827, όπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες [..] οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι [...] καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν» (Φώτη Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνος, σ. 144, 145, 146). Σοφιστικά ο Κοραής υποστηρίζει ότι το «αείμνηστοι» δεν έχει θετική έννοια αλλά ουδέτερη ή και αρνητική. Ασφαλώς και είναι σοφιστεία να υποστηρίζεται ότι το «αείμνηστοι» χρησιμοποιείται με μη θετική σημασία από τις Εθνοσυνελεύσεις, όπως και ότι γενικότερα στην γλώσσα μας χρησιμοποιείται με αρνητική ή ουδέτερη σημασία· οι επαναστάτες, φαίνεται, δεν είχαν το εκλεπτυσμένο χιούμορ του Κοραή ή ο Κοραής θα μπέρδευε τα γαλλικά με τη νεοελληνική. Ασφαλώς αν κάτι τέτοιο αλήθευε, οι επαναστάτες δε θα χρησιμοποιούσαν ως εθνική νομοθεσία τους νόμους των κακόφημων «αείμνηστων» βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά μόνο τους γαλλικούς ή άλλους – και υπήρχαν πολλοί τέτοιοι διαθέσιμοι. Φαίνεται από τις εκφράσεις ότι η κοινότητα ("ημετέρων") δεν γίνεται αντιληπτή μόνο ως θρησκευτική ("Χριστιανών") αλλά και ως εθνική ("της Ελλάδος", "Βυζαντινών"). Είναι προφανές ότι η διακήρυξη της αδιάσπαστης ελληνικής τρισχιλιετούς συνέχειας δεν είναι δημιούργημα του ελλαδικού κράτους ούτε αποτέλεσμα των επεκτατικών προθέσεών του. Είναι αυθόρμητη διακήρυξη των ελλήνων λογίων. Όταν οι "αναθεωρητές ιστορικοί" ισχυρίζονται πως η ιδεολογία της τρισχιλιετούς συνέχειας στην οποία συμπεριλαμβάνεται το Βυζάντιο είναι μεταγενέστερο δημιούργημα του νεοελλαδικού κράτους προκειμένου να επεκταθεί εδαφικά, σφάλλουν.
            Καλά θα έκαναν, βέβαια, οι σημερινοί αναθεωρητές των ΜΜΕ και των ΑΕΙ να είναι πιο προσεκτικοί όταν παρατηρούν ότι οι εθνικιστές του Ελληνικού κράτους μετά την Απελευθέρωση ήταν κρατικοδίαιτοι, γιατί και οι ίδιοι είναι όχι μόνο κρατικοδίαιτοι αλλά και βρυξελλοδίαιτοι. Αυτό δεν το λέμε απαραίτητα ως μομφή, αλλά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο οι αναθεωρητές υπενθυμίζουν ότι οι οι εθνικιστές του 19ου αι. ήταν κρατικοδίαιτοι:  Αν το λένε ειρωνικά ή με αρνητική διάθεση, τότε το λέμε κι εμείς με αντίστοιχη διάθεση. Από αυτούς εξαρτάται.
            Όσοι αρνούνται την ιδέα της εθνικής συνέχειας κατά την Τουρκοκρατία αρνούνται όχι μόνο ρητές διαβεβαιώσεις των ίδιων των Ελλήνων αλλά και ξένων, Δυτικών, ότι οι Έλληνες της εποχής τους επεδίωκαν την επανασύσταση του Βυζαντίου/Ρωμανίας. Έτσι, γράφει ο De la Guilletiere στα 1676,  ότι οι Έλληνες "έχουν μια κρυφή ελπίδα ότι θα ξεπεταχθή μια μέρα ένας Έλληνας αρχηγός, άξιος μιμητής των αρχαίων, ο οποίος θα τους απελευθερώσει από την τυραννία των Τούρκων..". Υπάρχει μαρτυρία ιησουιτών της Θεσσαλονίκης (1714) που μνημονεύουν ότι οι Έλληνες της πόλης αυτής ήταν πεπεισμένοι ότι ο τσάρος θα τους απολύτρωνε κάποια μέρα από τον τουρκικό ζυγό. Την ίδια εποχή γράφει για τους Έλληνες κατοίκους της Κων/πολης ένας ξένος: «Η όψη των υπολειμμάτων του αρχαίου τους μεγαλείου, αν και θλιβερή και ταπεινωτική, τους γεμίζει το κεφάλι με δεν ξέρω ποιες υπεροπτικές ιδέες, που τους κάνουν απείθαρχους και ματαιόδοξους». Ο καθολικός επίσκοπος Βερνάρδος Βοκκίνης (τέλη 18ου αι.) γράφει προς τους Βενετούς «...το έθνος των Ελλήνων αποβλέπον εις την ανάκτησιν της απολεσθείσης αυτοκρατορίας του...». Στα τέλη του 18ου αι. ο υποπρόξενος της Γαλλίας στη Χίο Louis Jouvin γράφει για τους Έλληνες υπηρετούσαν τους Ρώσσους διότι «ίσως τρέφονταν με την χιμαιρική ιδέα ν' αποκατασταθούν στην παλιά αυτοκρατορία τους. Αυτοί άλλωστε ήταν οι ενδόμυχοι πόθοι τους». Στα 1795 ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Beaujour σε έκθεσή του μεταξύ άλλων γράφει: «"...Οι Εβραίοι είναι κοσμοπολίτες και δεμένοι με την γη λιγότερο από τους Έλληνες, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δική τους πατρίδα και τους Τούρκους ως φορτικούς και περαστικούς"». Στα 1800 ο Γάλλος Stephanopoli παραθέτει ένα άσμα ανώνυμου Πελοποννήσιου λαϊκού μουσικού τα ταξίδια του στο Μοριά μεταξύ 1797-8 (Voyage 2, σ. 75-78): «"Τ' ήταν η Γραίκια μια φορά / κι' άκουσε τ' είναι τώρα, / Που ο τύραννος μού ερήμαξε / Το γένος των Ρωμαίων. / Πού είναι η Αθήνα μου, / Πού είναι κείνη η Αθήνα / Πού ο κόσμος εθαμάκτηκε / και σέβεται ακόμη; / Εκεί επρωτοφάνηκε / η ελευθερία εις τον κόσμον. / ......... / Πόλη μου, πού είν' τα κάλλη σου, / Πόλη δυστυχισμένη, / Πόλη μου φως που εφώτιζες / Ανατολή και Δύση; / Και τώρα είσαι η κατοικιά / βαρβαρωτάτου γένους, / και βλέπεις την αγιάν Σοφιά / στου Αγαρηνού τα χέρια, / να κάθεται κι' ο Μωάμεθ / εις των Γραικών τον θρόνον / να θρέφη τα Ρωμαιόπουλα / με της σκλαβιάς το γάλα"».
             Αλλά οι αναθεωρητές ιστορικοί και ο στρατός των ΜΜΕ υποστηρίζουν ότι η ιδέα της επανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν υπήρχε στον λαό πριν τον... Κωλέττη! Προφανώς οι άνθρωποι αυτοί συγχέουν, ως κατά κάποιον τρόπο "νοησιαρχικοί", το υπαρκτό αίσθημα και επιθυμία των Ελλήνων με την ρητή διατύπωσή του ως πολιτικού στόχου από τις πολιτικές ελληνικές κρατικές αρχές. Το πρώτο δεν εξαρτάται από την ρητή διατύπωσή του. (29/1/2010)
            Θα ήταν κουραστικό να αναφέρουμε "λαϊκότερες" ενδείξεις, αλλά ορισμένες αξίζει να παρατεθούν: Στην Νάξο, στο χωριό Φιλώτι στα 1714 οι χωρικοί ζητούν να προστατεύσουν την εκκλησία τους από τον λατίνο φεουδάρχη Χρύσανθο Μπαρότση γράφοντας: "...την γονικήν μας εκκλησίαν κυρίαν Θεοτόκον, η οποία ανηγέρθη και ανεκαινίσθη από τον καιρόν του αειμνήστου Κομνηνού του βασιλέως...". Στην Άρτα τον 17ο αι. οι κάτοικοι γνωρίζουν ότι η εκκλησία της Ευαγγελίστριας κτίστηκε από τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό. Στα 1511 οι Χιώτες σε αναφορά τους ονομάζουν την Νέα Μονή "το αγαπητόν και ευλαβέστατον κατοικητήριον πάσης Ελλάδος". Στο Μπεράτι καταγράφηκε  ενθύμηση του περάσματος του Κοσμά του Αιτωλού στα 1779: "αφού εγύρισεν εις όλα τα μέρη εις Γραικίαν και Αρβανιτίαν". Στα 1808 ο Θύμιος Βλαχάβας ορίζει ημερομηνία έναρξης της εξέγερσης κατά των Τούρκων την 29η Μαΐου. (31/1/2010)
            Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους είναι αυτοί οι οποίοι οφείλουν να αποδείξουν χρησιμοποιώντας κάτι άλλο εκτός από επιχειρήματα από τη σιωπή (την αγραμματοσύνη των μαζών) οφείλουν να αποδείξουν ότι τότε δεν υπήρχε παρά θρησκευτική κοινότητα. Αλλά και το επιχείρημα τύπου "Μπορεί και σε σε 300 χρόνια να επικρατήσουν οι αναρχικοί, και οι τελευταίοι τότε να παραθέτουν ανακοινώσεις, προκηρύξεις κ.λπ. από το έτος 2009, για να δείξουν ότι η ελληνική κοινωνία ήταν από τότε αναρχική" είναι εσφαλμένο. Γιατί λ.χ. στα 2009 υπήρχαν - παράλληλα με τις αναρχικές - πάμπολλες αντιαναρχικές προκηρύξεις, ανακοινώσεις κ.λπ. που θα έδειχναν στους ερευνητές τού 2309 ότι η κοινωνία του 2009 ήταν αντιαναρχική στο σύνολό της, ενώ - αντίθετα - όλοι οι λόγιοι (και χριστιανοί αλλά και παγανιστές όπως ο Πλήθων) δήλωναν Έλληνες. Στην πρώτη περίπτωση ό,τι θα ανακαλυφθεί στα 2309 θα είναι πάμπολλες αντιαναρχικές και κάποιες αναρχικές προκηρύξεις, οι οποίες δεν θα αποδεικνύουν ότι στα 2009 η κοινωνία ήταν αναρχική, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, σήμερα, ανακαλύπτονται διακηρύξεις υπέρ της συνέχειας και της ύπαρξης του ελληνικού έθνους από όλους τους λογίους του 15ου αιώνα, οι οποίες ακριβώς την ύπαρξη τότε ελληνικού έθνους αποδεικνύουν.
            Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους εδώ ενδεχομένως να παραθέσουν τις διαφορετικές έννοιες που για τον λαό είχε η λέξη Έλληνας κατά την Τουρκοκρατία, ώστε να αναρωτηθούν ρητορικά "ποιοι Έλληνες;". Επαναλαμβάνουν (ξανά και ξανά) το ίδιο λάθος ταυτίζοντας το σημαίνον με το σημαινόμενο, ώστε εξαιτίας της ανυπαρξίας του σημαίνοντος να προκύπτει η ανυπαρξία και του σημαινόμενου. Αλλά - εκτός του ότι η παραπάνω ταύτιση δεν ισχύει - η εκλογή του ονόματος, όπως ιστορικά έχει αποδειχτεί λ.χ. στην περίπτωση Κοραή ο οποίος προέκρνε την υιοθέτηση του Γραικός κι όχι του Έλληνας, είναι ζήτημα κυριολεκτικά της τελευταίας στιγμής, και η ύπαρξη ή ανυπαρξία έθνους δεν συναρτάται από αυτό το ζήτημα.
            Τι εξυπονοείται, ωστόσο, με την φασαρία που οι αρνητές της προνεωτερικότητας του έθνους κάνουν σχετικά με την ύπαρξη ή μη ελληνόφρονων λογίων και ελληνικής εκπαίδευσης; Το επισημαίνει ο Γ. Κοντογιώργης (Έθνος και "εκσυγχρονιστική" νεοτερικότητα, σ. 142 κ.ε.) : "Πολύ απλά, ότι η συνείδηση κοινωνίας, είτε ονομασθεί έθνος είτε οπωσδήποτε αλλιώς, δεν είναι αποτέλεσμα του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της κοινωνίας -και, επομένως, γνώρισμα κάθε εποχής που συγκροτείται με πρόσημο την ελευθερία- αλλά σύλληψης ορισμένων διανοουμένων του Διαφωτισμού και υλοποίησής της από τα νεοπαγή κράτη του 19ου αιώνα. (...) Η άποψη αυτή, είναι συνεπής με τη γενική βεβαιότητα της νεοτερικότητας ότι κινούν αίτιο της ιστορίας και, επέκεινα, της ευρωπαϊκής εξόδου από τη φεουδαρχία, υπήρξε η γνωστική διαδικασία. Βεβαιότητα που βρίσκεται στη βάση της άποψης ότι η κοινωνία είναι άμορφη και αμαθής μάζα, υποκείμενη μόνο σε καθοδήγηση και η οποία, ως εκ τούτου, καλείται απλώς να συναινέσει στις επιλογές της ηγεσίας. Ο "λαός", σε κάθε περίπτωση, δεν στοχάζεται για την ύπαρξή του... (...) Στο βάθος του επιχειρήματος αυτού υφέρπει, κατά τη γνώμη μου, η άγνοια ή, ακόμη χειρότερα, η άρνηση της θεμελιώδους πτυχής της ελευθερίας (...) Δεν συνεκτιμάται, όμως, ότι η άρνηση αυτή συμπαρασύρει το σύνολο του διακυβεύματος της ελευθερίας". Καλές λοιπόν οι φιλελεύθερες διακηρύξεις των αντιεθνικιστών τών ΜΜΕ/ΑΕΙ, αλλά μόνον εφόσον αυτές δεν θίγουν την δική τους, ως διανοουμένων, ηγεσία. (21/12/2009)
            Οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους έχουν, χάρη στην εσφαλμένη αντίληψη που έχουν για το έθνος = "έθνος-κράτος" ή "αίτημα για έθνος-κράτος", την άποψη ότι για να δεχτούν την ύπαρξη ελληνικού έθνους (για παράδειγμα) στα 1453, τότε θα πρέπει να υπήρχαν πλήθη (πλειοψηφικά μάλιστα) συνειδητοποιημένων Ελλήνων οι οποίοι από την επομένη της Αλώσεως να θέλουν να απελευθερωθούν και να δημιουργήσουν εθνικό κράτος. Πέραν του ότι οι λαϊκοί θρύλοι και προσδοκίες ακριβώς από την επόμενη της Άλωσης κάνουν λόγο για  εκδίωξη των Οθωμανών και επικράτηση των Ρωμαίων, η απαίτηση για συνειδητοποιημένους Έλληνες δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνονται τον προνεωτερικό, αλλά και νεωτερικό συχνά, τρόπο αντίληψης και δράσης των μαζών. Και αυτό φαίνεται με τον Χριστιανισμό - ξανά. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην κοινωνία μας δηλώνουν χριστιανοί δίχως να έχουν διαβάσει ή κατανοήσει συνειδητά την εκκλησιαστική γραμματεία, ωστόσο κανείς δεν θεωρεί ότι ψεύδονται ή ότι δεν είναι χριστιανοί. Το ίδιο, ακόμη και σήμερα, ισχύει και με την ελληνική συνείδηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην κοινωνία μας δεν γνωρίζουν την ελληνική ιστορία, ούτε καν τα σημαντικότερα γεγονότα και ημερομηνίες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Κανείς δεν αρνείται όμως ότι οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται μέλη ενός έθνους, του ελληνικού και δρουν ως ένα έθνος, ως ελληνικό έθνος. Με άλλα λόγια ο βαθμός εθνικής συνειδητοποίησης τον οποίον απαιτούν οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους, ώστε να πειστούν για την ύπαρξη έθνους, από τους Έλληνες του 15ου αι. είναι μεγαλύτερος ακόμη και από τον σημερινό βαθμό εθνικής συνειδητοποίησης, τον οποίον έχουν οι σημερινοί - ακόμη και για τους οπαδούς της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους αποδεκτοί ως - Έλληνες. (2/3/2009) Στο κάτω-κάτω της γραφής οι επαναστάσεις κατά των Τούρκων ήταν συνεχείς. Δεν περίμεναν τους Έλληνες Διαφωτιστές οι Έλληνες, ώστε να επαναστατήσουν. Δεκάδες είναι οι επαναστάσεις, με την πρώτη λίγα χρόνια μόλις μετά την Άλωση. Εδώ οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους υποστηρίζουν ότι ήταν θρησκευτικές και όχι εθνικές επαναστάσεις. Και μόνο ο επίσημος ορισμός του Έλληνα, κατά την Επανάσταση, με βάση τη θρησκεία αποδεικνύει ότι οι επαναστάσεις αυτές ήταν εθνικές και ταυτόχρονα θρησκευτικές, κι ότι ο διαχωρισμός θρησκευτική/εθνική επανάσταση δεν ισχύει.
            Συνεπώς οι υποστηρικτές της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους σφάλλουν τόσο στην άποψή τους ότι το "Έλληνας" το επανέφεραν οι Διαφωτιστές, όσο και στην άποψή τους ότι η ταύτιση "Ρωμιός/Ρωμαίος = Έλληνας" την οποία σήμερα κάνουμε είναι εκ των υστέρων, δηλαδή ψευδής. Το Έλληνας δεν το επανέφεραν οι Διαφωτιστές αλλά οι βυζαντινοί λόγιοι καθώς και οι λόγιοι των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας, κληρικοί και μη. Και η ταύτιση Ρωμιού και Έλληνα έχει γίνει όχι εκ των υστέρων, από νεοέλληνες εθνικιστές στο νεοελληνικό κράτος, αλλά από τους λόγιους του Βυζαντίου και των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας. Το μόνο που απομένει είναι η αντιφατική θεωρία περί "μη επίδρασης των απόψεων των λογίων" την οποία ξεχνάνε όταν αναφέρονται στους Διαφωτιστές, βασιζόμενοι σε θεωρίες για το ρόλο της "εκπαίδευσης" ή του "έντυπου λόγου" ωσάν να γνώριζαν γραφή και ανάγνωση ή να πήγαν στα σχολεία οι αγρότες και οι κλέφτες που πολέμησαν υπέρ της Ελλάδας (την οποία, σύμφωνα με υπερορθόδοξες ή αντιεκκλησιαστικές δυτικιστικές ερμηνείες της Τουρκοκρατίας, θα έπρεπε να αποστρέφονται και ως όνομα). 

Δέκατη έκτη παρατήρηση: η αποεθνοποίηση του παρελθόντος των άλλων εθνών. Έχουμε κάνει λόγο γι' αυτήν προηγουμένως και κάνουμε και σε επόμενες παραγράφους. Εδώ θα σταθούμε στην προσπάθεια αποτουρκοποίησης της Οσμανικής Αυτοκρατορίας από τους αναθεωρητές ιστορικούς. Η προσπάθεια αυτή γίνεται, βέβαια, προκειμένου να εξιδανικευτεί η αυτοκρατορία αυτή και να αποδειχθεί ότι η ελληνική επανάσταση ήταν προϊόν της επίδρασης των δυτικών ιδεών, μια και οι τοτεινοί Έλληνες περνούσαν ζωή και κότα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, γίνεται αναφορά στην πολυεθνική προέλευση των Οσμανών σουλτάνων, των μητέρων τους, των οσμανών βεζύρηδων και ανώτερων αξιωματούχων, ίσως στα πολυπολιτισμικά φαγητά της Αυτοκρατορίας και, τέλος, τονίζεται ο θρησκευτικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσιωπάται ότι οι Άραβες ποτέ δεν ανέβηκαν στην οσμανική ιεραρχία ως Σουλτάνοι, ότι ακόμη και στις αραβικές επαρχίες διορίζονταν Τούρκοι/εκτουρκισμένοι διοικητές. Αποσιωπάται ότι η ιδιότητα του χαλίφη δεν οδήγησε σε ισότητα τους Τούρκους με τους Άραβες ή τους Πέρσες μουσουλμάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (οι οποίοι μάλιστα πλήρωναν και κεφαλικό φόρο, όπως οι χριστιανοί ραγιάδες). Αποσιωπάται το γεγονός ότι οι ουλεμά, δηλαδή οι ανώτεροι θεολόγοι της Οσμανικής Αυτοκρατορίας ήταν Τούρκοι και/ή εκτουρκισμένοι (όπως αποκλειστικά εξελληνισμένοι και Έλληνες ήταν τα μέλη της Ορθόδοξης ανώτερης Ιεραρχίας) και όχι Άραβες ούτε Πέρσες. Αποσιωπάται τέλος ότι οι Τούρκοι επεδίωκαν όχι απλώς τον εξισλαμισμό (εάν τον επεδίωκαν, διότι μια συνεπής επιδίωξή του θα οδηγούσε στην έλλειψη φορολογούμενων ραγιάδων) αλλά τον εκτουρκισμό: «Και, το κυριότερο, σκανδάλιζε η χρησιμοποίηση της μητρικής γλώσσας ενώπιον των Τούρκων. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί τούρκος συγγραφέας, ο εκτουρκισμός θεωρείτο πάντα όχι μόνο εξισλαμισμός, αλλά υιοθέτηση της τουρκικής. Αντικειμενικές δυσχέρειες όπως σε περίπτωση του ομαδικού εξισλαμισμού ή της συντριπτικής πλειονότητας των εντοπίων καθιστούσαν συχνά ανέφικτη τη γενίκευση της τουρκικής (Oztuna, 1979: 297). Ωστόσο αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση εκείνων των «Τούρκων» που δεν γνώριζαν την τουρκική. Σε πρόσφατες εποχές έχουμε το φαινόμενο των Τουρκοκρητικών. (…) Ο Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη για παράδειγμα ο Μωραΐτης, σε υπόμνημά του προς το Σουλτάνο μετά τα Ορλωφικά θεωρεί ως μέσον «εκπολιτισμού» των Αλβανών της Πελοποννήσου την επιβολή σ’ αυτούς της τουρκικής» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 265).
            Η ίδια προσπάθεια αποεθνοποίησης συσχετίζεται και με την άποψη ότι ο Κεμάλ ίδρυσε κάποιο καινούργιο, τουρκικό, έθνος το οποίο δεν έχει και μεγάλη σχέση με τους Οσμανούς, των οποίων η αυτοκρατορία δήθεν "ήταν πολυεθνική και όχι τουρκική". Κατ' αρχήν, ο Κεμάλ απαιτώντας στα 1923 την έξωση από την Τουρκία των μη Μουσουλμάνων ουσιαστικώς δεχόταν τον ορισμό των Νεότουρκων στα 1911: Τούρκος είναι ο τουρκόφωνος Μουσουλμάνος. Η συνέχεια, λοιπόν, στην ιδεολογία υπάρχει. Άλλωστε το ίδιο το Οσμανικό κράτος δεν βασιζόταν σε Άραβες και λοιπούς, αλλά σε τουρκόφωνους Μουσουλμάνους της Μ. Ασίας και (ημι)εκτουρκισμένους Μουσουλμάνους των Βαλκανίων, ενώ οι χριστιανικοί λαοί ποτέ δε θεωρήθηκαν από την οσμανική εξουσία "ημέτεροι". Ο "νεωτεριστής" Κεμάλ αποδέχτηκε την οσμανική αντίληψη, λ.χ. δεν απαίτησε να παραμείνουν (πέραν της οικογένειας του τουρκορθόδοξου "πατριάρχη") οι Τουρκορθόδοξοι της Καππαδοκίας στην Τουρκία, διότι δεν τους θεώρησε Τούρκους (και δεν τους θεωρούσε ποτέ τέτοιους), όπως δεν θεώρησε Τούρκους ούτε τους ελληνορθόδοξους αλλά τουρκόφωνους συντοπίτες τους. Το κυριότερο όμως σημείο συνέχειας μεταξύ Οσμανικής Αυτοκρατορίας και Τουρκίας είναι η νομαδική δομή της ορδής που βασίζεται στο στρατό. Το γνώρισμα των Σελτζουκικών και Τουρκομανικών φυλών ήταν η νοοτροπία του στρατού-ορδής που κατακτά λαούς, τους καθιστά, όπως και τα ποίμνιά του, "ραγιάδες" (= κοπάδι) και τρέφεται από αυτούς μη κάνοντας τίποτε άλλο από το να επιζεί εις βάρος τους υπό την απειλή της καθολικής σφαγής τους: Όταν το κοπάδι (Αρμένιοι, Έλληνες) άρχισε να δείχνει ότι επαναστατεί και ότι έχει δυνάμεις αρκετές για να απελευθερωθεί, οι "βοσκοί" το κατέσφαξαν καταληστεύοντας την περιουσία του και δημιουργώντας αστική τάξη εκ του μηδενός. Η επεκτατική αντίληψη της ορδής-στρατού συνεπάγεται ότι όταν η φυλή δεν επεκτείνεται, τότε παρακμάζει, και ακριβώς αυτό δείχνει η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φυλετική δομή του έθνους-στρατού (οι εξισλαμιζόμενοι τον 11ο κ.ε. αιώνα Μικρασιάτες εντάσσονταν στις τουρκομανικές ορδές οι οποίες συνέχιζαν τις επιθέσεις κατά του Βυζαντίου και εν τέλει εκτουρκίζονταν) παρέμεινε η ίδια και κατά την Οσμανική Αυτοκρατορία, αφού οι χριστιανοί αποκλείονταν από τον οσμανικό στρατό, ο οποίος στάθηκε ακριβώς ο κύριος παράγοντας εκτουρκισμού μαζί με τον εξισλαμισμό. Κάτω από τον Κεμαλισμό, αν "ξύσει κανείς", θα βρει το Τουράν, το οποίο εξισλαμιζόμενο δεν εξαραβίστηκε, δεν απορροφήθηκε όπως τόσοι πανάρχαιοι μεσανατολικοί λαοί στη χοάνη του Αραβισμού, αλλά απετέλεσε το τουρκικό Ισλάμ, κάτι διακριτό από το αραβικό Ισλάμ το οποίο διαχέεται σε διάφορα έθνη. Ακριβώς γι' αυτό και ο ρόλος του στρατού στους Τουρκομάνους, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην σημερινή Τουρκία είναι ο ίδιος. Το κεμαλικό στρατιωτικό κατεστημένο δεν είναι "νεοτουρκικό" με την έννοια της αποκοπής από τις οθωμανικές αυτοκρατορικές και τουρκομανικές αντιλήψεις, αλλά (όπως και οι Νεότουρκοι) συνιστά επιστροφή και επανεμβάπτιση στις αρχέγονες παραδόσεις της τουρκικότητας οι οποίες και δημιούργησαν την κοσμοκρατορία των Οσμανών σε εκπληκτικά σύντομο διάστημα. Το Ισλάμ χρησίμευσε στις τουρκικές ορδές που κατέκλυσαν την Μ. Ασία, διότι έδινε ιερό χαρακτήρα στις επιδρομές τους. Η κεμαλική αποποίηση του Χαλιφάτου ήταν εγκατάλειψη ενός πράγματος που πλέον δεν χρησίμευε στον ιδεολογικό έλεγχο των αποσκιρτούντων Αράβων υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Σήμερα επαναχρησιμοποιείται και επανατονίζεται ο οσμανικός ισλαμισμός ως όπλο για την επιβίωση και συνοχή της Τουρκίας, ακριβώς γιατί η δυναμική του Κεμαλισμού είναι φθίνουσα, αλλά η Τουρκία - ακολουθώντας πολιτική την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει και η Ελλάδα συνδυάζοντας την βυζαντινή και την αρχαιοελληνική έκφανσή της - στους ομόθρησκούς της γειτονικούς λαούς παρουσιάζεται ως μουσουλμανική χώρα και στους αλλόδοξους με αυτήν γειτονικούς λαούς παρουσιάζεται ως κοσμική-πολιτισμένη, ώστε να κερδίζει την εμπιστοσύνη τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων. Συνεπώς ο οσμανοϊσλαμισμός (τουρκικό Ισλάμ) και ο κεμαλισμός αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του Τουρκισμού, και η αίσθηση της ασυνέχειας Οσμανών-Τούρκων είναι ψευδής. (21/6/2009)
            Τώρα, για την ανεκτικότητα των Οσμανών δεν πρέπει να πούμε πολλά: «Πρώτον: (…) Οι μη μουσουλμάνοι αποτελούσαν μόνιμα τους δεύτερης κατηγορίας υπηκόους σε βαθμό μάλιστα που ο πρώτος στην τάξη μη μουσουλμάνος να έπεται του τελευταίου στην κοινωνική ιεραρχία μουσουλμάνου. Δεύτερον: Εκείνοι που πραγματικά ασκούσαν την εξουσία ήταν μουσουλμάνοι. Η λέξη «πραγματικά» έχει για την περίπτωση ένα ειδικό σημαινόμενο. Γιατί ο μη μουσουλμάνος που αναδεχόταν κάποιο επιτρεπόμενο σ’ αυτόν υπούργημα, εξαρτιόταν κυριολεκτικά από την ανοχή όχι μονάχα της υπερέχουσας/προϊστάμενης του αρχής αλλά και του οποιουδήποτε μουσουλμάνου. Και τούτο γιατί η αρχή της υπεροχής των μουσουλμάνων ήταν απόλυτη. Πολλά χτυπητά παραδείγματα πιστώνουν τις αρχές αυτές. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του Αλέξανδρου Σούτζου παράπλευρα στο παραθαλάσσιο μέγαρο του οποίου «εναυπηγείτο παρά Τούρκων ναυς». Δύο σκλάβες του φαναριώτη άρχοντα «δαρείσαι παρά της κυρίας των εξεπόρτησαν κλαίουσαι» και επειδή ήταν νέες τις «οικειοποιήθησαν» οι Τούρκοι εργάτες. Ο Σούτζος ζήτησε να του επιστραφούν οι κοπέλες και επειδή οι απαγωγείς αρνούνταν, προσέφυγε στα δικαστήρια. Εκεί οι Τούρκοι ισχυρίστηκαν με ψευδομάρτυρες ότι οι «σκλάβες» ήταν μουσουλμάνες, έτσι το δικαστήριο τους τις κατακύρωσε. Ο Σούτζος προσέφυγε και σε άλλη αρχή και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Επειδή απείλησε ότι θα συνέχιζε τον αγώνα, οι Τούρκοι κατέφυγαν στον σαντραζάμη προσκομίζοντας τις πρότερες αποφάσεις. Την εποχή όμως εκείνη ο σουλτάνος Ορχάν Γ’ έβλεπε ο ίδιος τα εισερχόμενα/εξερχόμενα έγγραφα της πρωθυπουργίας, θεώρησε λοιπόν ότι ο Σούτζος είχε «παλλακίδες» τις δυο νέες. Πρόσταξε λοιπόν αμέσως να ανασκολωπισθεί ο φαναριώτης άρχοντας. Και τούτο γιατί βάση του ιερού νόμου απαγορεύονταν σε χριστιανούς οι σχέσεις με μουσουλμάνες. Δεν πείσθηκε με τις εξηγήσεις που του έδωσε ο σαντραζάμης, ότι δηλαδή οι δύο νέες ούτε μουσουλμάνες ήταν ούτε παλλακίδες, αλλά απλώς υπηρέτριες. Έτσι τελικά ο Σούτζος οδηγήθηκε στο ικρίωμα» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 246). «Όπως παρατηρούν οι τούρκοι συγγραφείς: «Κατά τις αρχές του 16ου αιώνα μερικοί άεργοι και αργόσχολοι είχαν ανεύρει τρόπους κερδοσκοπίας γενόμενοι ο ένας μάρτυρας του άλλου σε δίκες που σκάρωναν σε βάρος χριστιανών και εβραίων, τους οποίους ενοχλούσαν αφόρητα. Με τις δίκες αυτές τους κατηγορούσαν ότι ύβρισαν τον ισλαμισμό, τον τουρκισμό ή τους ίδιους τους κατηγόρους ή ισχυρίζονταν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν προηγουμένως εξισλαμιστεί και στη συνέχεια είχαν επιστρέψει στην παλιά τους θρησκεία. Με τις κατηγορίες αυτές φόβιζαν τους μη μουσουλμάνους ότι θα προσήγοντο στο δικαστήριο ή ενώπιον του δικαστηρίου, σοφίζονταν μια άλλη κατηγορία ή συκοφαντία και με τον τρόπο αυτόν αποσπούσαν χρήματα» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 256). «Η θρυλούμενη «ανοχή» του κράτους στην ενάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων ή την τέλεση των εθίμων των πιστών, ήταν εναρμονισμένες με το πνεύμα της οσμανικής πραγματικότητας κατά το οποίο οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι ήταν μια μόνιμη και αστείρευτη πηγή πλουτισμού για τους κρατούντες, αλλά και για κάθε μουσουλμάνο. Πραγματικά, δεν υπάρχει ποτέ στην ιστορία τόσο ακριβοπληρωμένη «ανοχή». Για παράδειγμα, το 1725, για την ανοικοδόμηση ενός ναού στη συνοικία Τζιμπαλί της Κωνσταντινούπολης (Αγίου Νικολάου) δαπανήθηκαν 40.000 άσπρα από τα οποία 9.562 για την οικοδόμηση και τα 30.000 για «δώρα εις Τούρκους οίτινες ήσαν πλησιέστατοι τω ναώ γείτονες». Πρόκειται για το γνωστό «μερίδιο αποσιώπησης» (sys payi). Κατά συνέπεια, δεν ήταν μόνον οι επίσημοι και ημιεπίσημοι που δωροδοκούνταν αδρά, αλλά και ο οποιοσδήποτε μουσουλμάνος εισέπραττε το αντίτιμο της ανοχής του, η οποία είχε αναχθεί σε επάγγελμα» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 296). «Ενδέχεται να έχει σχηματιστεί η εντύπωση ότι ο κάθε φορέας κρατικής εξουσίας, έστω και ασήμαντος, μπορούσε να βασανίσει τον κάθε εξουσιαζόμενο ρεαγιά. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και την ειδική σχέση εξουσίας/υποτέλειας που συνέδεε τους μη μουσουλμάνους με τους μουσουλμάνους, σύμφωνα προς την οποία οι πρώτοι θεωρούνταν σε σχέση προς τους δεύτερους δεύτερης τάξης υπήκοοι, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο κάθε ρεαγιάς χριστιανός ήταν έρμαιο των διαθέσεων του κάθε μουσουλμάνου, ειδικά όταν αυτός ήταν κρατικός υπάλληλος. Το συμπέρασμα αυτό μερικά μπορεί να είναι σωστό, ωστόσο σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τα πράγματα δεν εξελίσσονταν έτσι, εφόσον από τη μια οι ρεαγιάδες ικανοποιούσαν τις δοσιματικές κυρίως απαιτήσεις των «τούρκων» και από την άλλη γιατί πάντα υπήρχε η πιθανότητα να ελεγχθούν οι παρανομήσαντες σε βάρος των ρεαγιάδων» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 310). «Αν υπολογίσουμε ότι ένα μέσης κατάστασης νοικοκυριό χριστιανού είχε ετήσιο εισόδημα 600 άσπρα, θα έπρεπε να καταβάλλει από αυτά 250 άσπρα ως φόρο τσιφτιού και επιπλέον 180 άσπρα τζιζγιέ (με τον υπολογισμό τριών ατόμων από 60 άσπρα ο καθένας). Με διαφορετική διατύπωση η φορολογική του οφειλή ανερχόταν σε 430 άσπρα. Αντίθετα, για ένα παρόμοιο κτήμα ο μουσουλμάνος κατέβαλλε μόνο 165,5 άσπρα. Συνεπώς στο χριστιανό παρέμενε καθαρό μόνο το 28,5% του εισοδήματός του, ενώ στο μουσουλμάνο το 72%, δηλαδή 2,5 φορές περισσότερο» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 2, σ. 218). «Ακόμη και για την περίπτωση του καθορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα υπήρξαν φορές που έπρεπε να δωροδοκηθούν οι αρχές προκειμένου να την εγκρίνουν (…) ο συνηθισμένος εορτασμός του τριημέρου του Πάσχα στον περίβολο του πατριαρχείου εξαρτιόταν από την προαναγγελία του γεγονότος στο σαντραζάμη, του αγά των γενιτσάρων, σε διάφορους βεζίρηδες όπως και στο απόσπασμα των γενιτσάρων που φρουρούσε το πατριαρχείο και την πύλη του Φαναρίου. Η προαναγγελία αυτή συνοδευόταν απαραιτήτως από πολλά δώρα. Παρομοίως για τον γιορτασμό του Πάσχα στις επαρχίες έπρεπε να δωροδοκηθούν οι τοπικοί οσμανοί αξιωματούχοι» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 2, σ. 536). «Όπως προκύπτει από έγγραφο του έτους εγ. 1222, δηλαδή το 1807, ένας μουσουλμάνος εισέβαλε στην εκκλησία του χωριού Φαναράκι του Βοσπόρου έψαλε την ισλαμική προσευχή (εζζάνι) και μεταταύτα τέλεσε ναμάζι. Με τον ισχυρισμό αυτό ζητήθηκε η μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί. Έντρομοι οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη υποβαλλόμενοι σε δαπάνες για την έκδοση φετβά από τον σεϊχουλισλάμη και απόφασης από τον σαντραζάμη που να τους προσκυρώνει την εκκλησία τους. το περιστατικό αυτό βλέπουμε να επαναλαμβάνεται αυτούσιο το 1979 όταν πιστοί του Ισλάμ εισέβαλαν στον πατριαρχικό ναό όπου τέλεσαν ναμάζι με απώτερη εκβιαστική πρόθεση» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 2, σ. 528). «Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι τα διατάγματα που αφορούν την κατεδάφιση ναών είναι περισσότερα από εκείνα που επιτρέπουν την επισκευή ή έστω το χρωμάτισμα των ναών. Το γεγονός αυτό επιδέχεται διπλή ερμηνεία. Η απειλή κατεδάφισης ανατρεπόταν συχνά με άλλο διάταγμα η έκδοση του οποίου κόστιζε ουκ ολίγα στους χριστιανούς. Έτσι, από τη μια μεριά οι αρχές και οι Οσμανοί εξασφάλιζαν έσοδα και από την άλλη οι εκκλησίες εξακολουθούσαν να παραμένουν ερειπωμένες» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 2, σ. 527). «Κάθε Πάσχα ή άλλες σημαντικές γιορτές, γενίτσαροι, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, καταλάμβαναν σημαντικά οδικά περάσματα και απαιτούσαν βοήθημα από τους διερχόμενους χριστιανούς. Μετά το 16ο αιώνα εμφανίζονται οι ψευδο-γενίτσαροι, οι αποκαλούμενοι τασλακτσί, με περιβολή γενιτσάρου, που ζούσαν παρασιτικά εις βάρος των κατοίκων των πόλεων (…). Συγκεκριμένα αναφέρεται πως ήταν καθεστώς να κάθονται οι γενίτσαροι τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές στις γωνίες των δρόμων, και μάλιστα σε τμήμα που υπήρχαν λάσπες ή σκόνη, κρατώντας μια σκούπα. Έτσι ανάγκαζαν το χριστιανό που μετέβαινε στην εκκλησία να πάρει τη σκούπα και να σκουπίσει το δρόμο ή επειδή φορούσε τα γιορτινά του, πιεζόταν να δώσει στο γενίτσαρο «δυο, τρεις ή πέντε παράδες, όπως σώση τη γιορτινή φορεσιά» από τη λάσπη. Για παράδειγμα, μνημονεύεται περίπτωση κατά την οποία γυναίκα που χτενίστηκε και τίναξε την καλύπτρα της κεφαλής της από το παράθυρο υποχρεώθηκε να καταβάλει σημαντικό ποσό σε διερχόμενο τυχαίως γενίτσαρο, γιατί μια τρίχα είχε πέσει στη στολή του και την ερύπανε» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 505). «Υπάρχουν πολλές περιγραφές ξένων ταξιδιωτών από σκλαβοπάζαρα. Το 1511 ο Ούγγρος Γκεόργκι μας δίνει πληροφορίες από πρώτο χέρι, εφόσον και ο ίδιος είχε την ατυχία να υποδουλωθεί. Περιγράφει ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο στην Προύσσα, όπου οι δούλοι, άνδρες και γυναίκες εξαναγκάζονταν να παρελάσουν γυμνοί, να τρέχουν και να χοροπηδούν προκειμένου έτσι να ξεχωρίσουν οι άρρωστοι απ’ τους υγιείς, οι αδύνατοι από τους δυνατούς, οι γέροι από τους νέους και οι παρθένες από τις μη παρθένες. (…) Κατά τον Ζόργκ από τη Νυρεμβέργη στα σκλαβοπάζαρα έγδυναν εντελώς τους δούλους και τους ανάγκαζαν να χορεύουν και να κάνουν ασκήσεις. Οι αγοραστές εξέταζαν τα όργανα των δούλων είτε γυναίκες ήταν αυτοί, είτε άνδρες, είτε γέροι, σα να ήταν ζώα. Τα νήπια μεταφέρονταν σε σακιά, σα να ήταν λαγοί και οι υπόλοιποι σε ομάδες 10-12 ατόμων δεμένα με την ίδια αλυσίδα» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 337)
            O Runciman αναφέρει αρκετά στοιχεία για την θρησκευτική ανεκτικότητα των Οσμανών, η οποία σύμφωνα με κάποιους ήταν απόλυτη. «The constitution arranged between the Conquering Sultan and the Patriarch Gennadius for the Orthodox milet soon proved to be more effective on paper than in fact. The Turks could not forget that they were the ruling race, the conquerors of the Christians; and it irked them that the Greeks should retain privileges that no conquered race ought to enjoy. Mehmet himself and his advisers, who were most of them older than he, had been brought up at a time when Constantinople was a great cultural centre and Greek learning was renowned throughout the world. They could not fail to see some respect for Greeks. (…) Subsequent generations of Turks did not share the same feelings. Mehmet’s son Bayezit II was five years old when his father captured Constantinople. By the time that he was a young man all the Greek scholars that had given luster to Constantinople were scattered, some in Italy and the West… All the Greeks that he met were either merchants or clerks or artisans or priests… to him Greek culture meant nothing. His son, Selim I, actively disliked the Christians (…)
            The outward symptom of the worsening condition of the Greeks was the steady annexation of their churches and their conversion into mosques (…) Others [churches] such as the Pantocrator or Saint Saviour in Chora, had been sacked and desecrated; and the Greeks made no attempt to retain them. As they were structurally sound it was not surprising that they were soon transformed into mosques. Some churches were taken over at once and put to secular uses. Saint Irene, close to Saint Sophia, became an armoury; Saint John in Dippion, near to the Hippodrome, housed a menagerie. In these cases the churches were in districts settled by Turks, and the Christians were prudent enough to make no protest. The Holy Apostles, though preserved for the Christians at the time of the fall of the city, was given up, within a few months (…) In 1490 he [Bayezit II] demanded the surrender of the Patriarchal church, the Pammacaristos. But the Patriarch Dionysius I was able to prove that Mehmet II had definitely bestowed the church upon the Patriarchate. The Sultan gave way, merely ordering the removal of the cross from the summit of the dome. At the same time he forbade his officials to annex other churches, as they were proposing to do. His ban, however, was soon disregarded, no doubt with his own connivance. The church of the Panachrantos was annexed before 1494 and that of Saint John in Studium about 1500. It was about this time that Turkish officials turned the abandoned churches of the Chora and the Pantocrator into mosques (…) In about 1520 Sultan Selim I, who disliked Christianity, suggested to his horrified vizier that all Christians should be forcibly converted to Islam. When he was told that this was impracticable, he demanded that at least all their churches should be surrendered. (…) For the rest of his reign [of Suleiman the Magnificent] no more churches were taken over. Later Sultans were less indulgent. More conversions were made under Selim II; and in 1586 Murad III, just back from a successful campaign in Azerbaijan, announced that he was going to transform the Patriarchal church of the Pammacaristos into a Mosque of Victory – Fethiye Cami. (…) By the eighteenth century there were some forty Greek churches in Constantinople; but only three of these had been built before the conquest. (…) The same process went on in the provincial towns. In Thessalonica the great church of Saint Demetrius and the churches of Saint Sophia and Saint George were converted in the middle of the sixteenth century….
            In any town in which Turks settled, it was the same story. Only in purely Christian districts were the churches left unmolested. The annexations were not only humiliating, but they caused grave legal and economic problems. Many of the annexed churches possessed considerable property, whose disposal involved endless lawsuits and intrigue. Nor was it easy for the Greeks to obtain permission to erect churches to replace those that they had lost. If they did not meet with active hostility they had to face the blank wall of Turkish officialdom. Bribery was usually the only method for securing a quick answer to any such request» (Steven Runciman, The Great Church in Captivity, Cambridge University Press, p. 186-192). (20/12/2009) Ώστε αυτή είναι η περίφημη ανεκτικότητα των Οσμανών, για την οποία γράφουν κυριολεκτικά τόμους οι επιστήμονες των ΑΕΙ και οι δημοσιογράφοι.
            Ο Ένγκελς, που δεν ήταν "ρομαντικός φιλέλληνας", αναφέρεται στην φανταστική-πραγματική υπεροχή των Τούρκων έναντι των Χριστιανών: την «...φανταστική υπεροχή και την πραγματική ατιμωρησία για υπερβάσεις που του δίνονται από τα προνόμια του Ισλάμ απέναντι στους Τούρκους». «Μόνο αυτός έχει δικαίωμα να οπλοφορεί, ενώ κι ο πιο σπουδαίος Χριστιανός πρέπει να παραμερίζει όταν περνά μπροστά του ακόμα κι ο τελευταίος Μουσουλμάνος» (άρθρο στις 7-4-1853).
            Σύμφωνα με τον Ένγκελς (12/1855) «Το έμφυτο μίσος του Τούρκου εναντίον του "γκιαούρη" είναι τόσο άσβεστο κι οι συνθήκες κι αντιλήψεις του τόσο διαφορετικές από τις ευρωπαϊκές, ώστε όσο παραμένει η κυρίαρχη φυλή της χώρας του ποτέ δεν θα υποταχθεί σε ανθρώπους που μέσα του τους περιφρονεί, γιατί τους θεωρεί άπειρα κατώτερους. …Ο απλός Τούρκος μισεί τους θεσμούς των γκιαούρηδων εξίσου όσο και τους ίδιους τους γκιαούρηδες». (22/1/2010)
            Ενώ για την ελληνικότητα των Οσμανών ή τουλάχιστον των καλών εξ αυτών, όπως του Πορθητή, με βάση την οποία ονειρεύονται κοινά ελληνοτουρκικά μεγαλεία υπερορθόδοξοι, παγανιστές και δυτικιστές: «Ο Πορθητής συγκεκριμένα όπως και οι προκάτοχοί του, απευθύνονταν στα ελληνικά με γράμματα που απέστελνε στους διοικητές των βαλκανικών οχυρωματικών θέσεων, όπως επίσης στους ιππότες της Ρόδου. Ωστόσο τα ελληνικά αυτά είναι απλοϊκά, μια περισσότερο μειξοβάρβαρη παρά δημοτική γλώσσα, που δεν έχει σχέση με την αττικίζουσα στην οποία είναι διατυπωμένη η γραμματεία της τελευταίας βυζαντινής αναγέννησης. Από τούτο συνάγεται πως η όποια ελληνική επιρροή υπήρξε επιφανειακή. Και τούτο γιατί δεν υπήρχε περιθώριο για ουσιαστικότερη ή συστηματικότερη μελέτη κειμένων και πολιτιστικών μνημείων. Κάτι τέτοιο θα συναντούσε άλλωστε την αντίδραση των Τούρκων ουλεμά που είχαν την εποπτεία των ιδεολογικών μηχανισμών» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, 368). «Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Πορθητής δε γνώριζε ούτε ελληνικά ούτε λατινικά όπως τουλάχιστον μας πληροφορεί ένα άτομο που τον γνώριζε καλά και τον υπηρέτησε πιστά, ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος. Την πληροφορία επιβεβαιώνει και ο Γ. Τραπεζούντιος, δηλαδή άλλος φιλικά διακείμενος στον Μεχμέντ Β’» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 161). «Ο ιδρυτής του τάγματος [των Δερβίσιδων, Μεβλανά] που τα καλύτερα ποιήματά του τα έχει γράψει στην περσική, δοκίμαζε τη μούσα του και στα ελληνικά. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν είναι καθόλου λαμπρό (Gokpinarli, 1959: 258), πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής ή δεν μπόρεσε να εξοικειωθεί μ’ αυτήν ή, το πιθανότερο, πως η τελευταία είχε συρρικνωεί» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 58). «Η συνήθης πρακτική των φορέων της κυρίαρχης ιδεολογίας ήταν να δυσφορεί για την ονομασία της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Έτσι, για παράδειγμα το 1761 με σουλτανική γραφή εντέλλονται οι αρχές να απαλείψουν από τα νομίσματα την έκφραση Κωνσταντινιγιέ και να την αντικαταστήσουν με τη λέξη Ισταμπόλ» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 354).
            Ασφαλώς η εξιδανίκευση και η απο-τουρκοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από μια μερίδα ιστορικών και πανεπιστημιακών οφείλεται σε έναν λόγο που διόλου δεν έχει να κάνει με την υποτιθέμενη "προδοτική" τους ή "ανθελληνική" ή "νεοταξική" τους συνείδηση, για την οποία οι ακροδεξιοί εθνικιστές τούς κατηγορούν φωνασκώντας. Ο λόγος αυτός είναι ψυχολογικός. Προσπαθώντας να αποδείξουν ότι η Οσμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα αρμονικό πολυπολιτισμικό καθεστώς, όπου οι Έλληνες ζούσαν φιλήσυχα, και όχι ένα καθεστώς διαρκούς βιασμού και σοδομισμού μισής χιλιετίας, οι άνθρωποι αυτοί (οι αναθεωρητές ιστορικοί), καθώς και οι υποστηριχτές τους, σε έσχατη ανάλυση δημιουργούν έναν μηχανισμό συλλογικής ψυχολογικής άμυνας, ώστε η "πληγωμένη εθνική υπερηφάνεια" να επουλωθεί. Πράγματι: Αν αποδεικνυόταν κάποτε "επιστημονικά" ότι κατά την "Τουρκοκρατία" δεν καταπιεζόμασταν ως λαός και μάλιστα αν αποδεικνυόταν ότι ήμασταν ίσοι ή συνέταιροι στην εξουσία της Αυτοκρατορίας αυτής κι έτσι ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε Τουρκοκρατία (ή, ακόμη-ακόμη, ότι δεν υπήρχαμε εμείς ως ελληνικός λαός), τότε δε θα νοιώθαμε (πάντα κατά βάθος και άρρητα) τόσο απογοητευμένοι με τον εαυτό μας (μια και αποτύχαμε να πραγματώσουμε την Μεγάλη Ιδέα, αποτύχαμε να προστατέψουμε την Κύπρο και τις Ίμβρο-Τένεδο), κι εν τέλει απροστάτευτοι έναντι της σημερινής Τουρκίας. Οφείλει κανείς λοιπόν να διακρίνει τον πατριωτισμό των αναθεωρητών ιστορικών πίσω από τις αντιεθνικιστικές ρητορείες τους και την δήθεν αξιολογική τους ουδετερότητα. (5/10/2008) Άλλωστε οι άνθρωποι αυτοί δεν επιδοτούνται μόνο από την Ε.Ε. αραιά και πού χάρη στα λουκούλεια ερευνητικά προγράμματά της, αλλά μισθοδοτούνται και κάθε δεκαπενθήμερο από το Ελληνικό Δημόσιο, και γι' αυτό πιστεύουν ειλικρινά ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Πρέπει ασφαλώς να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί (με ελάχιστες εξαιρέσεις απόλυτα φιλοτομαριστών) πιστεύουν ειλικρινά πως έτσι υπερασπίζονται το συμφέρον του ελληνικού λαού, αλλά δεν είναι σοβαρό να δεχτούμε την άποψη ότι, επειδή πρέπει να βοηθηθεί ο ελληνικός λαός να ξεπεράσει την Τουρκοκρατία, δεν υπήρξε Τουρκοκρατία και υποδούλωση (1071-1461) του ελληνικού έθνους.
            Γενικότερα παρουσιάζεται το φαινόμενο αυτοί οι οποίοι κατηγορούν την ανθενωτική πτέρυγα για φιλοτουρκισμό ή και για προδοσία του ελληνισμού κατά την Άλωση και οι οποίοι αρνούνται το Κρυφό Σχολειό, να είναι οι κατεξοχήν φιλότουρκοι υμνητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διότι υποστηρίζουν ότι οι Οθωμανοί ήταν ανεκτικοί προς την ΧΟ Εκκλησία ή ακόμη και προς το ελληνικό έθνος. Και πράττουν κάτι τέτοιο, αφού τελικός σκοπός τους είναι η υποτίμηση της θετικής προσφοράς της Εκκλησίας˙ αν, πιστεύουν, η "Τουρκοκρατία" δεν ήταν άγρια και βάρβαρη εποχή και οι Οθωμανοί δεν ήταν (τόσο) μισαλλόδοξοι, τότε η Εκκλησία δεν διέσωσε τους Έλληνες από την εξαφάνιση. Φυσικά έτσι διαστρεβλώνουν την ιστορία της Τουρκοκρατίας. Αλλά και την άποψη των Διαφωτιστών για την Τουρκοκρατία. Τελικά είναι ή δεν είναι υμνητές της ανεκτικότητας της Οσμανικής Αυτοκρατορίας; Είναι ή όχι συνεχιστές των Διαφωτιστών, οι οποίοι συνεχώς κατηγορούσαν τους Οθωμανούς - όπως θα δούμε παρακάτω;
        
Δέκατη έβδομη παρατήρηση: η αντιφατική κατηγορία εναντίον των συντηρητικών για αντιτουρκικό εθνικισμό. Συγκεκριμένα, άλλοτε κατηγορείται (ή υποστηρίζεται ότι) η Εκκλησία βοηθούσε στην διατήρηση και εδραίωση της Οσμανικής κυριαρχίας ενώ άλλοτε κατηγορείται (ή υποστηρίζεται ότι) η Εκκλησία δημιούργησε και εμπέδωσε, για ιδιοτελείς δικούς της λόγους, την εικόνα του βάρβαρου Τούρκου-Οθωμανού. Η μία διαπίστωση ή κατηγορία είναι σαφώς ενάντια στην δεύτερη διαπίστωση ή κατηγορία. Αλλά το λάθος που αναφέρουμε στην παράγραφο αυτή αφορά τους δημιουργούς του αντιτουρκισμού. Είναι γνωστό ότι οι παραπάνω δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν ότι το Ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε χάρη στις προσπάθειες των Ελλήνων Διαφωτιστών. Αγνοούν αυτοί οι εκλεπτυσμένοι αντιεθνικιστές ότι η εικόνα του βάρβαρου καννίβαλου και αιμοδιψή σφαγέα των Ελλήνων Τούρκου δεν δημιουργήθηκε ούτε από κάποιους αντικοινοβουλευτιστές της εποχής του Μεσοπολέμου ούτε από τη Χούντα ούτε από την επίσημη Εκκλησία και την σχολική εκπαίδευση του ελληνικού κράτους, αλλά από τους πνευματικούς προγόνους των αντιεθνικιστών, τους Έλληνες Διαφωτιστές. Και μόνες οι περιπτώσεις του Κοραή και του Ανωνύμου του Έλληνος αρκούν για του λόγου το αληθές.
            Στην αυτοβιογραφία του (στα 1829) ο Αδαμάντιος Κοραής μας εξομολογείται ότι κατά τον καιρό της πρόσκαιρης επιστροφής του στη Σμύρνη, έφευγε "ολίγα στάδια μακράν της πόλεως [=Σμύρνης] δια να μη βλέπω Τούρκους". Στα 1822 (πρόλογος στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη) ο Κοραής υποστηρίζει ότι οι Τούρκοι και ο Σουλτάνος "πωλεί, ως κτήνη εις την αγοράν, τας γυναίκας, τα τέκνα των ταλαίπωρων Γραικών, ληστεύει τα υπάρχοντά των, κολυμβά ο αιμοβόρος αγαλλόμενος εις αυτά των τα αίματα", ότι "Ο μακελλάριος Σουλτάνος κατασκάπτει τους χριστιανικούς ναούς, καταμιαίνει τα ιερά θυσιαστήρια, κατασφάζει τους λειτουργούς των θυσιαστηρίων, αναγκάζει τα ανήλικα των χριστιανών τέκνα να αποτάσσωνται τον Χριστόν, και να συντάσσωνται με τον Σατανάν". Ο Κοραής τον ίδιο χρόνο συνιστά στους Έλληνες "Μην αφήσωμεν το παραμικρόν λείψανον της μιαράς Τουρκικής ζύμης εις την νέαν μας ταύτην αναζύμωσιν". Σε αντίθεση με τους αναθεωρητές Ρεπούση, Λιάκο κ.λπ., οι οποίοι εξιδανικεύουν το Οσμανικό κράτος, ο Κοραής ισχυρίζεται στο ίδιο κείμενο ότι "θηρία, κατ’ ευτυχίαν, δεν γεννώνται πλην εις εκείνα τα έθνη, όσα κυβερνώνται, καθώς οι Τούρκοι, από νόμους θηριώδεις". Επαναλαμβάνει ότι "ο άνανδρος Σουλτάνος σφάζει τους κατά πόλεις διατρίβοντας αόπλους και αθώους άνδρας, γυναίκας, γέροντας, ανήλικα παιδία". Στα 1822 (Ονήσανδρου Στρατηγικός και Τυρταίου το πρώτον ελεγείον), ο Κοραής θεωρεί φρικιαστική και μόνο τη θέα Τούρκων: "Ματαίως ηλευθερώσετε τους οφθαλμούς των από την φρικώδη θέαν των Τούρκων, αν δεν τα διδάξετε νηπιόθεν να φρίττωσι και ν’ αποστρέφωνται όχι μόνους τους Τούρκους του Μωάμεθ". Στα 1826 ο Κοραής επαναλαμβάνει (Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δεύτερος) την άποψή του για την περίφημη ανεκτικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: "...τους φονέας και ληστάς στρατιώτας του αρχιληστού Σουλτάνου, και να τους διασπείρωσι όπου της Ελλάδος ήτον εύκολον να καίωσι, να ληστεύωσι, να φονεύωσι, να καταισχύνωσι γυναίκας, να βιάζωσι παρθένους...".
             Η άποψη αυτή είναι το "Πιστεύω" για τον Κοραή, όταν περιγράφει τη θέση των Ελλήνων στην - σύμφωνα με αριστερούς αντιεθνικιστές και δεξιούς κοσμοπολίτες - "ανεκτική και πολυπολιτισμική Οθωμανική αυτοκρατορία". Στην Αδελφική Διδασκαλία γράφει «Οι ταλαίπωροι Γραικοί δεν είναι κύριοι μήτε κτημάτων, μήτε τέκνων, μήτε των ιδίων αυτών γυναικών. Η τιμή και η ζωή των κρεμάται από την θέλησιν όχι μόνον αυτού του πρωτοτυράννου, αλλά και εκάστου από τους ελαχίστους αυτού δούλους» και «Τις δεν έφριξεν ακούων την καταδυναστείαν και τους αφορήτους φόρους, όσους οι κατά πάσαν την Τουρκικήν Ευρώπην ευρισκόμενοι Γραικοί βιάζονται να πληρώνωσι;». Στα 1821, στο Σάλπισμα πολεμιστήριον γράφει: «Τις εξ ημών δεν εδοκίμασε την απάνθρωπον αγριότητα και ασπλαχνίαν της διεστραμμένης των Οσμανλίδων γενεάς; Αυτοί μας μεταχειρίζονται ως άλογα κτήνη, μας καταβαρύνουσι με φόρους ανυποφόρους, τους κόπους των χειρών ημών και τους ιδρώτας του προσώπου κατατρώγουσιν αναισχύντως. Ημείς ποιμαίνομεν, και αυτοί σφάζουν τα πρόβατα των ποιμνίων ημών˙ ημείς σπείρομεν, και αυτοί θερίζουν˙ ημείς φυτεύομεν, και αυτοί τρυγώσι, μην αφίνοντες εις ημάς μηδ’ όσον αρκεί να θεραπεύσωμεν την πείναν ημών˙ ημείς ποτίζομεν, και αυτοί μας στερούν και όσον χρειάζεται να σβέσωμεν την δίψαν ημών. Αυτοί μας εγγίζουν καθ’ ημέραν την τιμήν, μας ενοχλούν και εις αυτήν ημών την σεβασμίον θρησκείαν. Τους ιερούς ημών ναούς μετέβαλαν εις τζαμία, και μην αρκούμενοι να μας στερεύωσι τα αναγκαία μέσα να συστήσωμεν σχολεία εις ανατροφήν και φωτισμόν των ημετέρων τέκνων, μας αρπάζουν από τους πατρικούς κόλπους και αυτά τα τέκνα» και «Εξαιτίας των Τούρκων η κοινή πατρίς ημών, … έγινεν σήμερον κατοικητήριον της αμαθίας και βαρβαρότητος, αληθές σπήλαιον ληστών, των και απ’ αυτούς τους ληστάς αναιδεστέρων Οσμανλίδων».
            Στα 1827 (Αρριανού των Επικτήτου Διατριβών μέρος πρώτον) οι Τούρκοι για τον Κοραή είναι "σαπρόν και ανίατον έθνος". Στα 1829, στην αυτοβιογραφία του ο Κοραής λέει ότι "Το παιδιόθεν τρεφόμενον εις την ψυχήν κατά των Τούρκων μίσος, εκατήντησεν, αφού εγεύθην ευνομουμένης πολιτείας ελευθερίαν, εις αποστροφήν μανιώδη. Τούρκος και θηρίον άγριον ήσαν εις τον λογισμόν μου λέξεις συνώνυμοι, και τοιαύται είναι ακόμη". Στα 1826 (Λυκούργου, Κατά Λεωκράτους) ο Κοραής αποκαλεί τους Τούρκους "καθάρματα". Αλλού τους αποκαλεί "τίγρεις", των οποίων η θανάτωση δεν είναι καθόλου κακό πράγμα. Και βέβαια για την ισλαμική θρησκεία έχει μόνο τα καλλίτερα λόγια: «Η θρησκεία, της οποίας ονομάζεται Καλίφης, είναι των ψευδών όλων θρησκειών η ψευδεστάτη» (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821). Οι Τούρκοι δεν μπορούν να αποκτήσουν εύνομη πολιτεία "ενόσω πιστεύουν τον Μωάμεθ" (1826). Ο Κ. κάνει λόγο για «το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων», γράφει «οι τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι» , ισχυρίζεται πως «Η πρόοδος των φώτων έφερε τέλος πάντων εις όλα σχεδόν της Ευρώπης τα έθνη τους δικαίους νόμους … Εις μόνον το βάρβαρον έθνος των Τούρκων δεν ίσχυσαν να προχωρήσωσι τα φώτα. Μόνων των Τούρκων εύρηκε και τους οφθαλμούς τυφλούς των επιστημών ο λύχνος, και τα ώτα κωφά η φιλάνθρωπος φωνή της ιερωτάτης φιλοσοφίας. Οι Τούρκοι μόνοι έμειναν εις της βαρβαρότητος το σκότος, σκότος αληθώς εξώτερον της κολάσεως˙ όθεν και μόνοι αυτοί δεν εγνώρισαν τι πράγμα είναι και τι δύναται η ευνομία», «Το άσπλαχνον γένος των Μουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλιέται εις τα αίματα. Αίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται να σβέσωσι την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Αγαρηνών» (Σάλπισμα πολεμιστήριον (1821)), απαξιώνει τους Τούρκους και τη θρησκεία τους: «Οι Τούρκοι κατάγονται από τους Σκύθας, εις των οποίων την ιστορίαν άλλο δεν ευρίσκεις παρά καταδρομάς, αρπαγάς, πόλεων αλώσεις, αιχμαλωτισμούς και φόνους ολοκλήρων εθνών … Τοιούτου γένους και τοιούτων αρετών κληρονόμοι είναι οι Τούρκοι. Έξω τούτου, επροσκολλήθηκαν και εις Θρησκείαν, η οποία αποστρέφεται και φοβείται τα φώτα» (Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις, Διάλογος δύο Γραικών (1805)). Οι Τούρκοι είναι (βλ. παραπάνω) "αναιδείς ληστές", "διεστραμμένο γένος", είναι "ηλίθιο έθνος" (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821, σημείωση 57). Αλλού: "..την κτηνώδην μωρίαν των Μουσουλμάνων", "οι απάνθρωποι Τούρκοι", "το άγριον των Μουσουλμάνων γένος", "το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων" (Σάλπισμα πολεμιστήριον). Επίσης "την βδελυράν θρησκείαν του Μωάμεθ" (επιστ. 19-10-1822), "τ ην φρικτήν λέπραν των Τούρκων" και "Μωραγρίους Μουσουλμάνους" (επιστ. 12-10-1822), "...την οποίαν μολύνουν ακόμη οι πόδες των βρωμερών μουσουλμάνων" (επιστ. 6-5-1822).
            Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας αναφέρεται στην "πλέον σιχαμεράν και βάρβαρον κυριότητα, εις την τυραννία των οθωμανών" (Β', 38). Σε αντίθεση με τους αντιεθνικιστές πανεπιστημιακούς αναθεωρητές υποστηρίζει ότι "η οθωμανική διοίκησις είναι τυραννική. Οι νόμοι της είναι ατελείς, σκληροί και ολίγοι (...) Τα ήθη των είναι βάρβαρα" (Γ', 2). Τόση είναι η τυραννία, ώστε "κάθε φαμελίτης, όταν εβγαίνη από το οσπίτιόν του (...) νομίζει το ίδιον ωσάν να επηγαίνη εις τον πόλεμον, με το να μην είναι βέβαιος, αν πλέον επιστρέψει" (Γ', 5α). Των Οθωμανών η "Διοίκησις, όσον τυραννική, τόσον εύκολος, και τοιαύτη, οπού δεν ημπορεί τινάς να υποθέση μίαν χειροτέραν από αυτήν" (Γ', 9). Ο Ανώνυμος κάνει σχόλια και για τον εθνικό χαρακτήρα των Τούρκων: "..Τόσον μιαρά η ψυχή των Οθωμανών" (Γ', 24). Στο κείμενο επίσης διαβάζει κανείς: "οι ποταμοί αίματος των συγγενών μας και φίλων μας, οπού εχύθησαν από το οθωμανικόν σπαθί" (Ε', 49). Αφού εγκωμιάσει την χριστιανική θρησκεία και κακοχαρακτηρίσει την μουσουλμανική, γράφει ότι "η εβραϊκή θρησκεία κάμνει τον λαόν μισάνθρωπον" (Ε', 27). (28/10/2008) Εδώ συμφωνεί κι ο Κοραής: "ούτε οι Ιουδαίοι εμπορούν να συντάξωσιν αυτοί καθ’ αυτούς εύνομον πολιτείαν, ενόσω πείθονται εις τας Ταλμουθικάς μυθολογίας των Ραββίνων" (Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δεύτερος, 1826). Οι Έλληνες Διαφωτιστές είχαν άριστη γνώμη για Τούρκους, Καθολικούς και Εβραίους - σε αντίθεση με... τους μεσαιωνιστές και σκοταδιστές αντιπάλους τους.
            (Ἐδῶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ κάνει λόγο καὶ γιὰ τους Ἕλληνες Διαφωτιστὲς ὡς εἰσηγητὲς τοὺ "Ἑλληνοχριστιανισμοῦ", διότι αὐτοὶ καταφέρονται ἐναντίον τῆς θρησκείας τῶν Ἐβραίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων ὑποστηρίζοντας τὴν ἀνωτερότητα τῆς χριστιανικῆς, αὐτοὶ (Κοραῆς) τονίζουν ὅτι ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι προϊὸν τῶν πράξεων μόνον τῶν "Χριστιανῶν Ἑλλήνων", αὐτοὶ καταφέρονται ἐναντίον τῆς προσηλυτιστικῆς δραστηριότητας στὴν Ἑλλάδα-Ἀνατολὴ ἐκ μέρους τῶν δυτικῶν ἐκκλησιῶν ζητῶντας νόμους οἱ ὁποῖοι νὰ τὴν ἀπαγορεύουν, αὐτοὶ ζητοῦν ὁ μελλοντικὸς ἕλληνας βασιλιᾶς, ἂν ὑπάρξει, νὰ μὴν εἶναι ἀλλόδοξος, αὐτοὶ κατηγοροῦν γιὰ τὸ Σχίσμα τὴ Δύση, αὐτοὶ μεθερμηνεύουν τὸ Χριστιανισμὸ ἔτσι ὥστε νὰ συμφωνεῖ μὲ τὶς ἰδέες τους καὶ νὰ προκύπτει - καὶ ὑποστηρίζουν συνεχῶς ὅτι ὑπάρχει - συμφωνία μεταξὺ Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, μεταξὺ ἀρχαίων φιλοσόφων καὶ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου/χριστιανῶν Πατέρων [«Τόσον ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ ἦναι ἐναντία τῆς Θρησκείας ἡ Φιλοσοφία, ὥστε δικαίως ἤθελέ τις τὴν ὀνομάσει ἀδελφὴν καὶ συγγενή της. Τί ἄλλο κωμωδοῦν, τί ἄλλο περιπαίζουν οἱ Φιλόσοφοι παρὰ ὅσα στηλιτεύων ὁ Απόστολος Παῦλος εἰς τὰς ἐπιστολάς του (…) καὶ ποῖοι ἀπό τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἐχρημάτισαν πλέον θερμοὶ τῆς Θρησκείας ὑπέρμαχοι, παρὰ ὅσοι ἦσαν φιλοσοφώτεροι παρὰ τοὺς ἄλλους;» (Στοχασμοί αυτοσχέδιοι, Μέρος Β')], ἐνῶ ταυτόχρονα ἀποδίδουν καὶ στὸν ἀρχαιοελληνικὸ πολυθεϊσμὸ τὴν ὑποδούλωση τῆς Ἑλλάδας στοὺς Λατίνους (Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δεύτερος, (1826)). Ὁ Κοραῆς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ο Χριστιανισμὸς συνεπάγεται τὴ δημοκρατία: "Κατά την διδασκαλίαν λοιπόν του Παύλου, εις μόνους τους νομίμους ηγεμόνας είναι χρεωστουμένη η υποταγή", "Κατά την διδασκαλίαν λοιπόν των Απόστόλων, εις τοιούτους παρανόμους ηγεμόνας, όχι τυφλή και άλογος υπακοή, αλλά γενναία αντίστασις χρειάζεται", "Όστις μετά προσοχής αναγνώσει το Ευαγγέλιον, τας Πράξεις και τας Επιστολάς των Αποστόλων, θέλει πανταχού εύρη μίαν δημοκρατικήν ισονομίαν, μίαν ελευθερίαν φρόνιμον, περιωρισμένην από μόνους τους νόμους", "Διδάσκουσι, ναι, ο Χριστός και οι Απόστολοι την υποταγήν εις τους κυρίους. Αλλ’ εις ποίους κυρίους. Εις εκείνους όσοι «το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχουσι (Κολασ. δ’ 1). Περί των αδίκων και τυραννικών κυρίων …. τι λέγει ο Απόστολος Παύλος; «Πειθαρχείν δει θεώ μάλλον ή ανθρώποις»" (Αδελφική Διδασκαλία). Μπορεῖ κανεὶς νὰ διαπιστώσει ἐπιπλέον ὅτι οἱ πρῶτες νύξεις ἀλλὰ καὶ ἀναφορές, ἀπὸ τὸ 1822 καὶ ἔπειτα, γιὰ Κρυφὸ Σχολειὸ, ἔγιναν ἀπὸ Νεοέλληνες Διαφωτιστὲς καὶ τοὺς ἐπιγόνους τους καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία).
            (Μπορεί η παραπάνω παρένθεση να προεκταθεί ως εξής: Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, κατά τη δεκαετία του 1850 αλλά και αργότερα επικράτησαν τάσεις θρησκευτικού φανατισμού. Αλλά η απόδοσή τους κυρίως στην ΧΟ Εκκλησία είναι λανθασμένη. Για παράδειγμα το 1852 ο προτεστάντης ιεραπόστολος Jonas King δικάστηκε και καταδικάστηκε για προσηλυτισμό· ήταν όμως ο Κοραής, ο οποίος στα 1821 υπερθέματιζε στην λήψη κρατικών μέτρων κατά του προσηλυτισμού εκ μέρους δυτικών Εκκλησιών στο ελλαδικό κράτος. «Οι νόμοι μας δεν πρέπει να συγχωρώσιν εις κανένα να πλανά τους ομοθρήσκους μας, και να τους χωρίζη από την εκκλησίαν μας. Όστις από τους αποστόλους της Ρώμης τολμήση τουλοιπού να σύρη με απάτην εις την Εκκλησίαν του Γραικούς της Ανατολικής εκκλησίας, πρέπει να εξορίζεται αδυσωπήτως από την Ελλάδα» (Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821), ΜΙΕΤ, τ. Β’, σ. 732) και «Εις το εξής Μοναστηριών μεν ανέγερσις δεν πρέπει ουδόλως να συγχωρήται εις αυτούς˙ εκκλησίας δε τινος νέας αν έχωσι χρείαν, ουδ΄ αυτή πρέπει να ανεγείρεται χωρίς την άδειαν των αρχόντων του Γραικικού πολιτεύματος» (Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821), τ. Β’, σ. 733), έγραφε ο Κοραής. Ο Κοραής είναι αυτός που προτείνει τη μισθοδοσία του κλήρου από το Δημόσιο: "να πληρώνονται από το δημόσιον εκάστης πόλεως οι κατά πόλεις ευρισκόμενοι λειτουργοί της θρησκείας" (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821) την υπαγωγή όλων των θρησκειών στο υπουργείο παιδείας και την εισαγωγή του μαθήματος της "κατήχησης της θρησκείας" (Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος του 1822 έτους (1822)). «Αυτό που στην ουσία προτείνει ο Κοραής στα οκτώ άρθρα του για τη ρύθμιση των  εκκλησιαστικών θεμάτων, είναι η πολιτική αναδιοργάνωση της Εκκλησίας ως βραχίωνα του κοσμικού κράτους, κατά το προτεσταντικό πρότυπο». (Κιτρομηλίδη Πασχάλη Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, σ. 415). «Το νέο κράτος μετέβαλε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διοικητικό του όργανο. (…) Με τη μετατροπή της ελλαδικής εκκλησίας σε κρατική υπηρεσία κατά το πρότυπο των προτεσταντικών κρατών της Ευρώπης, η Ελλάδα υιοθετούσε την ταυτότητα του κοσμικού κράτους, εγκαταλείποντας τις παραδόσεις που η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε κληρονομήσει από το Βυζάντιο» (Κιτρομηλίδη Πασχάλη Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 470). Την εξέλιξη αυτή της κρατικοποίησης της εν Ελλάδι ΧΟ Εκκλησίας και της αποκοπής της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όμως είχαν προωθήσει ένθερμα οι υπέρμαχοι του Διαφωτισμού, από τον Κοραή ώς τον Φαρμακίδη, ώστε να «αποβυζαντινοποιηθεί» η Εκκλησία και συνεπακόλουθα το νεοελληνικό έθνος. Αν η επιλογή αυτή των Ελλήνων Διαφωτιστών στράφηκε τελικώς ενάντια στους ίδιους και τους επιγόνους τους (Ροδη, Λασκαράτο, Καρη), αυτό ήταν κάτι το οποίο θα έπρεπε να προβλέψουν, αντί να δερνοκοπώνται στους αιώνας των αιώνων για την «βυζαντινή θεοκρατία» του νεοελληνικού κράτους.)
            Τη στάση των Κοραή-Ανώνυμου του Έλληνος συμμερίζονται οι Δ. Φιλιππίδης-Γρ. Κωνσταντάς στη Νεωτερική Γεωγραφία: "Όλοι λοιπόν εις την Τουρκίαν υποπτεύονται δια την ζωή τους και την περιουσία τους και πολλοί σηκόνονται και πηγαίνουν και καταστήνονται εις τα γείτονα μέρη. (…) Τι βασίλειο ήθελε είναι η Τουρκία…. πόσο ευτυχισμένο εις τα μέσα, αν ήταν ευνομία. (…) Μα Αρβανίται εξ ίσου εις καιρό ειρήνης και πολέμου να περιπατούν με στρατιωτικαίς σημαίαις να πατούν χωριά, να καίουν σπίτια, να σκλαβόνουν… μα τι λέγω εκείνα οπού είν’ εις όλους γνωστά;" Γνωστά σε όλους, εκτός από όσους θεωρούν εθνικιστική προκατάληψη να αποκαλείται Τουρκοκρατία η περίοδος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα.
            Ο κατάλογος με παρόμοιες απόψεις είναι μεγάλος. Όπως μεγάλο είναι το σφάλμα όσων ισχυρίζονται ότι όχι απλώς η εικόνα του (τοτεινού) Τούρκου ως βαρβάρου είναι ψευδής σχολικός εθνοκρατικός μύθος, αλλά - προσπαθώντας να συνδυάσουν αντιεθνικισμό και προοδευτικότητα - διακηρύσσουν ότι η Εκκλησία, και, ενίοτε, η γενιά του 1930 και τα ακροδεξιά ελληνικά καθεστώτα επέβαλαν τη συγκεκριμένη οπτική για τους Τούρκους και την Τουρκοκρατία. Αυτή η οπτική όχι απλώς ήταν βίωμα εκατοντάδων ετών αλλά, το σπουδαιότερο, βρέθηκε έτοιμη, "προς χρήση", στο νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος του 1833, δίχως να απαιτείται απαραίτητα κάποια Εκκλησία και κάποιοι "εθνικιστικοί κύκλοι". Η συντήρηση της εικόνας αυτής για την Τουρκοκρατία - εκτός του ότι η ίδια δεν αποτελεί μύθο, αλλά πραγματικότητα, αφού την επιβεβαιώνουν όλες οι πλευρές, Εκκλησία και Διαφωτιστές - έγινε με τη συγκατάθεση των επιγόνων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι άλλωστε κυριαρχούσαν στη διανόηση του ελλαδικού κράτους τις πρώτες δεκαετίες από την ίδρυσή του και έδωσαν τις κατευθυντήριες γραμμές. (20/10/2008) Αυτές οι κατευθύνσεις παγιώθηκαν, έγιναν π.χ. εκπαιδευτική παράδοση, διότι το Κράτος ήταν στα χέρια των φιλοδυτικών, μη ρωσσόφιλων, ενώ η Εκκλησία έπρεπε να ακολουθεί, ως δημόσια υπηρεσία. Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι με βάση τα παραπάνω είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο για τους αντιεθνικιστές των ΜΜΕ και των ΑΕΙ να αποδίδουν τον ρατσιστικό αντιτουρκισμό στην ΧΟ Εκκλησία, η οποία ούτε φιλότουρκη αλλά ούτε και ρατσιστική ήταν.
            Γενικότερα μιλώντας οι προοδευτικοί αντιεθνικιστές έχουν ακριβώς τον τρόπο σκέψης ("άσπρο-μαύρο") για τον οποίον κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι αυτοί έχουν, όταν τσουβαλιάζουν σε στρατόπεδα (π.χ. φιλοδυτικό και αντιδυτικό) τους διάφορους στοχαστές της νεώτερης Ελλάδας, ώστε να καθορίσουν σε ποιον θα επιτίθενται και ποιου θα παριστάνουν τον πνευματικό επίγονο. Ο Κοραής και ο Ανώνυμος ο Έλλην, για παράδειγμα, έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις στο θέμα των αιτιών του Σχίσματος του 1054, της Ένωσης των Εκκλησιών, της θεοκρατίας του ορθόδοξου ιερατείου, της υπαιτιότητας του κλήρου στη διατήρηση της δουλείας, ακόμη και στις προϋποθέσεις και τον καθορισμό της χρονολογίας έναρξης της επανάστασης. Αυτά είναι γνωστά μεν, αλλά ψιλά γράμματα για τους αντιεθνικιστές (2/11/2008), αφού σημασία έχει γι' αυτούς να αποδείξουν και έπειτα να εκλαϊκεύσουν την διαμάχη μεταξύ Διαφωτιστών και Εκκλησίας, γενικά και αόριστα. Σημασία γι' αυτούς έχει μόνο η διαστρέβλωση και κατασυκοφάντηση της ελληνικής ιστορίας, ώστε οι πάντες και τα πάντα να κινούνται σε ένα μεταμοντέρνο χάος: η ΧΟ Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία να εμφανίζεται φιλότουρκη, οι Έλληνες Διαφωτιστές ψεύτες, ο ελληνικός λαός μη ελληνικός και ζώντας μια πολυπολιτισμική ζωή χαρισάμενη μαζί με τους Μουσουλμάνους. Με τέτοια αντίληψη για την "Τουρκοκρατία" κανείς δεν μπορεί να πειστεί ότι ο λαός - που δεν καταπιεζόταν - παθιάστηκε, συγκινήθηκε από τις αντιτουρκικές κραυγές κάποιων φραγκοσπουδαγμένων πρώην συντοπιτών του, μονίμων κατοίκων Δυτικής Ευρώπης ή κάποιων, ακόμη πλουσιότερων, ελληνόφωνων αστών, και επαναστάτησε κατά των Οσμανών πολεμώντας για 7-8 χρόνια.
            Πώς θα μπορούσε βέβαια κανείς να δεχτεί τις αποφάνσεις των "αντιεθνικιστών" δίχως να παρατηρήσει ότι αυτές διακατέχονται από ιδεολογική στράτευση; Για παράδειγμα ο Κιτρομηλίδης αναφερόμενος σε μια εγκύκλιο του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε' στα 1819 σχετικά με την σχολική εκπαίδευση αναφέρει «Στα 1819 ο πατριάρχης και η σύνοδος εξέδωσαν εγκύκλιο προς την ιεραρχία, τον κλήρο και το ποίμνιο των πιστών, που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου που ενυπήρχε στην εγκατάλειψη της παραδοσιακής γραμματικής γνώσης προς όφελος της νεότερης επιστήμης και των μαθηματικών, τα οποία θεωρούνταν επιζήμια για την αληθινή πίστη και τη σωτηρία της ψυχής» (Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 452), ενώ η εγκύκλιος αναφέρει «Αναγκαιότατον είναι να διαιρεθώσι τα Γραμματικά Σχολεία από τα Επιστημονικά και Μαθηματικά, και να γίνωνται κεχωρισμενως αι παραδόσεις», καθώς αυτό που ο Γρηγόριος κατακρίνει ως βλαβερό είναι όχι τα μαθηματικά και τις επιστήμες καθαυτά αλλά την «ολότελη αφοσίωση μαθητών ομού και διδασκάλων εις μόνα τα μαθηματικά και τας επιστήμας». Ο ίδιος καθηγητής, επειδή ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος σε κείμενό του, το περιεχόμενό του οποίου είχαν γνώση οι Οθωμανοί, πανηγύριζε για τις νίκες του Σουλτάνου στη Μέση Ανατολή, βγάζει το συμπέρασμα ότι ο Νεκτάριος εξέφραζε «μια πολιτική ταύτιση με την οθωμανική κυριαρχία» (Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 88), ενώ ο Νεκτάριος σε κείμενα προς τους πιστούς και τον κλήρο στα οποία οι Οθωμανοί δεν είχαν πρόσβαση έγραφε «ουκ […] εστι πόλις και τόπος, όπη των ορθοδόξων ημών ου προχέονται υπέρ της ευσεβείας τα αίματα. […] Ίδε, τοιγαρούν, οποία νυν η Ελλάς και η ορθόδοξος Ανατολίς. […] Τεταπεινωμένη μεν κατά τον κόσμον, δεδοξασμένη δε κατά τον Θεόν. […] Ει και εάλω η Κωνσταντινούπολις και εδουλώθη, το έθνος ουδαμώς εξερριζώθει» (Κ. Β. Σκουτέρη, Κείμενα του Νέου Ελληνισμού, Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκοταετηρίδος 3, εν Αθήναις 1971, σσ. 79-80). Όμως προϋπόθεση για αμερόληπτη ερμηνεία της στάσης των εκκλησιαστικών αρχών είναι η παράθεση όλων των λεγομένων τους σχετικά με την οθωμανική κυριαρχία και όχι μόνο των επίσημων ώστε να σχηματιστεί η εντύπωση ότι είναι ειλικρινά υπέρ της οθωμανικής κυριαρχίας.  Τέλος, ο ίδιος καθηγητής γράφει (Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 89) στα γραπτά του Νεκτάριου «Συλλογικό πνεύμα και εθνική μνήμη δηλώνονταν με την αναφορά "ημείς οι Έλληνες", που όμως υπηρχε μόνο για να τονίσει τη δογματική αντιπαράθεση των Ελλήνων προς τους αιρετικούς της Δύσης», πράγμα αναληθές, αφού σύμφωνα με τους οπαδούς της προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους εκείνη την εποχή υπάρχουν μόνο Ρωμαίοι Ορθόδοξοι και όχι Έλληνες, συνεπώς αν σκοπός του Νεκτάριου ήταν να τονίσει τη δογματική αντιπαράθεση των Ορθόδοξων προς τους δυτικούς χριστιανούς, τότε ο Νεκτάριος μόνο σε Έλληνες δεν θα έπρεπε να αναφερθεί:  θα έπρεπε να αναφερόταν μόνον σε Ρωμαίους (Ορθόδοξους). Επειδή αμερόληπτη κριτική και παράθεση των πατριαρχικών κειμένων συχνά δεν υπάρχει, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα σε τι διαφέρει η στρατευμένη προ του 1974 πανεπιστημιακή ελλαδική "γνώση" του "ελληνοχριστιανισμού" από την σημερινή "αντιεθνικιστική" ιστορική "γνώση". (18/1/2009)

Δέκατη όγδοη παρατήρηση Η σύγχυση μεταξύ εθνικισμού και αντιδυτικισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι μονοπωλώντας το ενδιαφέρον για τη Δύση και την προσπάθεια μίμησής της, καθολική ή επιλεκτική, από ορισμένους δημιουργείται ως αντίπαλο δέος ο Εθνικιστής και Αντιδυτικός, ως τύπος. Ωστόσο ο αντιδυτικισμός δεν είναι μονοσήμαντος, όπως για λόγους πολεμικής πιστεύουν οι αντιεθνικιστές δυτικιστές, ακριβώς όπως ο εθνικισμός δεν είναι πάντοτε κρατικιστικός. Υπάρχουν αντιδυτικοί αντιεθνικιστές και υπάρχουν φιλοδυτικοί/δυτικιστές εθνικιστές. Ο Γιανναράς είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης, μια και έχει προτείνει την υπαγωγή της Ελλάδας σε μια νέα Οσμανική Αυτοκρατορία.
            Σχετική με τον φιλοευρωπαϊσμό είναι και η σύγχυση ανάμεσα σε διάφορους τύπους εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας. Είναι άλλο πράγμα, καλό, να τιμωρείται ευρωδικαστικώς η Ελλάδα επειδή δεν κατασκευάζει ΧΥΤΑ ή επειδή δεν απορροφά κονδύλια ή επειδή δεν καταπολεμά τη διαφθορά, και είναι εντελώς άλλος τύπος εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας, βλαβερός, το να καταδικάζεται η Ελλάδα επειδή κάποιος πολίτης δήλωσε εθνικά Βαβυλώνιος και η Ελλάδα δεν του παρέχει σχολεία και δασκάλους ώστε να μαθαίνει τα βαβυλωνιακά, ή άλλος είναι ο τύπος εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας, επίσης βλαβερός, το να γίνεται η Ελλάδα συμμέτοχη σε υπερεθνικά στρατιωτικά εγκλήματα επιτρέποντας τη διέλευση αεροσκαφών τα οποία παρανόμως βομβαρδίζουν τρίτες χώρες. Σκόπιμα ή από αφέλεια αυτά τα δύο είδη ταυτίζονται, ώστε όποιος αρνείται τα τελευταία να κατηγορείται ότι αρνείται και το πρώτο είδος. (24/11/2009)

Δέκατη ένατη παρατήρηση Η κατηγορία για τσουβάλιασμα και ισοπέδωση των αντιεθνικιστών και των αντιεθνικιστών. Η απορία-πρόκληση των οπαδών της διάλυσης του έθνους αναφορικά με την ηθική ακεραιότητα όσων είναι διεθνιστές ή αντιεθνικιστές στοχεύει στο να καταδειχθούν ως αφελείς οι κατηγορίες εναντίον των "δημόσιων", γνωστών εκπροσώπων του αντιεθνικισμού. Η απάντηση είναι απλή: Ασφαλώς και υπάρχουν τίμιοι, δηλαδή συνεπείς και ταυτόχρονα ηθικά ακέραιοι, αντιεθνικιστές ή διεθνιστές. Το θέμα είναι ποιοι κυριαρχούν στο στρατόπεδο του αντιεθνικισμού ή και του διεθνισμού. Δεν κυριαρχεί ο γείτονας της διπλανής πόρτας που δεν έχει όρεξη για σκοτωμούς, δεν θέλει εκτοπισμούς και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Δεν κυριαρχεί ο κάθε τυχαίος απλός πολίτης. Κυριαρχεί ο Κωστόπουλος, ο Δημητράς, ο «Βοκκάκιος» του Βήματος, κυριαρχούν οι καθηγητές που σμπρώχνουν ο ένας τον άλλον ομόφρονά του να αρπάξει καμμιά θέση, που έχουν πήξει στα σεμινάρια, που περνούν ζωή και κότα συνδυάζοντας και το τερπνό (την ψευδή συνείδηση ότι ο διεθνισμός τους εξυπηρετείται από την επέκταση της κοσμοπολίτικης αποεθνοποίησης, και ότι, εν τέλει, δεν πρόδωσαν τον παλιό επαναστάτη αριστερό εαυτό τους) και το ωφέλιμο (τα σεμινάρια, τις επιδοτήσεις, τις θέσεις, την προώθηση από ΜΜΕ, κόμματα και ισχυρούς εκτός Ελλάδας, τα ταξίδια).
            Όπως οι έντιμοι χριστιανοί συχνά αποτελούν το άλλοθι και το συγχωροχάρτι για τα λάθη ή τα εγκλήματα της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει με τους διεθνιστές και αντιεθνικιστές. Δεν έχει σημασία αν υπάρχουν καλοί ή τίμιοι και συνεπείς αντιεθνικιστές. Σημασία έχει ποιοι επικρατούν στο δημόσιο χώρο από αυτούς, σε ποιους επιτρέπεται (από τους ισχυρότερους) να επικρατούν. Και σημασία επίσης έχει –χάρη στην επικράτηση αυτήν– τίνων κορόιδα είναι οι καλοί ή τίμιοι και συνεπείς αντιεθνικιστές και διεθνιστές.

Εικοστή παρατήρηση: Η πίστη των εν Ελλάδι αντιεθνικιστών και διεθνιστών ότι διαλύοντας το έθνος καταφέρνουν κάτι που ξεπερνά τα όρια του ελληνικού εθνικισμού. Ωστόσο το μόνο που θα κατορθώσουν είναι να βγει ένας παίχτης, και μάλιστα ένας ασήμαντος παίχτης, από το διεθνές παιχνίδι της ισχύος, κι ασφαλώς όχι οι σημερινοί ισχυροί, όχι οι γείτονες που θα γίνουν ισχυρότεροι. Με μια κουβέντα, οι Έλληνες οπαδοί της διάλυσης/ξεπεράσματος του έθνους έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για το έργο τους και για τον εαυτό τους. Ωστόσο, η σχετική ισχύς της Ελλάδας είναι ασήμαντη και γι’ αυτό, εκ των πραγμάτων, αν η ίδια ποιότητα αντιεθνικισμού και η απήχησή του στις ελίτ εφαρμοζόταν τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ/ισχυρά δ. Ευρωπαϊκά κράτη, τότε αφενός στην δεύτερη περίπτωση θα είχαμε μια τεράστια αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ισχυρών, ενώ, αφετέρου, στην πρώτη περίπτωση, λόγω του ελληνικού μεγέθους, θα είχαμε μια καρικατούρα αδύναμων (= οι Έλληνες)που εξιδανικεύουν σε «αντιεθνικισμό» την εθνοκρατική αδυναμία τους. Αυτή η μεταμφίεση γίνεται περισσότερο φανερή στην περίπτωση των ελληνικών ελίτ: Επειδή τα παίρνουν χοντρά (από έξω κι από μέσα στην Ελλάδα), τους συμφέρει να ονομάζουν "αντιεθνικισμό" την λόγω αδυναμίας/ελληνικού μεγέθους υποτέλεια της Ελλάδας στη βούληση άλλων ισχυρών εθνοκρατών. Αλλά, αν αντιεθνικισμός είναι η επικράτηση του ισχυρότερου εθνικισμού και η υποταγή των ανίσχυρων, τότε υπάρχει ασυμφωνία ως προς τον ορισμό του αντιεθνικισμού.
            Ορισμένα κοινά σημεία μεταξύ διεθνισμού και αντιεθνικιστικού κοσμοπολιτισμού είναι ο λόγος για τον οποίο στάθηκε τόσο εύκολο για όλους τους αριστερούς οι οποίοι είναι πλέον οπαδοί της κοσμοπολίτικης διάλυσης του έθνους να προσχωρήσουν στον κοσμοπολιτισμό πιστεύοντας ότι δεν προδίδουν τις ιδέες και την ιδέα τους για τον εαυτό τους: Κατά βάθος θεωρούν ότι λίγο-πολύ ο διεθνισμός τους του '70-'80 εξυπηρετείται άριστα από τον κυρίαρχο (μη αριστερό) κοσμοπολιτισμό. Άθελά τους δείχνουν και τη ρηχότητα του διεθνισμού που είχαν κατά νου. Και φυσικά είναι τα κορόιδα των κοσμοπολιτών, αφού απλούστατα δεν εξυπηρετείται ο ηττημένος και νεκρός διεθνισμός από τον ολοζώντανο κοσμοπολιτισμό, αλλά το αντίθετο, εξυπηρετείται ο ζωντανός λεηλατώντας τα υπάρχοντα του νεκρού. (24/11/2009)

Εικοστή πρώτη παρατήρηση: Η αναφορά στον όρο "φαντασιακός" μπορεί να προεκταθεί και υπό την έννοια ότι το έθνος, ως φαντασιακό βρίσκεται αποκλειστικά μέσα στα κεφάλια των οπαδών της ύπαρξής του. Έτσι, είναι εύκολο (μπορεί) να προχωρήσει κανείς στο επόμενο βήμα, να θεωρήσει ότι το έθνος ως νοηματοδότηση είναι μόνο "μεταφυσική" κι άρα μόνο "μεταφυσικά" βασιζόμενος κάποιος, δηλαδή αλόγως, είναι σε θέση να αγωνιστεί υπέρ του έθνους ή να υποστηρίζει την ανάγκη για διάσωσή του. Εδώ κάνουν λάθος: Δεν είναι απαραίτητο ότι η υποστήριξη προς το έθνος-κράτος (= τού ότι πρέπει να αγωνιστούμε για να διατηρηθεί/μην παρακμάσει το εθνοκράτος, ενάντια δηλαδή σε αντιεθνικιστικές και αντιεθνοκρατικές ιδεολογίες και σκοποθεσίες) πρέπει να βασίζεται σε μεταφυσικές απόψεις. Ακόμη περισσότερο δεν είναι απαραίτητο, λ.χ. για το ελληνικό έθνος-κράτος, ούτε να πιστεύει κανείς στο τρισχιλιετές ώστε να είναι αυστηρά εθνοκεντρικός, ή "εθνικιστής" ή υπέρμαχος της διατήρησης του εθνοκράτους αυτού κι ενάντιος στην αποεθνοποίηση. Διότι μπορεί να πιστεύει (αντικειμενικά παρατηρώντας τις συνθήκες) ότι -τουλάχιστον προς το παρόν- δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή εκτός του εθνοκράτους, ότι το εθνοκράτος (και το έθνος που υπάρχει σ' αυτό) είναι συνεπώς ο μόνος τρόπος ασφαλούς συλλογικής αυτοσυντήρησης τού λαού-έθνους που υπάρχει σε αυτό και, συνεπώς, ότι αν θέλει κανείς να επιβιώσει συλλογικά (ως νεοελληνικό έθνος), τότε οπωσδήποτε δεν πρέπει να φθείρει το ελληνικό εθνοκράτος ή να στοχεύει στην αποεθνοποίησή του ή την διάλυση/κατάργησή του. Το έμπρακτο παράδειγμα της περίπτωσης αυτής ήταν ο Π. Κονδύλης. Δίχως να συμμερίζεται την άποψη για ελληνική τρισχιλιετή συνέχεια και υποστηρίζοντας ότι το νεοελληνικό κράτος είναι αποτέλεσμα της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν βρίσκεται μακριά από τις απόψεις τύπου Λιάκου και Ρεπούση. Ωστόσο αυτό δεν τον οδηγούσε στην απαξίωση του ελληνικού εθνοκράτους, στην καταγγελία του "εθνικισμού" (όπως οι τύπου Λιάκου, Ιού κ.λπ τον καταγγέλλουν), αντιθέτως πρότεινε κατευθυντήριες γραμμές επιβίωσης του ελληνικού εθνοκράτους και κατήγγειλε τις απόψεις του αριστεροφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού/"διεθνισμού" ως αυταπάτες και εσφαλμένες εκτιμήσεις τής διεθνούς πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο, βέβαια οι "αντιεθνικιστές" δεν του το συγχώρεσαν, διότι όχι απλώς τούς αρνιόταν την Αλήθεια των (κοσμοπολίτικων) κοσμοθεωρήσεών/αναλύσεών τους αλλά κατά βάθος (τούς) έδειχνε ότι η υπεράσπιση τού μισητού κατ'  αυτούς ή ξεπερασμένου/άχρηστου γι'  αυτούς εθνοκράτους δεν είναι απαραίτητο να είναι φαντασιακά και συναισθηματικά/"ιστορικά" θεμελιωμένη αλλά -το αντίθετο- βασίζεται σε αναλύσεις της τρέχουσας πραγματικότητας, με άλλα λόγια τους αρνιόταν την επιστημονικότητα των επισημάνσεών τους κι έτσι ότι είναι λαθεμένη η εκ μέρους τους ταύτιση των ιδεολογικών (μη επιστημονικών) τους προτιμήσεων με τις επιστημονικές τους παρατηρήσεις. (25/11/2009)

Εικοστή δεύτερη παρατήρηση:  Η σχετική με το ζήτημα της ελληνικής στα Βαλκάνια. Πολλές φορές γίνεται λόγος για την χρήση της ελληνικής λόγω της διασύνδεσής της με την ορθόδοξη λατρεία. Έτσι, υποστηρίζουν μερικοί, η χρήση της ελληνικής γλώσσας και η τόνωση της ελληνικής παιδείας στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια δεν συνεπάγονται ούτε εξελληνισμό αλλά ούτε και Ελληνισμό.
            Τέτοιος ισχυρισμός προϋποθέτει την ιδέα ότι τα ελληνικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ό,τι τα λατινικά στην Ρωμαιοκαθολική, ότι ήταν μια ιερή γλώσσα, διεθνική, όπως τα λατινικά στην αρχικά μόνο Ρ/Καθολική και μετά Ρ/Καθολική και Προτεσταντική Δυτική Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Επί Βυζαντίου τα Ευαγγέλια είχαν μεταφραστεί στις βαλκανικές γλώσσες. Επί Τουρκοκρατίας σε ορισμένες βαλκανικές περιοχές εκτός της παραδοσιακά νοούμενης γεωγραφικής Ελλάδας πράγματι η λειτουργία γινόταν στα ελληνικά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι αφενός οι περιοχές είχαν υπαχθεί στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου στο ότι το μορφωτικό επίπεδο των λαών αυτών (Σέρβων και Βουλγάρων) είχε πέσει πάρα πολύ ώστε μόνο οι Έλληνες μοναχοί, κληρικοί και ανώτεροι ιεράρχες -κι όχι οι αντίστοιχοι Σέρβοι και Βούλγαροι-  ήταν κάτοχοι μιας κάποιας παιδείας, θρησκευτικής και θύραθεν (αρχαίας), οπότε αυτοί τελούσαν την λειτουργία στα ελληνικά. Επειδή, λοιπόν, η ελληνική δεν θεωρείτο ιερή γλώσσα στα πλαίσια της ΧΟ Εκκλησίας και επειδή η χρήση της σε μη ελληνικές βαλκανικές περιοχές δεν οφείλεται σε τέτοιου είδους θρησκευτική θεώρησή της, απομένει η θεωρία του Ελληνισμού και εξελληνισμού. Είναι γεγονός, δηλαδή, ότι ορισμένοι μη Έλληνες Βαλκάνιοι Ορθόδοξοι των ανώτερων τάξεων εξελληνίστηκαν μέσω της ελληνικής παιδείας. Αυτό αποτελεί πρόβλημα για την άποψη της προνεωτερικής ύπαρξης του έθνους μόνον εάν δεχόμασταν κάποια φυλετικά κριτήρια. Εξάλλου δεν εξελληνίστηκαν όλοι οι Σέρβοι και Βούλγαροι άρχοντες οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με την ελληνική παιδεία. Ακριβώς, όμως, επειδή η χρήση της ελληνικής/η προώθηση της ελληνικής παιδείας συντελούσε άλλοτε στον εξελληνισμό κι άλλοτε όχι, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τα ελληνικά ως διεθνή γλώσσα που τίποτε δεν αποδεικνύει. Και, το κυριότερο, όλα αυτά έχουν νόημα μόνο σε μη ελληνικές βουλγαρικές και σερβικές περιοχές. Στα βόρεια παράλια του Αιγαίου και στην Δ. Μακεδονία δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ελληνική ως ξένη, μη ντόπια γλώσσα.
            Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την χρήση της ιθαγενούς γλώσσας, ίσα-ίσα την προωθούσαν. Ο διάκονος Κορέσσιος από τη Χίο μετέφρασε στην ρουμανική τα τέσσερα Ευαγγέλια και το Ψαλτήρι. Η γλώσσα της ρουμανικής ορθόδοξης λειτουργίας ήταν η ρουμανική. Με την ακμή του τυπογραφείου του Βουκουρεστίου (τέλη 17ου αρχές 18ου αι.) τα ιερά βιβλία άρχισαν να μεταφράζονται από τα ελληνικά ή σλαβονικά στα ρουμανικά. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος (1737-1741) υποστήριζε τη διδασκαλία της ρουμανικής στα σχολεία της Μολδαβίας, ενώ ο Αλέξανδρος Γκίκας (1766-1768) έστελνε Ρουμάνους δασκάλους στα ρουμανικά χωριά αλλά Έλληνες καθηγητές στο Γαλάτσι και Μποτοσάνι. Κι ο Ιωάννης Καρατζάς, επίσης φαναριώτης ηγεμόνας (1812-1818) ενδιαφέρεται για τα ρουμανικά σχολεία και αναδιοργανώνει παλιά ή ιδρύει νέα.
            Αξίζει να τονιστεί για μια ακόμη φορά ότι οι Έλληνες είχαν σαφή αντίληψη ότι διέφεραν, ως Έλληνες-Ρωμαίοι/Ρωμιοί, από Σέρβους, Βουλγάρους και Ρουμάνους ("Βλάχους"). Ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Μοισιόδαξ, ο ιερομόναχος Δανιήλ κ.ά., όπως φυσικά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά το ότι οι Τούρκοι καλούσαν Ρουμ όλους τους Ορθόδοξους, γνώριζαν την διαφορά μεταξύ των λοιπών βαλκανικών λαών και του ελληνικού. (22/12/2009)
            Τέτοια αντίληψη υπήρχε ήδη από την βυζαντινή εποχή και είναι μία συνειδησιακή εθνική σταθερά ενάντια στις απόψεις των αναθεωρητών ιστορικών οι οποίοι νομίζουν ότι μέχρι τα 1770 οι Έλληνες δεν είχαν συνείδηση της διαφοράς τους από τους λοιπούς Ορθόδοξους Βαλκάνιους: ο βυζαντινός ιστορικός Δούκας γράφει: «..Τοῦτο τοὺς Ἀλβανοὺς εὐαριθμήτους ἐποίησεν, Βλάχους ὁμοίως Σέρβους καὶ Ρωμαίους εἰς τέλος ἠφάνισεν». Ο βυζαντινός Καναβουτζής στα 1430 γράφει: "Ημείς γαρ χριστιανοί όντες και μίαν πίστιν έχοντες, όμως βαρβάρους έχομεν και λέγομεν, τους Βουλγάρους, τους Βλάχους, τους Αλβανίτας, τους Ρούσους". Σχεδόν 400 χρόνια μετά, το 1802, ο Δανιήλ στη Μοσχόπολη γράφει: "Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι αλλόγλωσσοι χαρήτε / κι' ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε.... να τιμήσετε...και τας πατρίδας / τας Αλβανοβουλγαρικάς κάμνοντας Ελληνίδας" (31/1/2010).

Εικοστή τρίτη παρατήρηση:  Το αυτομαστίγωμα. Ασφαλώς η επίκριση των αρνητικών στοιχείων του σύγχρονου εθνικού χαρακτήρα μας είναι πολύ σωστό. Ωστόσο ενίοτε φτάνει στο άλλο άκρο, να μηδενίζεται η θετική εικόνα των Νεοελλήνων και να εξιδανικεύεται η εικόνα όχι απλώς των σημερινών Δυτικών αλλά και των παλαιότερων Δυτικών καθώς και των Οσμανών. Στο Η Ελλάς ως κράτος Δικαίου, ο Γ. Κακλαμάνης υποστηρίζει λίγο πολύ ότι οι λεηλασίες και αναγκαστικά καταστροφές των ελληνικών χειρογράφων κατά την πρώτη Άλωση του 1204 ήταν κάτι το θετικό, καθώς γράφει: "Τα χειρόγραφα [Ψελλού, Φώτιου, Πυθαγόρα, Προσωκρατικών, όπως αναφέρει πριν] τα έσωσαν οι Καταλανοί του Μεσαίωνα" (σ. 271). Αληθεύει, βέβαια, ότι κάποια ελληνικά χειρόγραφα δεν καταστράφηκαν κατά το 1204 αλλά μεταφέρθηκαν από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας στη Δύση. Ωστόσο υπήρχαν άλλα τόσα χειρόγραφα τα οποία οι Σταυροφόροι αυτοί κατέστρεψαν - κι όμως, ο Κακλαμάνης θεωρεί την εξέλιξη αυτήν ως  "σωτηρία" των ελληνικών χειρογράφων. Ή πάλι, στη σ. 69 τού ίδιου βιβλίου αναφέρει "το πνεύμα ανοχής που διείπε τις σχέσεις τους [= των Οσμανών] κατά την προηγούμενη πολιτιστική τους ιστορία" επειδή σήμερα οι Τούρκοι αναστυλώνουν τα ερείπια των ελληνικών ναών της Ιωνίας. Δεν είχε αντιληφθεί άραγε ο υμνητής της ανοχής των Οθωμανών ότι οι Τούρκοι αποσιωπούν -π.χ. στις τουριστικές ξεναγήσεις, στα τουριστικά φυλλάδια κ.ο.κ.- την ελληνική καταγωγή των κτητόρων των αρχαίων ναών και εκκλησιών της Μικράς Ασίας; Και ότι, συνεπώς, η αναστύλωση αυτή, το ενδιαφέρον για τα μνημεία κ.ο.κ., δεν συνεπάγεται πραγματικά ανοχή αλλά, αντίθετα, προσπάθεια σφετερισμού της ελληνικής/ελληνοβυζαντινής πολιτισμικής κληρονομιάς;

Εικοστή τέταρτη παρατήρηση:  Η αντίφαση ανάμεσα σε δύο θέσεις των ενάντιων στην ελληνική εθνική συνέχεια. Από τη μία, όταν έρχονται σε επαφή με την παρουσία σε ελληνικά κείμενα  λογίων του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας στα οποία οι λόγιοι αυτοί δηλώνουν εθνικά Έλληνες και αναφέρουν την ύπαρξη ελληνικού έθνους, υποστηρίζουν την γνωστή θέση ότι τα ονόματα (κάθε όνομα) είναι κενά περιεχομένου, ότι "κρατάμε άδεια ονόματα", και συνεπώς, ότι η ανεύρεση των όρων Έλλην/Έλλάς σε κείμενα του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας δε σημαίνει ότι υπήρχε τότε ελληνικό έθνος και Έλληνες, πρόγονοι των σημερινών. Από την άλλη, όμως, όταν θέλουν να καταπολεμήσουν την "ουσιοκρατία" του έθνους, τότε δηλώνουν ακριβώς το αντίθετο: δηλαδή, ότι "το πώς ονομάζεται κάποιος δεν είναι αδιάφορο σε σχέση με το είναι". Όπως και να εξετάσει/αντιπαραβάλλει κανείς τις δύο αυτές απόψεις, είναι αντίθετες αναμεταξύ τους. Δηλαδή: εάν έχει σημασία το πώς αυτοπροσδιορίζεται κανείς, προκειμένου να γνωρίζουμε τι είναι αυτός, τότε δεν μπορεί να ισχύει η άποψη ότι τα ονόματα/οι αυτοπροσδιορισμοί είναι ονόματα κενά περιεχομένου αλλά ισχύει η σχέση "όνομα--ουσία". Και το αντίθετο, εάν δεν έχει σημασία τι λέει κανείς ότι είναι ο ίδιος και πώς αυτοπροσδιορίζεται αλλά έχει σημασία μόνο/κυρίως το τι είναι αυτός στην πραγματικότητα, τότε τα ονόματα είναι κενά περιεχομένου και δεν ισχύει η σχέση "όνομα--ουσία".
             Στην πραγματικότητα, όταν μαθαίνουμε μια καινούργια λέξη, μαθαίνουμε και το περιεχόμενό της. Δεν την ακούμε απλώς, αλλά ταυτόχρονα μάς την εξηγούν είτε άμεσα (ορισμός) είτε έμμεσα (τι πράγματα σχετίζονται με αυτήν). Ανεξάρτητα από αυτό, η αντίφαση στις δύο χρησιμοποιούμενες στρατηγικές κατά της άποψης για ελληνική εθνική συνέχεια είναι προφανής.
            Όπως μπορεί κανείς να δει παραπάνω, σε άλλα άρθρα, το ζήτημα της ελληνικότητας των Βυζαντινών εξετάστηκε τόσο ονοματοκρατικά όσο και "ουσιοκρατικά". Τόσο βάσει του τι έλεγαν οι Βυζαντινοί ότι ήταν αλλά και βάσει του τί πίστευαν οι άλλοι, οι τριγύρω τους, ότι ήταν οι Βυζαντινοί. Και, το συμπέρασμα που για εμάς προκύπτει είναι όχι απλώς ότι υπάρχει σχετική σύμπτωση μεταξύ του τι πίστευαν οι Βυζαντινοί και του τι πίστευαν οι τοτινοί τριγύρω των Βυζαντινών για τους Βυζαντινούς, αλλά κυρίως ότι σημαντικότερο -αντικειμενικότερο- είναι το τι πίστευαν οι τοτινοί.

Εικοστή πέμπτη παρατήρηση:  Διάφορες ανούσιες και επαναλαμβανόμενες "στο άπειρο" αναζητήσεις-για-την-αναζήτηση και κοσκινίσματα σχετικά με το αν οι μη ελληνόφωνοι ενός τόπου ήταν ή δεν ήταν Έλληνες. Για παράδειγμα, έχει γίνει αναφορά στο αν κάποιοι βουλγαρόφωνοι Πατριαρχικοί της Αν. Θράκης, σε κάποιο χωριό της πριν τα 1912, ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι. Και εξηγούμαστε γιατί είναι ανούσιες: Όταν, μετά την νεοτουρκική επανάσταση του 1908 αποφασίστηκε η δημιουργία Οθωμανικού Κοινοβουλίου στο οποίο θα συμμετείχαν ανάλογα με τον πληθυσμό τους κάθε μια από τις μη τουρκικές κοινότητες, συμφωνήθηκε μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων να κατανεμηθούν οι έδρες στα εξής ευρωπαϊκά βιλαέτια της Οσμανικής Αυτοκρατορίας ως εξής: βιλαέτι Θεσσαλονίκης: 5 ελληνικές, 3 βουλγαρικές έδρες. βιλαέτι Μοναστηρίου: 5 ελληνικές, 2 βουλγαρικές. βιλαέτι Αδριανουπόλεως: 8 ελληνικές, 1 βουλγαρική. Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω για να ψάχνουμε για πάντα αν οι Πατριαρχικοί βουλγαρόφωνοι των περιοχών της Θράκης ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι, γιατί ακόμη κι οι Βούλγαροι συμφωνούσαν ότι αυτοί δεν ήταν Βούλγαροι αλλά Έλληνες. (3/1/2010)

Εικοστή έκτη παρατήρηση:  Το επιχείρημα ότι η Επανάσταση του 1821 οφείλεται στο ότι οι Έλληνες αστοί, επειδή υπέφεραν περισσότερο από τους αγρότες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προώθησαν και οργάνωσαν την ιδέα της εξέγερσης κατά των Τούρκων, δηλαδή ότι δίχως αυτούς δεν θα υπήρχε 1821 και νεοελληνικό κράτος. Κατά βάθος το επιχείρημα αυτό είναι ότι η το 1821 και η ύπαρξη του ελληνικού κράτους οφείλεται στον εκδυτικισμό και στην Δύση. Το επιχείρημα αυτό μπορεί να αναχθεί πολύ πίσω:
Ο Ένγκελς (στα 1889-1890) υποστηρίζει ότι οι Έλληνες επαναστατούσαν διότι «Ήσαν εμπορικός λαός, και οι έμποροι υπέφεραν περισσότερο από την καταπίεση των Τούρκων πασάδων» σε αντίθεση με τους Νοτιοσλάβους, οι οποίοι όντας περισσότερο αγρότες δεν υπέφεραν τόσο πολύ – τουλάχιστον συγκριτικά με τους δυτικοευρωπαίους αγρότες. Αντίθετα, το ελληνικό εμπόριο επί Τουρκοκρατίας είχε ανθίσει «κι είχε γίνει κιόλας τόσο σημαντικό, ώστε δεν μπορούσε πια να σηκώσει την τουρκική κυριαρχίαΗ τουρκική κυριαρχία…είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία…λείπει ο πρώτος βασικός όρος της αστικής προσοδοφόρας δραστηριότητας: η ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας του εμπόρου. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν τώρα ακόμα μια φορά, αφού από το 1774 είχαν ήδη δυο φορές αποπειραθεί να εξεγερθούν».
            Η άποψη αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί υποστηρίζεται και σήμερα από τους αναθεωρητές ιστορικούς. Λέγεται, δηλαδή, ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν έργο των εμπόρων-αστών, που δεν άντεχαν την τουρκική μη καπιταλιστική νοοτροπία. Ενάντια σε ένα τέτοιο υπερβολικό τονισμό του εμπορικού στοιχείου, ο οποίος φυσικά ενέχει πολεμική αιχμή κατά της ΧΟ Εκκλησίας, αφού πάντα υπάρχει έριδα σχετικά με το ποιος είναι, μεταξύ των Ελλήνων, ο πνευματικός υποκινητής τους για το 1821, μπορούν να ειπωθούν τα εξής:
α) Οι «μη έμποροι» Σέρβοι είχαν επαναστατήσει νωρίτερα από τους «έμπορους Έλληνες», στα 1804 και μάλιστα με επιτυχία. Κάτι τέτοιο αντικρούει το ότι οι έμποροι περνούσαν χειρότερα από τους αγροτικούς (διάβαζε: κατά Ένγκελς Νοτιοσλαβικούς) πληθυσμούς. Καλό, βέβαια, θα ήταν να ανατρέξει κανείς σε μια ιστορία των βαλκανικών εξεγέρσεων κατά των Οθωμανών, για περισσότερη τεκμηρίωση.
β) οι έμποροι αποτελούσαν ένα 10% του ελληνικού πληθυσμού, το υπόλοιπο ήταν αγρότες οι οποίοι σαφέστατα τάχθηκαν – ασφαλώς όπου μπορούσαν (λ.χ. η πεδινή Θεσσαλία δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αντεπιχείρημα) – υπέρ της επανάστασης του 1821.
γ) οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει κι άλλες φορές, πριν την ανάπτυξη του εμπορίου.
δ) ο Π. Κονδύλης, που παρατηρεί την άποψη αυτήν του Ένγκελς, στην Παρακμή του αστικού πολιτισμού, στην εισαγωγή παρατηρεί εύστοχα, αναφερόμενος τουλάχιστον στον 18ο και 19ο αι., ότι αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε, παρά καραβοκύρηδες και μεταπράτες.
ε) Επανειλημμένα οι Μαρξ-Ένγκελς τονίζουν τον ρόλο των τσαρικών πρακτόρων στις ελληνικές εξεγέρσεις. Συνεπώς η δική τους έμφαση στον ρόλο των Ελλήνων εμπόρων (και, συνεπακόλουθα, στην αιτία που ο ρόλος αυτός τονίζεται) μειώνεται από τους ίδιους τους Μαρξ-Ένγκελς.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι Έλληνες μαρξιστές (ή επηρεασμένοι από τον Μαρξ αλλά μη μαρξιστές) Αριστεροί εσφαλμένα υποστηρίζουν, μαζί με τους δυτικιστές νεοφιλελεύθερους/εκσυγχρονιστές, ότι η Ελλάδα απελευθερώθηκε χάρη στη ναυμαχία του Ναβαρίνο και, γενικά, χάρη στην επέμβαση των Δυτικών υπέρ της Ελλάδας (οπότε δικαιωματικά εφεξής "ανήκει εις την Δύση") ενώ πριν την ναυμαχία αυτήν ήταν [η Ελλάδα] στα πρόθυρα της επανυποδούλωσης στον Ιμπραΐμ. Ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρει (1860) ότι οι Φιλικοί ήταν πράκτορες των Ρώσσων και ο Ένγκελς υποστηρίζει (21-4-1853) ότι η έκβαση του 1821 κρίθηκε όχι από την ναυμαχία αυτήν αλλά από τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1828-9 και την νίκη των Ρώσσων. Για τη στάση των Μαρξ-Ένγκελς στο Ανατολικό Ζήτημα βλ. εδώ. Επιγραμματικά:
        α) Η άποψη ότι η Μεγάλη Ιδέα είναι αποκλειστικά προϊόν κρατικών επιδιώξεων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους κι όχι του ελληνικού έθνους δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή από τον Μαρξ, μια και γι’ αυτόν (άρθρο 29-3-1854) δεν την επιδιώκουν μόνο οι εντός του ελληνικού βασιλείου Έλληνες αλλά και οι εκτός του βασιλείου Έλληνες: «Οι Έλληνες του λεγόμενου [ελληνικού] βασιλείου, καθώς κι όσοι ζουν στα Ιόνια νησιά υπό βρεταννική κυριαρχία, θεωρούν βέβαια ως εθνική τους αποστολή να εκδιώξουν τους Τούρκους απ’ όλα τα μέρη, όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα, και να ενώσουν την Θεσσαλία και την Ήπειρο σ’ ένα δικό τους κράτος». Άλλωστε η άποψη που θέλει τους Έλληνες να επαναστατούν για πρώτη φορά το 1821 δεν έβρισκε σύμφωνο τον Ένγκελς (άρθρο στα 1890): «οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν τώρα ακόμα μια φορά, αφού από το 1774 είχαν ήδη δυο φορές αποπειραθεί να εξεγερθούν».

        β) Η άποψη που θέλει την Ελλάδα να χρωστά την ανεξαρτησία της στη ναυμαχία στο Ναβαρίνο δεν φαίνεται να έβρισκε σύμφωνο τον Ένγκελς (άρθρο 21-4-1853): «Ποιος έκρινε τον αγώνα, όταν εξεγέρθηκαν οι Έλληνες; ….όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου…παρά ο Ντήμπιτς, που προέλασε με τον ρωσσικό στρατό ίσαμε την κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τον Αίμο».
        γ) Η άποψη που θέλει τον ελληνορθόδοξο κλήρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εναντιώνεται στο 1821 ήταν λανθασμένη κατά τον Ένγκελς (άρθρο 19-4-1853). «Εκατοντάδες Ρώσσοι πράκτορες περιέρχονταν την Τουρκία παρουσιάζοντας στους Ελληνορθόδοξους τον ορθόδοξο αυτοκράτορα ως την κεφαλή, τον φυσικό προστάτη και τον τελικό απελευθερωτή της καταπιεσμένης Ανατολικής Εκκλησίας…Ο κλήρος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας πολύ γρήγορα οργανώθηκε σε μια μεγάλη συνομωσία με σκοπό την διάδοση αυτών των ιδεών».
        δ) Η εκσυγχρονιστική και μεταλλαγμένη «αριστερή» άποψη που εξιδανικεύει την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έβρισκε μερικώς μόνο σύμφωνους τους Μαρξ-Ένγκελς, αφού αυτοί ανάλογα με τις επαναστατικές σκοπιμότητες και τον αντιτσαρισμό τους άλλοτε ειρωνεύονταν τους δυτικούς φιλότουρκους και έδειχναν την καταπίεση των Οθωμανών και άλλοτε ειρωνευόμενοι τους φιλέλληνες φιλοχριστιανούς Δυτικούς διακήρυσσαν ότι οι Τούρκοι παρείχαν στους χριστιανούς Βαλκάνιους δικαιώματα κι ελευθερίες πολύ περισσότερα από εκείνα που υποκριτικά απαιτούσαν για τους Βαλκάνιους απ’ την Τουρκία η Δύση και ο Τσάρος.

        ε) Όσον αφορά στο Βυζάντιο: Σε αντίθεση, πρώτον, με τις προσπάθειες να παρουσιαστεί αυτό και η βυζαντινή κληρονομιά ως απλώς πολυεθνική-πανορθόδοξη, ο Μαρξ (άρθρο 29-3-1854) εμμέσως πλην σαφώς δείχνει ότι από όλους τους βαλκάνιους λαούς μόνο οι Έλληνες επεδίωκαν την ανασύσταση του Βυζαντίου: «Φθάνουν μάλιστα να ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου...». Σε αντίθεση, επίσης, με τις απόψεις για πολυεθνικότητα του Βυζαντίου (με την έννοια ότι όλες οι παραδόσεις/λαοί ήταν ισότιμοι), ο Μαρξ το κατονομάζει συνεχώς ως ελληνική αυτοκρατορία (άρθρα στις 12-8-1853, 6-5-1854, 9-1-1857, επιστολή 3-5-1854): «…η ευρωπαϊκή ελληνική αυτοκρατορία»· «..τους Έλληνες αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης»· «…των Ελλήνων ηγεμόνων»· «…οι Έλληνες αυτοκράτορες». Σε αντίθεση, τρίτον, με την άποψη για  «πολιτιστική» ταύτιση του Βυζαντίου με τους Οθωμανούς και την Τσαρική Ρωσσία, ο Μαρξ γράφει, αντίστοιχα, «Η Κωνσταντινούπολη είναι η αιώνια πόλη, η Ρώμη της Ανατολής. Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχτηκε με τον δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο» (12-8-1853) και «Στην βυζαντινή αυτοκρατορία Κράτος κι Εκκλησία ήσαν τόσο στενά συνυφασμένα…Στην Ρωσσία επικρατεί η ίδια ταυτότητα, μολονότι εκεί, σ’ αντιδιαστολή προς την βυζαντινή αυτοκρατορία, η Εκκλησία μετατράπηκε σε απλό όργανο του Κράτους, όργανο καταπίεσης στο εσωτερικό και επίθεσης στο εξωτερικό» (29-3-1854).
            Αλλά τέτοιας ποιότητας κομμουνιστές και Αριστερούς διαθέτει η Ελλάδα, τέτοιες απόψεις θα διακηρύσσουν αυτοί ως "μαρξιστικές" . (17/5/2011)
            Πράγματι, η άποψη για ολοκληρωτική κατάπνιξη της Επανάστασης από τον Ιμπραΐμ είναι λαθεμένη. Ο J. Petropoulos γράφει «Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβε τα κυριότερα φρούρια της Πελοποννήσου, χωρίς όμως και να μπορέσει να καταστρέψει τον ελληνικό στρατό, ο οποίος κατέφευγε στις ορεινές περιοχές, όπου τα τακτικά στρατεύματα ήταν ουσιαστικά άχρηστα, και όπου ο ξεριζωμένος λαός ενίσχυε τις τάξεις του. Με εξαίρεση τις παραθαλάσσιες πόλεις, ο Ιμπραΐμ ήταν κύριος μόνο των σημείων που κατείχε ο στρατός του κάθε συγκεκριμένη στιγμή» (Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο 1833-1843, σ. 56). Ο D. Dakin γράφει «Κατά τα τέλη Ιουνίου απειλούσαν το Ναβαρίνο. Ο Ιμπραήμ όμως είχε ελλείψεις σε πολεμοφόδια και για μια ακόμη φορά ο Υψηλάντης...μαζί με τον γενναίο Μακρυγιάννη και 250 άνδρες για να υπερασπιστούν την οχυρή θέση Μύλοι της Λέρνας που έλεγχε το δρόμο που οδηγούσε βόρεια προς το Άργος. Ο Ιμπραήμ και οι 7.000 άνδρες του αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ήταν τυχεροί που γλίτωσαν την πανωλεθρία. Ο Κολοκοτρώνης παρά λίγο να τον κλείσει στα στενά του Παρθενίου. (...) Αν και κατόρθωσε να μπει στην πόλη [Τριπολιτσά] φέρνοντας εφόδια, δεν μπορούσε να κατατροπώσει τις δυνάμεις των Ελλήνων που προξένησαν βαριές απώλειες στις φάλαγγές του σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1826. Στο τέλος του χρόνου είχε χάσει 16.000 από τους 24.000 άνδρες που είχε στην αρχή. Πολλοί από τους επιζώντες ήταν άρρωστοι και υπήρχαν ελλείψεις σε τροφές και πολεμοφόδια» (Η ενοποίηση της Ελλάδας, σσ. 89, 91), όλα αυτά πριν από τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο. (10/8/2010).
            Πράγματι, ενάντια στην δήθεν αντιεθνικιστική υποβάθμιση της σημασίας του ελληνικού ένοπλου αγώνα μεταξύ 1821-1826, και ενάντια στην έμμεση φιλοδυτική υπενθύμιση, ότι εξαιτίας της επιτυχούς επέμβασης των Δυτικών στη ναυμαχία του 1827 η Ελλάδα είναι έκτοτε "υποχρεωμένη" να υπακούει στους δυτικούς «απελευθερωτές»/επικυρίαρχούς της, πρέπει να αναφέρονται οι νίκες των Ελλήνων μεταξύ 1827-1829 ειδικά στην Ρούμελη, όπου δεν υπήρχαν οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων, και δη δίχως τη συνδρομή ξένων στρατευμάτων. Έτσι, στα 1828, ο Κίτσος Τζαβέλλας κατέλαβε το Βελούχοβο και τη Γρανίτσα. Στη συνέχεια ο ίδιος κατανίκησε τους Τουρκαλβανούς σε σειρά μαχών όπως στο Μυρμηγκάρι στις 10 και 16 Σεπτεμβρίου, στο Καστέλι και στη Γραμμένη Οξυά στις 23/9. Με νέες μάχες, η σπουδαιότερη στην Τέρνοβα στις 10 Οκτωβρίου, εκδιώχτηκαν οι Τούρκοι σχεδόν εξολοκλήρου από τις επαρχίες Σαλώνων, Λιδωρικίου, Κραβάρων και Αποκούρου. Μετά την πτώση της Λομποτινά στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από μάχη στις 26 και 27/10, ακολούθησε η εκδίωξη των εχθρών από τις θέσεις Κλίμακα και Άγιοι Απόστολοι. Με σειρά μαχών τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, υπό τον Υψηλάντη, πρώτα καταλήφθηκαν η Δόμβραινα και η Χόοτια, ενώ στη Μονή Δουμπού πολιορκήθηκαν 300 Τουρκαλβανοί, που συνθηκολόγησαν στις 31 του μηνός. Την ίδια μέρα καταλήφθηκε η Αράχωβα. Την 1η Νοεμβρίου το ελληνικό ιππικό νίκησε κοντά στη Λιβαδειά τους Τούρκους και κατέλαβε το Δίστομο, το στένωμα του Ζεμένου και τη μονή Οσίου Λουκά. Η ίδια η Λιβαδειά καταλήφθηκε στις 5 Νοεμβρίου. Την επόμενη καταλήφθηκε η Πέτρα και οι Τούρκοι αποσύρθηκαν από την επαρχία Αταλάντης έπειτα από ελληνική επίθεση εγκαταλείποντας μετά και το φρούριο της Βουδουνίτσας. Ύστερα από μάχες, με κυριότερες στα Τοπόλια, και αφού εξουδετερώθηκαν ισχυρές εστίες αντίστασης, κοντά στην Κορακόβρυση, κατελήφθη στις 9 Νοεμβρίου η Κακή Σκάλα και στις 11/11 η Άμπλιανη. Στις 17 παραδόθηκαν τα Σάλωνα. Στις 23 Νοεμβρίου οι Τζαβέλλας και Στράτος κατέλαβαν το Καρπενήσι. Στα 1829, οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν με 3.000 πεζούς και 500 ιππείς στο Μαρτίνο αλλά υπέστησαν βαριές απώλειες και τράπηκαν σε φυγή. Στις 21 Φεβρουαρίου καταλήφθηκαν οι Θερμοπύλες. Στις 13 Φεβρουαρίου παραδόθηκε το φρούριο του Αντιρρίου, στις 18 η Ναύπακτος. Στις 13 Απριλίου  καταλήφθηκε ο Καρβασαράς και αργότερα η θέση του Μακρυνόρους. Στις 3 Μαΐου παραδόθηκε το Μεσολόγγι. Τέλος, τον Σεπτέμβριο του 1829 διεξήχθη η μάχη της Πέτρας στην οποία νίκησαν οι Έλληνες και οι Τούρκοι αποχώρησαν βόρεια της Λαμίας. Στην Κρήτη, τον ίδιο καιρό οι Έλληνες είχαν σοβαρές επιτυχίες. Ώς τον Οκτώβριο του 1828 όλη σχεδόν η Κρήτη ήταν επαναστατημένη και οι Τούρκοι περιορισμένοι στα φρούρια και την περιοχή Σητείας, κατάσταση που επαναλήφθηκε και κατά το 1829. Οι υποστηρικτές της άποψης ότι η Ελλάδα διασώθηκε χάρη στο Ναβαρίνο αποσιωπούν τις ελληνικές νίκες μετά το 1827 τονίζοντας μόνο την σχετική κυριαρχία του Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο, διότι τους συμφέρει να ελεεινολογούν -χάριν αντιεθνικισμού/διεθνισμού και κοσμοπολιτισμού- τις ελληνικές επιτυχίες και ικανότητες. (17/5/2011)

Εικοστή έβδομη παρατήρηση:  Το επιχείρημα του φασισμού:  ουσιαστικά θεωρείται ότι η ανακίνηση κάθε εθνικού ζητήματος βοηθά την ακροδεξιά (η οποία έτσι κι αλλιώς ανακινεί εθνικά ζητήματα και στην πραγματικότητα επιβιώνει και χάρη στην συνεχή ανακίνησή τους). συνεπώς δεν πρέπει να μιλάει κανείς για υπαρκτά εθνικά ζητήματα εάν έχουν ήδη μιλήσει ακροδεξιοί για αυτά, γιατί τους ενισχύει.
Έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
1. η Χ θέση στο Ε ζήτημα στηρίζει τον φασισμό (που επίσης την εκφέρει) μόνον όταν οι μη ακροδεξιοί φορείς της δεν αντιτάσσονται (με την ίδια θέρμη με την οποία υποστηρίζουν την Χ θέση) στον φασισμό στα υπόλοιπα πλην του Ε ζητήματα. και
2. το ότι ενδεχομένως ο φασισμός καπηλεύεται την Χ θέση, την οποία ενδεχομένως έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν/υποστηρίζουν αντιφασίστες και διωχθέντες από τον φασισμό, δεν σημαίνει ότι η Χ θέση είναι φασιστική. Αντίθετα, το ότι την Χ θέση την έχουν υποστηρίξει αντιφασίστες, σημαίνει ότι η τελική κρίση για το αν η τωρινή υποστήριξη της Χ θέσης είναι φασιστική εξαρτάται από το παραπάνω (1).
Για παράδειγμα:
1. Το ότι οι Ναζί το 1930 και σήμερα οι οικολόγοι ναζί έχουν ενδεχομένως μεγάλη συνάφεια με τους αριστερούς/κεντροαριστερούς οικολόγους (π.χ. της Ελλάδας) στις απόψεις τους για τα οικολογικά θέματα, δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαν οι δεύτεροι να χαρακτηριστούν Ναζί, απλώς επειδή σε ένα ζήτημα υπάρχει ομοιότητα ή ταύτιση απόψεων. Ομοίως, το ότι οι (κεντρο)αριστεροί της Ελευθεροτυπίας για διάφορους λόγους υπερασπίζονται διάφορες αστικές ή πολιτικές ελευθερίες μαζί με τους ακροαριστερούς και μπαχαλάκηδες (καθένας με τον τρόπο του), δεν σημαίνει ότι οι πρώτοι είναι αντιεξουσιαστές (!)
           Όποιος συγχέει το ένα πολιτικό ρεύμα με το άλλο απλώς συκοφαντεί. Τα ίδια ακριβώς -απολύτως- ισχύουν και για την «ανάδειξη της ακροδεξιάς» από την λεγόμενη πατριωτική αριστερά και το πατριωτικό κέντρο.
2. Την υπεράσπιση του έθνους, την ιδέα της συνέχειας και στο Βυζάντιο, την υιοθέτηση της θέσης της ένωσης της Ελλάδας-Κύπρου, της εδαφικής ακεραιότητας της ελληνικής Μακεδονίας και άλλα έχουν αναλάβει και υποστηρίξει κατά καιρούς το ΑΚΕΛ, το ΚΚΕ και διάφοροι, και δη όταν διώκονταν από τους εθνικόφρονες και τάχα εθνικιστές αντιπάλους τους.
            Συνεπώς η υποστήριξη της Χ θέσης δεν είναι η ίδια φασιστική αλλά αυτό (το αν είναι) εξαρτάται: ανάλογα με το συσχετισμό/όσμωση των φορέων της με τους ακροδεξιούς στα υπόλοιπα ζητήματα πλην εκείνου με το οποία σχετίζεται η Χ. Ακόμη και η Χ θέση δεν είναι ακριβώς η ίδια, δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τα ίδια πράγματα όταν υποστηρίζεται από ακροδεξιούς και μη ακροδεξιούς. Έτσι, ως γνωστόν εναντίον του σχεδίου Ανάν τάχθηκαν τόσο ακροδεξιοί όσο και μη ακροδεξιοί. Προφανώς στο βάθος της σκέψης των πρώτων πάντοτε υπάρχει η ιδέα της σφαγής ή εκδίωξης των Τουρκοκυπρίων. Αντίθετα, τέτοια σκέψη δεν υπάρχει στους υπόλοιπους, που δεν θεωρούν δημοκρατικό το 18% του πληθυσμού να ελέγχει πολιτικά το 80% και να είναι ίσο με αυτό.
            Είναι, δηλαδή, εντελώς άλλο η εναντίωση στις απόψεις των αναθεωρητών ιστορικών από ομάδες/κόμματα που εν τέλει υποστηρίζουν το αστυνομικό κράτος/καταστολή και τον νεοφιλελευθερισμό (με ή χωρίς πράσινο φερετζέ) και άλλο η εναντίωση στις απόψεις των ίδιων ιστορικών από ομάδες/κόμματα που ταυτόχρονα αντιτίθενται στα 2 τελευταία (και σε άλλα, φυσικά). (22/1/2010)

Εικοστή όγδοη παρατήρηση:  Το σφάλμα τής με "αντιεθνικιστικές προϋποθέσεις" συρρίκνωσης της ελληνικής ιστορίας αποκλειστικά στην ιστορία των Νεοελλήνων (με αφετηρία τον 15ο ή, συνήθως, τα τέλη του 18ου αιώνα) και ενίοτε στην ιστορία απλώς του Νεοελληνικού κράτους.
            Νομίζουν κάποιοι, δηλαδή, ότι εάν συρρικνώσουμε την ελληνική ιστορία στην νεοελληνική, θα ελαττώσουμε τον εθνικισμό και τις φαντασιώσεις των Ελλήνων για την σπουδαιότητα και ισχύ του ελληνικού κράτους και έθνους. Και μάλιστα θα οδηγήσουμε τις συνειδήσεις σε δημοκρατικότερες αντιλήψεις. Αγνοούν οι "συρρικνωτές" της ελληνικής ιστορίας ότι μέγα τμήμα της νεοελληνικής ιστορίας (και, ποιοτικά/ως επιρροή, τεράστιο σε σύγκριση με τα χρονικώς επόμενά του) είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με την Μεγάλη Ιδέα, τον Μακεδονικό Αγώνα, το πάρσιμο της Πόλης, την απελευθέρωση της Ιωνίας, τον ενωτικό αγώνα της Κύπρου και την εκεί ίδρυση ενός δεύτερου ελληνικού κράτους. Ακόμη περισσότερο αγνοούν οι συρρικνωτές ότι -δυστυχώς- μεγάλο τμήμα της νεοελληνικής ιστορίας ούτε δημοκρατικό (πολιτειακά) ούτε φιλελεύθερο υπήρξε.
            Για παράδειγμα, οι Δ. Γληνός-Μ. Τριανταφυλλίδης, στο κείμενό τους στα 1910 Στο Δρόμο της Νέας Ζωής αναφέρουν: "Ένα μέρος της ελληνικής φυλής ύστερα από ηρωϊκούς αγώνες και μεγάλες θυσίες λεφτερώθηκε και με τη βοήθια των Εβρωπαίων απ' τα χέρια των Τούρκων κ' ίδρυσε το ελληνικό βασίλειο. Το γεγονός αφτό ήταν πολύ σημαντικό για τη φυλή μας. Γιατί αμέσως σόλη τη φυλή απ' άκρη σ' άκρη δημιουργήθηκεν η ελπίδα, πως πολύ γρήγορα το λεφτερωμένο αφτό ελληνικό βασίλειο θα βοηθήσει και τους άλλους υποδουλωμένους αδελφούς μας, που είναι και πολύ περσότεροι να λεφτερωθούν κι' αφτοί απ' τον ατιμωτικό ζυγό των Τούρκων (...) είχαμε..πέντε εκατομμύρια αδέλφια κάτω απ' το τούρκικο μαχαίρι". (1/8/2010)
            Συνεπώς, η συρρίκνωση της ιστορίας μας, ως έθνους, στους δύο-δυόμισι αιώνες, δεν συνεπάγεται απολύτως τίποτε "αντιεθνικιστικό". Ακόμα κι αν διαγραφόταν το Βυζάντιο, αυτό καθόλου δεν θα μπορούσε να διαγράψει -ως στερούμενη βάσης- την Μεγάλη Ιδέα ως ανεξάρτητη από το Βυζάντιο ιδέα, δηλαδή ως ιδέα της ενοποίησης των ελληνικών πληθυσμών από Β. Ήπειρο ώς τον Πόντο, κι από την Κωνσταντινούπολη ώς την Κύπρο, ούτε, στις μέρες μας, την ιδέα της πλήρους αποκατάστασης τής εδαφικής κυριαρχίας του de facto δεύτερου ελληνικού κράτους στην Κύπρο. Οι "αντιεθνικιστές" και αποδομητές της ελληνικής ιστορίας θα έπρεπε να την πετσοκόψουν ακόμη αγριότερα, πιο παράλογα και φασιστικότερα: να ισχυρίζονται ότι η ελληνική ιστορία συμποσούται στην νεοελληνική ιστορία από το 1974 ή, μάλλον, μόνον από το 1980 και μετά! (8/2/2010)

Εικοστή ένατη παρατήρηση:  Η αντίφαση, εκ μέρους των δήθεν πολέμιων των (δήθεν) "πατριωτών", των δήθεν πολέμιων της σαπίλας που υπάρχει στην Ελλάδα: Από τη μια υποστηρίζουν ότι ως λαός δεν έχουμε εξατομικευτεί, δεν έχουμε γίνει άτομα, παρά ζούμε ακόμη στην προνεωτερική ημιπρωτόγονη κατάσταση της φάρας-φατρίας. Από την άλλη, όμως, οι... διορθωτές των Νεοελλήνων, που έχουν βρει τη λύση για όλα, προβάλλουν την άποψη ότι οι Έλληνες είναι άτομα αποχωρισμένα το ένα από το άλλο, δίχως δεσμό αναμεταξύ τους. Τελικά, οι Νεοέλληνες είναι άτομα χωρίς κανένα δεσμό το ένα με το άλλο, ή δεν έχουν εξατομικευτεί, δεν έχουν γίνει ακόμη άτομα;
            Οι "διορθωτές" του Νεοέλληνα αναποδογυρίζουν την σωβινιστική άποψη για την μοναδική σπουδαιότητα του (νεο)ελληνικού χαρακτήρα, σε μοναδική δυστυχία του παγκοσμίως μοναδικού χαρακτήρα του, και απλώς αλλάζουν τα πρόσημά της: Αερολογούν για το αν ο Νεοέλληνας είναι ή δεν είναι άτομο, ανάλογα με το τι θεωρούν παμμέγιστο κακό (οι παντογνώστες!), τον ατομισμό ή την ομαδικότητα, και δε θέλουν να δουν ότι τέτοιες καταστάσεις, της φατρίας/ομαδισμού ή της εξατομίκευσης δίχως το κοινωνείν, υπάρχουν σε όλους τους λαούς ακόμη και στους οικονομικά-πολιτικά ανεπτυγμένους.
            Γιατί κάνω λόγο για "αναποδογύρισμα"; Διότι οι σωβινιστές, ανάλογα με το τι θεωρούν παμμέγιστο καλό, την ατομικότητα ή την ομαδικότητα, εξαίρουν το πόσο Άτομο ή το πόσο "παρέα" (δηλ. φατρία) είναι ο Νεοέλληνας. Και περηφανεύονται γι' αυτή την ιδιότητα -ατομισμός ή ομαδικότητα- η οποία αποκλείει η μία την άλλη: δηλαδή στα μάτια τους ο Νεοέλληνας είναι είτε Άτομο (τέλειο, του στυλ Διαφωτισμού, με εμφυτευμένες τις κανονιστικές αρχές κοινωνικής συμπεριφοράς) και όχι Ομάδα, είτε Ομάδα (με τα θετικά μόνο της Ομάδας) κι όχι "παγερό" Άτομο.
            Τέτοιες αντιλήψεις θα ήταν γελοίες, "για να περνά η ώρα" με θεωρητικά καλαμπούρια, εάν δεν ήταν επικίνδυνα αποπροσανατολιστικές. Καθένας λαός είναι μοναδικός κι ανεπανάληπτος, με διαφορετικά ποσοστά ατομισμού-κολλεκτιβισμού, ωστόσο η συνύπαρξη και του Ατόμου και της Ομάδας είναι διαπιστωμένο γεγονός όχι μόνο στον Νεοέλληνα αλλά και σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό έθνος. Γιατί είναι επικίνδυνα αποπροσανατολιστικές; Αποπροσανατολιστικές, αφού δεν τίθεται θέμα εξατομίκευσης ή εξομαδισμού, μια και αυτά ήδη υπάρχουν. Αποπροσανατολιστικές επίσης γιατί άλλου είδους είναι τα προβλήματα της νεοελληνικής ταυτότητας. Επικίνδυνες, γιατί, όπως οι σωβινιστές τυφλώνουν με την άκρατη αυτοπεποίθηση τον λαό, οι "ελληνοδιορθωτές" με τον πικρόχολο και ψευτομηδενιστικό λόγο τους -εξαιρούν, φυσικά, την ανυπέρβλητη αφεντιά τους, ως "σαράντα χρόνια φτασμένοι επαναστάτες (ή, μερικοί, λαμόγια)"- οδηγούν στην επιδείνωση της μιζέριας και στην απώλεια κάθε εσωτερικού στηρίγματος. (25/2/2010)

Τριακοστή παρατήρηση:  Ο ειρηνιστικός πόλεμος για την εξόντωση των "χασάπηδων", των "ανορθολογικών" και των "δικτατόρων" που διαπράττουν γενοκτονίες. Αυτό το είδος πολέμου, μετά την -μεταπολεμική- θεωρητική και δημόσια διακηρυγμένη καταδίκη του πολέμου ως Υπέρτατου Κακού, είναι το τελευταίο και αρκετά επιτυχημένο, καθώς νομιμοποιεί κάθε πόλεμο που γίνεται στο όνομα της έχθρας προς τον πόλεμο. Με βάση τις ίδιες του τις διακηρύξεις ουσιαστικά είναι ο διαρκώς "τελευταίος πόλεμος" αφού πολεμάται ο Πόλεμος (=οι "χασάπηδες" της ανθρωπότητας που τον ενσαρκώνουν), όπως στην χριστιανική Αποκάλυψη θανατώνεται ο Θάνατος. Ο πόλεμος αυτού του είδους υποβιβάζει τον αντίπαλο σε ένα είδος μη ανθρώπου, ενός τέρατος, ακριβώς όπως οι Ναζί θεωρούσαν μη ανθρώπινους τους Εβραίους. Κατά συνέπεια ο ειρηνιστικός-ανθρωπιστικός πόλεμος είναι ιδιαίτερα άγριος, αφού σκοπός του είναι η εξόντωση ενός τέρατος, του εκάστοτε (λαού ή ηγέτη) "χασάπη", ο οποίος δεν είναι άνθρωπος αλλά κάτι εκτός Ανθρωπότητας. (17/6/2010)
            Ο φιλειρηνισμός εκείνος που θέτει την ειρήνη ως υπέρτερη κάθε άλλης ιδέας (π.χ. ελευθερία) διακρίνεται από τον φιλειρηνισμό ο οποίος δεν θέτει την ειρήνη υπέρτερη κάθε άλλης ιδέας και πρακτικά. Ο φιλειρηνισμός του πρώτου είδους προϋποθέτει την άποψη ότι ένα άοπλο/εθελούσια αφοπλισμένο συλλογικό υποκείμενο είναι ένα υποκείμενο δίχως εχθρούς, είτε διότι ο εθελούσιος αφοπλισμός θα τους εξανάγκαζε δια της μίμησης ή αλλιώς στον δικό τους αφοπλισμό είτε διότι η έλλειψη αντίστασης θα τους συγκινούσε και θα εγκατέλειπαν την εχθρότητα. Ωστόσο, με έναν μονομερή ή άνισο αφοπλισμό δεν εξασφαλίζεται η εξαφάνιση της εχθρότητας, απλώς εξαφανίζεται το συλλογικό υποκείμενο που επέλεξε αυτόν τον τρόπο εξαφάνισης/αντιμετώπισης της εχθρότητας. (18/6/2010)

Τριακοστή πρώτη παρατήρηση: Η παραγνώριση της άποψης των παλαιότερων ιστορικών. Για παράδειγμα. ο Marc Bloch από τους πρώτους ιστορικούς της σχολής των Annales σημειώνει: (Η φεουδαλική κοινωνία, σσ. 573-8) "Το εθνικό συναίσθημα καθόλου δεν γεννήθηκε στους κόλπους των καλλιεργημένων ανθρώπων...Για να ανακαλύψουμε τα θολά προανακρούσματα της εθνικότητας πρέπει να στραφούμε προς τους κύκλους που ήταν πιο απαίδευτοι και ζούσαν περισσότερο στο παρόν... Σε ορισμένους από τους νεώτερους ιστορικούς είχε επικρατήσει η μόδα, από αντίδραση στη ρομαντική ιστοριογραφία, να αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε συνείδησης ομάδας, έθνους ή φυλής στους πρώτους αιώνες του μεσαίωνα. Ξεχνούσαν ότι, υπό την αφελώς ωμή μορφή του ανταγωνισμού έναντι του ξένου, του horsin, τέτοιου τύπου συναισθήματα δεν απαιτούν αρκετά μεγάλη εκλέπτυνση του πνεύματος...Είναι αναμφισβήτητο ότι οι εθνικές αυτές συνειδήσεις-προκειμένου για την Γαλλία και τη Γερμανία έχουν διαμορφωθεί καθαρά περί το έτος χίλια: τα κείμενα δεν μας επιτρέπουν καμία αμφιβολία". (1/1/2011)

Τριακοστή δεύτερη παρατήρηση: Η απόπειρα παρομοίωσης δυτικών εθνών με το ελληνικό. Ο Λιάκος έχει υποστηρίξει την συγγένεια στην "εθνογένεση" των Ιταλών και των Ελλήνων, αλλά ο Dakin αναφέρεται σε αρκετές διαφορές αναμεταξύ Ιταλών και Νεοελλήνων (Η ενοποίηση της Ελλάδας, σσ. 390 κ.ε.): 1) "Ενώ η Ρώμη πέρασε σχετικά εύκολα στους Ιταλούς εθνικιστές, η νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, δεν έπεσε ποτέ στα χέρια των Ελλήνων". 2) "Αν οι απώλειες για την Παλιγγενεσία της Ιταλίας είναι χιλιάδες, οι απώλειες για την ενοποίηση της Ελλάδας είναι εκατοντάδες χιλιάδες". 3) "Ο Ελληνισμός του [του ελληνικού βασίλειου του 1833] ήταν πολύ εντονότερος από την Italianita των κτήσεων του Οίκου της Σαβοίας". 4) "Το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα, ενώ είχε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με την ιταλική παλιγγενεσία από ιδεολογική και από εσωτερική άποψη, διέφερε από αυτήν σε πολλά σημεία". 5) "Στο θέμα της γλώσσας οι Έλληνες πλεονεκτούσαν σε σχέση με τους Ιταλούς εθνικιστές. Η ελληνική δημοτική γλώσσα ήταν σχεδόν ομοιογενής". 6) "Η ορθόδοξη λειτουργία γινόταν σε μια γλώσσα που οι Έλληνες αγρότες την καταλάβαιναν καλύτερα από ό,τι καταλάβαιναν οι αγράμματοι Ιταλοί τα λατινικά της ρωμαϊκής Εκκλησίας". 7) "Είτε ήταν από τη Σμύρνη, είτε από τα Γιάννεννα...ήταν πάνω απ' όλα Έλληνας. Ο Ιταλός αντίθετα ήταν πάνω απ' όλα Βενετός, Ναπολιτάνος, Τοσκάνιος, Σικελός ή Σαρδηνός". 8) "Πρίν από την ενοποίησή τους οι Έλληνες απόκτησαν μια ενότητα που δεν τήν είχαν οι Ιταλοί - μια ενότητα ακόμα πιο πραγματική ακριβώς επειδή ζούσαν στο ζυγό του ίδιου τυράννου". 9) "Οι Ιταλοί δεν υποτάχθηκαν, όπως οι Έλληνες, σε έναν αλλόθρησκο κατακτητή". 10) "Η εθνική υπόσταση των Ελλήνων ήταν πραγματικά τόσο στενά συνυφασμένη με την Εκκλησία τους ώστε, στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα τους δεν εμφανίστηκε καμιά εχθρική κίνηση κατά του ελληνικού Πατριαρχείου που να μπορεί να συγκριθεί με την εχθρότητα των περισσότερων Ιταλών απέναντι στον Παπισμό". (27/2/2011)
Τριακοστή τρίτη παρατήρηση: Η απαξίωση των παλαιότερων και μεμονωμένων ενδείξεων για την ύπαρξη έθνους και η αναγωγή στο κράτος κάθε αιτίας που οδηγεί στην εμφάνιση του έθνους. Εδώ απλώς παραθέτουμε την άποψη του A. Smith (Εθνική Ταυτότητα) για τα δυο ζητήματα. Πρώτα για την άποψη που θέλει να αγνοεί ως μεμονωμένα στοιχεία τις απόψεις προνεωτερικών λογίων και ως μη αποδεικτικά για ύπαρξη εθνών προνεωτερικά: "Προϋποθέτει πως ένα και μόνο κριτήριο, η συμμετοχή των μαζών και των γυναικών, είναι καθοριστικό για τον προσδιορισμό της εμφάνισης και της ύπαρξης ενός έθνους. Κάτι τέτοιο είναι υπέρμετρα περιοριστικό, αν όχι παραπλανητικό"  (σ. 71), "θα ήταν πολύ απλοϊκό να ισχυριστεί κανείς πως το κράτος "δημιούργησε" τα πρώτα έθνη tout court. Στο βαθμό που έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για τη δημιουργία τους, αυτή έγινε σε συνδυασμό και στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών" (σελ. 92). "Οι ρίζες αυτής της διαδικασίας πρέπει να αναζητηθούν στην παρουσία μιας πυρηνικής εθνοτικής κοινότητας γύρω από την οποία κατέστη δυνατό να οικοδομηθούν τα ισχυρά κράτη που έφεραν σε πέρας την ενσωμάτωση των υπόλοιπων στρωμάτων και των απομακρυσμένων από το κέντρο περιοχών και εθνοτικών κοινοτήτων" (σελ. 94) και "Σε αντίθεση με τη διαδικασία της γραφειοκρατικής ενσωμάτωσης που ακολούθησαν οι αριστοκρατικές εθνοτικές κοινότητες, η διαδικασία δημιουργίας εθνών πάνω στη βάση δημωδών εθνοτικών κοινοτήτων μόνο έμμεσα επηρεάστηκε από το γραφειοκρατικό κράτος. Αυτό συνέβη κυρίως διότι οι κατακόρυφες ethnies βρίσκονταν σε καθεστώς υποτέλειας και, επομένως, ο δεσμός που που συνέδεε το σώμα των μελών τους ήταν κλειστός προς τα έξω αλλά και διάχυτος σε όλα τα στρώματα" (σελ. 94-5) (6/11/2011)
 

Porta Aurea

Pages