19. Άλλα θαύματα - Point of view

Εν τάχει

19. Άλλα θαύματα




Ο λεπρός — Η αθέτησις του γράμματος — Διατί η δημοσιότης απηγορεύετο — Η αίτησις του εκατοντάρχου — Η επέμβασις των συγγενών


Τα εγκαίνια της Μεγάλης Διδασκαλίας επηκολούθουν και εκύρουν μεγάλα θαύματα. Ο Ιησούς, λέγει ο Άγιος Ευθύμιος, μετέβαινεν από της διδασκαλίας εις τα θαύματα. Αφού εδίδαξεν ως εξουσίαν έχων, προέβη να επιβεβαιώση την εξουσίαν ταύτην διά συμμόρφων πράξεων.
Ο Κύριος ημών δεν απεσύρθη προς ανάπαυσιν μετά τόσους κόπους, και αι κατόπιν ημέραι υπήρξαν ημέραι συνεχούς και ανενδότου εργασίας. Αφού η διδαχή ετελείωσε, το άπειρον πλήθος διεσπάρη, κ' εκείνοι των οποίων αι κατοικίαι ήσαν εις την πεδιάδα της Γεννησαρέτ θα ηκολούθησαν βεβαίως τον Ιησούν διά του χωρίου Αττίν και πέραν του στενού οροπεδίου, και είτα, αφού κατήλθον την φάραγγα, θ' άφησαν τα Μάγδαλα προς τα δεξιά και διά της Βηθσαϊδά έφθασαν εις Καπερναούμ.
Καθώς κατήλθε το όρος και εισήρχετο ήδη εις μίαν πολίχνην, οικτρόν θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς Του. Αίφνης με εναγώνιον ικεσίαν, πίπτων γονυπετής ενώπιόν του, είτα πρηνής καταγής, παρουσιάζεται είς λεπρός, πάσχων, ο δύστηνος, εκ του χειρίστου είδους της τρομεράς νόσου, θα εχρειάζετο εκ μέρους του αθλίου καταπληκτική πίστις διά να πείση εαυτόν ότι ο νέος Προφήτης ο εκ της Ναζαρέτ θα ήτο ικανός να εξαλείψη παρ' αυτώ την ανίατον νόσον. Και όμως η συγκεντρωμένη ελπίς της ζωής του ερράγη εις την κραυγήν: «Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι».
Ταχεία ως ηχώ ήλθεν η απάντησις εις την πίστιν του: «θέλω· καθαρίσθητι».
Όλα τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν άμα και αποκαλύψεις. Ενίοτε, όταν αι περιστάσεις το απήτουν, ανέβαλλε την απάντησίν Του εις την παράκλησιν του πάσχοντος. Αλλά δεν εβράδυνε ποτέ όταν λεπρός τις έκραζε προς Αυτόν. Οι ραββίνοι εδείκνυον, ως λέγεται, μεγάλην απέχθειαν προς τα δυστυχή πλάσματα, και έρριπτον λίθους κατ' αυτών· αλλ' ο Ιησούς ποτέ δεν είδε τας ζώσας ταύτας παραβολάς της καταστροφής άνευ αμέτρου συμπαθείας. Η λέπρα ήτο ανεγνωρισμένος τύπος της αμαρτίας, και ο Χριστός θα μας εδίδασκεν ότι η εγκάρδιος δέησις του αμαρτωλού όπως πληθή και καθαρισθή τυγχάνει πάντοτε αμέσου υποδοχής. Όταν ο Δαυίδ, ο τύπος των αληθώς μετανοούντων, έκραζε μετά μεγάλης συντριβής, «Ήμαρτον εναντίον Κυρίου», ο Νάθαν ηδυνήθη να διαβιβάση εν ακαρεί εις αυτόν την παρά του Θεού άφεσιν: «Κύριος αφείλε την αμαρτίαν σου· ου μη αποθάνης».
Πάραυτα εκτείνας την χείρα, ο Κύριος έψαυσε το λεπρόν, και ούτος εκαθαρίσθη.
Ήτο λαμπρά αθέτησις του γράμματος του Νόμου, όστις επιτάττει αυστηρόν αγνισμόν εις πάσαν επαφήν του λεπρού· αλλ' ήτο συγχρόνως λαμπρά έξαρσις του πνεύματος του Νόμου, το οποίον ήτο ότι ο έλεος είνε ανώτερος της θυσίας. Η χειρ του Ιησού δεν εμολύνθη διά της επαφής του λεπρού, αλλά του λεπρού όλον το σώμα εκαθαρίσθη διά της προσψαύσεως της αχράντου χειρός. Καθ' όμοιον τρόπον ήψατο και της αμαρτωλού ανθρωπίνης φύσεως, και εκοινώνησεν αυτής, και όμως έμεινεν άνευ κηλίδος ή αμαρτίας.
Εν τω βάθει και τω αυθορμήτω της ανθρωπίνης συγκινήσεώς Του ο Κύριος έθιξε τον λεπρόν και κατέστησεν αυτόν υγιή. Αλλ' η επιθυμία του ήτο νυν να τηρήση τον Μωσαϊκόν νόμον εν πλήρει υπακοή· και άμα προς απόδειξιν του θαύματος, και εκ προνοίας χάριν του πάσχοντος, και συμφώνως με την Λευιτικήν διάταξιν, εκέλευσε τον λεπρόν και υπάγη και δείξη τον εαυτόν του εις τον ιερέα, «εις μαρτύριον αυτοίς», να κάμη τας συνήθεις προσφοράς, και να λάβη το νόμιμον πιστοποιητικόν ότι εκαθαρίσθη. Προσέτι το διέταξεν αυστηρώς να μη είπη εις άλλον κανένα τίποτε. Φαίνεται εκ τούτου ότι το αιφνίδιον μεθ' ου το θαύμα επετελέσθη ετήρησε τούτο μυστικόν από πάντων πλην ίσως ολίγων εκ των αμέσων ακολούθων του Κυρίου, καίτοι συνέβη εν μέση ημέρα, και σύνεγγυς πόλεως και ου μακράν από του ακολουθούντος πλήθους. Αλλά διατί ο Κύριος εις αυτήν και εις πολλάς άλλας περιστάσεις συνέστησεν εις τας αξιουμένους θαυμάτων μυστικότητα την οποίαν σπανίως ετήρουν; Πλήρη τον λόγον ίσως ουδέποτε θα γνωρίσωμεν. Άπαξ μάλιστα συνέστησεν εις ένα να δημοσιεύση το έλεος του οποίου ηξιώθη. Πλην ίσως ήθελε να διδάξη ότι ώφειλον να τον θεωρούν οποίος πράγματι ήτο, όχι απλώς ως θαυματουργόν και ιατρόν των σωμάτων, αλλ' ως Σωτήρα των ψυχών εξ αποκαλύψεως και διά της χάριτος.
Οποίοι και αν ήσαν οι γενικοί λόγοι, φαίνεται ότι εις την περίπτωσιν ταύτην υπήρξε λόγος τις ιδιαζούσης σπουδαιότητας. Ο Μάρκος ο Ευαγγελιστής, αντανακλών δι' ημάς τας εντόνους και ισχυράς εντυπώσεις του Πέτρου, μας δεικνύει ότι η αποπομπή του λεπρού εγένετο μετά τινος σφοδράς συγκινήσεως. Το «εμβριμησάμενος αυτώ» ο Ευθύμιος ο Ζιγαδηνός ερμηνεύει: «αυστηρώς εμβλέψας και επισείσας την κεφαλήν». Ποίον το αίτιον της αυστηράς ταύτης διαταγής, της στιγμιαίας ταύτης αποπομπής; Ίσως ήτο το ότι θίξας τον τυφλόν [λεπρόν ;], καίτοι η επαφή ήτο ιατήριος, θα εθεωρείτο υπό πολλών ως λειτουργικώς ακάθαρτος. Ότι δε τούτο συνέβη πράγματι δύναται να υποτεθή εκ του ρητώς μνημονευομένου γεγονότος, ότι δεν ηδύνατο να εισέλθη εις πόλιν, αλλ' ήτο έξω, εις τας ερήμους. Παραπλησίαν περίστασιν μνημονεύει ο Λουκάς, καίτοι χωρίς να δώση ιδιάζοντα λόγον δι' αυτήν, και προσθέτει ότι ο Ιησούς διετέλει προσευχόμενος. Εάν εν τοσούτω, η διασάλπισις της ιστορίας του λεπρού συνεπέφερε την ανάγκην βραχείας περιόδου αποκλεισμού, είνε προφανές ότι το πλήθος μικράν έδωκε προσοχήν εις την κατά Λευίτας ακαθαρσίαν, διότι, και εις τα ερημικά μέρη όπου κατέφυγεν ο Ιησούς, συνέρρευσαν προς Αυτόν πανταχόθεν.
Αν η ίασις του δούλου του εκατοντάρχου συνέβη προ ή μετά την αποχώρησιν ταύτην είνε αβέβαιον· αλλ' εκ του γεγονότος ότι και ο Ματθαίος και ο Λουκάς το θέτουσιν εν στενή συναφεία με την επί του Όρους Διδασκαλίαν, δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι, όσον και αν απεχώρησεν εις έρημον τόπον δεν ηδυνήθη να ικανοποιήση τας απαιτήσεις των άγαν αυστηρών ζηλωτών του νόμου διά της απομακρύνσεως ταύτης.
Μόλις ο Κύριος έφθασεν εις την πόλιν Καπερναούμ, και τον συνήντησε πρεσβεία εξ Ιουδαίων πρεσβυτέρων της πρωτίστης Συναγωγής, ερχομένη να μεσιτεύση πλησίον Του προς χάριν του κεντυρίωνος, του οποίου ο πιστός και ηγαπημένος οικέτης, έκειτο εν αγωνία και κινδύνω παράλυτος, Θα ηδύνατο ίσως να φανή παράδοξον ότι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι έλαβον τόσον ενδιαφέρον δι' άνθρωπον όστις, ρωμαίος ή όχι, ήτο βεβαίως εθνικός, και δεν ήτο καν ούτε προσήλυτος. Εξήγησαν εν τοσούτω ότι, όχι μόνον ηγάπα το έθνος των — πράγμα σπανιώτατον παρ' εθνικώ, διότι οι Εβραίοι εν γένει εμισούντο — αλλά και ιδία δαπάνη είχε κτίσει Συναγωγήν δι' αυτούς ωραίαν και μεγαλοπρεπή. Απλούν το γεγονός ότι απηυθύνθησαν προς τον Ιησούν δεικνύει ότι το συμβεβηκός τούτο ανήκει εις τους πρώτους χρόνους της διδασκαλίας Του, οπότε μυριάδες απέβλεπον προς Αυτόν μετ' εκπλήξεως και ελπίδος, και πριν αρχίση ο θανάσιμος διωγμός των ύστερον χρόνων. Ο Χριστός πάραυτα ενέδωκεν εις το αίτημά των. Αλλά καθ' οδόν τον συνάντησαν άλλοι απεσταλμένοι από του ταπεινόφρονος και ευλαβούς εκατοντάρχου, και τον ικέτευσαν να μη ενοχληθή να εισέλθη υπό την αναξίαν και ακάθαρτον στέγην ενός εθνικού, (ο ίδιος δεν έκρινεν εαυτόν άξιον της τιμής ταύτης — «Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης»), αλλά να σώση από του θανάτου τον πάσχοντα δούλον, καθώς είχε σώσει τον υιόν του βασιλικού, δι' απλού μόνον λόγου. Καθώς ο κεντυρίων ήχεν υπ' αυτόν ανθρώπους, οίτινες εξετέλουν τας διαταγάς του, ούτω δεν ηδύνατο και ο Χριστός να πέμψη αοράτους αγγέλους να εκτελέσωσι το θέλημά Του, χωρίς ο Ίδιος να λάβη τον κόπον; Ο Κύριος εξεπλάγη από την τόσην πίστιν, μεγαλειτέραν από όσην εύρεν εν τω Ισραήλ. Και εξήγαγεν εκ της περιστάσεως ταύτης το συμπέρασμα, το οποίον ήχησε τόσον ψυχρόν και δυσάρεστον εις τα ιουδαϊκά ώτα, ότι, όταν πολλοί εκ των υιών της βασιλείας θα ριφθώσιν εις το σκότος το εξώτερον, πολλοί θα έλθωσιν από ανατολών και δυσμών, και θα καθίσωσι μετά του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών. Αλλ' οι απεσταλμένοι Του εκατοντάρχου εύρον άμα επιστρέψαντες ότι το ιατήριον ρήμα υπήρξε τελεσφόρον, και ότι ο πιστός δούλος είχε γίνη υγιής.
Δεν είναι παράδοξον ότι, μετά ημέρας τόσον θαυμασίας ως αύται, αδύνατον υπήρξε διά τον Ιησούν να εύρη ανάπαυσιν. Από όρθρου βαθέος επί της κορυφής του όρους, μέχρι οψίας νυκτός εις ήντινα οικίαν είχεν εκλέξει προς διανυκτέρευσιν, τα πλήθη ήρχοντο πυκνά περί Αυτόν, μη σεβόμενα το άσυλόν Του, μη αναλογιζόμενα τον κάματόν Του, απλήστως έρχοντα να τον ίδωσι, να μετάσχωσι των θαυμάτων Του, να ακούσωσι τους λόγους Του. Δεν έμενε καιρός ουδέ όπως φάγη άρτον. Τοιαύτη ζωή είνε όχι μόνον εις άκρον καματηρά και πολύπονος, αλλά λεπτοφυά και υψίχορδον φύσιν, χαίρουσαν τη μονώσει, ευρίσκουσαν την καθαρωτάτην ολβιότητα εν κατά μόνας προσευχή, η αδιάλειπτος αύτη δημοσιότης, η ανένδοτος εργασία αποβαίνει απλώς φρενοπλήκτις, εκτός αν το πνεύμα θάλπεται δι' απεριορίστου συμπαθείας και αγάπης. Αλλ' η καρδία του Σωτήρος ούτως εθάλπετο, κατά το ανθρώπινον.
Είνε πιθανόν ότι εις την περίοδον ταύτην ανήκει το αξιοσημείωτον ανέκδοτον, το οποίον απεμνημονεύθη δι' ημάς υπό του Ευαγγελιστού Μάρκου. Οι συγγενείς και οικείοι του Χριστού, μαθόντες όσα έπραττεν, ήλθον από της οικίας των, ίσως εις Κανά ή εις Καπερναούμ, όπως «κρατήσωσιν Αυτού» και Τον περιωρίσωσι. Οι πληροφορήσαντες αυτούς παρενόησαν την έξαψιν την κατάδηλον εις όλους τους λόγους και τας πράξεις Του, την ισχυράν λάμψιν της συμπαθείας, την καίουσαν φλόγα της αγάπης· εθεώρησαν ταύτην ως υπερβάλλουσαν έξαψιν, ως υπέρμετρον ευαισθησίαν, ως αυτόν τον λήρον της ευποιίας και του ζήλου.
Εν τω κόσμω υπήρξε πάντοτε ροπή τις εις το συγχέειν την ζέσιν του ενθουσιασμού με το έξαλλον ατάκτου μεγαλονοίας. «Παύλε, μέμηνας», υπήρξε το μόνον σχόλιον το οποίον το πάθος του Αποστόλου και η εξηρμένη αυτού ευγλωττία ενέπνευσεν εις τον Ρωμαίον προκουράτορα «Δαιμόνιον έχει», ετόλμων να συμπεραίνωσί τινες των παχυλών και σαρκικών ακροατών, ύστερον από μίαν των τρυφερωτάτων και θειοτάτων ομιλιών του Κυρίου. Παραπλησία, καίτοι ουχί τόσον βάναυσος, ήτο η σκέψις ήτις ενέπλητε το πνεύμα των διαπορούντων συγγενών του Χριστού, οπόταν ήκουσαν περί της αιφνιδίας ταύτης και καταπληκτικής δραστηριότητος μετά την γαλήνιον μόνωσιν τριάκοντα άγνωστων και αμνημονεύτων ετών. Μέχρι τούδε ήσαν σχεδόν ασυμπαθείς προς Αυτόν· δεν Τον εγνώριζον, δεν επίστευον εν πλήρει εις Αυτόν· έλεγον ότι ήτο εκτός Εαυτού. Αναγκαίον δε ήτο να διδαχθώσιν από τούδε διά πολλών αποφασιστικών αποδείξεων, ότι δεν ήτο ως είς εξ αυτών· ότι δεν ήτο πλέον ο τέκτων, «ο αδελφός Ιακώβου και Ιωσή και Ιούδα και Σίμωνος», αλλ' ο υιός του Θεού, ο Σωτήρ του κόσμου.
via

Pages