Η ζωή μετά τον θάνατο (2/4) - Point of view

Εν τάχει

Η ζωή μετά τον θάνατο (2/4)






ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Μεταθανάτιες εμπειρίες

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε αναλυτικά ότι η ώρα του θανάτου είναι πολύ συνταρακτική για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με το όποιο αποτελούσε μια αρραγή ενότητα. Οι άγιοι της Εκκλησίας ετοιμάζονται σε όλη τους την ζωή για την ώρα αυτήν. Και όταν πλησιάζει αυτή η στιγμή προσεύχονται πολύ.
Στα ασκητικά συγγράμματα βλέπουμε ότι οι ασκητές αποδίδουν μεγάλη σημασία στον τρόπο πού φεύγουν οι άνθρωποι, και ιδίως προσέχουν αν έφυγαν έχοντας συνείδηση του θανάτου, θεωρούν μάλιστα ότι είναι πολύ φοβερό να πεθάνει κανείς χωρίς να το καταλάβει. Να διέλθει «εκ του θανάτου εις την ζωήν», χωρίς να έχει ανεπτυγμένη την συνειδητότητά του και, φυσικά, χωρίς να προσεύχεται στον Θεό. Γι' αυτό εκείνη την στιγμή προτιμούν να είναι μόνοι τους και να προσεύχονται. Στο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθουμε στο θέμα, γιατί θέλουμε να κάνουμε λόγο για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τίς όποιες στον δυτικό κόσμο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Όπως γνωρίζουμε, έκαναν μεγάλη εντύπωση οι περιγραφές μερικών ανθρώπων πού επανήλθαν, με κάποιο τρόπο, στην ζωή και περιέγραψαν εκείνα πού είδαν. Και η εντύπωση αυτή προκλήθηκε γιατί στον δυτικό κόσμο λησμονήθηκε, εν μέρει, η ύπαρξη της ζωής μετά θάνατον, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της διαλογικής ζωής. Συνηθισμένοι να εξαντλούν την ύπαρξη του ανθρώπου στην λογική, ανακαλύπτουν έναν άλλο κόσμο και εκπλήσσονται. Οι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των άγιων Πατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. Όπως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Πατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις πού συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάσταση του υιού της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας από τον Προφήτη Ηλία, οι τρεις αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός (υιού χήρας της Ναΐν, θυγατέρα του Ιαείρου, και του Λαζάρου) καθώς επίσης και η ανάσταση της Ταβιθά, πού έκανε ο Απόστολος Πέτρος, με την δύναμη του Χριστού. Όμως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή. Τουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται ή ψυχή, όταν ζή εκτός του σώματος, και ποια είναι τα αισθήματα πού την κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθεί να ζει με τις γνωστές συνθήκες. Και όσοι αναστήθηκαν κατά τον καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες πού δοκίμασαν.
Μια εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι οι Χριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Επειδή έχουν τον αποκαλυπτικό λόγο και ξέρουν ότι δια των εντολών του Θεού πρέπει να θεραπευθούν, και επειδή η εντολή του Θεού, όπως φαίνεται στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, είναι σαφής: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών», γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Αβραάμ, δηλαδή του Θεού, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ', 29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθεί, έστω και αν ακούσει τα πλέον παράδοξα πράγματα. Είναι έτοιμος να τα αποδώσει σε άλλη αιτία.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, πού έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψη για τα θέματα αυτά.
1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες
Υπάρχουν και παλαιότερες μαρτυρίες για τέτοιες καταστάσεις, αλλά ο θόρυβος πού τελευταία έγινε στην Αμερική προήλθε από τις παρατηρήσεις του ψυχιάτρου Μούντυ. Μετά από αυτό και λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύθηκαν και άλλα βιβλία, πού αναφέρονται στα θέματα αυτά. Ό Μούντυ συγκέντρωσε τις μαρτυρίες εκατόν πενήντα ατόμων, τις δε έρευνές του επικέντρωσε σε πενήντα ανθρώπους πού είχαν την ευκαιρία να βιώσουν τέτοιες επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες. Ανάλυση και κριτική των απόψεων τον Μούντυ έκανε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ σε σχετικό βιβλίο. Είναι σημαντικό να λεχθή ότι ο π. Σεραφείμ, ορθόδοξος ο ίδιος, βλέπει τα θέματα αυτά μέσα από την ορθόδοξη πατερική εμπειρία και έχει σωστές απόψεις. Έχει μια πολύ καλή διεισδυτικότητα και μας βοήθα να δούμε το θέμα σε ευρύτερα πλαίσια.1 Τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση και ανάλυση των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών λαμβάνονται από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Έχει παρατηρηθεί από δυτικούς επιστήμονες ότι μερικοί άνθρωποι, κατά την ώρα του θανάτου ή όταν επανήλθαν μετά από τον θάνατο στην ζωή είδαν πολύ αξιόλογα, παράδοξα και παράξενα γεγονότα, τα όποια δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την κλασσική ιατρική επιστήμη.
Πολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Το πρώτο αίτιο είναι η προσέγγιση της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο. Όταν η ψυχή πλησιάζει προς την έξοδό της από το σώμα, βιώνει μια νέα κατάσταση. Ό θάνατος είναι πραγματικά ένα οριακό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της ζωής της ψυχής χωρίς το σώμα. ΤΟ δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των πονηρών και αγαθών πνευμάτων, όπως το επιβεβαιώνουν πολλοί άγιοι, πού ήδη έχουμε αναφέρει. Αν ο άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τους δαίμονες κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά έχει και την συνδρομή των αγγέλων, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει κατά την ώρα πού ή ψυχή χωρίζεται από το σώμα. Και το τρίτο αίτιο είναι ότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να βιώνουν για μερικές ήμερες και ώρες την εμπειρία του κλινικά νεκρού κατά την ιατρική επιστήμη. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα ανθρώπων πού επανήλθαν στην ζωή, εφ' όσον είχαν θεωρηθεί ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδίας, η οποία είχε σταματήσει2.
Έτσι, λοιπόν, στα ήδη γνωστά αίτια από τα όποια προσέρχονταν αυτές οι λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες προστέθηκε και το αίτιο πού συνδέεται με την ιατρική επιστήμη. Αν πρόσθεση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα πού χορηγούνται στους βαρειά ασθενείς, μπορεί να ερμηνεύσει και κάποιες παραισθήσεις πού αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες. Επομένως, υπάρχει σύγχυση μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μια εμπειρία ή να την προσδιορίσουμε. Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ επικεντρώνει την προσοχή του σε μερικά από τα κοινά σημεία, τα όποια κατέγραψε ο Μούντυ από τις περιγραφές όσων είχαν τέτοιες εμπειρίες. Τα κοινά σημεία είναι τρία.
Πρώτον, η λεγομένη «εξωσωματική εμπειρία». Πρόκειται για μια εμπειρία πού όλοι τους ένοιωθαν σαν μια κατάσταση κατά την όποια η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχει την συνείδηση της. Βρίσκεται σε έναν κόσμο στον όποιο αισθάνεται ζεστασιά και άνεση, βλέπει τους ανθρώπους πού βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Είναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων, όπως τις καταγράφει ο Μούντυ και τις παρουσιάζει ο π. Σεραφείμ.
Ό ένας διηγείται: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά· σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς· ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με πρόσεχε». Κάποιος άλλος διηγείται: «Ήμουν ανίκανος να αγγίξω ο,τιδήποτε, να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε πού ήταν γύρω μου. Ήταν ένα φοβερό αίσθημα μοναξιάς, μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος, με τον εαυτό μου»3.
Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανατίων εμπειριών είναι η «συνάντηση με άλλους». Δηλαδή, όπως λέγει ο Μούντυ, η ψυχή για μικρό διάστημα αισθάνεται αυτήν την μοναξιά, γιατί ύστερα από λίγο αισθάνεται ότι συναντάται με άλλους, αφού όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Είναι χαρακτηριστική μια τέτοια περιγραφή:
«Ό γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, πού αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου, ήταν όλοι τους άνθρωποι πού είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά πού είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι πού ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν»4.
Τρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξη του φωτός» η «φ ω τ ε ι ν ή ύπαρξη». Όλοι όσοι είχαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνιση ενός φωτός, του όποιου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Όλοι το αναγνώριζαν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, πού μαγνητίζει αυτόν πού έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες μαρτυρίες.
Ένας διηγείται: «Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός, και τότε ήταν πού άρχισα να αισθάνομαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... Όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι, αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό».
Ένας άλλος διηγείται: «Βρισκόμουν έξω από το σώμα μου, δεν είχα καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί έβλεπα το ίδιο μου το σώμα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Ή ψυχή μου βρισκόταν έξω. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα στην αρχή, αλλά μετά ήλθε εκείνο το πραγματικά έντονο φως. Στην αρχή φαινόταν λίγο αμυδρό, αλλά μετά έγινε μια τεράστια ακτίνα... Όταν αρχικά ήλθε το φως δεν ήμουν σίγουρος τι συνέβαινε, μετά όμως ρώτησε, κατά κάποιον τρόπο με ρώτησε, εάν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»5.
Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Δείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Δεν θα κάνουμε εδώ κριτική κάθε εμπειρίας, αλλά εκείνο πού θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλοι βεβαιώνουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από όσα βλέπουμε με τις αισθήσεις και σκεπτόμαστε με την λογική. Ό π. Σεραφείμ, παρουσιάζοντας τέτοια στοιχεία, κάνει τις κριτικές του παρεμβάσεις, διατυπώνοντας την αλήθεια ότι παρόμοια περιστατικά υπάρχουν και στην εκκλησιαστική εμπειρία. Παράλληλα, όμως, σημειώνει ότι δημιουργείται και σύγχυση. Δεν θα επιμείνουμε όμως εδώ σε αυτό το σημείο. Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας άκουσα πολλούς ανθρώπους να διηγούνται παρόμοια περιστατικά. Άλλοτε ήταν δικές τους εμπειρίες, κατά την διάρκεια βαρειάς ασθενείας, και άλλοτε ήταν μαρτυρίες των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους παρακολουθούσαν. Μικρός την ηλικία, ήμουν μάρτυς ενός περιστατικού, κατά το όποιο μια γυναίκα προς το τέλος της ζωής της όταν ξεψυχούσε, έβγαζε βογγητά και συγχρόνως κουνούσε την γροθιά της, σαν να έδιωχνε κάποιον. Τέτοια περιστατικά μπορεί κανείς να ακούσει στο Άγιον Όρος. Μου διηγήθηκαν διάφοροι αγιορείτες πατέρες περιστατικά από τις τελευταίες στιγμές άγιων και αμαρτωλών μοναχών.
Ας επιτραπεί να παραθέσω μια προσωπική μαρτυρία από την ασθένεια του αειμνήστου Γέροντος μου, Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου, πού έχει σχέση με το θέμα πού μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό. Μετά την επέμβαση στον εγκέφαλο του για να αφαιρεθεί ο όγκος, δημιουργήθηκε αιμορραγία και περιέπεσε σε βαθύ κώμα. Οι γιατροί πού τον παρακολουθούσαν είπαν ότι βρίσκεται στα όρια ζωής και θανάτου. Λειτουργούσε, βέβαια, η καρδιά, αλλά ανέπνεε με το κατάλληλο μηχάνημα. Αν σταματούσε η είσοδος του αέρα, θα απέθνησκε. Όλα ήταν πιθανά. Ή να παραμείνει φυτό ή να πεθάνει ή να ανάνηψη. Όταν μετά από μερικές ήμερες ανένηψε, διηγήθηκε με κλάμα και πολλή ένταση ένα φοβερό περιστατικό. Έλεγε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός. Είχε συνείδηση, δηλαδή, ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα. Είδε τον εαυτό του έξω από το σώμα, η ψυχή του παρακολουθούσε το σώμα του, πού βρισκόταν στο κρεββάτι του, καθώς επίσης παρακολουθούσε όλους εμάς, πού ήμασταν λυπημένοι και ετοιμαζόμασταν για κηδεία. Μάλιστα, υπέδειξε μια συγκεκριμένη νοσοκόμα από τις τόσες πολλές πού υπήρχαν, η οποία τον μετρούσε για να αγοράσει το φέρετρο. Εκείνος καταλάβαινε ότι η ψυχή του βγήκε από το σώμα, και μάλιστα έλεγε ότι εκείνη την ώρα έκανε ο ίδιος νεκρώσιμο τρισάγιο στον εαυτό του. Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες, αλλά αυτή πού ανέφερα προ ολίγου ήταν η πιο εκφραστική και σχετική με το θέμα πού συζητούμε. Βέβαια, δεν γνωρίζω αν ήταν εξωσωματική εμπειρία ή εμπειρία πλησίον του θανάτου. Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια κατάσταση έξω από την συνηθισμένη*.
2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική
Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις γιατί βρίσκονται έξω από τα συνηθισμένα. Συνήθως εμείς κρίνουμε πάντα βάσει των δικών μας προϋποθέσεων και πάντοτε μέσα στα όρια της λογικής. Ίσως πολλοί από μας να εκλάβουμε τις εμφανίσεις αγγέλων και αγίων σε καθαρούς ανθρώπους, κατά την διάρκεια της ζωής τους. ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης ή και ως αρρωστημένες ψυχολογικά καταστάσεις. Αν κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ακόμη και ένας επιστήμονας ψυχίατρος, μελετήσει οπτασίες αγίων ανθρώπων, μπορεί να κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Και, όμως, τέτοιες αποκαλύψεις, πού αφθονούν τόσο σε παλαιά κείμενα, όσο και σε σύγχρονες προφορικές παραδόσεις, είναι αληθινές. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε όλες τις εμπειρίες, επειδή υπερβαίνουν τις δικές μας προϋποθέσεις. Βέβαια, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη δεχόμαστε κάθε εμπειρία ως αληθινή, γιατί ενεδρεύει ή πλάνη. Κυρίως πρέπει να πιστεύουμε τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού και να βλέπουμε τον δρόμο για την σωτηρία
* Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 427
μας αφήνοντας το άγνωστο στην Πρόνοια του Θεού. Όμως δεν πρέπει να καταλήγουμε στην ολοκληρωτική απόρριψη, όπως δυστυχώς κάνουν μερικοί Προτεστάντες, οι όποιοι πιστεύουν ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας ή σπεύδει αμέσως να βρεθή «μαζί με τον Χριστό» ούτε να συμπεριφερόμαστε όπως οι άθεοι, οι όποιοι θεωρούν ότι ή "ψυχή είναι μια απλή ενέργεια του σώματος και εξαφανίζεται μαζί με αυτό. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή. Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε πολλά τέτοια περιστατικά. Εδώ θα επιμείνουμε στην παρουσίαση μερικών, πού είναι χαρακτηριστικά.
Στο Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του Άβα Σισώη του Μεγάλου. Βέβαια, από την παρουσίαση του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί είχε τίς αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Διηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αβάς Αντώνιος, μετά ό χορός των Προφητών, ο χορός των Αποστόλων. Κάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπο του. Σε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Και όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, πού ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Μάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση ακόμη περισσότερο. Μετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Κύριος. Τότε παρέδωσε το πνεύμα του. Έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδιά7.
Στον Ευεργετινό διασώζονται δύο συνταρακτικά παραδείγματα, τα όποια σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάσταση, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή.
Το ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Πέτρο, ο όποιος, πριν κατοίκηση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Τότε είδε όλα τα βάσανα του Άδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Μάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Κάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο. Και στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε και έζησε με μετάνοια8.
Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον πού ήθελε να γίνει μοναχός και ο οποίος, στις παρακλήσεις της μητέρας του να παραμείνει κοντά της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έφυγε, λέγοντας ότι ήθελε να σώση την ψυχή του. Έπειτα από λίγο πέθανε η μητέρα του και μετά πέθανε και ο μοναχός εκείνος. Μάλιστα λέγεται ότι έπεσε σε βαρεία ασθένεια πού τον απειλούσε με θάνατο. Κατά την ασθένεια αυτήν, «ως εν λιποθυμία γενόμενος, εξεδήμησε του σώματος και ηρπάγη εις την κρίσιν». Τότε συνάντησε την μητέρα του μαζί με τους κρινόμενους, δηλαδή τους κολαζομένους. Εκείνη εξεπλάγη και τον ρώτησε πώς ήλθε στον τόπο εκείνο αφού έγινε μοναχός για να σώσει την ψυχή του. Και αναφέρεται στην συνέχεια ότι ακούστηκε φωνή να τον πάρουν από εκείνο το μέρος «και παραχρήμα επανελθών εις εαυτόν από της εκστάσεως, διηγείτο τοις παρούσι πάντα όσα είδε και ήκουσε...»9.
Και τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται σε εμπειρία μετά τον θάνατο, στην λεγομένη «εξωσωματική» κατάσταση. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτό έγινε κατ' οικονομία Θεού. Γι' αυτό και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να απορρίψει τέτοιες εμπειρίες, ακριβώς γιατί τις συναντούμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μεγάλο λάθος όταν εξομοιώνουμε όλες τις εμπειρίες, όλες τις περιγραφόμενες καταστάσεις, όταν δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Γιατί άλλες προέρχονται από ψυχολογικές καταστάσεις, άλλες από σατανικές ενέργειες και άλλες είναι χάρη και ευλογία του Θεού. Μπορούμε στην συνέχεια να περιγράψουμε μερικές τέτοιες διαφορές.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εμπειριών του λεγομένου «κλινικού θανάτου» και των εμπειριών «των πρόθυρων του θανάτου»10. Ό «κλινικός θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος ζή με τα μηχανήματα και οι γιατροί θεωρούν ότι ουσιαστικά έχει τελειώσει. Συντηρείται απλώς η καρδιά με διαφόρους μεθόδους διεγέρσεως. Βέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε βεβαιότητα ότι η ψυχή εξήλθε από το σώμα. Πάντως, πρόκειται για μια κατάσταση πού βρίσκεται στα όρια του θανάτου. Οι δε εμπειρίες «των πρόθυρων του θανάτου» διαφέρουν από τις πρώτες, γιατί τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι έχουν συνείδηση της καταστάσεως, ομιλούν, άλλα και όταν δεν έχουν συνείδηση, βρίσκονται σε κατάσταση αναχωρήσεως. Δεν μπορούν οι δύο αυτές περιπτώσεις να εξομοιωθούν. Άλλη διαφορά υπάρχει μεταξύ των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων, πού συμβαίνουν κατά την στιγμή πού ετοιμάζεται η ψυχή για την έξοδο της από το σώμα. Οι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν είναι ανεξάρτητες από τα φάρμακα, τις ιδιαίτερες ασθένειες και τις τεχνικές μεθόδους πού χρησιμοποιούνται. Στην βίωση των πραγματικών γεγονότων υπάρχει πάλι η συνειδητότητα.
Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ λέγει ότι οι συγγραφείς πού ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα αυτά έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι συνήθως όσοι έχουν πνευματική διαύγεια βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ανθρώπων ή πνευματικών όντων. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν συνείδηση του περιβάλλοντος τους. Υπάρχει δε και μια βασική διαφορά μεταξύ των παραισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων. Συνήθως όσοι έχουν παραισθήσεις βλέπουν ανθρώπους πού βρίσκονται στην ζωή, ενώ, όσοι έχουν γνήσιες εμπειρίες, βλέπουν πρόσωπα πού έχουν πεθάνει. Επίσης επισημαίνουν ότι εμπειρίες με μεγαλύτερη συνοχή και ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ανθρώπους πού δεν έχουν παραισθήσεις αλλά έχουν επαφή με την φυσική πραγματικότητα11.
Ακόμη υπάρχει διαφορά μεταξύ εμφανίσεων δαιμονικών και θεϊκών. Αυτή η κατηγορία δεν υπάγεται στις προηγούμενες, αλλά πρόκειται για όραση αγγέλων ή δαιμόνων. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τα όποια, βέβαια, έχουμε ήδη αναφέρει, οπότε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Εκείνο πού έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλες οι επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες, ούτε να αποδίδονται μόνον σε μια αίτια, γιατί έτσι δημιουργείται μεγάλη παρεξήγηση.
3. Ή διάκριση των εμπειριών
Τα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Στο σημείο αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι, επειδή έχουμε μια ζωντανή παράδοση, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά.
Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α' Ίω. δ', 1). Στην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή της διακρίσεως, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Χάρη του Θεού. Πραγματική θεολογία είναι το να διακρίνει τα πνεύματα, εάν προέρχονται από τον Θεό ή από τον εωσφόρο. Γι' αυτό έχει λεχθή ότι ένας τέτοιος θεολόγος, πού μπορεί να κάνη αυτήν την διάκριση των λογισμών, των οπτασιών, είναι απλανής πνευματικός πατέρας. Το ότι η διάκριση προϋποθέτει πνευματική γνώση και πνευματική ζωή φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ό Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι από την εγκράτεια προέρχεται η απάθεια και καρπός της απάθειας είναι η διάκριση12.
Οι άγιοι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην διάκριση, γιατί συνδέεται με την πραγματική γνώση. Κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής το να διακρίνει κανείς απταίστως το καλό από το κακό είναι φως της αληθινής γνώσεως13. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πει ότι η διάκριση είναι λύχνος της σκοτίας, επάνοδος των πεπλανημένων, φωτισμός των μυωπαζόντων. Ό διακριτικός είναι ευρετής της υγείας και καθαιρέτης, δηλαδή θεραπευτής της άρρώστειας14. Το ότι έχει μεγάλη αξία η αρετή της διακρίσεως φαίνεται από τον λόγο του αγίου Αντωνίου, ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού κατέτριψαν και ταπείνωσαν τα σώματα τους στην άσκηση, αλλά επειδή δεν απέκτησαν το χάρισμα της διακρίσεως «μακράν του Θεού γεγόνασιν»15.
Επομένως, φαίνεται ότι η διάκριση είναι δώρο του Θεού και συνδέεται με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι η διάκριση στους εισαγωγικούς στην πνευματική ζωή συνδέεται με την αληθινή επίγνωση του εαυτού τους, στους μεσαίους συνδέεται με την νοερά αίσθηση πού διακρίνει απταίστως το κυρίως αγαθό από το φυσικό και αντίθετο, και στους τελείους συνδέεται με την γνώση πού υπάρχει με την θεία έλλαμψη και η όποια φωτίζει και αυτά πού για τους άλλους είναι σκοτεινά16.
Όσα ελέχθησαν για την διάκριση είχαν σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι εύκολο να κρίνη κανείς κάθε εμπειρία πού περιγράφεται από ανθρώπους πού βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Αυτό είναι χάρισμα των μεγάλων πνευματικών πατέρων, πού βλέπουν την αλήθεια στο βάθος της και δεν εξετάζουν απλώς την επιφάνεια. Αυτοί ξεχωρίζουν αν κάτι είναι καρπός της αρρωστημένης ψυχολογικής καταστάσεως του ανθρώπου. αν είναι εμφάνιση του διαβόλου ή αν είναι καρπός της εμφανίσεως του Θεού και των αγίων. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ασχολείται κανείς με την ανάλυση των επιθανάτιων ή μεταθανάτιων εμπειριών.
Υπάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα όποια χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. Ό Χριστός, μιλώντας για τους ψευδοπροφήτες, πού έρχονται με ένδυμα προβάτου, αλλά μέσα τους είναι λύκοι αρπαγές, συνιστά στους Μαθητές Του: «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». Κάθε καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς και κάθε σαπρό δένδρο κάνει πονηρούς καρπούς. Δεν μπορεί το αγαθό δένδρο να κάνη πονηρούς καρπούς, ούτε το σαπρό δένδρο να κάνη καλούς καρπούς (Ματθ. ζ', 15-18). Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί πού δημιουργούνται. Αν μετά από μια οπτασία επικρατεί ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Θεό, αν όμως δημιουργείται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Το ίδιο συμβαίνει σχετικά με το πάθος της υπερηφάνειας. Όταν ο άνθρωπος μετά από μια τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από πονηρή ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Χάρη του Θεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνήθως δεν ομιλεί.
Γι' αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Στα δύο παραδείγματα πού αναφέραμε προηγουμένως από τον Ευεργετινό φαίνεται αυτή η αλήθεια. Ό μοναχός Πέτρος πού πέθανε και είδε την φρίκη της Κολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήσει. Ό άγγελος, πού τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «άπελθε και βλέπε πώς μέλλεις μετά ταύτα προσεχών εαυτώ ζήσαι». Και μάλιστα ο Γρηγόριος Διάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Πρόνοια Του, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη». Γιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκριση, και έτσι, επιστρέφοντας στην παρούσα ζωή αφού είδαν τα φοβερά εκείνα πράγματα, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι· και απολογία τις τούτοις ούχ υπολείπεται»17. Και ο άλλος μοναχός, ο οποίος επέστρεψε στην παρούσα ζωή, μετά την θέα της μητρός του στο κριτήριο των καταδίκων, αφού κλείστηκε σε ένα κελλί φρόντιζε την σωτηρία του «μετανοών τε και πενθών έφ' οίς έπραξε εν αμέλεια το πρότερον». Μετανοούσε και για εκείνα τα όποια έπραξε με αμέλεια. Μάλιστα, λέγεται ότι τόσο πολύ μετανοούσε , τόση μεγάλη η κατανυξη και το δάκρυ,  ώστε μερικοί ,  που τον έβλεπαν να τον παρακαλούν να αποχωρήσει για να μην υποστή κάποια βλάβη «εκ της του κλαυθμού αμετρίας»18.
Δεν μπορεί κανείς υστέρα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένει  ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Αν συμβαίνει αυτό και μάλιστα αν ο άνθρωπος υπερηφανεύεται, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Θεού το διαστρέφει και γίνεται σε βάρος του. Μπορεί μια τέτοια εμπειρία να γίνει αίτια καταδίκης και μεγαλύτερος κατακρίσεις. Αλλά και στην περίπτωση του Γέροντος μου, μπορώ να βεβαιώσω ότι ανέφερε αυτό πού είδε μια φορά και δεν το επανέλαβε. Όμως αυτό το γεγονός του δημιούργησε μεγάλη, αξιοθαύμαστη και άμετρη μετάνοια. Δεν μπορούσε κανέναν να κατακρίνει. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο φοβερό κριτήριο του Θεού. Και όταν κάποτε του είπα έναν απερίσκεπτο λόγο, εκείνος θύμωσε γιατί του στέρησα την καθαρότητα του νου του και γιατί του έδινα την δυνατότητα να κρίνει ενώ αυτός εκείνη την ώρα, όπως μου είπε, ήταν κατάδικος, υπό κρίσιν. Επανειλημμένως μου έλεγε ότι, αν ο Θεός τον κάνη καλά και αξιωθεί πάλι να λειτουργεί, δεν θα κηρύττει, αλλά θα ανεβαίνει στον θρόνο και αντί κηρύγματος θα φωνάζει: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Έφθασε σε βάθος ταπεινώσεως και μετανοίας. Γι' αυτό και είμαι βέβαιος ότι εκείνη ή εμπειρία σε συνδυασμό με την όλη του ασκητική και απαθή ζωή, τον έκαναν να έχει οσιακά τέλη. Πάντως, αν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Πατέρες μας, να προστρέχουμε σε αυτούς πού έχουν πείρα και γνώση της πνευματικής ζωής. Σε τέτοια θέματα δεν έχουν λόγο οι ψυχίατροι και οι επιστήμονες του κόσμου τούτου. Αυτοί μπορούν να υποψιάζονται και να αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πέρα από την παρούσα ζωή, αλλά, πάντως, αδυνατούν να κάνουν αληθινή και άπταιστη διάγνωση.
Σαν κατακλείδα του θέματος αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος πού βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μια άλλη πραγματικότητα, πού ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως. Εμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή πού βλέπουμε. Όμως, επειδή υπάρχει νοερά και αισθητή κτίση, γι' αυτό πέρα από τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, πού δεν υποπίπτει στην λογική και στις αισθήσεις. Έτσι εκείνος πού οδηγείται προς τον θάνατο. Οδηγείται προς την πραγματικότητα, την αληθινότητα. Το ψευδός συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών. Όμως ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. Ό νους πρέπει να έχει αδιάλειπτη μνήμη Θεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωση της αμαρτωλότητος. Γι' αυτό ο νους μας δεν πρέπει να περιεργάζεται τις λεγόμενες «υπερφυσικές» καταστάσεις. Κι αν κανείς έχει κάποια εμπειρία, δεν πρέπει να στέκεται σε αυτήν αποκλειστικά. Οι άγιοι, πού διαθέτουν καθαρότητα ο νους , ακόμη και μέσα στην δράση του Θεού, βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους. Στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», επανειλημμένως τονίζεται η αλήθεια ότι ο νους του παρά την θέα του άχτιστου φωτός και άλλων εμπειριών, ήταν στραμμένος στην αμαρτωλότητα του και δεν ενοχλείτο από διάφορες πειρασμούς καταστάσεις.
Ό άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του, «ούτος κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους αγγέλους». Και εκείνος πού αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του «κρείττων εστί του εγείροντας τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή»19. Δεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώση του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες. Ό Θεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την Βασιλεία των Ουρανών.


1.Hieromonk Seraphim Rose, the soul after death, Platina, California, 1977
2. ένθ. άνωτ. σελ. 11.12
3. ενθ. άνωτ. σελ. 1β-17
4. ένθ. άνωτ. σελ. 21
5. ένθ. άνωτ. σελ. 29
6. ένβ. άνωτ. σελ. 12
7. Γεροντικόν, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 111
8. Ευεργετινός, τόμος Α'. έκδ. Ί. Μονής Μεταμορφώσεως, Κουβαρά Αττικής. Αθήναι 1957, σελ. 80-81
9. ένθ. άνωτ. σελ, 15
10. Hieromonk Seraphim Rose, ενθ. ανωτ. σελ. 15
11. ένθ. άνωτ. σελ. 22
12. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία, εκδ. Παχαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 17, κε'
13. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών καί ασκητικών, έκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 11β
14. Ιωάννου Σιναϊτου, Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 140
15. ένθ. άνωτ. σελ. 2, η'
16. ένθ. άνωτ. σελ. 124
17. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.81
18. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ. 87
19. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά έκδ. Ρηγοπούλου. σελ. 153


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ή αθανασία της ψυχής

Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε διεξοδικά στο τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο σωματικός θάνατος. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, πού γίνεται λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητας του άνθρώπου και είναι καρπός της αμαρτίας των Προπατόρων λέγεται θάνατος. Ωστόσο, όμως, παρά τον χωρισμό αυτόν, δεν καταργείται η υπόσταση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, δηλαδή άνθρωπος είναι το συναμφότερο. Ή ψυχή λέγεται ψυχή του ανθρώπου και το σώμα, σώμα του ανθρώπου. Όπως ο Θεός συντηρεί όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέργειες Του, έτσι και ή ψυχή συντηρεί το συνημμένο με αυτήν σώμα.
Στην πατερική θεολογία λέγεται ότι το κατ' εικόνα του ανθρώπου είναι ισχυρότερο από το κατ' εικόνα των αγγέλων, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και πνεύμα το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα, πράγμα το όποιο δεν γίνεται στους αγγέλους1.
Ή ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα παραμένει αθάνατη. Πραγματικά, πολλές φορές βλέπουμε σε κείμενα της λατρείας και σε κείμενα των Πατέρων να γίνεται λόγος για την αθανασία της ψυχής. Ή ψυχή του ανθρώπου δεν πεθαίνει ποτέ οντολογικά, δηλαδή  δεν θα ύπαρξη χρόνος κατά τον όποιο θα παύση να υπάρχει οντολογικά. Βέβαια, και ή φιλοσοφία έκανε λόγο για την αθανασία της ψυχής, αλλά την έβλεπε μέσα σε άλλα πλαίσια και την ενέτασσε σε άλλη προοπτική. Γι' αυτό στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δούμε πώς η φιλοσοφία θεωρούσε την αθανασία της ψυχής και πώς την θεωρεί ή ορθόδοξη θεολογία. Αυτό είναι απαραίτητο για το θέμα πού μας απασχολεί.
1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία
Στην φιλοσοφία γίνεται ριζική διάκριση μεταξύ ύλης και πραγματικότητος. Είναι δασική διδασκαλία της φιλοσοφίας ότι αθάνατο και πραγματικό είναι μόνον το αγέννητο και αναλλοίωτο, γιατί ό,τι έχει αρχή εν χρόνω, αυτό έχει και τέλος2. Το σώμα του ανθρώπου ανήκει στον υλικό κόσμο, ενώ η ψυχή στον κόσμο της πραγματικότητας, στις ιδέες. Έτσι, η ψυχή είναι αθάνατη, εν αντιθέσει προς το σώμα πού είναι θνητό. Εφ' όσον η ψυχή είναι αθάνατη, έπεται, κατά την φιλοσοφία, ότι είναι και αγέννητη, αδημιούργητη, αφού άλλωστε ανήκει, στον κόσμο των ιδεών. Ή ψυχή δεν έχει καμμιά σχέση με τα φθαρτά φαινόμενα, γιατί ανήκει στην αμετάβλητη και άναρχη πραγματικότητα3.
Ή κατάσταση της ψυχής στο σώμα, δηλαδή η παραμονή της ψυχής στο σώμα του ανθρώπου ή θεωρείται φυσική, «διότι η ψυχή είναι σπινθήρ της παγκοσμίου ψυχής και, επομένως, αθάνατος και αμετάβλητος και αγέννητος», όπως έλεγαν οι Στωικοί, και διότι «η ψυχή είναι το γεννητόν είδος του γένους και αχώριστον της ύλης»,όπως ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης, ή θεωρείται παρά φύσιν, «καθόσον το σώμα είναι η  φυλακή της ψυχής», όπως ισχυριζόταν ο Πλάτων4. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι βέβαιο. ότι κατά την αρχαία φιλοσοφία η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών και δεν έχει σχέση με την ύλη, μέρος της όποιας είναι το σώμα του ανθρώπου. Ιδίως πρέπει να επισημάνουμε την πλατωνική άποψη για την ψυχή, η όποια επικράτησε περισσότερο, και την οποία συναντούμε και σε ανατολικά θρησκεύματα, κατά την όποια η ψυχή έπεσε από τον κόσμο των ιδεών και περικλείστηκε στο σώμα, πού αποτελεί πλέον την φυλακή της ψυχής. Κατά την πλατωνική διδασκαλία, η πτώση του ανθρώπου έγκειται σε αυτόν τον φυλακισμό της ψυχής στο σώμα. Ή αθάνατη και αγέννητη ψυχή εγκλωβίστηκε στο θνητό και υλικό σώμα. Γι' αυτό η ψυχή πάσχει και υποφέρει. Ό Θεός, όμως, πού είναι το ένα ακίνητο κινούν, χωρίς το ίδιο να κινήται, ελκύει προς τον εαυτό του τα αγέννητα. Το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανεξήγητη ροπή προς τα μεταβλητά και την ύλη, δηλαδή στην αντίθετη κατεύθυνση προς το ένα, το ακίνητο κινούν5. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή πού είναι αγέννητη και ήταν στον κόσμο των ιδεών, απομακρύνθηκε από τον κόσμο αυτόν της πραγματικότητος. Έκτοτε ο Θεός την ελκύει σε αυτόν τον αγέννητο και αναλλοίωτο κόσμο, την καλεί να επιστρέψει πάλι, αφού απαλλαγή από την φυλακή του σώματος, μέσα στο οποίο έχει περικλυσθεί. Και αυτό είναι σωτηρία της ψυχής, κατά την πλατωνική αντίληψη. Είναι η επιστροφή της ψυχής στον αγέννητο κόσμο. Αυτή σε πολύ γενικές γραμμές είναι η διδασκαλία της αθανασίας της ψυχής, κατά την φιλοσοφία. Όπως βλέπουμε η ύλη φιλοσοφική αντίληψη για την αθανασία της ψυχής περικλείεται σε τρία σημεία.
 Πρώτον ότι η ψυχή είναι αγέννητη, αφού ανήκει στον κόσμο των ιδεών, και επομένως άκτιστη. Δεύτερον, η ψυχή του ανθρώπου έχει μεγάλη αξία συγκριτικά με το σώμα δηλαδή επικρατεί ο λεγόμενος δυϊσμός, αφού υπερτονίζεται η ψυχή, ενώ υποτιμάται το σώμα, το όποιο θεωρείται αποτέλεσμα της πτώσεως και της φθοράς. Γι' αυτό, κατά την αρχαία φιλοσοφική αντίληψη, το σώμα δεν έχει καμμιά άξια και σπουδαιότητα, αντίθετα μάλιστα είναι πολύ κακό γιατί κρατά την αθάνατη και αγέννητη ψυχή στην ύλη και δεν την αφήνει να επιστρέψει στον κόσμο από τον όποιο προήλθε. Με τέτοια θεώρηση όμως διαλύεται ο άνθρωπος και η ύλη θεωρείται κακή και αποβλητέα. Και τρίτον δεν μπορεί να γίνη λόγος στην φιλοσοφία για την ανάσταση του σώματος. Γι' αυτό και, όταν ο Απόστολος Παύλος επάνω στον Άρειο Πάγο ομίλησε για την ανάσταση των σωμάτων, τον εχλεύασαν. Ακριβώς γιατί αυτή η διδασκαλία του Χριστιανισμού κλόνισε όλα τα θεμέλια της μεταφυσικής.
2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία
Τονίσαμε προηγουμένως ότι η λέξη αθανασία συναντάται τόσο μέσα στην Αγία Γραφή όσο και στα κείμενα της παραδόσεως μας ήτοι στην λατρεία και την πατερική διδασκαλία. Έχει όμως πολύ διαφορετική σημασία από ό,τι στην φιλοσοφία, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, παρουσιάζοντας τίς τέσοερεις έννοιες πού έχει η λέξη αθανασία.
Ή πρώτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά φύσιν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού δεν έχει αρχή και τέλος. Με αυτήν την έννοια κατά φύσιν αθάνατος είναι μόνον ο Θεός, αφού ο Θεός δεν έχει αρχή και τέλος, είναι αΐδιος, δηλαδή πέραν των αιώνων. Γι' αυτό ψάλλουμε στην Εκκλησία «άγιος αθάνατος...». Ό Απόστολος Παύλος, κάνοντας λόγο για τον Χριστό, πού είναι Θεός αληθινός, λέγει: «ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οίκων απρόσιτον» (Α' Τιμ. στ', 6).
Ή δεύτερη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά Χάριν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού έχει μεν αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατί ο Θεός έδωσε αυτήν την χάρη και δυνατότητα. Με αυτήν την έννοια κάνουμε λόγο για την αθανασία της ψυχής, πού συνδέεται με το αιώνιο. Αυτό σημαίνει ότι, ο,τι έχει αρχή, αναγκαστικά έχει και τέλος. Ή ψυχή του ανθρώπου δημιουργήθηκε από τον Θεό, επομένως, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά ο Θεός, δημιουργώντας την ψυχή θέλησε να μην έχη τέλος. Έτσι, ενώ ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος, ή ψυχή του ανθρώπου, αν και κτίσμα, είναι κατά Χάριν αθάνατη, δηλαδή είναι αιώνια και γι' αυτό δεν έχει τέλος. Αυτό γίνεται γιατί έτσι θέλησε ο Θεός να γίνη. Επομένως, ενώ με τον θάνατο η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, ουσιαστικά δεν καταργείται η υπόσταση, η ψυχή δεν παύει να υπάρχει, αλλά ζή και αναμένει την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, για να εισέλθει ατό αναστημένο σώμα, και έτσι να ζήση ολόκληρος ο άνθρωπος αιωνίως.
Ή τρίτη έννοια της αθανασίας της ψυχής συνδέεται με την ύπαρξη της Χάριτος του Θεού μέσα σε αυτήν. Υπάρχει η ψυχή, αλλά είναι και ενωμένη με την Χάρη του Θεού, ζή εν Θεώ. Και των αμαρτωλών οι ψυχές υπάρχουν οντολογικά, αλλά δεν έχουν την θεοποιό ενέργεια του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι ψυχές των αμαρτωλών ζουν αιωνίως, αλλά χωρίς Θεό. Αυτός είναι ο λεγόμενος πνευματικός θάνατος. Με αυτήν την σημασία ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ή αμαρτία είναι «θάνατος της αθανάτου». Όχι ότι πεθαίνει οντολογικά και χάνεται ή ψυχή, αλλά ότι, ενώ ζή, εν τούτοις δεν έχει την Χάρη του Θεού. Ή τέταρτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με την αιωνιότητα ολοκλήρου του ανθρώπου (ψυχή τε και σώματι), όταν μετέχη αιωνίως της αναστάσεως του Χριστού.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, είναι αιωνία, είναι αθάνατη κατά Χάριν. Επειδή ο όλος άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, λόγω του ότι η ψυχή δεν είναι όλος ο άνθρωπος αλλά η ψυχή του ανθρώπου, και το σώμα δεν είναι όλος ο άνθρωπος, αλλά το σώμα του Ανθρώπου, γι’ αυτό μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, η ψυχή αναμένει την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού για να εισέλθει στο αναστημένο σώμα και έτσι ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι, να ζήση ή την αθάνατη εν Χριστώ ζωή ή την αιωνιότητα, χωρίς την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι οι δίκαιοι θα ζήσουν το «αεί ευ είναι», δηλαδή την καλή αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί θα ζήσουν το «αεί φευ είναι», δηλαδή την τραγική αιώνια ζωή,
Αντιπαραθέτοντας αυτά πού αναφέραμε στις απόψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής. μπορούμε να σημειώσουμε ότι υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στο θέμα της αθανασίας της ψυχής. Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση η Ψυχή είναι αγέννητη, άκτιστη, ούτε υπήρχε πρώτα στον αναλλοίωτο κόσμο των ιδεών, αλλά είναι κτιστή, αφού δημιουργείται σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Είναι αθάνατη η ψυχή, όχι όμως γιατί προϋπήρχε του σώματος, ούτε γιατί είναι φυσικό της ιδίωμα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Από την δημιουργία της ο Θεός της χάρισε το αθάνατο, δηλαδή, να μην έχη τέλος. Έτσι το αθάνατο είναι ιδίωμα της ψυχής, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν. Έπειτα, στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν χωρίζουμε την ψυχή από το σώμα διαλεκτικά, αφού δεν έχουμε δυϊσμό, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Δεν είναι η ψυχή όλος ο άνθρωπος, αλλά η ψυχή του ανθρώπου. Γι' αυτό και δεν δίνουμε προτεραιότητα στην ψυχή σε βάρος του σώματος. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας αγιάζουν ολόκληρο τον άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Δεν θεωρούμε το σώμα φυλακή της ψυχής, άλλα δημιούργημα του Θεού, το όποιο μετά την πτώση φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθορά και την θνητότητα. Με την ανάσταση του Χριστού όμως ολόκληρος ο άνθρωπος, και το σώμα, αποκτά την δυνατότητα της αναστάσεως. Έτσι από πλευράς σωτηριολογικής αυτό πού έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τόσο η επιβίωση της ψυχής μετά τον θάνατο, όσο η κατά Χάριν αθανασία, γιατί όλοι και οι αμαρτωλοί ακόμη θα ζήσουν, ούτε ακόμη η ανάσταση των σωμάτων, γιατί και τα σώματα των αμαρτωλών θα αναστηθούν, αλλά η εν Χριστώ ζωή και μετά τον θάνατο, και μετά την ανάσταση των σωμάτων. Επομένως, η αθανασία της ψυχής και του ανθρώπου μέσα στην Ορθόδοξη σωτηριολογία αποκτούν ένα άλλο νόημα. Δεν είναι η παράταση της ζωής ούτε η ζωή μετά τον θάνατο, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, πού γίνεται με την εν Χριστώ ζωή.
ΤΟ Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι και λέγεται κατά τους Πατέρες «φάρμακον αθανασίας», γιατί αποκτούμε την δυνατότητα της αιώνιας ζωής εν Χριστώ. Γι' αυτό νοιώθουμε την αθανασία της ψυχής ως δωρεά του Θεού και την αθανασία ως μετοχή του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Αν δεν δούμε μέσα από αυτήν την προοπτική το θέμα της αθανασίας, τότε βρισκόμαστε έξω από την ορθόδοξη θεολογία και διακατεχόμαστε από την σύγχυση της φιλοσοφίας, πού αφήνει τον άνθρωπο αλύτρωτο.
3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία
Στην αρχαία Εκκλησία από διαφόρους αιρετικούς κυρίως από γνωστικίζοντες, αναπτύχθηκε η αίρεση του θνητοψυχισμού, η όποια επηρέασε μερικούς αρχαίους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο σύγγραμμα του «περί αιρέσεων» χαρακτηρίζοντας τους θνητοψυχίτας, γράφει ότι ονομάζονται έτσι «οι την ανθρωπείαν ψυχήν εισάγοντες όμοίαν την των κτηνών, και τω σώματι λέγοντες συναπολλύσθαι αυτήν»6. Έτσι, λοιπόν, οι θνητοψυχίται ισχυρίζονταν ότι η ψυχή των ανθρώπων είναι όμοια με την ψυχή των ζώων και ότι χάνεται μετά τον θάνατο, μαζί με το σώμα.
Βέβαια, αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία, αφού σε όλη την Αγία Γραφή υπάρχουν χωρία στα όποια φαίνεται ότι η ψυχή μετά τον θάνατο, δηλαδή μετά την έξοδο από το σώμα, παραμένει αιωνία, με την βούληση του θεοί. καθώς επίσης ότι η ψυχή του ανθρώπου διαφέρει σαφώς από την λεγομένη ψυχή των ζώων. Όπως γνωρίζουμε από την μελέτη Αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, η λέξη ψυχή στα ζώα έχει την έννοια της ζωής, και η ψυχή στα ζώα έχει μόνον ενέργεια και όχι ουσία. Τα ζώα έχουν μόνο το κατ' ενέργειαν της ψυχής, γι' αυτό δεν έχουν νου και λόγο, ενώ οι άνθρωποι έχουν ψυχή κατ' ουσίαν και ενέργειαν, γι' αυτό και έχουν νου, λόγο και πνεύμα, το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα. Παράλληλα με τους θνητοψυχίτας, πού πίστευαν ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα, πάλι, όμως, κατά τον καιρό της αναστάσεως του σώματος θα αναστηθεί και αυτή μαζί του, υπάρχει και η μετριότερη μορφή του θνητοψυχισμού η λεγομένη ψυχοπαννυχία σύμφωνα με την όποια μετά τον θάνατο οι ψυχές βρίσκονται σε κατάσταση λήθαργου και ύπνου. Φυσικά και τις δύο αυτές μορφές της αιρέσεως τις κατεδίκασε η Εκκλησία7. Στο τέλος της δεκαετίας του '50 έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τον θνητοψυχισμό με αφορμή την διδακτορική διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, πού ετοίμαζε να υποβολή στην θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ή συζήτηση, βέβαια, επεκτάθηκε σε πολλές θέσεις της μελέτης, αλλά εδώ θα επιμείνουμε λίγο στις θέσεις του για την αθανασία της ψυχής. Σε σχετικό κεφάλαιο της μελέτης του με τίτλο «ο προορισμός του ανθρώπου» κάνει λόγο για την «ηθική τελείωση», την «τελείωση και πτώση» και για την «αθανασία». Αντιμετωπίζει το θέμα της αθανασίας, επειδή γι' αυτήν ομιλούσαν και οι φιλόσοφοι, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από την διδασκαλία της Εκκλησίας.
Στην διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστήριζε την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν, αφού είναι κτιστή, δηλαδή έχει μια συγκεκριμένη αρχή και δεν είναι άχτιστη. Αυτό το έγραφε για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας, και είναι συνάρτηση τον γενικού θέματος, πού ανέπτυσσε, δηλαδή της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, της πτώσεως και του θανάτου, καθώς επίσης και της θεώσεως του ανθρώπου8.
Οι γενικές και κεντρικές αυτές θέσεις του πού είναι ορθόδοξες, δημιούργησαν προβληματισμό σε μερικούς θεολόγους, πού είχαν διαποτιστεί από την σχολαστική θεολογία της Δύσεως, ανεπίγνωστα. Τουλάχιστον φαίνονταν ως καινοφανείς διδασκαλίες, άγνωστες έως τότε. Περιττόν να λεχθεί ότι η διατριβή αυτή υπήρξε μια αποκάλυψη, και από τις πρώτες μελέτες πού φανέρωναν την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της «ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα», στην δυτική θεολογία και προβληματική. Π' αυτό και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση.  Διατύπωσαν, λοιπόν, την άποψη ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με τους ισχυρισμούς του αυτούς αποδέχεται τις απόψεις των θνητοψυχιτών. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι, επηρεασμένοι από τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας και τις θέσεις της απολογητικής έναντι των διαφωτιστών, οι όποιοι ηρνούντο για άλλους λόγους την μεταφυσική της δυτικής θεολογίας. παρερμήνευσαν τις θέσεις του π. Ιωάννου. Δεν μπορούσαν, δηλαδή, να διαπιστώσουν την ορθόδοξη διδασκαλία πού ανέπτυσσε στην διατριβή του. Απαντώντας σ' αυτές τις αιτιάσεις ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με επιστολές πού παραμένουν ανέκδοτες, υπογραμμίζει ενδιαφέροντα σημεία, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα πλέον σημαντικά.
Κατ’ αρχάς τονίζει ότι οι δυτικοί θεολόγοι έχουν εσφαλμένη αντίληψη για τον Θεό και τις ενέργειες Του στον κόσμο, καθώς επίσης και για την αθανασία της ψυχής. Προηγούμενος μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ποιες ήταν οι αντιλήψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής, πού επηρέασαν και την δυτική σχολαστική θεολογία. Στην συνέχεια τονίζει ότι κανείς από τους Πατέρας δεν αμφιβάλλει για την αθανασία της ψυχής. Όμως στην διδασκαλία τους τονίζεται η άποψη ότι η ψυχή όταν χωρίζεται από την ζωοποιό ενέργεια του Θεού, «παρ' ό,τι ζή εις τον αιώνα εν κολάσει και τιμωρία είναι νεκρά. Κατά τον αυτόν τρόπον οι νυν βιούντες άνευ της ζωοποιού ενεργείας του Θεού, παρ' ό,τι ζουν είναι νεκροί». Έτσι στην πατερική διδασκαλία γίνεται λόγος για θάνατο της ψυχής όχι από την άποψη της οντολογίας και της υπάρξεως της ψυχής, αλλά από την άποψη της μη μεθέξεως της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Αναφέροντας δε διάφορα χωρία αρχαίων συγγραφέων και Πατέρων, όπως του αγίου Ιουστίνου και αγίου Ειρηναίου, λέγει ότι ομιλούν για θάνατο της ψυχής, ως χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό, χωρίς να είναι θνητοψυχίτες και τριχοτομικοί. Όπου αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει και πνεύμα, δεν εννοείται ότι αυτό είναι συστατικό του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή, σώμα και πνεύμα, αλλά ότι αυτό το πνεύμα είναι ή Χάρη του Θεού, πού χάθηκε από τους Πρωτοπλάστους. Επομένως, ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, το δε πνεύμα είναι η Χάρη του Θεού.
Γι' αυτό καταλήγει συμπερασματικά: «Είναι μεγάλη αδικία να κατηγορούμαι επί θνητοψυχισμώ αφού και τόσοι Πατέρες δέχονται το φύσει θνητόν και χάριτι αθάνατον της ψυχής και των αγγέλων». Όλα αυτά λέγονται και από την άποψη ότι υπάρχει αιώνια κόλαση, επειδή την θέλει και την ανέχεται ο Θεός και είναι ανάλογη με τα έργα και την διαγωγή του ανθρώπου. Εάν ό άνθρωπος έχει θεραπευθεί, θα βιώνει την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, εάν όμως δεν έχει καθαρθή, θα βιώνει την καυστική ενέργεια της Χάριτος του Θεού. Επί πλέον ισχυρίζεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι την άποψη πού συναντούμε στα έργα των Πατέρων περί του θανάτου της ψυχής ως χωρισμού και στέρησης της Χάριτος του θεοί. και όχι ως μη υπάρξεως της ψυχής, την έχει επισημάνει και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τον όποιο ακολουθεί, «ο όποιος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ' αυτόν το υπάρχον και το ζών δεν είναι ταyτόν. Ό άνθρωπος δύναται να αποθνήσκει τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθεί της ζωής, αλλά δεν δύναται όμως να στερηθεί της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός». Μελετώντας την διατριβή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, για το θέμα πού μας απασχολεί μπορούμε να εντοπίσουμε τρία γενικά συμπεράσματα.
Πρώτον, ότι μόνον ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος ως αυτοζωή, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων και οι άγγελοι είναι κατά Χάριν αθάνατοι. Άλλωστε, οι άγγελοι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι πάν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»9. Αυτό πού συμβαίνει με τους αγγέλους συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων, αφού και αυτές έχουν συγκεκριμένη αρχή και είναι κτιστές.
Δεύτερον, κατά την ελληνική φιλοσοφία η ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη όχι γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός πού την δημιούργησε, αλλά μόνον όταν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι είναι αγέννητη, άναρχη και κατά φύσιν αθάνατη. Κατά τους Πατέρες, όμως, η ψυχή είναι αθάνατη όχι γιατί είναι φυσική της ικανότητα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Επομένως «η αθανασία των σωζόμενων και των τιμωρουμένων εξαρτάται εκ της βουλήσεως και ενεργείας του Θεού, ουχί δε εκ της φύσεως της ψυχής καθ' εαυτήν». Ή ύπαρξη αιωνίου Παραδείσου και αιωνίας Κολάσεως οφείλεται στην βούληση του Θεού και εξαρτάται από την κατάσταση του ανθρώπου10.
Τρίτον, όσοι δεν έχουν την Χάρη του Θεού είναι, λέγονται και θεωρούνται, νεκροί πνευματικά, έστω κι αν ζουν αιωνίως, αφού ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό είναι πνευματικός θάνατος11.
Επομένως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για αθανασία της ψυχής, αλλά όχι μέσα από τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας και της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως. Δεν πρέπει να γίνεται καμμιά σύγχυση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Από όσα είπαμε πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι η ψυχή είναι αθάνατη, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός και πρέπει ο άνθρωπος πού αποτελείται από ψυχή και σώμα, να παραμείνει αιωνίως αθάνατος, μετέχοντας της άκτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.



1.Γρηγορίου Παλαμά, κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά, εις Φιλοκαλία, εκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Δ', σελ. 143
2. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικό αμάρτημα, έκδ. Δόμος.Αθήνα 1989, σελ. 30
3. ένθ. άνωτ. σελ. 33
4. ενβ. άνωτ. σελ. 33
5. ένθ. άνωτ. σελ. 32
6. Ιωάννου Δαμάσκηνου έργα. 2 ΕΠΕ. σελ. 302
7. Βλ. Π. Τρεμπέλα: Δογματική, τόμος 1, εκδόσεις ΖΩΗ, Αθήνα 1959. σελ. 482, και θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος β, σελ. 52β
8. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικό αμάρτημα, ένθ. άνωτ. σελ. 124
9. ένθ. άνωτ. σελ. 124
10. ένθ. άνωτ. σελ. 126-127
11. ενθ. άνωτ. σελ. 127



Κεφαλαιο Ε΄
ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ

Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι πραγματικά ένα μεγάλο μυστήριο. Είδαμε προηγουμένως τί γίνεται όταν προσεγγίζη αυτή η ώρα, τί ακριβώς συμβαίνει όταν η ψυχή βρίσκεται σε οριακά σημεία, όταν, δηλαδή, προετοιμάζεται να εξέλθη από το σώμα του ανθρώπου, τί ακολουθεί μετά την έξοδό της. Αυτά είναι μυστήρια, τα οποία μας απεκάλυψε ο Χριστός και μας τα επιβεβαίωσαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Στα δε συναξάρια βλέπουμε πολλά παραδείγματα, που αναφέρονται στα κρίσιμα αυτά ζητήματα.
Οι Λατίνοι έχουν αναπτύξει την θεωρία περί καθαρτηρίου πυρός, ότι, δηλαδή, οι ψυχές όλων των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, θα περάσουν, μετά την έξοδό τους από τα σώματα, από το λεγόμενο καθαρτήριο πύρ. Στην πατερική παράδοση γίνεται λόγος για κάθαρση της καρδιάς, αλλά εννοείται διαφορετικά. Η θεωρία των Λατίνων περί καθαρτηρίου πυρός είναι παρερμηνεία και διαστρέβλωση των σχετικών χωρίων της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς.
Είναι καλό να δούμε την διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων πάνω στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Είναι από τα θέματα εκείνα που μας ενδιαφέρουν στο βιβλίο αυτό.
Στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), που έγινε με αφορμή την λεγομένη ένωση των Εκκλησιών, μεταξύ άλλων θεμάτων, ετέθη σε συζήτηση και το θέμα του καθαρτηρίου πυρός και εκεί φάνηκε η διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων πάνω στο σημείο αυτό. Θα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια αυτήν την συζήτηση, καθώς επίσης και τις θέσεις του αγίου Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, γιατί είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Θεωρώ αναγκαίο στην αρχή να σημειώσω μερικές απαραίτητες διευκρινιστικές παρατηρήσεις.
Πρώτον, το όλο θέμα θα αντιμετωπισθή βάσει της διδασκαλίας του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής, από ορθοδόξου πλευράς, στην Σύνοδο εκείνη, της οποίας οι τελικές αποφάσεις δεν έγιναν αποδεκτές από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δεύτερον, πριν αναπτύξουμε λεπτομερώς την διδασκαλία του αγίου Μάρκου πρέπει να δούμε ιστορικά πώς άρχισε η Σύνοδος και πώς αντιμετωπίσθηκε το θέμα αυτό. Χωρίς αυτήν την ανάπτυξη θα είναι δύσκολη η παρακολούθηση της διδασκαλίας του.
Τρίτον, επειδή θα δούμε τις απόψεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός, εν συνδυασμώ με την Κόλαση και τον Παράδεισο, δεν θα κάνουμε πολλές αναφορές σε άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλωστε, τα σχετικά θέματα περί Παραδείσου, Κολάσεως, Βασιλείας του Θεού και αιωνίου ζωής θα αναλυθούν σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Τυχόν ταυτολογίες στα θέματα αυτά, που είναι αναπόφευκτες, θα μας βοηθήσουν να εμπεδώσουμε τις γνώσεις μας γύρω από τα σοβαρά αυτά ζητήματα.
1. Οι συζητήσεις στην Φερράρα - Φλωρεντία για το καθαρτήριο πύρ
Το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός ήταν το πρώτο το οποίο συζητήθηκε μεταξύ των Ορθοδόξων και Λατίνων στην Φερράρα. Η πανηγυρική συνεδρίαση της Συνόδου αυτής άρχισε την 9ην Απριλίου 1438, αλλά οι συζητήσεις έγιναν αργότερα, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Θα παρακολουθήσουμε αυτές τις συζητήσεις σύμφωνα με τα ελληνικά πρακτικά της Συνόδου και τις πληροφορίες του Συρόπουλου, που είναι αυθεντικές.
Από τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των "Εκκλησιών" προτιμήθηκε να αρχίσουν από το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός. Ο εκπρόσωπος των Λατίνων, Καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι, είπε ότι θα έπρεπε πρώτα να αρχίσουν από την εξέταση της αρχής του Πάπα, δηλαδή του πρωτείου, αλλά θεωρούσε καλύτερο να συζητήσουν "περί του καθαρτηρίου πυρός ως αν τι καθαρθώμεν και ημείς δια των περί τούτου λόγων". Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμφώνησε με αυτήν την άποψη, αλλά ζήτησε να μάθη από που παρέλαβαν αυτές τις παραδόσεις οι Λατίνοι, από πότε τις πιστεύουν και ποιά συγκεκριμένα είναι η άποψή τους γι’ αυτό το θέμα1.
Πριν αρχίσουν οι συζητήσεις για το καθαρτήριο πύρ, το λεγόμενο πουργατόριο, ο άγιος Μάρκος ρώτησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο πώς θα ήθελε να δίνωνται οι απαντήσεις στους Λατίνους, "αγωνιστικώτερον και ενστατικώς ή οικονομικώς;". Η απάντηση του Βασιλέως ήταν: "αγωνιστικώς λέγετε πάντα τα ημέτερα δίκαια"2. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια. προτιμήθηκε άλλη μέθοδος, δηλαδή η μέθοδος του συμβιβασμού, αφού εν τω μεταξύ ο άγιος Μάρκος εξαναγκάσθηκε να σιωπήση κατά τον διάλογο σχετικά με το καθαρτήριο πύρ.
Πραγματικά, συναντήθηκαν οι δύο αντιπροσωπείες την τετάρτη του μηνός Ιουνίου για να εξετάσουν το ζήτημα αυτό. Τις απόψεις των Λατίνων εξέθεσε ο Καρδινάλιος Ιουλιανός. Συγκεκριμένα είπε: "ότι εστί πυρ καθαρτήριον ήγουν εν τω νυν αιώνι, καθαρίζονται των αμαρτωλών αι ψυχαί δια του πυρός, των εχόντων αμαρτήματα συγγνωστά, συνεργούσης και της εκκλησίας δια δεήσεως των ιερέων, έτι δε και δια των λειτουργιών και ελεημοσυνών λυτρούνται των κολάσεων".
Αναλυτικότερα είπε ότι υπάρχουν τρεις τόποι και κατηγορίες. Η μία είναι των αγίων, των οποίων οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται στον ουρανό, η δεύτερη των αμαρτωλών και αμετανοήτων, που βρίσκονται στον άδη, όπως η ψυχή του Ιούδα, υπάρχει δε και ένας άλλος μέσος τόπος, στον οποίο βρίσκονται οι ψυχές των ανθρώπων εκείνων που έχουν συγγνωστά αμαρτήματα, αφού εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν των θείων μυστηρίων, αλλά όμως "χρεωστούσι κανόνα". Αυτών των ανθρώπων οι ψυχές περνούν από το καθαρτήριο πύρ3.
Κατά τον Συρόπουλο, μεταξύ των άλλων είπε ότι οι ψυχές των ανθρώπων που μετανόησαν και εξομολογήθηκαν γνησίως, αλλά δεν πρόφθασαν να εκπληρώσουν τον κανόνα που τους έβαλε ο πνευματικός τους, ούτε έδωσαν καρπούς μετανοίας για την εξιλέωση των αμαρτημάτων τους, "καθαίρονται δια του πουργατορίου πυρός, αι μεν θάττον, αι δε βραδύτερον, κατ’ αναλογίαν των ημαρτημένων, και μετά το καθαρθήναι απέρχονται εις την απόλαυσιν"4.
Οι Λατίνοι εξέθεσαν αυτές τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας διάφορα χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας της Εκκλησίας. Από την Αγία Γραφή παρέθεσαν το χωρίο του Αποστόλου Παύλου "καί εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. εί τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 13-15). Επίσης χρησιμοποίησαν και πολλά χωρία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας5.
Από τις απόψεις αυτές φαίνονται καθαρά τρία σημεία. Το πρώτον, ότι οι Λατίνοι μιλώντας για καθαρτήριο πυρ το διέκριναν σαφώς από το αιώνιο πύρ, γιατί μιλούσαν για πυρ "εν τω νυν αιώνι" και "εν τω ενεστώτι", πριν την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Το δεύτερον, ότι το πυρ αυτό είναι στην πραγματικότητα κτιστό, δεν είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, και το τρίτον, ότι οι ψυχές των ανθρώπων καθαρίζονται δια του πυρός αυτού. Τις θέσεις των Ορθοδόξων θα τις δούμε στον διάλογο, αλλά κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που θα παραθέσουμε σε άλλη ενότητα αυτού του κεφαλαίου.
Μετά την έκθεση των απόψεων από τον Καρδινάλιο Ιουλιανό ομίλησε ο άγιος Μάρκος. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος λέγει ότι μεταξύ των άλλων ο άγιος Μάρκος είπε ότι μέχρι τότε νόμιζαν ότι άλλα πρέσβευαν οι Λατίνοι, τώρα όμως ακούν διαφορετικά πράγματα. Μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά: "από γαρ της αφηγήσεως της σής αιδεσιμότητος ολίγην ευρίσκω την μεταξύ ημών διαφοράν εν τω κεφαλαίω τούτω, και ελπίζω διορθωθήναι κακείνην, ήν ο Θεός ευδοκήση". Φυσικά, όπως λέγει ο Συρόπουλος, αυτό το είπε κατ’ οικονομίαν για να δημιουργήση φιλική ατμόσφαιρα. "Και τόδε οικονομικώτερον οίον ειπείν ή φιλικώτερον ειρηκώς"6. Πάντως, ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους για να δώση την απάντηση.
Στα πρακτικά που παρατίθενται στον Mansi, αμέσως μετά τα λεχθέντα στην πρώτη αυτή συνεδρίαση, εκτίθενται τα όσα συζητήθηκαν κατά την επομένη συνεδρίαση, που έγινε την δεκάτη τετάρτη του μηνός Ιουνίου, κατά την οποία απήντησαν οι Ορθόδοξοι. Όμως ο Συρόπουλος διασώζει ένα περιστατικό, που δείχνει την όλη νοοτροπία που επικρατούσε, αλλά και παρουσιάζει ανάγλυφα το γιατί ο άγιος Μάρκος απέφυγε να απαντά στις συνεδριάσεις αυτές, ενώ ανέλαβε να εκθέση την ορθόδοξη άποψη ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων.
Έγιναν ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των Ορθοδόξων για το τί έπρεπε να απαντήσουν στις απόψεις των Λατίνων περί του καθαρτηρίου πυρός. Τελικά, ο άγιος Μάρκος και ο Νικαίας Βησσαρίων έγραψαν από ένα κείμενο, τα οποία ανεγνώσθησαν σε σύνοδο μεταξύ των Ορθοδόξων. Ο αυτοκράτορας έκανε επιλογή μεταξύ των δύο συγγραμμάτων. Διέταξε να λάβουν το προοίμιο του συγγράμματος του Βησσαρίωνος και ό,τι άλλο φανή χρήσιμο από αυτό και από το γραπτό του αγίου Μάρκου να λάβουν τα περισσότερα και τα καλύτερα, και έτσι να συντεθή το "δοθησόμενον σύγγραμμα". Από τότε "ήρξατο το σκάνδαλον μεταξύ του Εφέσου και του Νικαίας"7.
Ανέλαβε να μιλήση ο Βησσαρίων, αλλά παρενεβάλλοντο και άλλοι, γι’ αυτό λέγεται στα πρακτικά "απελογήθησαν εν εκείνοις τοις κεφαλαίοις οι Γραικοί"8. Φαίνεται, όμως, ότι στην αρχή τον κύριο λόγο είχε ο Νικαίας Βησσαρίων, από ό,τι μας πληροφορεί ο Συρόπουλος. Λέγει ότι ο άγιος Μάρκος συνέγραψε αρίστους λόγους, που ανασκεύαζαν τις απόψεις των Λατίνων. Οι Λατίνοι απαιτούσαν από τον άγιο Μάρκο να απαντήση ποιά είναι η άποψη και η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γι’ αυτούς που εκδημούν με τον θάνατο. Όμως ο άγιος Μάρκος "ουκ έλεγεν αυτήν κωλυόμενος εις τούτο παρά του βασιλέως". Οι Λατίνοι επέμεναν να μάθουν την αιτία για την οποία δεν μιλούσε ο άγιος Μάρκος και τον προκαλούσαν να μιλήση, αλλά ο άγιος "ήγχετο τω βασιλικώ κελεύσματι κωλυόμενος ωσπερεί χαλινώ τινι και εδυσχέραινεν". Τότε ανέλαβε να ομιλήση ο Βησσαρίων, και μάλιστα απεχώρησε από τον τόπο όπου καθόταν μαζί με τον άγιο Μάρκο "καί εις ίδιον εκάθισε τόπον, ένθα και οι άρχοντες οι προειρημένοι συγκλητικοί"*.
Φαίνονται και από αυτό το περιστατικό οι δύσκολες συνθήκες για τον άγιο Μάρκο, αφού και δεσμευόταν από τον Βασιλέα να ομιλήση και δεχόταν τον φθόνο και το μίσος του Βησσαρίωνος. Ωστόσο όμως ο άγιος Μάρκος κατά την διάρκεια των επομένων συζητήσεων απαντούσε επιτυχώς. Ο Συρόπουλος γράφει: "Ημείς δ’ εθαυμάζομεν πώς ο Εφέσου ευθύς εδίδου τας λύσεις μετά παραστάσεων γραφικών, μη προειδώς ά προέθετο προτείνειν ο Ιωάννης"*.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε τον ενδιαφέροντα διάλογο που έγινε στην Φερράρα για το καθαρτήριο πυρ μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων.
Ο Βησσαρίων έλαβε εντολή από τον αυτοκράτορα να απαντήση στις απόψεις των Λατίνων. Άρχισε με την ανάλυση του αποστολικού χωρίου: "εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 13-15). Τα έργα τα οποία πρόκειται να κατακαούν, έλεγε, είναι οι πράξεις και ο βίος των ανθρώπων που έζησαν στον κόσμο αυτόν. Το πυρ για το οποίο γίνεται λόγος στο αποστολικό χωρίο είναι το αιώνιο πυρ του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο άλλο πύρ. "Το πυρ εκείνο ό λέγει ο απόστολος, δια τον μέλλοντα αιώνα λέγει, ουχί δε δια τον ενεστώτα". Επίσης, το ρήμα σωθήσεται δεν δηλώνει την σωτηρία, την αποκατάσταση, αλλά το "ουκ αφανισθήσεται". Αυτό σημαίνει ότι ο αμαρτωλός δεν θα αφανισθή, αλλά θα παραμείνη "εν τω πυρί βασανιζόμενος αιωνίως"*.
Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι υπάρχει και πυρ εν τω νυν αιώνι δια του οποίου επιτυγχάνεται ο καθαρισμός της ψυχής, και πυρ εν τω μέλλοντι αιώνι, το οποίο δεν είναι καθαρτικό, αλλά αιώνιο. Επίσης έλεγαν ότι το εν τω νυν αιώνι πυρ είναι καθολικό, δηλαδή, "πάντες δια του πυρός καθαρίζονται". Όποιος έχει πολλές αμαρτίες καθαρίζεται για πολύν καιρό, ενώ όποιος έχει λίγες αμαρτίες "ολιγώτερον και απολύεται, συνεργούσης και της εκκλησίας"*.
Από τις απαντήσεις των Λατίνων δικαιώνεται ο άγιος Μάρκος, ο οποίος, όταν άκουσε την αρχική εισήγηση του Καρδιναλίου Ιουλιανού, είπε ότι άλλη γνώμη είχαν για την διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ και άλλη άκουγαν στην εισήγηση αυτή. Όπως φαίνεται υπάρχει διαφορά. Το γεγονός είναι ότι κατά την συζήτηση απεδείχθη ότι γίνεται λόγος για δύο πυρά, το παρόν και το μελλοντικό, και ότι όλοι οι άνθρωποι περνούν από το καθαρτήριο πύρ.
Οι Ορθόδοξοι τότε απήντησαν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αιωνίου και παρόντος πυρός. Στην ορθόδοξη ερμηνεία του αποστολικού χωρίου εννοείται το αιώνιο πύρ, οι ψυχές των αμαρτωλών πορεύονται σε τόπο σκοτεινό, τόπο λύπης "καί λυπούνται μερικώς, και κολάζονται υστερούμενοι του θείου φωτός", καθαίρονται δε δια των δεήσεων και των προσευχών της Εκκλησίας. Αυτή η κάθαρση και η αναψυχή δεν γίνεται δια κάποιου υπάρχοντος πυρός, αλλά δια της ενεργείας της προσευχής, της δεήσεως και της ελεημοσύνης.
Κατά τις συζητήσεις φάνηκαν δύο διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων. Η πρώτη συνίσταται στο ότι οι Ορθόδοξοι ομιλούσαν για τόπο κολάσεως και λύπης, αλλά όχι για πύρ, ενώ οι Λατίνοι ομιλούσαν δια "κόλασιν και καθαρισμόν δια πυρός". Η δεύτερη διαφορά έγκειται στο ότι οι Ορθόδοξοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμετανοήτων αμαρτωλών δεν απέλαβαν τελείως τις κολάσεις από τώρα, αφού περιμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, όπως επίσης οι ψυχές των αγίων απέλαβαν από τώρα τα αγαθά, "αλλ’ ου τελείως". Θα απολαύσουν τελείως τα αγαθά, όταν κατά την ανάσταση των σωμάτων οι ψυχές ενωθούν με τα σώματα. Οι Λατίνοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμαρτωλών δεν κολάζονται τελείως, αφού περιμένουν και τα σώματα για να κολασθούν μετά των σωμάτων αιωνίως, όμως οι ψυχές των αγίων "τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς", τότε όμως θα ευφρανθούν αιωνίως "ενδυσάμενοι τα σώματα εαυτών"*.
Οι Λατίνοι εζήτησαν γραπτώς τις απόψεις των Ορθοδόξων για να τις επεξεργασθούν και να τις συζητήσουν αργότερα. Πραγματικά, έγιναν και άλλες συναντήσεις για να συζητήσουν αυτό το θέμα, όπως κατά την εικοστή πέμπτη του μηνός Ιουνίου και την εικοστή εβδόμη του ιδίου μηνός.
Στις πρώτες αυτές συναντήσεις κεντρικό θέμα ήταν το αποστολικό χωρίο που κάνει λόγο για την σωτηρία "ως δια πυρός". Οι Ορθόδοξοι στηρίζονταν στην ερμηνεία του χωρίου από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την οποία θα δούμε σε επόμενη ενότητα, όταν θα αναπτύξουμε διεξοδικά την διδασκαλία του αγίου Μάρκου για το καθαρτήριο πύρ. Πάντως, όταν οι Λατίνοι επανήλθαν στην συζήτηση, υποστήριξαν ότι το ρήμα σωθήσεται και το σώσον "επί καλού λέγεται ουχί δε επί κακού". Ανέφεραν δε αγιογραφικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι δια του σωθήσεται δηλώνεται η "σωτηρία, και βοήθεια, και λύτρωσις των κακών, και αναψυχή". Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Δαυΐδ "σώσον τον δούλόν σου ο Θεός μου τον ελπίζοντα επί σέ", καθώς επίσης και η κραυγή του Αποστόλου Πέτρου όταν καταποντιζόταν, "κύριε σώσόν με"*. Οι Ορθόδοξοι αντιπαρέταξαν άλλα χωρία με διαφορετική σημασία.
Στην πρώτη αυτή φάση των συζητήσεων οι Ορθόδοξοι δεν ήθελαν να φανερώσουν όλη την διδασκαλία τους για το θέμα, "αλλά μόνον ποιείσθαι τας ερωτοαποκρίσεις εκπλαγίως". Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να επιτύχουν την παράταση των εργασιών της Συνόδου, "έως ότου έλθωσιν οι πρέσβεις από των ρηγάδων"*. Είχαν αποσταλή πρέσβεις από τον Πάπα στους ρηγάδες της Βενετίας για την αποστολή βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν σε μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ορθόδοξοι παρέτειναν τις συζητήσεις και δεν εξέθεταν τελείως και πλήρως τις απόψεις τους.
Ωστόσο όμως οι Ορθόδοξοι συζητούσαν μεταξύ τους για το "είπερ οι άγιοι απέλαβον τα αγαθά τελείως, ή ουκ απέλαβον". Αυτό έγινε την δεκάτη έκτη του μηνός Ιουλίου 1438. Ο Βασιλεύς ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους, και μάλιστα "πολλή εγένετο περί τούτου φιλονεικία". Τελικά επεκράτησε η άποψη "ότι απέλαβον και ουκ απέλαβον, απέλαβον μεν τελείως αι ψυχαί καθό ψυχαί, μέλλουσι δε απολαβείν και τελεώτερον εν τη αναστάσει μετά των σωμάτων των ιδίων, και τότε λάμψουσιν ως ο ήλιος, ή και ως το φως όπερ έλαμψεν ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν τω όρει Θαβωρίω"*.
Η συζήτηση για το καθαρτήριο πυρ συνεχίσθηκε και στην Φλωρεντία, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της Συνόδου. Δεν θα εξετάσουμε, βέβαια, στο κεφάλαιο αυτό όλα όσα συζητήθηκαν εκεί, αλλά μόνον όσα ελέχθησαν για το καθαρτήριο πύρ, που ήταν ένα από τα θέματα των συζητήσεων. Στην Φλωρεντία κατέληξαν σε μια πρόταση που φαίνεται ότι είναι συμβιβαστική. Κατά την πρόταση αυτή, "αι ψυχαί των δικαίων τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς, καθόσον εισί ψυχαί. και των αμαρτωλών, την τελείαν κόλασιν, αι δε μέσαι υπάρχουσι μεν εν βασανιστηρίω, και είτε πυρ εστιν, είτε ζόφος και θύελλα, είτε τι έτερον, ου διαφερόμεθα"*.
Η πρόταση αυτή είναι συμβιβαστική, γιατί φαίνεται ότι στις συζητήσεις οι Λατίνοι επανέρχονταν πάλι στα ίδια πράγματα. Οι Λατίνοι έδωσαν γραπτό κείμενο με την προτροπή να συμφωνήσουν οι Ορθόδοξοι και να το υπογράψουν και στην συνέχεια "γενέσθω η ένωσις". Στο κείμενο αυτό, σχετικά με το καθαρτήριο πύρ, λέγεται ότι υπάρχει αυτό το πύρ, το οποίο δέχονται οι μετανοήσαντες και εξομολογηθέντες. Είναι σημαντική μια ενδιαφέρουσα φράση, που δείχνει την διαφορά μεταξύ των Λατίνων και των Ορθοδόξων. Οι Λατίνοι υποστήριζαν ότι η τάξη των αγίων που δεν χρειάζεται να περάσουν από το καθαρτήριο πύρ, "αμέσως ορά την ουσίαν του Θεού". Επίσης ισχυρίζονταν ότι όσοι καθαρθούν, αφού περάσουν μέσα από το καθαρτήριο πύρ, θα αξιωθούν και αυτοί "θεωρείν αμέσως την ουσίαν του Θεού"*.
Παρουσιάζεται εδώ η άποψη των Φραγκολατίνων ότι οι άγιοι βλέπουν την ουσία του Θεού, ενώ στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγεται σαφώς ότι οι άνθρωποι μετέχουν της ακτίστου ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του. Το ότι στην διδασκαλία που εξετέθη στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας γίνεται λόγος για πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, που καθαρίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην μέθεξη της ουσίας του Θεού, δείχνει ότι το καθαρτήριο πύρ, κατά τους Λατίνους, είναι μια κτιστή πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος φθάνει στην μέθεξη της ουσίας του Θεού. Όμως, στην Ορθόδοξη διδασκαλία ξέρουμε καλά ότι η κάθαρση είναι το αποτέλεσμα της καθαρτικής ακτίστου ενεργείας του Θεού, ενώ ο φωτισμός και η θέωση είναι μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετη από την αιρετική ταύτιση ουσίας και ενεργείας του Θεού, που είναι το κεντρικότερο ατόπημα των Λατίνων και η κυριότερη απόκλισή τους από την θεολογία των Πατέρων. Πραγματικά, αν εξετάση κανείς προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ των Λατίνων και των Ορθοδόξων, θα καταλάβη καλά ότι συγκεκριμενοποιούνται σε μία, στην αλήθεια περί της ουσίας και ενεργείας του Θεού.
Στις ανεπίσημες συναντήσεις που είχαν οι Ορθόδοξοι με τους Λατίνους και στις οποίες δόθηκε το κείμενο να υπογραφή, ώστε να επέλθη στην συνέχεια η ένωση, οι Ορθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την πρότασή τους περί του καθαρτηρίου πυρός, όχι όμως να απολογηθούν για το θέμα "περί της θείας ουσίας και ενεργείας". Γράφεται στα ελληνικά πρακτικά: "ηνάγκαζον γαρ ημάς δέξασθαι την γραφήν, αλλ’ ημείς ορισμόν μη έχοντες βασιλικόν, ουκ εδεξάμεθα αυτήν"*.
Γίνονταν πολλές συζητήσεις για το καθαρτήριο πύρ. Ενώ σε άλλα ζητήματα επήλθε συμφωνία, εν τούτοις διαφωνούσαν ακόμη στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός και της τελειώσεως των θείων δώρων. Μάλιστα, για το καθαρτήριο πυρ σε μια στιγμή είπαν οι Ορθόδοξοι: "τό καθαρτήριον, ούτε δι’ αυτό εσχίσθημεν, ούτε αναγκαίον εστί"*. Οι Λατίνοι ήθελαν να βάλουν το θέμα του καθαρτηρίου στον όρο της συμφωνίας και της ενώσεως. Υπήρχαν μέλη της ορθοδόξου αντιπροσωπείας που ήθελαν να προσθέσουν και το περί καθαρτηρίου πυρός θέμα στον όρο για να τελειώνη αυτό το έργο, αλλά ο βασιλεύς αντιδρούσε*. Τελικά, στον όρο της Συνόδου ετέθη ότι οι δίκαιοι ευθύς προσλαμβάνονται με τον θάνατό τους στον ουρανό, οι υποπεσόντες σε θανάσιμη αμαρτία χωρίς να μετανοήσουν "ευθέως καταβαίνειν εις άδην", και οι αμαρτήσαντες και μετανοήσαντες, χωρίς να προλάβουν να δώσουν αξίους καρπούς της μετανοίας "τάς τούτων ψυχάς καθαίρεσθαι μετά τον θάνατον". Με τις προσευχές των ζώντων, με τις ιερές θυσίες και τις ελεημοσύνες ανακουφίζονται και ελευθερώνονται οι ψυχές τους από τις τιμωρίες*.
Φυσικά, τον όρο αυτόν δεν υπέγραψαν ο άγιος Μάρκος Εφέσου, ο Ευγενικός, μερικοί που συμφωνούσαν μαζί του, καθώς επίσης και μερικοί που είχαν αναχωρήσει από την Φλωρεντία προηγουμένως. Η "Ένωση των Εκκλησιών" που έγινε στην Φερράρα - Φλωρεντία δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, και αυτό ήταν μια μεγάλη ευλογία για την Ορθοδοξία. Ο Ορθόδοξος λαός, Κληρικοί και λαϊκοί που ζούσαν την Ορθόδοξη Παράδοση, αντέδρασαν σε αυτήν την ένωση καί, επομένως, τα όσα υπεγράφησαν σχετικά με το καθαρτήριο πυρ δεν είναι αποδεκτά.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του έτους 1722 σε εγκύκλιο προς τους ορθοδόξους Αντιοχείς μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Είναι ένα συνοδικό κείμενο που έχει μεγάλη αξία και σπουδαιότητα.
Λέγεται ότι, ενώ οι Λατίνοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρεις τόποι όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αποθανόντων, "ημείς οι ευσεβείς, ακολουθούντες την αλήθειαν και τας τοιαύτας καινοτομίας αποστρεφόμενοι, δύο μεν τόπους δια τας ψυχάς των αποθαμένων, παράδεισον και κόλασιν, δια τους δικαίους και αμαρτωλούς, καθώς η θεία Γραφή μας διδάσκει, ομολογούμεν και αποδεχόμεθα. Τρίτον δε τόπον και πουργατόριον ουδόλως στέργομεν, επειδή και ούτε η Γραφή ούτε οι θείοι Πατέρες τοιούτόν τι μας εδίδαξαν. Πιστεύομεν όμως, ότι οι δύο αυτοί τόποι έχουσι πολλάς και διαφόρους μονάς... Και ουδείς των διδασκάλων της Εκκλησίας παρέδωκεν ή εδίδαξε το τοιούτον πουργατόριον, αλλά όλοι ένα και μόνον τόπον τιμωρητικόν λέγουσι, τον άδην, καθώς και ένα φωτεινόν και λαμπρόν διδάσκουσι, τον παράδεισον. Έχουσιν όμως και οι δύο τόποι μονάς διαφόρους ως είπομεν, και επειδή αι μεν των αγίων και των δικαίων ψυχαί πηγαίνουσιν αναμφιβόλως εις τον παράδεισον, αι δε των αμαρτωλών εις την κόλασιν, από τους οποίους αμαρτωλούς οι μεν ασεβείς και ασύγγνωστα αμαρτήσαντες κολάζονται αιωνίως, οι δε συγγνωστά και μέτρια πταίσαντες ελπίζουσι τυχείν ελευθερίας κατά την άφατον ευσπλαγχνίαν του Θεού, δια τούτο υπέρ των τοιούτων, των μέτρια δηλαδή και συγγνωστά αμαρτησάντων, γίνονται παρά της Εκκλησίας αι προσευχαί και δεήσεις, λειτουργίαι τε και μνημόσυνα και ελεημοσύναι, δια να λάβωσιν αι ψυχαί εκείναι ωφέλειαν και άνεσιν. Όθεν και όταν η Εκκλησία προσεύχεται δια τας ψυχάς των κεκοιμημένων, ελπίζομεν μεν να γίνεται άφεσις παρά Θεού εις τους τοιούτους, όμως όχι δια πυρός και πουργατορίου, αλλά δια της θείας φιλανθρωπίας, καθ’ όν τρόπον οίδεν η άπειρος του Θεού αγαθότης"*.
Από όσα ανεφέρθησαν φαίνεται σαφώς ότι στην διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία δείχνουν την διαφορά από την ορθόδοξη διδασκαλία. Το ένα ότι το καθαρτήριο πυρ ξεχωρίζεται από το αιώνιο πυρ της κολάσεως, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται πουθενά στην Αγία Γραφή και την Πατερική παράδοση. Το δεύτερον, ότι, επειδή λέγεται ότι δια του καθαρτηρίου οι άνθρωποι φθάνουν στην θέα της ουσίας του Θεού, και επειδή στην διδασκαλία των Λατίνων ταυτίζεται η ουσία με την ενέργεια, αφού γίνεται λόγος για το actus purus και για κτιστή ενέργεια, γι’ αυτό το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ είναι κτιστό. Θα δούμε πιο κάτω από ποιές προϋποθέσεις ξεκίνησε αυτή η διδασκαλία των Λατίνων και τί συνέπειες έχει για την πνευματική ζωή. Όμως πρέπει να παρατηρηθή ότι διαφέρει σαφώς από την θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.
2. Η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πύρ
Ο άγιος Μάρκος, Μητροπολίτης Εφέσου, ήταν από τους πρωταγωνιστάς στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, εκφραστής της ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας σε όλα τα θέματα. Μελετώντας κανείς την διδασκαλία του, θα διαπιστώση περίτρανα ότι είναι εκφραστής της ορθόδοξης διδασκαλίας και κυρίως είναι εκφραστής της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε την αξία της θεολογίας του.
Ήταν φυσικό να ασχοληθή και με το καθαρτήριο πυρ και να εκθέση τις ορθόδοξες απόψεις πάνω στο θέμα αυτό. Επειδή είναι ενδιαφέροντα τα όσα λέγει και έχουν σχέση με πολλά θεολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτό, γι’ αυτό θα κάνουμε ευρύτερη ανάλυσή τους.
Τα όσα θα αναλύσουμε βρίσκονται σε δύο ομιλίες του αγίου Μάρκου που σώζονται καί, φυσικά, είναι ομιλίες τις οποίες κατέθεσε σε συζητήσεις κατά την διάρκεια της Συνόδου στην Φερράρα, καθώς επίσης και μερικά κεφάλαια, που είναι περίληψη όλης της διδασκαλίας του, και με τα οποία αρνείται την διδασκαλία των Λατίνων περί υπάρξεως του καθαρτηρίου πυρός.
Η πρώτη ομιλία έχει τίτλο: "Του πανιερωτάτου Μητροπολίτου Εφέσου κυρ Μάρκου του Ευγενικού αντίρρησις των Λατινικών κεφαλαίων, άπερ αυτοί προέτεινον, περί του περκατορίου πυρός"*. Όπως φαίνεται, πρόκειται για την ομιλία που συνέταξε ο άγιος Μάρκος αμέσως μετά την τοποθέτηση του θέματος, κατόπιν, βέβαια, εντολής του αυτοκράτορος. Η δεύτερη ομιλία έχει τίτλο: "τού σοφωτάτου και λογιωτάτου Εφέσου κυρ Μάρκου του Ευγενικού, απολογία προς τους Λατίνους δευτέρα, εν ή εκτίθησι και της των Γραικών Εκκλησίας την αληθή δόξαν"*. Τα κεφάλαια επιγράφονται ως εξής: "Συλλογισμοί δέκα δεικνύντες ότι ουκ έστιν πυρ καθαρτήριον"*.
Βέβαια, είναι δύσκολο να παρουσιάση κανείς αναλυτικά όλη την διδασκαλία του αγίου Μάρκου για το θέμα αυτό. Απαιτείται ιδιαίτερη διατριβή για να αναλυθούν όλες οι απόψεις. Θα επιδιώξω, όμως, στην συνέχεια να εκθέσω τις γενικές θέσεις του για το καθαρτήριο πύρ, προσπαθώντας να μην αλλοιώσω το περιεχόμενό τους. Το θεωρώ σημαντικό γιατί, δυστυχώς, για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός γνωρίζουμε ελάχιστα και όσα παρουσιάζονται, εν πολλοίς δεν εκφράζουν ολοκληρωτικά την ορθόδοξη άποψη για το θέμα.
a) Αναγκαία η δογματική συζήτηση
Αρχίζοντας την δεύτερη ομιλία του, ο άγιος Μάρκος υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της αληθινής έρευνας των δογματικών θεμάτων που αμφισβητούνται. Γράφει χαρακτηριστικά: "Πολλής μεν ως αληθώς ερεύνης δείται και συζητήσεως όσα των δογμάτων αμφισβητήσιμα και τους εφ’ εκάτερα λόγους ισχυρούς και γενναίους έχοντα"*.
Η έρευνα για αμφισβητούμενα δογματικά θέματα πρέπει να γίνεται με αλήθεια, χωρίς πονηρία, χρησιμοποιώντας κάθε φορά τα ισχυρότερα επιχειρήματα. Με μια τέτοια συζήτηση θα υπάρξη μεγάλο κέρδος, γιατί θα αποκαλυφθή η αλήθεια. "Πολύ δε άρα και το εκ της τοιαύτης συζητήσεως περιγινόμενον κέρδος"*. Φυσικά, ο άγιος ισχυρίζεται ότι το κέρδος θα είναι μεγάλο αν και τα δύο μέρη αποβλέπουν στην εύρεση της αλήθειας και όχι στην έριδα και αν δεν φροντίζουν να νικήσουν με κάθε μέσο, αλλά να ανέχωνται ακόμη και να νικηθούν καλώς*. Με όσα λέγονται γίνεται έλεγχος των Λατίνων, οι οποίοι επεδίωκαν ακριβώς τα αντίθετα. Δεν αναζητούσαν την αλήθεια για το καθαρτήριο πύρ, αλλά απλώς, όπως και σε άλλα θέματα, να επιβάλλουν τις απόψεις τους.
Αναφερόμενος στην αποστολική Σύνοδο που συνεκλήθη για να καθορισθή αν έπρεπε να περιτέμνωνται οι εξ Εθνών Χριστιανοί, και μάλιστα στην συζήτηση που έγινε μεταξύ των Αποστόλων, αλλά και την ομόνοια μετά την σύνοδο, λέγει ότι και οι ίδιοι σε αυτές τις συζητήσεις πρέπει να αποβλέπουν στην ειρήνη και την ομόνοια, έστω και αν γίνη πολλή συζήτηση*.
Έτσι, λοιπόν, είναι αναγκαία η δογματική συζήτηση, όταν υπάρχουν επιχειρήματα και όταν ενδιαφέρωνται για την ειρήνη και την ομόνοια. Αν όμως επικρατή έρις και προσπάθεια επιβολής κάθε απόψεως, τότε δεν μπορεί να υπάρξη ωφέλεια. Αυτό το μέτρο είναι αναγκαίο για κάθε δογματική συζήτηση. Γιατί, αν δεν ενεργή το Άγιον Πνεύμα, αν δεν επικρατή η ειρήνη κατά την διάρκεια των συζητήσεων, τότε είναι αδύνατον να ευρεθή η αλήθεια.
b) Υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση
Η διδασκαλία περί του καθαρτηρίου πυρός των Λατίνων σχετίζεται με την διδασκαλία περί Παραδείσου και Κολάσεως, γι’ αυτό και εξετάζεται και το θέμα αυτό.
Ο άγιος Μάρκος απορρίπτει την ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, που είπε ο Χριστός. Η ψυχή του Λαζάρου βρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ η ψυχή του πλουσίου στον άδη. Ο Κύριος στην παραβολή αυτή, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος, δια μεν του κόλπου του Αβραάμ φανέρωσε "τήν ακροτάτην κατάστασιν εν τη ευδαίμονι λήξει των τω Θεώ φίλων", δια δε του άδου παρέστησε "τών βασάνων την εσχάτην κατάκρισιν και αιωνίαν δίκην των αμαρτωλών". Και φυσικά με την παραβολή αυτή ο Χριστός "ουκ έτι μεταξύ τούτων έτερον τόπον κατέλιπε πρόσκαιρόν τινα βάσανον έχοντα". Επομένως, υπάρχει Παράδεισος και Άδης και όχι κάποιος άλλος πρόσκαιρος τόπος βασάνου. Άλλωστε, υπάρχει χάσμα μέγα μεταξύ του Παραδείσου και του άδου, κατά την παραβολή αυτή*.
Πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται ότι αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα έχουμε Παράδεισο, Κόλαση και καθαρτήριο πύρ. Η ψυχή του ανθρώπου, όταν απαλλαγή από το σώμα ως ασώματη και άϋλη, "ουκ έστιν εικός υπό σωματικού πυρός κολάζεσθαι", αφού το σώμα της διεφθάρη. Μετά όμως την ανάσταση, αφού η ψυχή εισέλθη πάλι στο άφθαρτο σώμα και αλλοιωθή όλη η κτίση και αφού διαιρεθή το πύρ, δηλαδή θα διαιρεθή το φωτιστικό και το καυστικό του πυρός, τότε ο άνθρωπος θα γευθή της αιωνίου κολάσεως, όπως ακριβώς και οι δαίμονες, γιατί και εκείνοι έχουν κάποια ύλη και περιβάλλονται με μια παχύτητα και έχουν σώματα αέρια και πύρια*. Επομένως, μόνον Παράδεισος και Κόλαση υπάρχει και τίποτε ενδιάμεσο αυτών. Η πρόγευσή τους αρχίζει από την έξοδο της ψυχής από το σώμα.
Βεβαίως, στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος και για τον άδη πριν την ενανθρώπηση του Χριστού και πριν την κατάργηση του θανάτου, δια της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Αλλά και ο Άδης, όπως περιγράφεται στην Αγία Γραφή, δεν μπορεί να ταυτισθή με το καθαρτήριο πυρ των Λατίνων. Ο Άδης είναι τόπος νοητός, γιατί οι ψυχές δεν έχουν σχήμα*. Οι ψυχές των δικαίων κρατούνταν στον άδη μέχρι την έλευση του Σωτήρος μόνον για την προγονική αμαρτία, "ουχ ως εν πυρί και κολάσει πάντως, αλλ’ ως εν δεσμωτηρίω και φυλακή"*. Επομένως, δεν πρόκειται περί καθαρτηρίου πυρός, όπως διδάσκουν οι Λατίνοι.
Η ύπαρξη ενός είδους καθαρτηρίου προσκαίρου πυρός μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως συνδέεται, κατά κάποιο τρόπο, με την διδασκαλία περί αποκαταστάσεως των πάντων, αφού καλλιεργεί την ραθυμία στους ραθύμους. Η αποκατάσταση των πάντων και το τέλος της αιωνίου Κολάσεως, όπως το δίδασκε ο Ωριγένης και πέρασε και σε μερικούς αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, αποκηρύχθηκε και αναθεματίσθηκε από την πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο, επειδή καθιστά ραθυμοτέρους τους ραθύμους, που ελπίζουν στην λύτρωση εκ των βασάνων. Κατά τον ίδιο τρόπο και η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός πρέπει να αποβληθή από την Εκκλησία, επειδή καλλιεργεί την εντύπωση ότι δεν πρέπει να αγωνίζωνται στην παρούσα ζωή, αφού αναμένουν μια άλλη κάθαρση. "Δια τα αυτά τοίνυν και το προκείμενον δόγμα του καθαρσίου πυρός αποβλητέον αν είη της εκκλησίας, ως ραθυμίαν εμποιούν τοις σπουδαίοις και πείθον αυτούς μη πάσι τρόποις αγωνίζεσθαι κατά τον παρόντα βίον εαυτούς εκκαθαίρειν, ως προσδοκωμένης ετέρας καθάρσεως"*.
Αναλύοντας το θέμα του Παραδείσου και της Κολάσεως, ο άγιος Μάρκος, και εκφράζοντας την διδασκαλία της Εκκλησίας, λέγει ότι ούτε οι δίκαιοι μετά τον θάνατο κατέχουν ολοκληρωτικά την μακαρία εκείνη κατάσταση, ούτε οι αμαρτωλοί οδηγούνται στην αιώνιο κόλαση, όπου θα βασανίζωνται αιωνίως, αλλά και τα δύο αυτά "μετά την εσχάτην εκείνην ημέραν της κρίσεως και την ανάστασιν πάντων αναγκαίως γενήσεσθαι". Τώρα και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί "είναι μεν εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις", όμως οι μεν δίκαιοι βρίσκονται με άνεση και ελευθερία μαζί με τους αγγέλους στον ουρανό και προγεύονται της Βασιλείας των Ουρανών, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται κεκλεισμένοι στον άδη, αναμένοντας με στενοχωρία και απαραμύθητη λύπη, σαν κατάδικοι, την απόφαση του Κριτού, βλέποντας όμως την αιώνια βάσανο*.
Φαίνεται από την διδασκαλία του αγίου Μάρκου ότι δεν υπάρχει μέση κατάσταση των ψυχών, όπως υποστήριζαν οι Λατίνοι, ότι, δηλαδή, παρεμβάλλεται μεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως ένας ιδιαίτερος τόπος, όπου υπάρχει το καθαρτήριο πύρ, αλλά υφίσταται μια μέση κατάσταση των ψυχών από την άποψη ότι, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, οι μεν δίκαιοι αναμένουν την τελεία απόλαυση του Παραδείσου, οι δε αμαρτωλοί αναμένουν την τελική απόφαση του Κριτού και τον τελικό βασανισμό. Όμως η απόλαυση της θέας του Θεού από τους δικαίους, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ήταν κατά την παρούσα ζωή. Γράφει χαρακτηριστικά ότι οι δίκαιοι μετά τον θάνατο απολαμβάνουν της μακαρίας θεωρίας του Θεού, "καί της εκείθεν εκπεμπομένης αίγλης τελεώτερόν τε και καθαρώτερον ή πρότερον εν τω βίω τυγχάνοντας"*.
Ο άγιος Μάρκος για να υποστηρίξη αυτήν την άποψη χρησιμοποιεί πολλά χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά την τελική κρίση, που θα γίνη μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, οι δίκαιοι θα ακούσουν τον λόγο: "Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν". Αυτό σημαίνει ότι δεν την είχαν ακόμη κληρονομήσει αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Άλλωστε, εάν την είχαν κληρονομήσει, δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνη η ανάσταση των σωμάτων, η παρουσία του Κριτού και το φοβερό και παγκόσμιο εκείνο δικαστήριο*.
Επίσης ο Απόστολος Παύλος γράφει: "Πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς ό έπραξεν, είτε αγαθόν, είτε κακόν" (Β' Κορ. ε', 10). Αυτό σημαίνει ότι πριν το Βήμα εκείνο και πριν εμφανισθούμε ενώπιον του Χριστού, και μάλιστα αφού η ψυχή ζη χωρίς το σώμα, "ουδείς απολαμβάνει προς ό δια του σώματος έπραξεν"*.
Ερωτηθείς ο Μ. Αθανάσιος αν οι δίκαιοι απολαμβάνουν μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα τα αγαθά και οι αμαρτωλοί την κόλαση, απαντά: "Ουδαμώς, όμως δε αυτή η χαρά, ήν έχουσι νυν αι των αγίων ψυχαί, μερική απόλαυσίς εστιν, ώσπερ και η λύπη, ήν οι αμαρτωλοί έχουσι, μερική κόλασις".
Και ο άγιος Μάρκος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως τα αιώνια εκείνα αγαθά, ούτε οι αμαρτωλοί δέχθηκαν την τελεία κατάκριση και έχουν παραπεμφθή στην Κόλαση. Άλλωστε, πριν την ανάσταση των σωμάτων είναι ατελείς "καί οίον ημίτομοι και του σώματος ελλιπείς". Μόνον μετά την είσοδο των ψυχών στα άφθαρτα σώματα θα λάβουν τα βραβεία και τους επαίνους των άθλων*.
Συνεπώς, μεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως που προαπολαμβάνουν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, τον βιολογικό θάνατο, δεν υπάρχει κάποιο άλλο κτιστό καθαρτήριο πύρ. Το δόγμα αυτό των Λατίνων δεν μπορεί να στηριχθή στην εκκλησιαστική παράδοση.
c) Δεν υπάρχει καθαρτήριο πύρ
Τα όσα ελέχθησαν δεν είναι το μόνο επιχείρημα για την μη ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός. Φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως ο άγιος Μάρκος, με επιχειρήματα ακλόνητα καταρρίπτει τις θεωρίες των Λατίνων και παρουσιάζει την ορθόδοξη άποψη για το θέμα.
Κατ’ αρχάς υποστηρίζει ότι πουθενά δεν γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή και στην πατερική παράδοση για την ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός. Όπου γίνεται αναφορά για το θέμα αυτό, εννοείται το άκτιστο και αιώνιο πύρ, που θα δοκιμάσουν οι αμαρτωλοί μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Σε αυτό όμως θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ πρέπει να σημειωθή ότι δεν υποστηρίζεται, και μάλιστα δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθή από την Αγία Γραφή η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ προ της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
Η άποψη ότι είναι δυνατόν οι ψυχές δια καθαρτικών τιμωριών, τις οποίες προξενεί κάποιο πρόσκαιρο πύρ, να απαλλαγούν από την αμαρτία, "ουκέτι ρητώς γεγραμμένον ευρίσκομεν, ούτε εν ταις ευχαίς και τοις άσμασι τοις υπέρ αυτών γινομένοις, ούτε εν τοις των διδασκάλων λόγοις"*. Βεβαίως, σε μερικά κείμενα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Λατίνοι, γίνεται αναφορά στο θέμα αυτό, αλλά παρερμηνεύονται, εντάσσονται, δηλαδή, σε άλλη ερμηνευτική παράδοση, όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω.
Μπορεί να συναντήση κανείς σε πατερικά κείμενα ότι οι αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες "κολάζονται μεν εκ μέρους", αλλά όχι ότι έχουν εκπέσει στην Κόλαση. Στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων γίνεται λόγος για λύπη των ευρισκομένων στην μέση κατάσταση, που τους κολάζει και τους τιμωρεί ή για αισχύνη και βάσανο της συνειδήσεως ή για μετάμελον ή συγκλεισμόν και σκότος ή για φόβο και αδηλία του μέλλοντος ή και μόνον αναβολή της θείας θεωρίας, αναλόγως των όσων έπραξαν, αλλά ποτέ δεν γίνεται λόγος για πυρ "σωματικόν ασωμάτους ψυχάς κολάζειν τε και καθαίρειν"*. Κανείς εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, που ερμήνευσαν τα σχετικά κείμενα της Αγίας Γραφής, δεν εξέλαβεν ότι γίνεται αναφορά στο καθάρσιο πύρ, που διδάσκουν οι Λατίνοι*.
Ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία Του λέγει ότι εκείνος που θα αποκαλέση τον αδελφό του μωρόν, "ένοχος έσται τη κρίσει". Και επεξηγεί ο άγιος Μάρκος ότι ο Κύριος δεν τον παραπέμπει "εις το καθαρτήριον, αλλ’ εις γέενναν". Θα αποδοθή λόγος για κάθε αργό λόγο "εν τω καιρώ της κρίσεως πάντως, αλλ’ ου καθαρθήσεσθαι δια πυρός διδάσκει"*.
Στην Αγία Γραφή λέγεται ότι η θέα του Θεού είναι τέλειο έπαθλο αυτών που καθάρισαν την καρδιά, κατά τον λόγο του Χριστού, "μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται" (Ματθ. ε', 8). Φυσικά, υπάρχουν βαθμοί θεωρίας του Θεού, ανάλογα με τους βαθμούς της καθάρσεως. Επομένως, ούτε όλοι οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο βαθμό καθάρσεως, ούτε, φυσικά, υπάρχει ανάγκη του καθαρσίου πυρός, αν σε μερικούς η κάθαρση είναι ελλιπής. Σε όλη την Αγία Γραφή φαίνεται ότι "ήττον όψονται τον Θεόν οι ήττον κεκαθαρμένοι". Θα δούν τον Θεό οι άνθρωποι ανάλογα με τον βαθμό της καθάρσεως. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ανάγκη να υπάρχη άλλη κάθαρση μετά την έξοδο από αυτόν τον βίο*.
Έτσι, λοιπόν, ούτε λέγεται στην Αγία Γραφή ρητώς κάτι για την ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός προσκαίρου, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά ούτε και εναρμονίζεται με όλο το πνεύμα της αυτή η καινοφανής διδασκαλία των Λατίνων. Δεν υπάρχει καθαρτήριο πυρ μεταξύ του θανάτου κάθε ανθρώπου και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
d) Θεολογικοί λόγοι κατά της υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός
Οι ομιλίες του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός είναι πλουσιότατες καί, φυσικά, είναι δύσκολο να παρουσιασθούν σε αυτήν την συνοπτική ανάλυση της διδασκαλίας του. Αναγκαστικά είμαστε σύντομοι και αποσπασματικοί. Όμως, παρά τις δυσκολίες της παρουσιάσεως της όλης διδασκαλίας του αγίου Μάρκου, αγωνιζόμαστε να μην την αλλοιώσουμε, αλλά να εξετάσουμε τις γενικές απόψεις του για το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ.
Στο τέλος της πρώτης ομιλίας του εκθέτει ως συμπεράσματα τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατόν να υπάρχη το καθαρτήριο πύρ, όπως το εννοούν οι Λατίνοι, ως κτιστό, πρόσκαιρο και παρεμβαλλόμενο μεταξύ του θανάτου και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Οι λόγοι είναι οι εξής:
Π ρ ω τ ο ν. Αφού ο πόθος για το θείο, αυτή η ίδια η αγάπη καθαίρει τους ανθρώπους και τους καθιστά θεοειδείς, γιατί δεν μπορεί να συμβή το ίδιο και μετά τον θάνατο, να τους καθαρίση τα μικρά αμαρτήματα αυτός ο πόθος, αλλά χρειάζεται κάποιο καθαρτήριο πύρ;
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Αρμόζει στην αγαθότητα του Θεού να μην παραβλέψη το ολίγον αγαθόν ή να τιμωρήση την μικρά αμαρτία. Αλλά το ολίγον αγαθόν μεταξύ των μεγάλων αμαρτιών δεν επιτυγχάνει καμμία αμοιβή. Ούτε είναι ανάγκη το ολίγον κακόν γι’ αυτούς που έχουν κατορθώσει μεγάλα πράγματα να προσαχθή σε δίκη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ανάγκη να υπάρχη καθαρτήριο πύρ.
Τ ρ ί τ ο ν. Το ολίγον αγαθόν στους αμαρτωλούς δεν μπορεί να έχη ανταπόδοση, αλλά διαφορά κολάσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους. Το λίγο κακό σε αυτούς δεν δημιουργεί κόλαση, αλλά διαφορά απολαύσεως. Επομένως, εφ’ όσον υπάρχει διαφορά απολαύσεως για τους δικαίους και διαφορά κολάσεως για τους αμαρτωλούς, δεν υφίσταται λόγος για ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός.
Τ έ τ α ρ τ ο ν. Συνέχεια των προηγουμένων είναι ότι η όραση του Θεού επιτυγχάνεται ομοίως από όλους τους ανθρώπους, αλλά εξαρτάται από την διαφορά και τον βαθμό της καθάρσεως. Επομένως, σε αυτούς που έχουν ελλιπή κάθαρση "ουδ’ άρα χρεία του καθαρτηρίου πυρός".
Π έ μ π τ ο ν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον λόγο του στο Πάσχα αποφαίνεται ρητώς και καθαρώς ότι δεν υπάρχει κάθαρση "υπέρ την νύκτα ταύτην", δηλαδή δεν υπάρχει καμμία κάθαρση μετά τον βίο αυτόν, που χαρακτηρίζεται ως νύκτα.
Έ κ τ ο ν. Σε λόγο του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι προτιμότερο να καθαρισθούμε εδώ και όχι να παραπεμφθούμε στην βάσανο της κολάσεως, γιατί τότε "κολάσεως καιρός, ου καθάρσεως". Οπότε φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχει κάθαρση μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά μόνον η αιώνια κόλαση.
Έ β δ ο μ ο ν. Ο Χριστός στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου μεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως "ουκ έτι... έτερον τόπον κατέλιπε πρόσκαιρόν τινα βάσανον έχοντα, αλλ’ ή χάσμα μέγα και αδιάβατον διείργον εκατέρους εξ αλλήλων και την άκραν και άμεσον εναντίωσιν παριστών".
Ό γ δ ο ο ν. Δεν είναι δυνατόν η ασώματη και άϋλη ψυχή μετά την απαλλαγή εκ του σώματος να κολάζεται από σωματικό πύρ. Αυτό το αιώνιο πυρ θα υπάρξη μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και μετά την ανάληψη του αφθάρτου σώματος.
Έ ν α τ ο ν. Ο Άδης, στον οποίο κατέβαιναν οι ψυχές των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης, δεν ήταν στον τύπο του πυρός και της κολάσεως, αλλά στον τύπο του δεσμωτηρίου και της φυλακής. Κατά τον ίδιο τρόπο τις ψυχές των μετρίως αμαρτησάντων "ο τοιούτος Άδης καθέξει μετά τον θάνατον". Δηλαδή, οι ολίγα αμαρτήσαντες μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα ζουν σαν σε δεσμωτήριο και φυλακή, αναμένοντας την τελική δίκη, οπότε θα αρχίση η Κόλαση. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι αναγκαίο να υπάρξη καθαρτήριο πύρ.
Δ έ κ α τ ο ν. Οι όσιοι Πατέρες που έζησαν την ισάγγελη πολιτεία στην γη και εμυήθησαν με οπτασίες και με ενύπνια και θαύματα στην ζωή της αιωνίου κολάσεως των ασεβών και των αμαρτωλών, όπως ζωγραφίζει και η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, "περί καθαρτικού προσκαίρου πυρός ουδέν ουδαμού διεσάφησαν".
Ε ν δ έ κ α τ ο ν. Πρέπει να αποβληθή το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός, διότι οδηγεί τους ανθρώπους στην ραθυμία και στο να μην αγωνίζωνται στην παρούσα ζωή να καθαρθούν, αναμένοντας κάποια μελλοντική κάθαρση, όπως ακριβώς αποβλήθηκε και το περί αποκαταστάσεως δόγμα, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στα ίδια αποτελέσματα*.
Τα ίδια επιχειρήματα αναπτύσσει και στους συλλογισμούς του περί της μη υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός, όπου φαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε να δεχθούμε την ύπαρξη τέτοιου πυρός, προσκαίρου και κτιστού. Στους συλλογισμούς αυτούς τα επιχειρήματα του αγίου Μάρκου επικεντρώνονται σε τρία σημεία.
Το πρώτον ότι, όπως διδάσκει όλη η Αγία Γραφή και η Παράδοση της Εκκλησίας, υπάρχει διαφορά οράσεως του Θεού, ανάλογα με την κάθαρση του ανθρώπου από την ζωή αυτή. Τελειότερα ορά την δόξα του Θεού ο περισσότερο κεκαθαρμένος. Οπότε υπάρχει μεγαλυτέρα και μικροτέρα θεωρία του Θεού, αναλόγως της καθάρσεως. Εκείνος που έχει και μερικά αμαρτήματα, "ορά και αυτός τον Θεόν άνευ του καθαρτηρίου επιδεηθήναι πυρός", αρκούσης προς τούτο της φιλανθρωπίας του Θεού, σε ανάλογο, βέβαια, βαθμό. Η διδασκαλία, όμως, του καθαρτηρίου πυρός αναιρεί αυτήν την διαφορά της απολαύσεως της δόξης του Θεού. Διότι, εφ’ όσον οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής διέρχονται από το πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, έπεται ότι όλες οι ψυχές των δικαίων "εν τη αυτή θεωρία του Θεού είναι, όπερ εστίν η μακαριότης". Αυτό όμως είναι ψεύδος, γιατί ο Χριστός είπε ότι στην Βασιλεία του Πατρός Του "μοναί πολλαί εισιν" ('Ιω. ιδ', 2).
Το δεύτερον επιχείρημα είναι ότι δεν είναι δυνατόν να αλλαγή με κανένα καθαρτήριο πυρ η θέληση του ανθρώπου μετά την έξοδο από την ζωή αυτή. "Ή τε της θελήσεως κίνησις, ή τε των πραγμάτων εξ ανάγκης εν τω παρόντι συγκέκλεισται βίω". Η βούληση μπορεί να μεταβληθή όσο βρίσκεται ο άνθρωπος στη ζωή αυτή, όπου δε ευρεθή μετά τον θάνατο μένει ακίνητη. "Και άθλου ή δίκης δια ταύτα τυγχάνει, και μη δια του καθαρτηρίου οδεύουσα". Εφ’ όσον, λοιπόν, ζητείται για την μακαριότητα η ευθύτης της θελήσεως και εφ’ όσον το καθαρτήριο δεν μπορεί να μεταβάλη την θέληση από πονηρά σε αγαθή, επειδή αυτό γίνεται όσο ζη ο άνθρωπος στην βιολογική ζωή, γι’ αυτό προς την μακαριότητα "ουδέν συνεισφέρει το καθαρτήριον". Αυτό σημαίνει ακόμη ότι δεν μπορούν οι άνθρωποι να καθαρθούν με κανένα καθαρτήριο.
Το τρίτον επιχείρημα είναι ότι, όπως υπάρχει διαφορά απολαύσεως της Βασιλείας των Ουρανών, έτσι υπάρχει και διαφορά κολάσεως. Καί, όπως είπαμε πιο πάνω, το ολίγον αγαθόν των αμαρτωλών δεν είναι δυνατόν να δώση ανταπόδοση, "αλλά μόνον διαφοράν κολάσεως". Έτσι, και το ολίγον κακόν στους δικαίους "ου ποιήσει κόλασιν, αλλά μόνον διαφοράν απολαύσεως". Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καθαρτήριο πύρ, όπως λέγουν οι Λατίνοι*.
e) Ερμηνεία αποστολικού χωρίου
Οι Λατίνοι για την υποστήριξη του καθαρτηρίου πυρός χρησιμοποίησαν διάφορα αγιογραφικά χωρία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στις ομιλίες αυτές, που είναι αντιρρητικές και χρησιμοποιήθηκαν στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, ερμηνεύει ορθόδοξα τα αγιογραφικά αυτά χωρία και αποδεικνύει ότι οι Λατίνοι στην πραγματικότητα τα παρερμήνευσαν για να κατοχυρώσουν την νέα τους δοξασία.
Το κυριότερο χωρίο στο οποίο στράφηκε ο λόγος είναι αυτό που προέρχεται από την Α' προς Κορινθίους επιστολή, στο οποίο γίνεται λόγος για την δοκιμασία του έργου δια του πυρός. Συγκεκριμένα εκεί ο Απόστολος Παύλος γράφει: "έκαστος δε βλεπέτω πώς εποικοδομεί, θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός. ει δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται, η γαρ ημέρα δηλώσει, ότι εν πυρί αποκαλύπτεται, και εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. εί τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 10-15).
Το χωρίο αυτό, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος, ενώ φαίνεται ότι εισάγει το καθαρτήριο πύρ, εν τούτοις "μάλιστα δε πάντων αυτό αναιρεί". Οι λόγοι που το αποδεικνύουν είναι οι ακόλουθοι. Πρώτον, ο Απόστολος Παύλος το ονόμασε δοκιμαστικό και όχι καθαρτικό. Δεύτερον, όλα τα έργα, ακόμη και τα αγαθά και τιμιότατα θα περάσουν από αυτό το πύρ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν χρειάζονται όλα κάθαρση. Τρίτον, ο Απόστολος λέγει ότι ενώ τα έργα των πονηρών θα κατακαούν, αυτοί οι ίδιοι θα ζημιωθούν, κατά την ερμηνεία όμως των Λατίνων οι καθαιρόμενοι θα κερδίσουν. Τέταρτον, τα όσα λέγονται από τον Απόστολο θα γίνουν κατά την ημέρα της Κρίσεως και του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο καθαρτήριο πυρ μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως. Άλλωστε, πουθενά στην Αγία Γραφή δεν λέγεται αυτό. Μάλιστα ο Χριστός είναι κατηγορηματικός όταν λέγη: "απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον" (Ματθ. κε', 46).
Επομένως, πρόκειται ουσιαστικά για την άκτιστη Χάρη του Θεού, η οποία τους μεν δικαίους φωτίζει, τους δε αμαρτωλούς κατακαίει. Σε αυτό συνευδοκούν και τα χωρία της Αγίας Γραφής, τα οποία παραθέτει ο άγιος Μάρκος. Ο Προφητάναξ Δαυΐδ λέγει: "Πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα" (Ψαλμ. μθ', 3). Και ακόμη: "Πύρ εναντίον αυτού προπορεύσεται, και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού" (Ψαλμ. ζ', 3). Και ο Προφήτης Δανιήλ γράφει: "Ποταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού" (Δαν. ζ', 10).
Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η φράση του Αποστόλου Παύλου: "εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός". Ο άγιος Μάρκος, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση, λέγει ότι το έργο που το πυρ θα κατακαύση και θα αφανίση τελείως είναι η πονηρά διάθεση ή ενέργεια. Το "ζημιωθήσεται" αναφέρεται στα πονηρά φορτία, τα οποία είχαν οι αμαρτωλοί, το δε "σωθήσεται" στην διατήρησή τους. Γράφει χαρακτηριστικά: "σώσει δε όμως, τουτέστιν εις το διηνεκές καθέξει τε και φυλάξει, μη συναπολλυμένους τη πονηρία"*.
Αυτό σημαίνει ότι η Χάρη του Θεού θα διατηρήση και τους αμαρτωλούς, θα αποκαταστήση την φύση τους και θα παραμείνουν και αυτοί αιωνίως στην Κόλαση. Επομένως, η σωτηρία αναφέρεται στην διατήρηση.
Αυτή η ερμηνεία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού δεν είναι αυθαίρετη, αλλά είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο άγιος Μάρκος αναφέρει την ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου και την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου για το πυρ του μέλλοντος αιώνος.
Ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος είναι το στόμα του Παύλου, όπως και ο Απόστολος Παύλος είναι στόμα Χριστού, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση του Αποστόλου Παύλου, γράφει ακριβώς: "σωθήσεται γαρ "φησίν" ο αμαρτωλός ως δια πυρός", τουτέστι διαμενεί κολαζόμενος εν τω πυρί και ου συναπολείται τοις πονηροίς έργοις και διαθέσεσι"*. Αυτό δεν είναι άσχετο από την ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, ότι δεν μπορεί ποτέ να οδηγηθή στην ανυπαρξία, στο μη όν και ότι ο Χριστός με την ανάστασή Του έδωσε σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, ως δώρο Του την ανάσταση, η οποία θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, ότι θα γίνη αποκατάσταση της φύσεως, όχι όμως της θελήσεως, και ότι ενώ οι δίκαιοι θα απολαύσουν το "αεί εύ είναι", οι αμαρτωλοί θα δεχθούν το "αεί φεύ είναι".
Ο Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό "φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός", λέγει ότι, επειδή το πυρ έχει δύο ιδιότητες, την φωτιστική και καυστική, η φωνή του Κυρίου θα διακόψη το πυρ αυτό "ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως διαμείναι"*.
Παρουσιάζοντας δε το χωρίο αυτό του Μ. Βασιλείου, ο άγιος Μάρκος λέγει ότι τα λαμπρά και φωτεινά έργα των δικαίων λαμπρότερα φαίνονται, οι δε δίκαιοι θα γίνουν κληρονόμοι του φωτός. Όμως οι αμαρτωλοί θα ζημιωθούν με την αποβολή των έργων τους, ενώ "σώζονται σωτηρίαν απωλείας χείρονα, διηνεκώς εν τω πυρί μένοντες (τούτο γαρ σημαίνει κυρίως και η φωνή του σώζεσθαι), ίνα μη δόξωσι δια το φθαρτικόν του πυρός και αυτοί καθάπαξ απόλλυσθαι"*. Συγχρόνως, ο άγιος Μάρκος λέγει ότι αν υπάρχη κάποιος εξηγητής, ο οποίος με την λέξη σωτηρία εννοεί την απαλλαγή από την κόλαση, και με την διέλευση δια του πυρός εννοεί τον καθαρισμό, αυτός "παρανοήσας αυτό φαίνεται παντελώς"*.
Κατά τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, η ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου είναι η πλέον αξιόλογη και με αυτήν συμφωνούν όλοι οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Έτσι, η χρυσοστομική ερμηνεία "πάντων εστίν ακριβεστέρα τε και αληθεστέρα"*. Μέσα στα πλαίσια αυτά προσθέτει και ο ίδιος μια ερμηνεία, που συνδέεται με τα γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στην Κόρινθο και έδωσαν την αφορμή στον Απόστολο Παύλο να πη αυτόν τον λόγο.
Ισχυρίζεται ο άγιος Μάρκος ότι ο Απόστολος Παύλος στην περίπτωση αυτή εννοεί τον Χριστιανό εκείνο της Κορίνθου που επόρνευσε. Ήταν ένας από τους διδασκάλους πού, ενώ έπεσε σε μεγάλο παράπτωμα, "τής διδασκαλικής αξίας όμως αντείχετο, σύστημα έχων υφ’ εαυτόν ουκ ευκαταφρόνητον και τη έξω σοφία και τω πλούτω θαρρών"*. Έτσι φαίνεται ότι ο Απόστολος είχε υπ’ όψη του κάποιον διδάσκαλο που ενώ είχε αμαρτήσει, εν τούτοις εξακολουθούσε να διδάσκη έχοντας εμπιστοσύνη στην έξω σοφία και τον πλούτο της διανοίας. Αυτό το εξάγει από τα όσα λέγονται στο σχετικό κεφάλαιο της επιστολής του Αποστόλου Παύλου.
Επομένως, κατά τον άγιο Μάρκο, ο λόγος αυτός "πρός τον πεπορνευκότα λοιπόν εμφαντικώς αποτείνεται". Ένας τέτοιος διδάσκαλος όχι μόνον δεν θα λάβη μισθό της διδασκαλίας του, αλλά και το έργο της διδασκαλίας θα κατακαή. Όμως αυτός θα παραμείνη να δικαστή για τις πράξεις του. "Αυτός γε μην ο τοιούτος διδάσκαλος ου συνδιαφθαρήσεται τω οικείω έργω, αλλά σωθήσεται και παραμενεί και τω κριτή παραστήσεται και λόγον υφέξει των πεπραγμένων και την αιώνιον υποστήσεται δίκην, μηδέν του έργου της διδασκαλίας εκείνης, άτε διαφθαρείσης, ονάμενος... και σωθήσεται σωτηρίαν απωλείας χείρονα, βέλτιον γαρ ήν αυτώ ει μηδέ εγένετο μηδέ τότε εσώθη, τοιαύτην ύλην επιφερόμενος"*.
Πρέπει να σημειωθή ότι επανειλημμένως ο άγιος Μάρκος χρησιμοποιεί τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου, ότι σωτηρία εννοείται το "περιλείπεσθαι". "...σωτηρίαν νοείσθαι τούτ’ αυτό μόνον, το μη τω έργω συνδιαφθείρεσθαι, περιλείπεσθαι δέ, εκείνου διαφθαρέντος". Ο άνθρωπος αυτός θα παρουσιασθή ενώπιον του Κριτού "περιπεφλεγμένος". Άλλωστε, το πυρ αυτό για το οποίο κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος είναι μόνον δοκιμαστικό, "αλλ’ ουκ αυτό εκείνο το τους αμαρτωλούς αιωνίως υποδεξόμενον"*. Σαφώς, δηλαδή, εδώ ο άγιος Μάρκος διακρίνει το δοκιμαστικό πυρ της κρίσεως, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, από το αιώνιον πυρ της κολάσεως. Φυσικά, το πυρ της κρίσεως δεν είναι κτιστό, αλλά άκτιστο. Νομίζω αυτή η διάκριση φανερώνει, αφ’ ενός μεν την δοκιμασία της κρίσεως, που γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, αφ’ ετέρου δε την καυστική ιδιότητα της ενεργείας του Θεού, που οφείλεται στην πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
Αντικρούοντας ο άγιος Μάρκος την άποψη ότι η λέξη σωτηρία δεν χρησιμοποιείται για τα κακά, αλλά μόνον για τα αγαθά, αναφέρει το σχετικό χωρίο από τον Ιώβ. Ο αγγελιοφόρος μετά την καταστροφή πήγε στον Ιώβ για να του αναγγείλη τα γενόμενα λέγοντάς του: "Σωθείς δε εγώ μόνος ήλθον του απαγγείλαί σοι" ('Ιώβ α', 15). Σώθηκε, διατηρήθηκε από την καταστροφή και πήγε να του αναγγείλη το κακό*.
Επομένως, ο αποστολικός λόγος δεν μπορεί να στηρίξη κανένα καθαρτήριο πύρ, όπως λέγουν οι Λατίνοι. Αναφέρεται σαφώς στο μελλοντικό δικαστήριο, στην κρίση και την διατήρηση του αμαρτωλού, δηλαδή στην διέλευσή του δια του πυρός, χωρίς να καταστραφή μαζί με τα πονηρά του έργα.
f) Πατερικά χωρία κατά τον διάλογο
Οι Λατίνοι για να υποστηρίξουν την καινοφανή διδασκαλία τους για το καθαρτήριο πυρ χρησιμοποίησαν κατά τον διάλογο και πατερικά χωρία. Και αυτό γιατί οι Ορθόδοξοι ζήτησαν να μάθουν που στηρίζουν την διδασκαλία τους, που είναι ξένη για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα δούμε όμως στην συνέχεια ότι οι Λατίνοι αλλοίωναν στην πραγματικότητα τα χωρία των Πατέρων, όπως, άλλωστε, έκαναν και με τα αγιογραφικά χωρία.
Δεν πρόκειται να κάνω μεγάλη ανάλυση αυτής της πλευράς του θέματος, απλώς θα την σχολιάσω, εξάγοντας και τα απαραίτητα συμπεράσματα.
Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν "ρήματά τινα της πέμπτης οικουμενικής συνόδου", στα οποία φαίνεται ότι αποδέχεται την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου και του αγίου Αμβροσίου. Στην συνέχεια χρησιμοποίησαν χωρία του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, ευχές του Μ. Βασιλείου, ρητά του μακαρίου Γρηγορίου Νύσσης, καθώς επίσης ρητά του θείου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, του μεγάλου Επιφανίου και του θεορρήμονος Δαμασκηνού. Επίσης γίνεται αναφορά και στον μακάριο Θεοδώρητο*.
Χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα πατερικά χωρία, οι Λατίνοι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η θεία δικαιοσύνη δεν αφήνει τίποτε ατιμώρητο, και γι’ αυτό είναι ανάγκη να υπάρχη ένας άλλος τόπος για όσους δεν τιμωρήθηκαν στην ζωή αυτή, ούτε πρόκειται να τιμωρηθούν στον ουρανό ή στον άδη, στον οποίο θα τιμωρηθούν και θα καθαρισθούν. Μετά από αυτά λέγεται από τους Λατίνους: "λείπεται δη τόπον έτερον είναι αφωρισμένον, ου δει την κάθαρσιν ταύτην γίνεσθαι, δι’ ής έκαστος καθαρός γενόμενος, εις την ουράνιον απόλαυσιν παραχρήμα ανάγεται"*.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως και αυθεντικός ερμηνευτής των Γραφών και των πατερικών λόγων, αναλύει και ερμηνεύει ορθόδοξα όλα αυτά τα χωρία, καταρρίπτοντας τις απόψεις των Λατίνων. Αποδεικνύει περίτρανα ότι σε κανένα από τα πατερικά αυτά χωρία δεν αναφέρεται σαφώς ότι υπάρχει το λεγόμενο κολαστήριο πύρ. Επομένως, δεν δικαιολογείται από πουθενά η ύπαρξη του πουργατορίου, όπως έλεγαν οι Λατίνοι. Απλούστατα, στην προσπάθειά τους να το κατοχυρώσουν, αλλοίωναν, και παρερμήνευαν τους πατερικούς λόγους.
Έτσι, ο άγιος Μάρκος αποδεικνύει ότι άλλα από τα χωρία αυτά δεν ομιλούν καθαρώς για το καθαρτήριο πύρ, όπως τα χωρία τα προερχόμενα από τον Αυγουστίνο και τον άγιο Αμβρόσιο, άλλα ότι παρερμηνεύονται, όπως του Μ. Βασιλείου, του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, κ.λ.π.
Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν ομιλεί περί αποκαταστάσεως των πάντων, κατά τρόπο φιλοσοφικό και αιρετικό, όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν και μερικοί σύγχρονοι μελετητές, επηρεασμένοι από την δυτική ερμηνευτική παράδοση, αλλά εντάσσεται μέσα στην εκκλησιαστική Ορθόδοξη Παράδοση. Αυτό θα το δούμε σε άλλο κεφάλαιο.
Επίσης, και το ότι οι Λατίνοι χρησιμοποιούν χωρία της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου γίνεται αντικείμενο κριτικής και ελέγχου από τον άγιο Μάρκο, που ισχυρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να θεσπίζη τέτοια διδασκαλία η μεγάλη αυτή Οικουμενική Σύνοδος. Στην συνέχεια καταλήγει χαρακτηριστικά ο άγιος Μάρκος: "ούτε γαρ η γραφή διπλήν κόλασιν και διπλούν πύρ, ουθ’ η πέμπτη των οικουμενικών συνόδων ημίν παραδέδωκεν"*.
Στην δεύτερη ομιλία του ο άγιος Μάρκος αναλύει διεξοδικά το θέμα αυτό, παρουσιάζοντας τόσο διάφορα πατερικά χωρία που αναφέρονται στα μέλλοντα, χωρίς να γίνεται σαφής λόγος για καθαρτήριο πύρ, όσο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και πώς η Εκκλησία αντιμετωπίζει το σοβαρό αυτό θέμα. Δεν είναι όμως ο κατάλληλος τόπος για την ανάπτυξή του.
Γενικά, ο άγιος Μάρκος ισχυρίζεται ότι οι Λατίνοι παρανοούν και παραχαράσσουν την πατερική διδασκαλία γύρω από το θέμα αυτό. Οι Λατίνοι δεν έχουν ορθόδοξες προϋποθέσεις για να κατανοήσουν τους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και αστοχούν κατά την ερμηνευτική παρουσίασή τους.
Βέβαια, στην ορθόδοξη διδασκαλία γίνεται λόγος για την άφεση των αμαρτιών και την αξία των μνημοσύνων. Αυτά τα δύο γεγονότα οι Λατίνοι δεν μπορούν να τα κατανοήσουν πραγματικά. Στην συνέχεια θα γίνη μία μικρή αναφορά στην σχετική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Η ά φ ε σ η τ ω ν α μ α ρ τ ι ω ν στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι απαλλαγή από την κόλαση και την τιμωρία. Και αυτή η άφεση γίνεται με τρεις τρόπους και σε τρεις διαφόρους χρόνους. Η πρώτη κατά τον καιρό του Βαπτίσματος, η δεύτερη μετά το Βάπτισμα, δια της επιστροφής και του πένθους κατά την παρούσα ζωή, και η τρίτη μετά τον θάνατο, δια των ευχών και ευποιϊών και όσων επιτελεί η Εκκλησία του Χριστού.
Η άφεση δια του Βαπτίσματος είναι άμοχθος και ομότιμος σε όλους. Είναι έργο της Χάριτος και δεν απαιτείται έργον εκ μέρους του ανθρώπου παρά μόνον η πίστη. Η μετά το Βάπτισμα άφεση είναι επίπονη και απαιτεί μετάνοια και συντριβή του ανθρώπου. Η μετά τον θάνατο άφεση είναι μεν επίπονη και αυτή, διότι συνδέεται στενά με την μετάνοια "καί την συνείδησιν πλήττουσαν και την αποτυχίαν των αγαθών οδυνώσαν", αλλά είναι καθαρά από τιμωρία, αφού δεν είναι δυνατόν να είναι άφεση και συγχρόνως τιμωρία.
Στην πρώτη και τρίτη άφεση πλεονεκτεί η Χάρη του Θεού, συμβάλλουν και οι προσευχές, "ολίγον δε λίαν το παρ’ ημών εισφερόμενον". Η μεσαία άφεση γίνεται με την Χάρη του Θεού, αλλά περισσότερο από την δική μας έργασία: "η μέση δε τουναντίον ολίγον μεν το παρά της χάριτος έχει, πλείστης δε δείται της παρ’ ημών εργασίας". Επίσης, διαφέρει η πρώτη άφεση, δια του αγίου Βαπτίσματος, από την τελευταία άφεση, μετά τον θάνατο, γιατί η πρώτη άφεση είναι συγχώρηση όλων των αμαρτιών, η δε τελευταία είναι άφεση μόνον των μη θανασίμων, και μάλιστα εκείνων για τα οποία ο άνθρωπος μετανόησε κατά την διάρκεια της βιολογικής ζωής.
Αυτή είναι η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος, γι’ αυτό εύχεται για άφεση των κεκοιμημένων. Παρακαλεί τον Θεό να συγχωρήση τα αμαρτήματα των μετανοησάντων Χριστιανών, των τελειωθέντων εν τη πίστει, χωρίς να ορίζη καμμία τιμωρία, γιατί γνωρίζει ότι σε τέτοια αμαρτήματα "πολύ την θείαν αγαθότητα τον της δικαιοσύνης λόγον υπερνικάν". Έτσι, στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για την αγαθότητα του Θεού και όχι για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης*.
Συναφές με την άφεση των αμαρτιών είναι και το θέμα των μ ν η μ ο σ ύ ν ω ν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους Χριστιανούς και εύχεται γι’ αυτούς στον Θεό, αλλά με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικό λόγο από τους Λατίνους. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθή το καθαρτήριο πυρ των Λατίνων με τα μνημόσυνα, που γίνονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το πρώτον προϋποθέτει κάθαρση δια της τιμωρίας, το δεύτερον προϋποθέτει τελείωση στην ατέλεστη πορεία του ανθρώπου προς την θέωση. Ο άγιος Μάρκος δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το θέμα αυτό.
Τα μνημόσυνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνονται για όλους τους ανθρώπους που κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως και την πίστη στον Ιησού Χριστό. Και επομένως, τα μνημόσυνα και οι ευχές της Εκκλησίας ωφελούν όλους τους κεκοιμημένους, δικαίους και αδίκους, αγίους και αμαρτωλούς. Βέβαια, διαφέρει η ευχή που λέγεται για κάθε Χριστιανό. Και για τους αγίους, δηλαδή, κάνουμε μνημόσυνα και προσφέρουμε κόλλυβα στις μνήμες τους, αλλά, επειδή έχουμε τεκμήρια αγιότητας και επειδή έχουν καταριθμηθή στον κατάλογο και την χορεία των αγίων, γι’ αυτό και διαφορετική είναι η ευχή. Δεν παρακαλούμε τον Θεό να τους ελεήση, αλλά προσευχόμαστε "εις τιμήν και μνήμην" και ζητούμε τις ευλογίες τους για μάς.
Ο άγιος Μάρκος γράφει για την ωφέλεια των ευχών των μνημοσύνων: "Υπέρ πάντων ομοίως ποιούμεθα των εν τη πίστει κεκοιμημένων, και πάσιν αυτάς συντελείν τι και συνεισφέρειν φαμέν προς άπαντας διαβαίνειν την απ’ αυτών δύναμιν και ωφέλειαν"*. Επομένως, οι ευχές γίνονται για όλους τους κεκοιμημένους εν τη ορθοδόξω πίστει.
Προσεύχεται η Εκκλησία κατ’ αρχάς για τους αμαρτωλούς, οι οποίοι έχουν κλειστή στον άδη, "ίνα μικράς τινος ανέσεως τύχωσιν, ει και μη τελείας απαλλαγής". Προσεύχεται κυρίως για τους κεκοιμημένους εν πίστει "κάν αμαρτωλότατοι είεν". Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις αγίων που προσευχήθηκαν και για ασεβείς, αλλά "η του Θεού εκκλησία των (μέν) τοιούτων ουδαμώς υπερεύχεται"*. Οι αμαρτωλοί και κεκλεισμένοι μετά τον θάνατο στον άδη ωφελούνται από τις ευχές αυτές, αφ’ ενός μεν γιατί δεν έχουν τελικά καταδικασθή και ούτε ακόμη έχουν την τελεσίδικη απόφαση του δικαστού, αφ’ ετέρου δε γιατί ακόμη δεν έχουν πέσει στην κόλαση, πράγμα που θα γίνη μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αν αυτό ισχύη για τους αμαρτωλούς, πολύ περισσότερο ωφελούν τα μνημόσυνα και οι ευχές αυτούς που μετανόησαν, αλλά δεν πρόφθασαν να καθαρισθούν τελείως και να φθάσουν στον φωτισμό του νού. Αν αυτοί έχουν ελάχιστα ή κούφα αμαρτήματα, αποκαθίστανται στον κλήρο των δικαίων ή παραμένουν εκεί που βρίσκονται, δηλαδή στον άδη, και "κουφιούσι των δυσχερών και προς ελπίδας επανάξουσι χρηστοτέρας"*.
Τα μνημόσυνα, όμως, και οι ευχές της Εκκλησίας ωφελούν και τους δικαίους και τους οσίως βιώσαντας. Αυτή είναι κεντρική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Μάρκος ισχυρίζεται ότι οι ευχές της θείας Λειτουργίας αποδεικνύουν ότι "καί προς τους ήδη της παρά Θεώ μακαριότητος απολαύοντας η των ευχών τούτων και μάλιστα της μυστικής θυσίας δύναμις διαβαίνει". Αυτό φαίνεται σε σχετική ευχή κατά την θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου: "Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών, και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου". Έστω κι άν, προσευχόμενοι για τους αγίους, δεν ζητούμε γι’ αυτούς αγαθά, αλλά ευχαριστούμε γι’ αυτούς και "εις δόξαν αυτών τούτο ποιούμεν, και ούτω τρόπον τινά και υπέρ αυτών η θυσία γίνεται και προς αυτούς διαβαίνει"*.
Σε άλλο σημείο ο άγιος Μάρκος αναλύει διεξοδικότερα ποιά είναι η ωφέλεια των αγίων δοκιμάζοντας το πυρ που βρίσκεται πάντοτε με τον Θεό, και είναι η άκτιστη ενέργειά Του. Γράφει: "Το γαρ τοιούτον πυρ τους μεν αγίους, άτε μηδέν κακίαν έργον και γνώρισμα επιφερομένους λαμπροτέρους αποφανεί, καθάπερ χρυσόν εν καμίνω δοκιμασθέντας..."*. Είναι φανερό στο χωρίο αυτό, όπως και σε άλλα συναφή των αγίων Πατέρων, ότι οι άγιοι ελλάμπονται περισσότερο και καθίστανται χωρητικότεροι της μεθέξεως της δόξης του Θεού.
Ο άγιος Μάρκος χρησιμοποιεί και χωρίο του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, στο οποίο φαίνεται ότι ο ιεράρχης προσεύχεται και για τους τελειωθέντας κατά την θεία ζωή. Με την παράθεση του χωρίου αυτού ο άγιος λέγει ότι η δύναμη των ευχών και ιδίως της μυστικής θυσίας διαβαίνει "καί προς τους δικαίως τε και οσίως βιώσαντας". Και αυτό εξηγείται, γιατί εν σχέσει με την τελειότητα και οι άγιοι είναι ατελείς καί, επομένως, μπορούν να γίνουν χωρητικότεροι της θείας δόξης. Συγκεκριμένα γράφει: Διαβαίνει η δύναμη των προσευχών και της θείας Λειτουργίας και προς τους δικαίως και οσίως βιώσαντας "άτε και αυτούς ατελείς όντας και την προς ταγαθόν επίδοσιν αεί προσλαμβάνοντας και μήπω τελείας της μακαριότητος απολαύοντας"*.
Επομένως, οι ευχές της Εκκλησίας διαβαίνουν προς όλους, και τους αμαρτωλούς και τους δικαίους, αλλά ενεργούν διαφορετικά στον καθένα, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που απέκτησε από την ζωή αυτή. Και καταλήγει ο άγιος: Επειδή σε όλους διαβαίνουν οι προσευχές της Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεν είναι ανάγκη να δεχθούμε το καθαρτήριο πύρ. Την κάθαρση και σωτηρία ενεργεί η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού*.
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Μάρκου είναι ορθόδοξη και απαντάται σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Δεν έχουμε την πρόθεση να την αναπτύξουμε διεξοδικά εδώ. Εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, υπάρχουν τρία στάδια πνευματικής τελειώσεως, ήτοι η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νού και η θέωση του ανθρώπου. Η τελείωση του ανθρώπου είναι ατέλεστη. Πάντοτε ο άνθρωπος επιδέχεται βελτίωση στην πνευματική του κατάσταση. Η κίνηση αυτή θα συνεχίζεται και στον μέλλοντα αιώνα. Επομένως, όταν ο άνθρωπος δια της μετανοίας εισέρχεται στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά, λόγω του θανάτου δεν μπορεί να ολοκληρώση την κάθαρση και να πορευθή στον φωτισμό, αυτό θα γίνη με τις ευχές και τα μνημόσυνα που κάνει η Εκκλησία. Θα υπάρχη, δηλαδή, διαρκής εξέλιξη στην μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Έτσι πρέπει να εννοήσουμε πολλά περιστατικά που συναντούμε στην ζωή των αγίων, κατά τα οποία η προσευχή τους δικαίωσε τα πνευματικά τους παιδιά. Αν σκεφθούμε ότι δικαίωση είναι ο φωτισμός του νού, και φυσικά αυτό είναι κυρίως και προ παντός η άφεση των αμαρτιών, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε αυτά τα περιστατικά.
g) Το αιώνιο πυρ είναι άκτιστο
Πουθενά στους Πατέρες δεν αναφέρεται ότι υπάρχει ένα κολαστήριο και τιμωρητικό πύρ, μέσα από το οποίο θα περάσουν οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους, κυρίως όσοι δεν πρόφθασαν να κάνουν τον κανόνα τους. Στην διδασκαλία των Πατέρων, όπως είδαμε, λέγεται σαφώς ότι υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και πρόγευση του Παραδείσου και της Κολάσεως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα, των οποίων η δύναμη διαβαίνει σε όλους τους εν πίστει κεκοιμημένους, είτε είναι αμαρτωλοί είτε είναι δίκαιοι και άγιοι. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι υπάρχει και καθαρτήριο πυρ για τους μετανοημένους, αλλά μη ολοκληρώσαντας την μετάνοια, Χριστιανούς.
Ο άγιος Μάρκος λέγει ότι, όπου στην Αγία Γραφή και στα πατερικά κείμενα γίνεται λόγος για πύρ, εννοείται το αιώνιο πυρ της Κολάσεως, το οποίο, βέβαια, είναι άκτιστο και όχι κτιστό. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για κάτι κτιστό, για κάποια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για την ενέργεια του Θεού, που βιώνεται από τους αθεραπεύτους ως φωτιά.
Σε ένα σημείο της πρώτης ομιλίας του ισχυρίζεται: "Ει δε που και πυρός εν τοις τοιούτοις άσμασι και ευχαίς μνήμη γέγονεν, ουχί προσκαίρου τινός και καθαρτικήν την δύναμιν έχοντος, αλλ’ αυτού του αιωνίου πυρός και της απεράντου κολάσεως αιτούσιν οι άγιοι τον Θεόν ρυσθήναι τους εν πίστει κεκοιμημένους..."*.
Το πυρ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στα εκκλησιαστικά κείμενα δεν είναι πυρ προσωρινό, αλλά το αιώνιο πύρ. Αναφέροντας χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, λέγει: "Ου πρόσκαιρον και διαβατικόν, αλλ’ επιπονώτερον και μακρότερον το πυρ εκείνό φησι"*.
Έτσι, το πυρ της κολάσεως δεν είναι σωματικό, κτιστό, αλλά άκτιστο. Το φως στους αξίους είναι θεωρία του Θεού, λέγει ο άγιος Μάρκος. Και φυσικά, το φως αυτό είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Ο άγιος Μάρκος συνδέει το άκτιστο φως και με το πυρ της κολάσεως. Λέγει, δηλαδή, ότι το πυρ το αιώνιο δεν είναι σωματικό, "καθάπερ και φως τοις αξίοις την αυτού θεωρίαν". Αναλύοντας αυτήν την άποψη υποστηρίζει ότι οι άγιοι της Εκκλησίας το αιώνιον πυρ και τις απέραντες κολάσεις "αλληγορικώτερον εξελάβοντο". Πρόκειται περί αλληγορίας, γιατί ούτε το φως των δικαίων είναι σωματικό, ούτε το πυρ των αμαρτωλών είναι κτιστό και σωματικό. Είναι πραγματικά γεγονότα και αληθινές καταστάσεις, αλλά δεν είναι οι καταστάσεις που γνωρίζουμε από τον αισθητό κόσμο.
Βέβαια, η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί πολλές εικόνες για να δείξη την κατάσταση των κολασμένων, όπως το πύρ, τον σκώληκα, τα ερπετά και τον βρυγμό των οδόντων. Αυτά όλα εκφράζουν άλλες πραγματικότητες. Με το πυρ οι άγιοι εννοούν την άγνοια του Θεού: "ως μήτε πυρ εκεί σωματικόν νομίζεσθαι μήτε σκότος εξώτερον άλλο πλην ή την του Θεού άγνοιαν". Φυσικά, όταν ομιλή για την άγνοια του Θεού, εννοεί την μη μέθεξη του Θεού, αφού γνωρίζουμε ότι οι αμαρτωλοί θα βλέπουν τον Θεό, θα έχουν, δηλαδή, όραση του Θεού, αλλά όχι μέθεξη του Θεού, καί, επομένως, θα έχουν άγνοια. Άλλωστε, γνώση του Θεού στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι η μέθεξη του Θεού. Ο σκώληκας ή κάποιο ιοβόλο και σαρκοφάγο γένος των ερπετών δηλώνουν την βάσανο των ακολάστων από την συνείδηση και την πικρή εκείνη μεταμέλεια. Το ίδιο ακριβώς σημαίνει ο βρυγμός των οδόντων, δηλαδή δηλώνει την λύπη, τον πικρό οδυρό και την μανία των θυμομαχούντων*.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι, όπου γίνεται αναφορά σε πυρ μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, εννοείται το αιώνιο και άκτιστο πύρ. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για κάποιο πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, αλλά για την βίωση της ακτίστου Χάριτος ως πυρός, λόγω της ακαθαρσίας του ανθρώπου. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καθαρτήριο πύρ, όπως το εννοούν οι Λατίνοι.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, όπως φαίνεται στις ομιλίες του κατά την Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, είναι εντεταγμένη οργανικά μέσα στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ζωή του ανθρώπου μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Ο άγιος Μάρκος είναι αυθεντικός ερμηνευτής της ορθοδόξου διδασκαλίας, γιατί είναι ο ίδιος φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Έτσι, αποδεικνύεται ότι το καθαρτήριο πυρ των Λατίνων είναι κενή δόξα, καινούρια διδασκαλία, καινοφανής δοξασία, που δεν μπορεί να υιοθετηθή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο άγιος Μάρκος αποδεικνύεται και σε αυτό το θέμα αυθεντικός ερμηνευτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
3. Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πύρ
Ένα ενδιαφέρον σημείο του θέματος που μας απασχολεί είναι τα αίτια που οδήγησαν τους Λατίνους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός. Αυτό είναι αναγκαίο, γιατί, καθώς πιστεύουμε, δεν είναι τυχαία η εμφάνιση αυτής της διδασκαλίας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως φαίνεται από την μελέτη του θέματος, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός εντάσσεται οργανικά μέσα στην όλη θεολογία των Λατίνων και αναπτύσσεται μέσα σε όλη την ατμόσφαιρά τους. Επομένως, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά σύμπτωμα της θεολογίας της Δύσεως, όπως αναπτύχθηκε με την αποκοπή της από την ορθόδοξη θεολογία. Ήδη μας δόθηκε η δυνατότητα να το δούμε αυτό σε προηγούμενες αναλύσεις, αλλά τώρα θα το μελετήσουμε εκτενέστερα και αναλυτικότερα.
Μπορούμε να σημειώσουμε πέντε αίτια, τα οποία οδήγησαν την δυτική θεολογική σκέψη στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός.
Π ρ ω τ ο ν, η έλλειψη νηπτικής θεολογίας. Η δυτική θεολογία με την απομάκρυνσή της από την ορθόδοξη θεολογία, και κυρίως από την νηπτική παράδοση για την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και την θεωρία του Θεού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις αναπτύξεως και της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός.
Αυτό λέγεται από την άποψη ότι στην ησυχαστική - νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ενέργεια του Θεού, που ως πυρ καθαρίζει τον άνθρωπο. Ανάλογα με το ενέργημα η Χάρη του Θεού αποκτά και ένα ιδιαίτερο όνομα, λέγεται καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια. Με άλλα λόγια, όταν η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθαρίζη τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη λέγεται φωτιστική και όταν τον θεώνη λέγεται θεοποιός.
Ο Ίδιος ο Χριστός είπε: "Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη!" (Λουκ. ιβ', 49). Ο δε Απόστολος Παύλος γράφει: "Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον" (Εβρ. ιβ', 29).
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εκφράζοντας όλη την νηπτική παράδοση πάνω στο θέμα αυτό, λέγει ότι βιώνουμε την Χάρη του Θεού πρώτα ως πύρ, φωτιά, και ύστερα ως φώς. Το υπερουράνιο πύρ, όταν επιδημή στην καρδιά, άλλους καταφλέγει για το ελλιπές της καθάρσεως και άλλους φωτίζει "διά το μέτρον της τελειότητος". Αυτό το ίδιο πυρ ονομάζεται "καί πυρ καταναλίσκον και φωτίζον". Γι’ αυτό άλλοι εξήλθαν από την προσευχή τους σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι έναν κουφισμό από τον ρύπο, και άλλοι, όταν τελειώνη η προσευχή, αισθάνονται σαν να εξέρχωνται πεφωτισμένοι από το φως και ημφιεσμένοι το ιμάτιο της ταπεινώσεως και αγαλλιάσεως*.
Σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι όλος ο κόπος μας καταβάλλεται έως ότου το πυρ του Θεού εισέλθη μέσα στο αγιαστήριο ημών, δηλαδή μέσα στην καρδιά μας. Ο Θεός, που είναι πύρ, καταναλίσκει "πάσαν πύρωσιν και κίνησιν, και πρόληψιν, και πώρωσιν, και σκότωσιν, την εντός και εκτός, ορωμένην τε και νοουμένην"*.
Γενικά, σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση γίνεται λόγος για το πυρ που εισέρχεται μέσα στην καρδιά, δηλαδή για την άκτιστη Χάρη του Θεού, που αισθάνεται κανείς μέσα στην καρδιά του να κατακαίη τα πάθη*. Βέβαια, αυτό το πυρ είναι άκτιστο, δηλαδή είναι η άκτιστη Χάρη του Θεού, που κατακαίει τα πάθη, καθαρίζει την καρδιά, γι’ αυτό και λέγεται καθαρτική Χάρη, και αυτό γίνεται κατά την διάρκεια του αγώνος του ανθρώπου για την θεραπεία του. Είναι ουσιαστικά το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής. Επίσης, αυτό το ίδιο το πύρ, δηλαδή η καθαρτική Χάρη του Θεού, θα ενεργή στους κεκοιμημένους εκείνους που εισήλθαν στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά όμως δεν πρόφθασαν να καθαρθούν. Έτσι, με τα μνημόσυνα και τις προσευχές της Εκκλησίας, όπως είπαμε πιο πάνω, καθαρίζεται ο άνθρωπος και ανέρχεται στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, αφού, άλλωστε, η τελείωση είναι ατέλεστη.
Οι Λατίνοι, επειδή έχασαν την νηπτική θεολογία και δεν βίωναν αυτές τις καταστάσεις εμπειρικώς, γι’ αυτό παρερμήνευσαν τα πατερικά κείμενα. Διαπίστωσαν ότι στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων γίνεται λόγος για πυρ που καθαρίζει τον άνθρωπο και ότι αυτό συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, γι’ αυτούς που ήδη είχαν εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, και μη διαθέτοντες πνευματική εμπειρία αυτής της διδασκαλίας, παρερμήνευσαν τα πατερικά χωρία. Έτσι, έφθασαν να μιλούν για κτιστό πυρ τιμωρίας, δια του οποίου θα περάσουν οι άνθρωποι. Αλλά είναι σαφές ότι άλλη έννοια έχει ο όρος στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία.
Δ ε ύ τ ε ρ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η ταύτιση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, που δημιούργησε πολλά κακά στην Δύση.
Γνωρίζουμε καλά από την ορθόδοξη θεολογία ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Δεν υπάρχει ουσία χωρίς ενέργεια. Αν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, αν η ουσία είναι κτιστή, τότε και η ενέργειά της είναι κτιστή. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, γι’ αυτό λέμε ότι και η ενέργειά Του είναι άκτιστη. Η αγάπη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, κ.λ.π. είναι ενέργειες του Θεού, οι οποίες, βέβαια, δεν είναι ανυπόστατες, αλλά ενυπόστατες, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ενέργεια χωρίς υπόσταση, λόγω του ότι ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Η θεολογική αυτή αλήθεια μας διαφυλάσσει από πολλούς κινδύνους και από αιρετικές αποκλίσεις.
Αντίθετα, στην Δύση δεν γίνεται αυτή η διάκριση. Οι σχολαστικοί θεολόγοι, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την απλότητα του Θεού και συγχρόνως ακεραία την διάκριση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, ταυτίζουν την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του, την αποκαλούν actus purus (καθαρά ενέργεια), και συγχρόνως εκλαμβάνουν την προνοητική και σωστική ενέργεια του Θεού ως κτιστή. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός,κατά την δυτική θεολογία, δεν έχει πραγματική σχέση με τον κόσμο κατά την άκτιστη ενέργειά Του, αλλά μόνον με κτιστά μέσα και κτιστές ενέργειες. Αυτή, όμως, η διδασκαλία κλονίζει όλο το βάθρο και το περιεχόμενο της σωτηρίας του ανθρώπου*.
Αν εξετάσουμε προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Λατίνων, θα διαπιστώσουμε ότι οφείλονται σε αυτό το κρίσιμο θεολογικό ζήτημα. Αυτό ακριβώς φαίνεται και στην διδασκαλία των Λατίνων περί καθαρτηρίου πυρός. Κατ’ αρχάς κάνουν λόγο για την βίωση του καθαρτηρίου πυρός, που είναι κτιστό, αφού ο Θεός δεν έχει άμεση επικοινωνία με τα κτίσματα, και στην συνέχεια ομιλούν για την θέα της ακτίστου ουσίας του Θεού από τους καθαρθέντας. Αφού, δηλαδή, οι άνθρωποι περάσουν από το καθαρτήριο πύρ, φθάνουν στην θέα της ουσίας του Θεού. Αλλά αυτή η διδασκαλία, εκτός των άλλων, εφ’ όσον ομιλεί για σωτηρία, αναγκαστικά αίρει την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ κατά φύσιν και κατά Χάριν.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία όμως η σωτηρία ταυτίζεται με την μέθεξη υπό του ανθρώπου της ακτίστου θεοποιού Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Οπότε η σωτηρία είναι πραγματική και ο Θεός παραμένει Θεός.
Τ ρ ί τ ο ν, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός είναι συνάρτηση της όλης φραγκολατινικής παραδόσεως, όπως εκφράζεται από την λεγομένη σχολαστική θεολογία. Πραγματικά, όπως είπαμε και προηγουμένως, η σχολαστική θεολογία, που αποδεσμεύθηκε από την εμπειρική, ησυχαστική και νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γέννησε πολλά κακά στην Δύση.
Κατά την δυτική θεολογία, που στηρίχθηκε στον ιερό Αυγουστίνο, η προπατορική αμαρτία κληρονομείται από τον Αδάμ σε όλους τους απογόνους, και η δικαιοσύνη του Θεού κατεδίκασε όλη την ανθρωπότητα στην Κόλαση και επέβαλε την ποινή του θανάτου*. Επομένως, κατά την φραγκολατινική παράδοση, η κόλαση και ο θάνατος είναι τιμωρία του Θεού και όχι ασθένεια, όπως διδάσκει η ορθόδοξη θεολογία.
Συνέπεια αυτής της διδασκαλίας είναι ότι οι Φραγκολατίνοι οδηγήθηκαν στην θεωρία περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός. Οι Φράγκοι, επειδή πίστευσαν ότι οι κολασμένοι δεν βλέπουν τον Θεό, εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την Κόλαση του Δάντη, όπου οι αμαρτωλοί θα βασανίζωνται από το κτιστό πυρ της Κολάσεως. Έτσι, οι Φραγκολατίνοι φαντάσθηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, αποτελούμενο από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, την μεταβλητή γη για την δοκιμασία των ανθρώπων και τα μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθαριζομένους*.
Φυσικά, οι Φραγκολατίνοι, όπως είδαμε προηγουμένως, ομιλούσαν και για την θέα της ουσίας του Θεού από τους δικαίους και τους καθαρθέντας. Με άλλα λόγια, οι σεσωσμένοι θα δούν, δια της χάριτος και της λογικής τους, τον Θεό και τα αρχέτυπα των όντων, που υπάρχουν σ’ Αυτόν. Με την όραση αυτή της θείας ουσίας θα απαλλαγούν οι ψυχές από το επιθυμητικό, το θυμοειδές και τα μεταβλητά και έτσι θα γίνουν αμεταβλήτως ευδαίμονες*. Περιττό να τονίσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχεται αυτές τις απόψεις, αφού δεν υπάρχουν μέσα στον Θεό τα αρχέτυπα των όντων. Ο Θεός δημιουργεί, προνοεί και σώζει τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του.
Επίσης οι Φραγκολατίνοι δεν κατανόησαν ορθώς την αποφατική θεολογία και την εξέλαβαν περισσότερο ως στοχαστική θεολογία. Στην ορθόδοξη θεολογία η δόξα του Θεού αποδίδεται με αντιθετικούς όρους: φως και γνόφος, πυρ και σκότος. Η πρώτη αντίθεση δηλώνει την δόξα των δικαίων, η δεύτερη την κατάσταση των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούνται οι αντιθέσεις αυτές όχι επειδή στον Θεό υπάρχουν αντιθέσεις, αλλά για να εκφρασθή η αλήθεια, ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων*.
Πάντως οι προϋποθέσεις αυτές της φραγκολατινικής θεολογίας οδήγησαν τους δυτικούς θεολόγους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός, δια του οποίου θα τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί και μετανοούντες για να φθάσουν έτσι στην θέα της ουσίας του Θεού. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός των Λατίνων δεν είναι ανεξάρτητο από τις βασικές δομές της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως.
Τ έ τ α ρ τ ο αίτιο είναι η διδασκαλία των Λατίνων περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, η απαίτηση της τιμωρίας και η απαίτηση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ανάγκη της θείας φύσεως. Αντίθετα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, στους οποίους γίνεται λόγος για την αμαρτία ως ασθένεια και την σωτηρία ως αγάπη του Θεού, δια της οποίας επιτυγχάνεται η θεραπεία του ανθρώπου με την δική του, βέβαια, συνέργεια, ο Άνσελμος κάνει λόγο για την προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού και την εξιλέωσή της*.
Μια τέτοια θεώρηση εκ μέρους των Λατίνων για την σωτηρία του ανθρώπου ήταν επόμενο να τους οδηγήση στην περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία, στην διδασκαλία περί τιμωρίας του ανθρώπου για να εξιλεωθή ο Θεός. Φυσικά, η διδασκαλία αυτή αλλοιώνει όλη την πνευματική ζωή, αφού την θέτει σε μια εμπορική συναλλαγή και σε σχέσεις προσβεβλημένων και πεπτωκότων.
Π έ μ π τ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η πολιτικοοικονομική διάρθρωση του Παπισμού. Αφού οι Φραγκολατίνοι έχασαν την εμπειρική θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας και αποδεσμεύθηκαν από την νηπτική - ησυχαστική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν επόμενο να περιπέσουν σε ανθρωποκεντρικές καταστάσεις. Η φεουδαλιστική αντίληψη για την συγκρότηση της κοινωνίας, ο κτιριακός οργασμός και η οικονομική ανύψωση, η σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, κ.λ.π. συνετέλεσαν στο δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός. Με αυτόν τον τρόπο και ο λαός καταπιέζεται, αλλά και βοηθείται η "Εκκλησία" στην ανοικοδόμηση κτισμάτων.
Η σύνδεση του καθαρτηρίου πυρός με υλικές προσφορές προκάλεσε την απογοήτευση του λαού από τον Παπισμό. Λέγεται ότι εφευρέθηκε το καθαρτήριο πύρ, το λεγόμενο πουργατόριο, για την ολοκλήρωση του ναού του Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη και την συντήρηση της Παπικής αυλής. Πρέπει όμως να παρατηρηθή ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός δεν εφευρέθηκε απλώς για την εκμετάλλευση του λαού, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, εντάσσεται μέσα στην σχολαστική θεολογία των Φραγκολατίνων. Οπωσδήποτε, όμως, χρησιμοποιήθηκε και για οικονομικούς λόγους.
Ύστερα από αυτήν την ανάλυση, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα. Όπως η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί μία ενότητα, θα έλεγα έναν κύκλο, και όταν πλησιάση κανείς ένα σημείο του κύκλου συναντά όλο τον κύκλο, το ίδιο συμβαίνει και στην φραγκολατινική θεολογία. Όλα τα καινοφανή δόγματά της έχουν σχέση μεταξύ τους και προσδιορίζονται από την ίδια βάση.
Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια της ησυχαστικής θεολογίας, η απόρριψη της θεραπευτικής και εμπειρικής θεολογίας γέννησε πολλά κακά στην Δύση. Το δόγμα περί του καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετο με την απώλεια της διδασκαλίας περί της αδιαιρέτου διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
Το καθαρτήριο πυρ είναι καρπός και αποτέλεσμα της σχολαστικής θεολογίας των Φραγκολατίνων και δεν έχει καμμία σχέση με την ορθόδοξη θεολογία, όπως την δίδαξε ο Χριστός, την έζησαν οι Απόστολοι και μας την παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες

Pages